Γουλιά γουλιά καλοκαιριού και χρωμάτων
επιρρήματα.
Του Χρήστου Νιάρου .
Μελβούρνη
2022.
Με
ένα αίσθημα απόλυτης αγαλλίασης και γλυκιάς
νοςταλγίας αυτό το πρωινό του Αυγούστου μέσα
στην χειμωνιά της μελβούρνης με βρήκε να το θωρώ
από το μπαλκόνι μου .Επρεπε να βρώ την κατάλληλη
ή την καλύτερη γωνία να αποτυπώσω την στιγμή
,που ενώ η νύχτα με την υγρασία του χειμώνα
φεύγει
από την μια μεριά και από την άλλη η μέρα
φανερώνεται και ξεμυτίζει . Τα αστέρια αχνά
στους δρόμους του ουρανού και της ματιάς είναι
εδώ ,ακόμη και αν πήγανε να ξεκουραςτούν .
Παραμένουν
παρατηρητές
έστω και στην απουσία τους αυτή την ώρα. Μα, το
ζητούμενο, στο γλυκό μεταίχμιο του πρωινού με
την νύχτα σύνορο ,είναι οι χρωματισμοί ,οι
πορτοκαλοκόκκινοι . Πόσες φορές να έχω δει αυτή
την εικόνα ; Και πόσες φορές από το ίδιο σημείο
στεριάς να μην έχει ταξιδέψει η ματιά και οι
πρώτες λέξεις σαν γουλιές καφέ; Νομίζω άπειρες .
Ρητορικά
ερωτήματα φευγαλέα έρχονται . Αναρωτιέμαι και οι
απαντήςεις τους ποτέ δεν είναι και δεν ήταν οι
πιό γεμάτες ,οι πιό απόλυτες . Ολα σαν ένα
παραμύθι που
δωρικά
,κοφτά και λυρικά βρίσκει στο φώς ένα τέλος ή
έστω μια καινούργια αφορμή αφήγησης . Δεν βάζω
σε δοκιμασία την μνήμη μου. Μια χειραψία τα
χρώματα
μου
δίνουν αφορμές . Σαν τσίμπημα και σκίρτημα .
Αλλά
και ένα αντιχείο της πόλης γίνονται
που
σιγά σιγά θα βγεί από τον λήθαργο και ,από το
όνειρο της και η καθημερινότητα θα αρχίζει το
δρομολόγιο της άλλης πραγματικότητας .
Μια
τρυφερή εξομολόγηση ανοίγει τα πανιά της και
αναστοχασμοί ,συνειρμοί έρχονται και παρέρχονται
στα χείλη μου . Αιωρούνται τα πάντα . Συγκριτικά
παράλληλα και κάθετα τέμνονται ,εφάπτονται
,αλληλοσυμπληρώνονται οι πολλές και διαφορετικές
αποχρώςεις των χρωμάτων
που
ενώ βρεθήκανε στο διάβα της ζωής ορίζουν πορείες
,ανάγκες και ταυτότητες . Με ταχύτητα όλα σε
ταξείδι και στον ιδρώτα τους. Ο σταθμός του
τρένου με το ρολόι απέναντι μου σταθερό σημείο
περιμένει τα εισητήρια των μετακινούμενων
ονείρων και ο σκύλος της διπλανής πόρτας
ξημερώνει όσο πιό σιωπηλά. Και αυτός βλέπει από
το παράθυρό του. Ο καθείς στο δικό του χώρο
ξημερώνεται . Ενα ταξίδι αφήγησης πάντα ξεκινάει
περπατώντας με τα χρώματα. Δεν είναι άλλωστε
στατικά και δεν είναι τα ίδια στο επόμενο κλάσμα
δευτερόλεπτο. Είμαι όμως στον παρονομαστή του
εδώ τους ,ταξιδεύω στο αριθμητή του εκεί. Ετσι
γίνονται αυτά. Και όλα χωράνε στην διάθεση και
στην τελική της στροφή.
.
Το
ίδιο πρωινό των αποχρώσεων ,καλοκαίρι στο χωριό
της Ροδαυγής και τα χρώματα να φτερουγίζουν μιά
στα βουνά ,μια στο ποτάμι. Και ο καφές με την
μάνα στην αυλή να κουβεντιάζει ,να συμπεραίνει
τις στιγμές και τους χρόνους όλων των εποχών .
Γουλιά γουλιά τα χρώματα τα καλοκαιρινά
αγκαλιάζουν την κάθε λεπτομέρεια των συνειρμών.
Σαν τα καρύδια που ετοιμάζονται να υποδεχτούν τα
χρώματα του πρωινού αλλά και πέφτουν από την
επέλαση των πουλιών.
Ολα
με κλωνάρια και ρίζες .
Μα
τα χρώματα,δίνουν παράσταση μπροστά στα μάτια
μου . Χωρίς εισητήριο και προϋποθέσεις το
ηλιοτρόπιο και τα κοκόρια θα συμβάλουν σε αυτό .
Κάθε λεπτομέρεια τους φωνάζει ,σιωπά ,χάνεται
στην μνήμη αλλά και στην ανάμνηση των στιγμών
μου .
Παρενθέςεις
εκςτατικές . Είναι η δικιά τους περιπέτεια που
ταξιδεύει και ενδεχομένως και το ελάχιστο της
αντοχής να τα λέει όλα . Ακόμη και στη επαναφορά
τους που η μέθη τους μου χαρίζει τα πάντα
ξυπνάει
και το βουνό και τα λιθάρια . Στους τοίχους ,στο
κήπο ,στην πάνω ,στην κάτω και στην πέρα
γειτονιά του χωριού χαρίζει το αργό τους χρόνο η
κάθε απόχρωση απλόχερα .
Αύγουστος
μήνας των διακοπών . Αδειάζουν οι πόλεις του εδώ
,του εκεί. Γεμίζουν τα χωριά και τα κύματα .
Αύγουςτος
,μήνας των γιορτών ,πανηγύρι καρπών και
ανταμώμάτων τσαμπιά και μυρουδιές στην επίβλεψη
του ήλιου ταξιδεύουν .
Μα
, και στο τώρα ,που πάντοτε ξυπνάει νωρίς , όλα
σέρνουν το χορό σαν το πανηγύρι και το καγκελάρι
του χωριού στην πλατεία . Όλα στην καρδιά του
καλοκαιριού και στο τραγούδι του τζίτζικα ζουν
τον χρόνο τους . Λίγο πρίν ξημερώσει γίνονται
όλα αυτά και το μάτι δεν χορταίνει την ομορφιά
και την στιγμή αυτή.
Ακόμη
και αν θα τα πούμε αύριο ,πάντοτε κάποιο
υπόλοιπο θα περισσεύει για την παρέα . Τα βήματα
της ψυχής πανηγυρικά θα υμνούν κάθε κουβέντα
αλλά και την απόχρωσή της.
Τίποτε δεν χάνεται και ο ήλιος θα τα πεί με του
φεγγαριού το γιώμα στην μεγάλη πανςέληνο .
Το
φεγγαρόφωτο θα είναι εκεί . Στο πάνω όροφο του
ουρανού και της ματιάς να κερνάει και να
κερνιέται φως . Κάθε τόπος όμως
και
ένα χρώμα. Οι λαλιές και οι εικόνες συνειρμικά
τραβούν το δρόμο τους,σαν ημερολόγιο που το
ξεφυλλίζεις και που η κάθε μέρα του είναι χρώμα
αλλά και ταξίδι και σελίδα άγραφη . Λες και τα
χρώματα γίνονται το όριο,δικλείδα ασφαλείας ,
σκίρτημα ψυχής και φράχτης αρωμάτων ,μυρωδικών
κήπου που πάντα είναι στον καιρό τους .
Ολα
κυματισμοί που δεν εξαντλούνται και ανοίγοντας
διαδρόμους στις λέξεις και στα επιφωνήματα τους
πιάνουν λιμάνι και σημείο και πέτρα θέαςης .
Χωρίς
αποσιωπητικά χαλιναγωγώ την στιγμή. Εδώ ,στην
πόλη ,το χρώμα ανέγγιχτο σιγά σιγά θα μακρύνει .
Θα γεμίσει από τόσες λαλιές .
Εκεί
,σε απόσταση εξ επαφής πάντοτε θα περιμένει.
Και
τα δυό στην γενναιοδωρία τους κερνάνε τις εποχές
και τις πιθανότητες τους.
Έπρεπε
λοιπόν και πρέπει να βρώ την κατάλληλη γωνία να
συγκεράσω ,να ενώσω τις δυό εικόνες των
επιρρημάτων που με κατοικούν και με ορίζουν .
Ολα ,όμως κουβαλούν τον αέρα ,το παραμύθι ,την
θερμοκραςία και την αλήθεια τους,με μια γεύση
θαλπωρής,έστω και στο ελάχιστο των προτάσεων .
|