Μέχρι τα γόνατα ...
Του Χρήστου Νιάρου .
Μελβούρνη
Με το
ξημέρωμα σε απόσταση αναπνοής από την πόρτα της
και την αμμουδιά και το κύμα το ωκεάνειο να την
προσκαλούν κοντά τους εδώ και δεκαετίες ,έζηζε
,βιώνει την μέχρι τώρα αποδημία της .
Δεν τους αντιλέγει
,δεν
προβάλει και κάποια αντίσταση στο προσκλητήριο
τους και με ότι την έντυσε η νύχτα και τα όνειρά
της ξεμυτίζει και αυτό το πρωινό .Διακριτικά
,αθόρυβα κλείνει την εξώπορτα και σε χρόνο μηδέν
- πως μετριέται το μηδέν άραγε - βρίσκεται στο
άπειρο μα και κοντινό σύμπαν του ωκεανού .
Με το ένα
πόδι της στο νερό και με το άλλο στην γλυκιά -
δική της αμμουδιά θα
ξυπνάει πιό καλά . Φαντάζομαι ό,τι είναι κάτι
που την γεμίζει εδώ και δεκαετίες και ό,τι
αφήνει πίσω της παύει να μένει κενό και άδειο
μιας και γεμίζει από την αύρα ,το χάδι και τις
καιρικές μεταπτώσεις αυτής της πόλης .Και οι
ανθρωποι αλλάζουν με τα χρόνια ,όπως στρώνουν
κοιμούνται ,όπως ξεστρώνουν τα σεντόνια τους
αγναντεύουν φεγγάρια και σκόνες ονείρων ,τι πήγε
στραβά και τι δεν πήγε είναι κομμάτια από την
ζωή της .
Κουμπάκια
που ελέγχουν τα βήματα μας τα ωράρια και
διαλείματα Ανατολής μα και οι ρυτίδες, τα λέπια
του χρόνου της στο
θεαθείναι και στην πραγματικότητα μένουν στο
δέρμα σαν σημάδια ,σημαδούρες της φοράς της.
Σχεδόν κάθε
πρωινό ,χειμώνα καλοκαίρι επαναλαμβάνει την ίδια
συνήθεια ,κάνει την ίδια ρουτίνα μα μου φαίνεται
ό,τι σίγουρα είναι καλά
με αυτή την επανάληψη ή την ανάγκη της εξόδου
στο πρωινό και στην αναδυόμενη Ανατολή . Τα
μινόρε της σαν φιλοδώρημα στον ταμείο της ζωής
είναι λύτρωση και χαρά.
Την
παρατηρώ ,στήνω αυτί τρόπο τεινά από το μπαλκόνι
μου ,στην βουή και στο κύμα της . Από που
ξεκινάει και πως θα καταλήξει . Και από την άλλη
ζηλεύω με χαρά τις κινήσεις της . Αναρωτιέμαι
πως τα καταφέρνει και δεν βαριέται που επί
καθημερινής βάσης κάνει τα ίδια πράγματα καθώς
βγαίνει η Ανατολή στην πόρτα της ,λες και το
βιολ.ρολογάκι της είναι προσαρμοσμένο ,δοσμένο
σε αυτόματο πιλότο και λειτουργία της . Σε χρόνο
ενεστώτα γίνονται πράγματα και θαύματα και η
κουρτίνα του χρόνου μου ανοίγει ,αρχίζει η
παράσταση .
Η ματιά της
μια δεξιά ,μια αριστερά μαζεύει από τους κόσμους
τους
θαλασσινούς
κύματα ,κουρσεύει του χρόνου τους το ταξίδι και
από ό,τι βρεί στο διάβα τους σε ακαριαίο χρόνο
ζεί την στιγμή.
Κοχύλια μαζεύει ,πετρούλες και σιωπές απλώνει η
αναπνοή της .
Είναι και
στο μεταίχμιο της στεριάς και του υγρού
στοιχείου ,τραβώντας ή και ακροβατώντας σε μια
νοητή του γραμμή ,που πάντα κάθε αυγή αλλάζει η
σειρά της και σε όλα τα σχήματα που αφήνει το
κύμα στην στεριά δείχνει να τα γνωρίζει και
νάχει μια οικειότητα μαζί τους .Καμμιά γραμμή
,καμμιά κλωστή τους δεν μοιάζει ίδια ,ούτε και
με την επόμενη ούτε με την προηγούμενη .
Οπως και κάθε σχήμα που αφήνει το χάδι της
θάλασσας στο σώμα της στεριάς .
Περίεργη
αυτή η αφή τους αυτό το αποτύπωμα που φεύγει και
έρχεται . Η αμμουδιά λες και δεν έχει άλλη
επιλογή ,δεν μπορεί να ξεφύγει από το κύμα το
θαλασσινό και εκείνη το απολαμβάνει .
Το κουβάρι
,το δίχτυ της ζωής της μια μαζεύεται ,μια
κλώθεται ,μια δεν υπάρχει μα παράλληλα οριζόντια
,διαγώνια κάθετα μαζί της πορεύονται τα πρωινά
της . Αναρωτιέμαι μήπως το γεγονός ό,τι δεν
μοιάζουν αυτά τα παιγνίδια του νερού που πάντα
ρέει νάναι το μικρό της μυστικό που δεν της
προκαλεί βαρεμάρα ...
Το
απολαμβάνει λοιπόν σαν γουλιά την γουλιά από τον
πρωινό πρώτο καφέ της μα και τραβάει κουπί η
μνήμη της μια στο κύμα ,μια στην αμμουδιά . Οι
δυό τους
κόσμοι ,οι δυό τους ζωές ανοίγουνε πανιά
,σχίζουν τους ουρανούς με θάρρος με ένα της και
μόνο βλέμμα .
Άγκυρα δεν
ρίχνει η πορεία της και ο αέρας που σηκώνεται
δεν την σταματάει μα
της χαρίζει την πνοή του .
Η αύρα του
την περιέχει .
Γλυκιά η δίνη του .Ακόμη και αν της πάει κόντρα
και σηκώσει τα μπαιράκια του ,ο απόπλους της θα
γίνει όπως και νάναι . Δεν τρομάζει ,τίποτε δεν
την τρομάζει ,δεν την ακινητοποιεί και δεν την
γονατίζει . Την αφουγκράζομαι ,επισκέπτομαι τον
κόσμο της .
Είμαι στην
τελική στροφή της ζωής μου ,πόσα καλοκαίρια να
αγναντέψω από δω και πέρα ,πόσους χειμώνες να
φανταστώ πίσω από τα κλειστά παράθυρα της
κάμαρης ; Σιγομουρμουρίζει ,αναμετριέται με την
λήθη και την νοσταλγία των περασμένων χρόνων και
χρόνων της και ένα άρωμα από τριαντάφυλλα
πιθανόν από κάποια ενδόμυχη σκέψη ή από το
μακρινό
μπαλκόνι ,της
άλλαξε την ροή στο τι μονολογούσε και στο τι
ψιθύριζε . Δυό δελφίνια περαστικά και διαβάρικα
ερωτοτροπούσαν σε απόσταση αναπνοής και της
κλείσανε και το μάτι τους .
Ανταποκρίθηκε στην γλυκιά τους χειρονομία ,μπήκε
και στο κόσμο τους τον θαλασσινό μέχρι τα γόνατα
. Κανείς δεν άκουγε τους παφλασμούς ,ρυθμούς της
καρδιάς της πάρα μόνο τα δελφίνια και οι νύχτες
οι ανέγγιχτες που φεύγανε σαν χελιδόνια που
μακραίνανε τόπους και χάρτες . Αφού φεύγουν οι
νύχτες από εδώ κάπου θα αλλά θα καταλήγουν είπε
. Και σε κάποιο εκεί θα έχουν να πούν τις
εμπειρίες τους . Την χάζευα με τρυφερότητα.
Είχε
το χρόνο με το μέρος της μα τα φύκια που τις
χαιδεύανε τις γάμπες
την επαναφέρανε στην πραγματικότητα .
Του
ορίζοντα η πλάνη έφερνε στο στέρνο της γλυκιές
μελωδίες και βουτιές από γλέντια και βόλτες
καλοκαιρινές . Τότε που πέταγε τα ρούχα της
,πέταγε τους χειμώνες από πάνω της και στην
τελική όπως έλεγε πάντα η ζωή είναι στιγμές από
χαρές ,φως και κουβέντες . Εποχές είναι οι
στιγμές ζωής και γυρίζουν και τα φθινόπωρα τους
όμορφα είναι και αυτά . Μια επίσκεψη στο κάδρο
των εικόνων τους εξιτάρει το μυαλό.
Γλιστρούσε
στο χορό των κυμάτων τους ,είχε και τον απόλυτο
έλεγχό ανθοφορίας τους μα και στα όνειρα τους
δεν που μύριζαν κλεισούρα και διότι αυτό και
διότι εκείνο αφέθηκε στην χάρη τους . Δεν έδινε
,ούτε δίνει λογαριασμό σε κανένα και καμία για
την πορεία της ,ούτε και για τις γραμμές και
τους κύκλους της ζωής δεν ήξερε ή δεν ήθελε να
ακούσει που αν και είναι στην τελική στροφή τους
αλλά και που ακριβώς τελειώνει ο χρόνος τους δεν
τις προκαλούσαν κάποια φοβία.
Ποιός
κύκλος τους άραγε να με κυκλώνει ; Κάθε πότε
είναι το θαύμα του και πότε τελειώνει ; Ήταν και
θάναι αλλά και καθώς φαίνεται το κέντρο ,η
περιφέρεια και οι αχτίνες του κύκλου τους ,που
για πολύ καιρό από
κύκλο σε κύκλο πήγαινε μαζί με τις μοίρες και
τις γωνίες των αισθήσεων
της . Από όλες τις πρωινές μακρινές της
επισκέψεις θυμάμαι και καταγράφω μικρολεπτομέρειες
σαν την κάτωθι .
Για λίγη
ώρα ,για κάποια δευτερόλεπτα που έμοιαζαν με
αιωνιότητα νηφάλια και μοναδική μα και σαν ένα
δεν υπάρχει αύριο ,την είδα ακίνητη και μέχρι τα
γόνατα στο νερό .
Είχε απλωμένα σαν φτερά αεροπλάνου τα χέρια της
,διάδρομος προς το άπειρο για να απογειωθεί η
σιγαλιά της στιγμής των κυμάτων . Και αν πύργος
ελέγχου ,ένας φάρος μακρινός την αποβάθρα ,της
δίνανε σινιάλα ,χάρτη πλοήγησης και
..φύγαμε είπαν τα μάτια της .
Δεν θα
ήθελε φαίνεται να επιστρέψει στην εξώπορτα της
την κοντινή ή θα ταξίδευε ή θα θάθελε να πάει σε
άλλη γη σε άλλα μέρη ,σε άλλους ωκεανούς και
πελάγη ευτυχίας . Άνοιξα και γω τα χέρια μου
,μπας και συναντηθούν στο αέρα οι δάχτυλά μας
,συνταξιδέψουν οι φυγές
μας και η
αρχή και το τέλος τους νοητά γίνουν ένα . Το
κύμα της αφής ,η σημασία του αγγίγματος
ενορατικά και με την σκέψη ,έκοβε την όποια
μεταξύ μας απόσταση .
Άκουγα
πως μάρσαρε
με ψιθύρους
και ερωτήματα το είναι της και καθώς έκλεινε και
τα βλέφαρά της ,για λίγο που έμοιαζε πολύ,γύρισε
το χρόνο της ζωής πίσω . Σαν ζωγράφος με τις
έγχρωμες και ασπρόμαυρες εικόνες του
που δεν αναδύθηκαν
από το πουθενά και χωρίς λόγο παίζανε με τα
χρώματα έβαζε πινελιές από Ανατολές της στο σώμα
του ουρανού . Σαν έρωτας ,σαν φιλί με το σώμα
του σύμπαντος . Ποιό καλοκαίρι να σκεφτόντανε
,ποιά στιγμής τους που έμοιαζε με αιώνας την
καθήλωνε ,την απογείωνε ; Η αποδημία αν και
άλλαζε το κάδρο των συμβάντων ζωής ,η υπομονή
και επιμονή της μέχρι και τα γόνατα δεν την
αλλάξανε .
Με μαεστρία
διεύθηνε την συναυλία των ήχων τους ,έφτιαχνε
δικές της μελωδίες μα τα γονάτά της δεν λυγίζανε
από την όλη αυτή ομορφιά της ακαριαίας
δημιουργίας .
Ζούσε το
εγώ της ,όχι ναρκισσιστικά και από ανοία , μιας
και έπαιζε τις λέξεις σε δυό ταμπλώ ,μια στην
μια αλφάβητο ,μια στην άλλη καθώς γλώσσα
της βουτούσε ένιωθε, καλά το χρόνο πάνω τους .
Οι δυό πατρίδες σαν διανυκτευρεύον φαρμακείο και
βεντζινάδικο ταξιδευούν .Τα επιφωνήματα ,τα
παρατεταμένα άλφα μέχρι τα ωμέγα της τελικής
τους στροφής ,ζούσαν το πάθος της . Ζούσε στο
φώς τους .
Μα ωραία
όλα τούτα και ό,τι απορρέουν από όλα αν και
κάποια στιγμή φεύγουν ,αλλάζουν οι μπογιές και η
ηχώ τους δεν πάει να πεί ό,τι δεν τα έζηζε στο
δέρμα μα σε κάθε ρανίδα της ψυχής της
. Αυθόρμητα και χωρίς ραντεβού ερχόντανε σε αυτό
το κάδρο ,το ανοιχτό τοπίο τα βήματά και οι
αγκαλιές τους . Σαν μια επίσκεψη που ο χρόνος
της γεμίζει με δώρα ψυχής και δεν θέλεις να
φύγει κανείς από τη μέθεξη της όλης μεταξύ τους
επαφής . Μα και σαν ένα τηλαιπαιγνίδι που
τελειώνει ο χρόνος των παικτών ,το ημίχρονο και
η όποια παράταση του και μένουν οι απαντήσεις
τους να κάνουν τις ερωτήσεις .
Τότε είναι
που έρχονται ...τα πάνω κάτω στην διαδικασία και
στους όρους του ,μα στο παιγνίδι που λέγεται ζωή
,κανείς και καμμία δεν γνωρίζει με σαφήνεια
το ...
τέλος τέλος
χρόνου . Αιωρούνται τα χρονοδιαγράμματα της ,η
βαρύτητα και η ελαφράδα των παραγράφων της ,οι
ατραποί και οι πλάνες των διαδρομών της .
Το ταξίδι
της επιστροφής ,αυτή την ώρα, λες νάναι στην
τελική στροφή στην μεγάλη ευθεία της ζωής μου ;
Τι άλλο να περιμένω τώρα πια που δεν έχει
εναλλαγές η συνήθεια μου ; Ο λόγος και η αφορμή
για όλα αυτά από που να πηγάζουν ; Μήπως
βουλιάζω ,βολεύομαι ; Και
αν γυρίζω λες
νάναι εκεί το νόημα ,η κατάληξη της βόλτας μου ;
Εχω άραγε άλλο χρόνο να τα ζώ ή να ταξιδεύω
; Δανείζει
κανείς την σήμερον ημέρα δευτερόλεπτα ;
Αναρωτήθηκε διπλά και τρίδιπλα όλα τα παραπάνω
και ένα γλαροπούλι αμέριμνο και ατίθασο της πήρε
τους ψίθυρους - ερωτήματα
- απορίες για κολατσιό του από το στόμα της .
Με αργά
βήματα ,με μια βαθιά ανάσα ,εισπνοή εκπνοή που
κάνει καλό στην υγεία η θάλασσα και ο περίπατος
κοντά στην αμμουδιά αφού το λένε και τα νέα και
τα βιβλία ,το πήρε απόφαση να γυρίσει .
Με βαριά ή
ελαφριά καρδιά ξέρει τι θα βρεί στην αυλή της
και η πόλη
που της φαινόντανε να μακραίνει πιό πολύ την
κοίταζε με κατανόηση και ένα ξημέρωμα της
φόρτωνε ελαφρύ στην πλάτη της . Όρθια
πιά στο χείλος των κυμάτων ,στο σημείο και στην
γραμμή που η στεριά και ωκεανός χορεύουν και
χαϊδεύονται μεταξύ τους την κοιτούσε η πόλη να
χάνεται πιό πολύ σαν ένα από τα πολλά της
ηλιοβασίλεματα .
Από τόσες
πινελιές χρωμάτων τους ,οι ευθείες τους που
γίνονται τα ταξίδια μα και μια τελεία και ένα
τέλος που αναγγέλλουν οι φυγές τους ,ζούσε την
στιγμή . Η ματιά της πήγε στα πάρκα ,με τους
ευκάλυπτους και τις φοικικιές και τα
μπαρμπεκιάσματα . Μα και τις τόσες αλφαβήτες -
πρόσωπα και ιστορίες .
Η πόλη που
την φιλοξενεί εδώ και χρόνια αν και συνεχώς
μακραίνει από την επικράτεια των ματιών της αλλά
το ξημέρωμα της την αναζωογονεί ,έστω και αν
επιστρέφει από εκεί από όπου ξεκίνησε .
Επιπλέει
ανάλαφρα στο κύμα η καρδιά της
και εκεί που χάνεται
η φωνή ,τα χρώματα και οι λέξεις της την νύχτα ,
στην αυγή
λυτρώνονται
καταλυτικά .
Και θα επανέρχονται στον καθιερωμένο ρυθμό τους
. Φλέβα στο λαιμό που πάλλεται .Αίμα
που βράζει Δεν
τελειώνει τίποτε και έριξε λίγο νερό στα μούτρα
της και άλλη μια μέρα ,μέρα την ημέρα ,ζω την
νομοτέλεια ,την σειρά γεννιέμαι ,ζω ,φεύγω
,ταξιδεύω ,με ξεχνάνε ,θα με βάλουν στα δυό
μέτρα , θα με πάρει το αεράκι ,μα ζώ το
δευτερόλεπτο τους .
Ολα είναι
πολύτιμα τα καλούδια της στεριάς και των κυμάτων
πολύ λυτρωτικά και αξίζει να μην λυγίζω ..να μην
πέφτω ,η ψυχολογία μου νάναι καλή .
Έλεγε
και τα
ξανάλεγε και δάγκωνε τα χείλη της λες και κάπου
ένας καθρέφτης την κοιτούσε
,ένα πρόσωπο της έκανε παρέα κολλητά ,πολύ
κολλητά . Μα
είχε αποκτήσει αρκετό κουράγιο από την αποδημία
της . Έμαθε
και έπεσε εννιά φορές σηκώθηκε δέκα από
αναποδιές και δυστοπίες . Είχε
και χαρακτήρα η αλήθεια της γιατί ήταν εν
κινήσει η δικιά της άποψη ,η δικιά της ζωή
..στην ζωή της με τα γραμμένα και άγραφα γινάτια
και στροφές του ναδίρ και του ζενίθ τους .
Τα
δευτερόλεπτα ,οι παράγραφοι ζωής ,κύμα κύμα
,γειτονιά γειτονιά ,μεροκάματο το μεροκάματο
έρχονταν και φεύγανε και η ζωή με ένα τσάφ ,ενα
πλατς ,ένα κιχ και ένα στην υγεία μας γέμιζε η
καρδάρα και το τραπέζι της . Σαν ένα δωμάτιο που
ταξιδεύει στα πέρατα του κόσμου μα και επιτόπια
ένιωθε το μέλι και το δάκρυ της αποδημίας τους .
Την
επίγευση την πολυπόθητη ,την αυθορμησιά που θα
την συναντήσει τυχαία και με ευγένεια στο δρόμο
,στο όνειρο και στην πλατεία την εξιτάρανε .
Το θα του
μέλλοντος χρόνου της στην
αρχή των λέξεων θάνατος και θάλασσα της
δίνει θάρρος. Και αν
μπορεί να αμπελοφιλοσοφεί όπως γίνεται τέτοια
ώρα που ξημερώνει και η νύχτα τελειώνει την
παράστασή της είναι καλό σημάδι ό,τι δεν
αποχωρεί από το χρόνο .
Μακριά
από τελεολογίες ,τοξικότητες ,να χω σώας τας
φρένας ,πέντε καλούς φίλους και βλέπουμε από την
άλλη πως θα ξεπληρώσω τους καθημ.λογαριασμούς ή
και τι θα ψωνίσω . Ό,τι θέλεις βρίσκεις από
προϊόντα παντού αν και οι τιμές τους
είναι στα ύψη ..το
παλεύω . Είναι
και αυτό ένα ζητούμενο και αν έκανα προκοπή και
κουμάντο ,και δικός ο δρόμος και η τύχη μου
...αυτή ήταν η τύχη μου . Κοφτές κουβέντες
,παράγραφοι ζωής .
Και ενώ η
ώρα πέρναγε και όλο πιό πολύ άδειαζε τις σκέψεις
της στο αέρα ,στους πέντε ανέμους ,θυμήθηκε ένα
τσίμπημα από μέλισσα ένα καλοκαίρι στο γόνατο
,θυμήθηκε που και πότε χτύπησε το γονάτο της
παιδάκι στην αυλή του σχολείου .Θυμήθηκε
χειμώνες που περίμενε τα καλοκαίρια άνοιξη να
ξημερώσουν .
Μπήκε στην
δίνη των στιγμών του χτές της . Μα ζούσε και το
παρών της απόλυτα .
Φυσάει λίγο
ή μου φαίνεται ;
Ποιές λέξεις του αέρα ενώ θάμπουν ,σε θάμνους
και θαύματα καθημερινά δίνουν στης ζωής μου τα
κύματα τέτοια δύναμη ; Τα
είπε πιό φωναχτά και ανεπαίσθητα τα ερωτήματα
και με όλα τα θα και χωρίς να το καταλάβει
βρέθηκε
στην πόρτα ,στο διάδρομο και στην κάμαρη της . Ο
δικός της θάλαμος ζωής ,ο σκοτεινός και φωτεινός
χώρος ταυτόχρονα ,το σπιτικό της όπου ζει
την αποδημία της θάναι φαντάζομαι η αφετηρία και
για ταξίδια ,εμπνεύσεις μα και για πολλά πολλά
περισσότερα έτη και στιγμές φωτός της .
|