Ολα
βουνό;
Του Χρήστου Νιάρου
Μελβούρνη 2022.
‘’’’Είχα ανάγκη να υπάρχεις. Να βρω,
ν’ ακουμπήσω κάπου τη
λύπη μου.
Σε καιρούς όπου όλα,
πρόσωπα,
αισθήματα, ιδέες, ήταν
ρευστά,
χρειαζόμουν μια πέτρα
στερεή
ν’
ακουμπώ το χαρτί μου.’’’’
Νικηφόρος
Βρεττάκος
(
συλλογή , ποιήματα για το ίδιο βουνό).
Όλα
βουνό. Έτσι το έβλεπε με τα χρόνια και δεν
έπαιρνε μια απόφαση να πάρει τα πόδια του να το
ανέβει. Το βλέπε πιό ψηλά από το ύψος του αλλά
και
πιό απόμακρα.
Μικρός
το ανέβαινε και το κατέβαινε πιό γρήγορα. Σιγά
τον φόβο. Σιγά και άμα ροβολούσαν και πετρούλες
και κοτρώνες ,εκεί που πατούσες και φεύγανε
δεξιά και αριςτερά του στο δευτερόλεπτο ,δεν τον
έσκιαζαν .
Πηγαινοερχόντανε
στις σελίδες του χτες.
Όμως
η επιμονή να ανέβει ,να αγναντέψει , ναναι στην
πλαγιά ή στην κορυφή που φαινόταν ήταν μια
δύσκολη απόφαση αυτή την ώρα .
Σαν
συνομιλία
εκ
βαθέων με το χτές .
Το βλέπε όμως και το καμάρωνε. Με δέος και
πρόκληση,βήμα βήμα η κούραση και ο φόβος δεν
ήταν εμπόδια.
Αρχιςε να ξεθαρεύει . Όλα βουνά είναι ;
Αναρωτήθηκε το τώρα του .
Για
να τα περπατήσεις ,να τα ανέβεις ,να τα
γνωρίσεις ,έστω να πείς ότι κάτι έκανες μακριά
από τα συνηθισμένα ,θέλει και λίγο τσαγανό. Τα
μονοπατάκια τα γνωρίζεις από παιδί. Ιδρώτας από
δώ, λιθάρια πιό κεί σιγά σιγά θα έφτανες,στο
λίγο παραπάνω .
Οξυγόνο
μπόλικο ,και η πορεία δύσβατη αλλά κάτι γινόταν
στο τέλος,σαν δικαίωςη . Τώρα όλα βουνό,λόφος
,απροσπέλαστο ,απόρθητο ,απάτητο ,άγνωστο
τα
σχεδόν όλα στην πόλη και εντός των λίγων
τετραγωνικών ,είχαν επίθετα . Στο πως θα το
ανέβεις ,τα χέρια και τα πόδια σου το ξέρουν.
Δεν έχεις εμπιστοσύνη ; Δεν πείθεσαι από τις
δυνάμεις σου ; Και τι έγινε που δεν ανέβηκα σε
εκείνη την κορφή; Σε κείνη την πλαγιά ,είχα
ανέβει και έβλεπα τον κάμπο. Τους έβλεπα όλους .
Σπίτια ,γειτονιές ,πλατείες. Μακρινά φαίνονται
όλα τώρα. Με τα χρόνια να περνάνε ,τα βήματα δεν
το κάνουν απόφαση ,να πάρουν τα πόδια τους.
Με τα χρόνια να περνάνε
,που δεν είναι πιά με το μέρος μου ,πηγαίνω από
εδώ μέχρι το σίγουρο εκεί.
Συμβιβασμένος
με τα λιθάρια του χρόνου,συμβιβασμένος με τα
τόσα χρόνια που πέρασαν.
Από βουνά και κύματα ήρθαμε στις πόλεις .
Τα
αναπολώ . Τα ξεφυλλίζω .
Οπως
γράφει και ο ποιητής του Ταΰγετου ,και όχι μόνο
,το ρήμα ακουμπάω , σε ολες τις πτώςεις και τους
χρόνους ,μετράει πλιότερο και από
όλα
τα εφήμερα . Τότε που ανεβαίναμε στο βουνό του
χωριού, πέρναμε τα λόγια μας από τις καρέκλες
και
τις σελίδες της παρέας και αλλάζοντας τους
περιβάλλον δεν το βάζαμε κάτω και στο βουνό,στην
απλωσιά τις αφήναμε να πετάξουν . Να ονειρευτούν
.
Καλοκαίρια ,κυρίως ,όταν μαζεύονταν ολοι οι
μακρινοί και κοντινοί απόδημοι
και
το βουνό χαιρόντανε και το χωριό γέμιζε
λαλιές
. Μια παρέα ,ένα τςούρμο φωνές και εικόνες
μαζεύονταν
γύρω
από την τάβλα της στιγμής . Και οτι λέγαμε στην
πλατεία και στη γειτονιά το κάναμε αλήθεια.
Με
Επιμονή και υπομονή ,σκαρφαλώναμε ,ανεβαίναμε,
στην
Μπιςτούρα
. Δεν λογαριάζαμε κίνδυνο ,μικρό ατυχήματα
γειάνανε
και μας μεγαλώςανε .
Ο
φόβος άγνωστο τοπίο. Με παρέα και μόνοι
αναριχούμασταν. Τα πεύκα και τα αγριολούλουδα
εκεί ,μας περιμένανε.
Φυτρώνανανε
και οι φτέρες και τα βάτα και οτι βλέπαμε . Και
όλα τα ζωντανά του βουνού ,ξέραμε οτι κρυμμένα
και μη, περπατούσαν ,σέρνονταν κάπου εκεί κοντά.
Καλού
κακού είχαμε και κανά ξύλο στο χέρι για στήριγμα
,όταν δυσκόλευε η ανηφόρα. Και αν δυσκόλευε
ακόμη περισσότερο ,δεν τα παρατούσαμε. Αυτό το
θυμάμαι καλά . Και τσακιστίκαμε και γόνατα
χτυπήσαμε.
Εξερευνητές και ατρόμητοι γνωρίζαμε το βουνό και
τις πλαγιές του. Και δεν αναβάλαμε για την αύριο
αυτή μας την περιπέτεια. Είχε κίνδυνο , είχε
μυρουδιές και καθαρό αέρα . Ήταν και ένα είδος
γυμναστικής, για ψυχή και σώμα. Τώρα , καθώς
μεγαλώνουμε ή νομίζουμε ότι μεγαλώνουμε ακόμη
και στην επόμενη στροφή να πάμε ,τα δυό βήματα
,μας φαίνεται ότι είναι ο γύρος του κόσμου . Και
ποιός έχει όρεξη να το κάνει ;
Οι
ευκολίες πολλές και οι αποφάσεις διστάζουν να
πουν το ναι και να δέσουν τα κορδόνια. Τότε που
η πεζοπορία ,το αγνάντεμα ήταν διασκέδαση . Τότε
που μυρίζαμε τον αέρα και ξέραμε οτι θα βρεθούμε
εκεί. Ο καθένας μόνος του ή από το σημείο
συναντησής μας ,κανονίσαμε χωρίς περιστροφές και
δευτερολογίες
το
τι θα κάνουμε το χρόνο μας . Και τα μονοπάτια
και η τρέλα των στιγμών μας έβγαζαν στις
βουνοπλαγιές .
Τώρα
,που μαζευτήκαμε στις πόλεις ,το με πονάει εδώ,
α δε μπορώ αυτή την μέρα , που να τρέχω , έξοδα
πολλά , άστο μια άλλη φορά ,και πολλά άλλα
συναφή γίνονται δικαιολογίες . Και το βουνό
,εκεί που το βλέπαμε και συνεχώς το κατακτούσαμε
,έςτω και το ελάχιςτό του , μίκραινε η απόςταςη
αναμεσά μας.
Ψηλώνει
το μπόι του . Ψηλό ήταν πάντα.
Ψηλώναμε
και μεις . Και μείς πηγαίναμε στο βουνό και με
βουνό με βουνό σμίγαμε
με
τα πάντα όπως λένε και οι παροιμίες . Γιατί δεν
φοβούνται και δεν λένε ψέματα οι παροιμίες .
Ούτε όταν χορεύεις πάνω στο βουνό. Γιατί
χορεύεις και στην λάκα και αλλά στην κορυφή
,αλλιώς .
Είσαι
πιό πάνω ,από το χώμα όταν χορεύεις ,εκεί . Και
όλος ο κόσμος θεατής .
Έτσι
είναι η αναμέτρηση μαζί του .
Γιατί
,όταν ανεβαίναμε ,μπορεί να μην λέγαμε πολλά
αλλά με τα μάτια δεκατέσσερα ,σιγοψιθυρίζαμε
κιόλας.
Και
ο τόπος είναι όλα και όλο βουνά . Περπατημένα
,απάτητα και σίγουρα .
Το καθένα και μια ομορφιά . Είτε την ανεβαίνεις
είτε την κατεβαίνεις , τα χιόνια και οι
μυρουδιές θάναι εκεί με την καλοσύνη του ουρανού
και των εποχών τα καρπίσματα .
Μπαίνεις στον τοπίο και στο χρόνο τους. Σε καλό
δέχονται και δεν υπάρχουν προαπαιτούμενα
επίςκεπτηρίου .Είχα την τύχη για βουνό ,είχα την
χαρά να περπατήσω βουνά και λαγκαδιές και
μονοπάτια. Να ακουμπήσω και στους κορμούς των
δέντρων. Εκει ,που έτρεχε το ρετσίνι ,εκεί που
ήταν πεσμένες οι πευκοβελόνες, πέρασαν κομμάτια
,σαν δεμάτια κάποια χρόνια ,κάποια καλοκαίρια.
Στην πλάτη τώρα τα βουνά , απόμακρα ,μπορεί και
χιονισμένα ,μπορεί και να περιμένουν ,να τα
ανέβω.
Να
ρθούν όλοι μαζί ,όλοι αυτοί που φύγανε και όλοι
αυτοί που μείνανε ,εκεί σε κείνη την κορφούλα
,που γέρνουν εκείνα τα κλαριά και αγναντεύουν
τον κάμπο του Κρυστάλλη . Να πας πάρουν με
θάρρος οι σταυραετοί του , μακριά πάνω από του
κάμπου την επίπεδη ομορφιά και να βγάλουν σε
κάποια κορυφούλα . Εκεί είναι τα βουνά
και
ακλόνητα και αγέραστα ,σου μαθαίνουν
μια
άλλη αλφαβήτα . Όλα από την αρχή .
Εκεί γλυκό χαράζουν του Τσιτσάνη
οι
πενιές ,εκεί και τα θεμέλια της ψυχής και της
γλώσσας του Ελύτη. Εκεί που χαιρετάει - ο
Νικηταράς ,ο κατςαντώνης ,ο καραιςκάκης , ο
αρματολός ,ο κλέφτης , ο ανώνυμος - περήφανα για
μια ακόμη (ίσως )τελευταία φορά ,όταν ζητάει να
σταματατήσουν την πομπή των Τούρκων ,για να
χαιρετίσει τις βουνοπλαγιές και τα λημέρια.
Και
τα δημοτικά τραγούδια κομμάτι του βουνού και του
νερού είναι
.
Και
τώρα ,μετά από όλα αυτά ,όλα βουνά
που
περάςαμε μείναμε λιωμένοι,λιγόψυχοι
από
τις αναποδιές και τις μοναξιές της πόλης. Ετσι
τα βλέπουμε ,τα πράγματα και τις καταστάσεις .
Ο
καθένας στο δικό του βουνό και σιγά σιγά όλα
μαζί ψηλώνουν ,συννεφιάζουν και δεν ανταμώνουν .
Και
βουνό ,και τα χαρτιά και οι σημειώςεις . Ούτε ο
Ολύμπος ούτε ο κίσσαβος , δεν μας έμαθε ιστορία
.
Ούτε τα μαλώματα και μιλιές τους μας μάθανε
πολλά πολλά . Γιατί τα βουνά μιλάνε .
Οσο
σιωπούνε ,κατά πως νομίζουμε , ο αέρας φέρνει
πολλές από τις κουβέντες τους .
Σηκώνει
από το χώμα ,τις εποχές και όλα τα
φωνήεντα
και ο αχός ,στέλνει τα δικά του μηνύματα . Και
με θάρρος τα λέει τα χούγια του .Το κάλεσμα τους
είναι πάντοτε ανοιχτό. Και όταν κρατηθείς , από
αυτά τα λόγια του αέρα που σου φέρνει και στα
λιθάρια που σε φιλοξένησαν ,όπου και όπως και
νάσαι σε όποια απόςταςη και νάναι ,σου
ξανάρχονται και σου φανερώνονται μπροστά σου
.Από άλλα μονοπάτια τα ξαναβρίσκεις .
Επιστρέφουμε , οπως και στην αφετηρία του
κειμένου ,σε μια ακόμη γραφή του Νίκ.Βρεττάκου .
Από την γραφή του ´´´ οι
σημειώσεις
της εβδομάδας ,ελληνικα χρονικά , Μάιος 1953
ακούμε
τα λόγια του . ´´´´´´´κανείς δεν μιλά. Κάτι
λέει, βέβαια, ο καθένας μέσα στον εαυτό του,
αλλά δεν ακούγεται κανένας ψίθυρος. Σε λίγο, ο
ένας πίσω από τον άλλο ακολουθούμε το μονοπατάκι
που τραβάει κατά τη Γκιώνα. Όλοι έχουν
ανακαλύψει τον εαυτό τους, έχουν βρη την ψυχή
τους, μια τρυφερή ψυχή που εκδηλώνεται με το
χάιδεμα μιας τρυφερής κορφούλας ελατιού, με το
κόψιμο ενός λουλουδιού, μια ψυχή που γίνεται
ηρεμία και ξαπλώνεται πάνω στο πρόσωπό μας,
γίνεται φως και λάμπει μέσα στα μάτια μας.
Νοιώθεις να ξαναγίνεσαι άνθρωπος, σκέφτεσαι την
ελευθερία, σκέφτεσαι την ευτυχία που είναι πολύ
κοντά στους ανθρώπους, σκέφτεσαι όλο αυτό το φως
που πηγαίνει χαμένο, νοιώθεις τη ζεστασιά του
πάνω στην πληγωμένη σου αξιοπρέπεια, πάνω στο
κουρασμένο σου σώμα κι’ είσαι ικανοποιημένος που
κατόρθωσες να υπάρχεις ακόμα, να ελπίζεις ακόμα,
που μπορείς να ξεφεύγεις έστω για λίγο από τ’
αρπάγια της πολιτείας που σε λαχταρίζουν από
σιγά-σιγά, δηλητηριάζοντας το αίμα σου και
παραμορφώνοντας τη ψυχή σου και τα
χαρακτηριστικά του προσώπου σου. Οι στροφές του
μονοπατιού μέσα από τα έλατα ξεκόβουν άλλους από
δω κι’ άλλους από κει. Καθένας βαδίζει σχεδόν
μόνος του. Από διάφορα μονοπάτια προς τον ίδιο
Θεό. Και σε λίγο αναζητώντας ο ένας τον άλλο,
διασταυρώνονται σφυρίγματα και φωνές απ’ όλα τα
σημεία. Φωνές και σφυρίγματα που έχουν κάτι το
τραγουδιστό μέσα τους, κάτι το παιχνιδιάρικο,
κάτι το πού παιδικό. Η κάθαρση είχε συντελεσθή.
Είχαμε γίνει άνθρωποι.
Δηλαδή παιδιά».
Και
ενώ αυτά γράφονται για την Γκιώνα ας
συνεχίζουμε
. Κατά πως λέει και ο λαός ,όπου βουνό με βουνό
δεν σμίγει, ο Ηπειρώτης Κ.Κρυστάλλης ,
αγναντεύει την Πεντέλη .
Σμίγει την θέα της στιγμής ,αν και η Πίνδος ,σαν
ραχοκολιά τον διαπερνάει .
Τα
λόγια του σμίγουν με τα βουνά
.
Γιαυτό
το βουνό
λοιπόν
,ο Κ.Κρυστάλλης,-
που άφησε πολύ νέος την τελευταία του πνοή στις
22 Απρίλη του 1894 στην Αρτα - που και αυτή τον
τιμά δεόντως -
γράφει
και μας υπενθυμίζει :
Νά
ξερες, όμορφο βουνό, τί μου θυμίζει εμένα
ένα κεδρί, ένας
πεύκος σου, μια ρεματιά, μια βρύση.
Νάξερες όμορφο βουνό,
τί πόθους μου ξανάφτει
κι ένας ανθός σου
ταπεινός με τη μοσχοβολιά του,
Γι’ αυτό, βουνό μου,
σ’ αγαπώ περίσ’ απ’ όλα τ ’άλλα.
Και
έτσι με τα χρόνια , γερνάμε και βαδίζουμε ,κοντά
ή μακριά σε βουνά και ξάγναντα .Οδοιπόροι μικρών
και μεγάλων ,γραμμένων και άγραφων στιγμών
,ονειρευόμαστε
ανόδους
και καθόδους και λίγο ακόμη οξυγόνο
στην
πορεία αυτή δεν βλάπτει . Το ερώτημα ,ξεφυτρώνει
,αιωρείται ,υπάρχει και παραμένει . Είναι άραγε
όλα βουνό ;
Του
Χρήστου Νιάρου
Μελβούρνη 2022.
|