Βάψιμο, καλές
τιμές και όρια χρόνου
.
Του
Χρήστου Νιάρου Μελβούρνη .
Με μια φροντίδα και με
ένα κουράγιο σαν περίγραμμα και για να κάνω
κάτι, βάφω, ανανεώνω τον
φράχτη των σκέψεών μου. Βάφω και την απόσταση
που μας χωρίζει. Από τη στιγμή που φύγαν από
μένα
σκέψεις και σιωπές και πήγαν μέχρι το όριό του
γραμμένες και άγραφες λέξεις, μια δεύτερη
ευκαιρία, μια άλλη πινελιά συμπεριφοράς
και φρεσκαρίσματος θέλουν.
Όλα αυτά γίνονται όταν τις κοιτάς, τις
ανακατεύεις και τις ξαναφέρνεις
στα χέρια σου, στο στόμα σου και στην πιθανότητα
των χρωματισμών, των αποχρώσεων του χρόνου. Όταν
η υπομονή του μπλε τους εξαντληθεί, ακούραστα
χαμογελάω στο πορτοκαλί τους. Του κλείνω το μάτι
και ας κάνει νάζια. Όλα στη στιγμή της δεύτερής
τους ευκαιρίας. Ζωγραφίζω τελείες, παύλες,
κόμματα, χειμώνες, οξείες αλλά κυρίως τα
αποσιωπητικά, τις μεταφορές μιας θλίψης και μιας
έκστασης των στιγμών του. Τα ειπωμένα, τα
αφηρημένα, τα πλανόδια με τα γιατί και τα ωραία
τους, ξαναπερνάνε από μπροστά μου. Στην δε υψηλή
κυριότητα τού ιδρώτα τους, μέσα
από ένα διάλογο μαζί τους,σύντομα του κατευνάζω
τα πνεύματα
αντιρρήσεων και προσκλήσεων και πινελιά με
πινελιά το καθετί παίρνει μια θέση που του
αναλογεί. Στην παλέτα των δευτερολέπτων, οι
επαναπροσδιορισμοί των τετελεσμένων και των
πραγμάτων, από επιδόρπια συνευρέσεων γίνονται το
κύριο πιάτο.
Όλοι και όλα έχουν κάτι να πουν σαν γεύςη και
όταν έρχονται άλλα και όταν φεύγουν οι μεθέξεις
τους.
Οι
φράχτες σιωπηλά σιγά σιγά αποδέχονται το
καινούργιο τους ντύσιμο σαν προτάσεις ενός
παραμυθιού. Το τέλος των λέξεων
τους κρατάει παροδικά τα ηνία της στιγμής αλλά
και γίνεται μια καινούργια αρχή στο καινούργιο
πια μύθο
Φαίνεται
ό,τι οι λέξεις ντύνουν και χαρτογραφούν και
άλλες επιλογές ή ερμηνείες των χρωμάτων .
Πιθανόν
με αυτό τον τρόπο και οι αποστάσεις μεταξύ τους
να έχουν μια αυτονομία ,ναναι τρόπο τεινά μια
άλλη ενότητα ανανέωσης . Εικασίες της στιγμής
που αιωρούνται αρχίζουν να παίρνουν σάρκα και
οστά . Παρατηρητής τους γίνομαι και η παράσταση
της στιγμής αλλάζει παραγράφους πινελιά την
πινελιά ,βήμα το βήμα .
Δρομείς που βιάζονται
οι ώρες, ακουμπούν στου φράκτη το καινούργιο
χρώμα για λίγη ξεκούραση. Με επιφωνήματα
θαυμασμού από τους λαβύρινθους, τα ξέφωτα, τις
διαδρομές
που πέρασαν, βρήκαν το κατάλληλο σημείο εξόδου.
Σαν αποκούμπι ο ξύλινος φράχτης ανανεώθηκε.
Πάντα υπάρχει ένα πριν τόσο ωμό όσο και το τώρα.
Η απουσία του προηγούμενου χρώματος με κατανόηση
υποχώρησε στα πινέλα μου.
Η σημαντική του παρουσία και η μπογιά του είχε
πάρει τη θέση που της άξιζε, αφού στο ενδιάμεσο
εμπειρίας και παρόντος το ξεφτισμένο είχε χάσει
των ματιών μου την εμπιστοσύνη, τη λάμψη, τη
χάρη. Το ίδιο βέβαια θα σκεφτότανε και θα
έπραττε και ο φράχτης. Ακόμη και το χτες των
λέξεών τους -που μας ενώνει και μας χωρίζει- από
τα εμπόδια του χρόνου δείξανε αντοχές και
χαρακτήρα. Είτε σύντομα είτε με τα πολλά, μια
γραμμή
χάρτινη, άπειρη αλλά
και μια λέξη ξύλινη, γυάλινη, μεταλλική
γίνεται το όριο που σε κουβαλάει και σε
στιγματίζει.
Μια αμοιβαιότητα μας δένει. Με μια ωριμότητα
ματιάς, τώρα πια, ακόμη και τα τσιμέντα
βλέπονται και μυρίζουν αλλιώς. Κρύα, αγέρωχα και
ραγισμένα ήταν και θα ’ναι.
Μα στη θέα του φράχτη
και των πορτοκαλομπλέ του καινούργιου
ντυσίματος, υποβάλλονται σε μια καινούργια
λειτουργία και δοκιμασία συμφιλίωσης και ρόλων.
Όσο για τα λουλούδια, θα μπορούν να ονειρεύονται
καλύτερα. Και
οι ρίζες και οι ανθοί τους θα το χαρούν το
καινούργιο περιβάλλον. Τα φυλλομετρώ τα χρώματά
τους και το καθένα έχει διαφορετικό λόγο και που
καρπίζει αλλά και που μαραίνεται.
Με τις εποχές έρχονται και άλλες λέξεις. Η γύρη
τους περιφερότανε σαν λεπτομέρεια μιας
πεταλούδας που και αν της κόψαμε τα φτερά,
επέμενε να χαμογελάει.
Κολλάνε στις παλιές μυρουδιές τα πετάγματα των
λέξεων αλλά και ξεχνιούνται άλλες.
Όπως τινάζεις το τραπεζομάντηλο με τα ψίχουλα
και τα πουλιά θα κάνουν το χρέος τους στην πείνα
τους. Κοντά στο φράχτη γίνονται αυτά. Στο
μάγουλό του, στους πνεύμονές του ακουμπάνε τα
λούλουδα. Εκεί που ακουμπούσαν χέρια.
Εκεί που
οι αγκαλιές μύριζαν. Όλα δεν είναι από τις
συμπτώσεις τους. Και όλα θέλουν προσοχή.
Το φρεσκάρισμά τους με ό,τι τους αναλογεί είναι
απαραίτητο. Στην συμπύκνωση και στην αραίωση των
στιγμών ακόμη και αν στάζει, μια απροσεξία τους
στα χέρια και στα δάχτυλα δεν χαλάει την
προσπάθεια. Μικρά τα λάθη αυτά και η τελειότητα
από λάθη μαθαίνει.
Και γι’ αυτό και οι οδηγίες χρήσεως
ακολουθούνται πιστά. Το αν πρέπει να
ακολουθούνται κατά γράμμα αυτό είναι για άλλο
μερεμέτι.
Ακόμη και αν πιάσει ξαφνική μπόρα ή ξαφνική
ηλιοφάνεια, η επιφάνεια του φράχτη θέλει την
ανάλογη θερμοκρασία… πώς θα αντιμετωπίσει τους
καιρούς;
Όλα να τα περιμένεις από τις διαθέσεις των
καιρών.
Αλλά πρώτα
πρέπει να ξυστεί η επιφάνεια. Είναι το πρώτο
βήμα. Και έτσι θα απορροφηθεί η μπογιά η
καινούργια πιο καλά. Να περάσει στα σπλάχνα της
και σε κάθε εγκοπή.
Να μην υπάρχει παράπονο πουθενά.
Αν είναι για την επιφάνεια, για τα μάτια σου
αλλά και τα μάτια του κόσμου, τότε μοιάζει με
αγγαρεία και τσαπατσουλιά.
Προχειροδουλειές του κώλου και να τελειώνουμε
στα πεταχτά
δεν είναι του παρόντος. Ακόμη και η νύχτα να
‘ρθει, με τις μπογιές, τις τσάντες και τις ιδέες
της, να κρίνει, να σιωπήσει,
θα της βάλω όριο.
Πρώτα-πρώτα, στο νωπό χρώμα δεν θα ακουμπήσει.
Τα σημάδια δεν χρειάζονται. Μετά που θα αρχίζουν
τα λικνίσματα στο υπαίθριο και κλειστό χρόνο των
λέξεων, θα φανεί ποια απόχρωσή τους θα ταιριάζει
περισσότερο στο πάτωμα, στους τοίχους και στο
μέσα του φράχτη. Με συγκαταβατική διάθεση, μια
ακόμη πινελιά, σαν δεύτερη γνώμη βοηθάει. Το
ποιος και πότε το χρώμα, με την δικιά του
θέληση, θα δώσει την τελική πινελιά σε όλα αυτά,
θα το δείξει ο χρόνος. Θα περιφερόμαστε κάτω από
τον ουρανό, όπως τα σπίρτα που ψάχνεις στην
τσέπη σου μαζί με τα τσιγάρα. Το φως του
φεγγαριού προαπαιτούμενο . Βροχές αν έρθουν,
έστω από κάπου άλλου, θα ‘ναι κάτι που δεν το
θέλουμε. Αναλόγως
θα φερθούμε στην κάθοδο της σταγόνας. Έστω και
της επίσκεψης. Κάπως έτσι ξαναφτιάχνω, έστω και
σκόρπια, το καινούργιο περίγραμμα των σκέψεων.
Ρόλος μας άλλωστε ήταν και είναι, να
προστατεύουμε το φράχτη.
Τον περίβολο. Και από τις εκτός και από τις
εντός φθορές. Σωστά; Μετά από τόση προσπάθεια,
τόσες ιδέες να πάνε στα χαμένα, θα ήταν άδοξο.
Τόσα μπορούν να κρυφτούν πίσω από τους φράχτες
και τα όριά τους.
Και η θλίψη αλλάζει
όταν της βάλεις λίγο χρώμα και με δυο ή τρία
χέρια να την περάσεις, έχει μια γοητεία.
Ακόμη και ο ουρανός σαν ανάποδο κοχύλι μοιάζει
και ταξιδεύει όσο πιο πολύ τον κοιτάς και αν
τα χέρια σου δεν το φτάνουν, τον βάφουν.
Ακόμη και η τριανταφυλλιά περιμένει ένα χέρι να
τις ακουμπήσει. Ακόμη και να ψηλώσουμε τον
φράχτη κάποιες ματιές τυχαίες θα περάσουν από
πιο ψηλότερα. Ακόμη και κάποια λόγια θα
τρυπώσουν
από κάποιες πτυχώσεις, κενά, παραλείψεις μιας
σανίδας με σανίδα.
Με ευγένεια και με
άλλη χάρη θα ανεβαίνει ο κισσός και θα
γυροφέρνει η μέλισσα στα μανουσάκια και στους
λεμονανθούς. Και οι ελιές περήφανες θα τα
ατενίζουν όλα αυτά με καλοσύνη. Ουτοπίες των
λέξεων και από το πορτάκι του φράκτη τα σύννεφα
της λύπης τους στεγνώνουν γρήγορα. Τα χρώματα
ήχους βγάζουν. Δεν θορυβούν όσο και να τα
κοιτάς. Μικραίνουν οι αποστάσεις μεταξύ τους.
Στην άβυσσο των ερμηνειών τους κάποια πιθανότητά
τους θα σου ταιριάζει. Τα ανοιχτά τους τα, τα
κλειστά τους, δοκιμάζουν τις αποχρώσεις σου. Με
χέρια σταυρωμένα αλλά και με χέρια που πιάνουν
και μόνο που το λες, κάνεις και το πρώτο βήμα.
Και οι σκέψεις
χαίρονται και έχουνε περάσει από την άλλη μεριά
του φράχτη τους. Βάφουν οι λέξεις ακόμη και η
ώχρα της διαλεκτικής τους κάτι έχει αφήσει,
κάποιο σημάδι πάνω και μέσα σου. Σε λογικές
τιμές αποδέχεσαι το λογαριασμό και την πρόκλησή
τους . Και η ωριμότητα των σκέψεων με μια
ματαιότητα ξεκινάει. Και κάθε σκέψη, ένα φράχτη
θέλει να κρυφτεί αλλά και ένα φράχτη να πηδήξει.
Γι’ αυτό από κεφάλαιο σε κεφάλαιο και το πώς
αφηγείσαι το όνειρο έχει διαφορά. Κυρίως όταν
είσαι πίσω από το δικό σου φράχτη και τα αστέρια
στο δρομολόγιο του δικού τους λεωφορείου σε
κοιτάνε ή νομίζεις ότι σου γνέφουν
και με το ελάχιστο των ματιών σου τα αγγίζεις,
για να έρθουν πιο κοντά.
Σκιές δεν είναι πάντως. Και οι νύχτες τα χρώματα
τα καλμάρουν
και τα ταξιδεύουν.
Με μια νηνεμία τους, όπως γλιστράει το πινέλο
των σκέψεων πάνω στην επιφάνεια
του φράχτη, στις προτάσεις και στο βάθος χρόνου,
έτσι και τα όνειρα πετάνε πιο πέρα, ακόμη και
από ‘κει που τα είχες φανταστεί ότι είναι τα
όριά τους.
Του
Χρήστου Νιάρου Μελβούρνη .
|