\\               ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            
 


GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above





 


 

 ΑΣΥΛΛΗΠΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Τ’αδέλφια  του Αντρέα έφτασαν πρώτα στην Αυστραλία, αυτός θα ερχόταν όταν θα τελείωνε το στρατιωτικό.  Διέφερε από τ’αδέλφια του, ήταν ψηλός και γοητευτικός.

Ήταν του δημοτικού αλλά στον ρητορικό λόγο δεν τον έφτανε κανείς.  Διάβαζε ότι εύρισκε, από πολιτικά, ποδόσφαιρο,  χρηματιστήριο και ότι βάζει ο νους.  Στο στρατό μαζί του είχε πάρει ένα Ελληνο-Αγγλικό βιβλίο με διαλόγους.

Στην Αυστραλία τ’αφεντικά μιλάνε αγγλικά του είχαν πει τ’αδέλφια του.

Κι αυτός δεν ήθελε να φανεί αγράμματος. Στις  ελεύθερες  ώρες του διάβαζε συνέχεια, αγγλικά, κι έκανε μόνος του διάλογο.

 Μια γ;ύφτισσα στο Ζάππειο μια μέρα κοίταξε την παλάμη του και του είπε ότι θα γίνει πλούσιος και μεγάλος όχι στη χώρα που θα πάει αλλά  σ’αυτήν που ζει.

Ο Αντρέας το βρήκε αστείο της έδωσε δυο δραχμές και σε λίγο καιρό το ξέχασε

Όταν ήρθε στην Αυστραλία, έπιασε δουλειά εκεί που δούλευε ο ένας αδελφός του.  Έδειξε ότι κάτι ξέρει από  μηχανήματα κι επειδή μπορούσε να συνεννοηθεί με τα αφεντικά του, τον έβαλαν σε σχολή από όπου βγήκε μηχανολόγος.

Μια μέρα σταμάτησε η μηχανή όπου δούλευαν δύο φίλες η Φανή και η Ρήνα.  Η Φανή ήταν αρραβωνιασμένη αλλά ο αρραβωνιαστικός της έπρεπε να βγάλει το στρατιωτικό, να συνεχίσει τις σπουδ’ες του και όταν θα έπαιρνε το δίπλωμά του  θα παντρευόντουσαν στην Αυστραλία ή στην Ελλάδα.   Της έγραφε τακτικά και την διαβεβαίωνε για την αγάπη του.  Η Φανή τον αγαπούσε και τον πίστευε Καθώς ο Αντρέας έφτιαχνε το μηχάνημα τα μάτια της  Ρήνας συνάντησαν  τα μάτια του, τον ερωτεύτηκε με μιας κι αυτός το ίδιο. Σιγά σιγά γίνανε φίλοι και ύστερα την ζήτησε από τον ξαδελφο της Φανής, νομίζοντας ότι ήταν θείος της.  Σε μια οικογενειακή έξοδο  περάσανε και τα δακτυλίδια.

Ήτανε ευτυχισμένοι και οι δύο και ο Αντρέας σεβότανε τη σκέψη της να γίνει δική του μετά τον γάμο. Σ’ένα χρόνο θα παντρευόντουσαν και η Ρήνα δεν θα δούλευε πια.

Ο διάβολος όμως που δεν θέλει την ευτυχία του κόσμου έβαλε το ποδαράκι του ανάμεσα στο ζευγάρι.

Μία Κυριακή  είχαν πάρει το καραβάκι και πήγανε σ’ένα νησάκι. Είχε πολύ κόσμο. Αφού κάνανε το μπάνιο τους ύστερα πήγανε σ’ένα σουβλατζίδικο.

Ικανοποιημένοι από το φαγητό, βγήκαν για βόλτα.   Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή που έλεγε ότι  έφευγε το τελευταίο καραβάκι για απόψε.  Λαχανιασμένοι φτάσανε στο καραβάκι.  Ο ουρανός άρχισε να  ντύνεται στα μαύρα. .Σε λίγο θα ξεσπούσε η βροχή.

Κατεβαίνοντας από το καραβάκι χοντρές σταγόνες άρχισαν να τους κτυπούν στο πρόσωπο. Η περιοχή ερημώθηκε γρήγορα.  Ξαφνικά μια αστραπή διέσκισε τον ουρανό και ο ουρανός άνοιξε τους καταρράκτες του. Μόλις και πρόλαβαν να μπούνε μέσα, σ’ένα ξενοδοχείο που ήταν εκεί κοντά.

Ο Αντρέας ρώτησε τον ξενοδόχο αν μπορούσε να τηλεφωνήσει για ταξί.  Εκείνος γέλασε.

--Φίλε μ’αυτόν τον καιρό δεν βρίσκεις ταξί στην περιοχή μας.. Όλα πάνε στη πόλη εκεί  πέφτει πολύ δουλειά. Άμα θέλεις  εκεί είναι ο αριθμός  και το τηλέφωνο.

Από την άλλη μεριά του τηλεφώνου είπανε να πάρει  ξανά σε μια ώρα . Ήταν κουρασμένοι και ο Αντρέας ζήτησε  ένα δωμάτιο. Εκείνη την ώρα ο διάβολος έτριβε τα χεράκια του από ικανοποίηση.

Η Ρήνα πήρε τηλέφωνο την Φανή της είπε τι συνέβηκε και η Φανή της είπε να προσέχει.  Ξάπλωσαν στο κρεβάτι και στην αρχή όλα ήταν καλά όσπου  ο Αντρέας άρχισε τα απαλά χαϊδέματα.  Και ο πάγος έλιωσε και η Ρήνα άρχισε τα κλάμματα.  Ο Αντρέας τα έχασε. ------     ---Αγαπιόμαστε δεν αγαπιόμαστε; Τι τώρα τι στο γάμο μας, θα παντρευτούμε δεν είναι έτσι.;

Τους πήρε ο ύπνος και το πρωί βρήκανε ταξί έξω από το ξενοδοχείο. Τι ειρωνία;

Η Ρήνα δεν είπε πουθενά τι συνέβηκε εκείνο το βράδυ, ούτε και στη Φανή...

Μια μέρα στο εργοστάσιο μπήκε  συνοδευόμενη από έναν άντρα, μια ψηλή  ξανθιά γυναίκα, ντυμένη σικ.   Ο διευθυντής μόλις τους  είδε  σηκώθηκε να τους  ανοίξει, την πόρτα.

Η γυναίκα αυτή όπως έμαθαν αργότερα την έλεγαν Λίντα,  είχε βιομηχανία στην Αθήνα και αφού πέθανε ο πατέρας της, τώρα  υπεύθυνη της βιομηχανίας ήταν η Λίντα που ήταν μοναχοκόρη.

 Η Λίντα ήθελε να εξοπλίσει την βιομηχανία της, με καινούργια  σύγχρονα και γρήγορα  μηχανήματα. Κάποιος εξάδελφός  της  ο οποίος ήταν φίλος του διευθυντή του εργοστασίου που δούλευε ο Αντρέας,  της είπε να έρθει στην Αυστραλία και να δει ένα στο πρότυπο του δικού της,  αλλά με μοντέρνα μηχανήματα.

Την άλλη μέρα ντυμένη με τζινς και ίσια παππούτσια,  άρχισε η περιοδεία γύρω από τα μηχανήματα.  Ο Αντρέας της εξηγούσε το κάθε τι κι αυτή έβγαζε φωτογραφίες. Αυτό γινόταν για τρεις μέρες. Ύστερα δεν την ξαναείδανε.  Παράξενο και ο Αντρέας είχε κάνει φτερά χωρίς να  δώσει κάποια εξήγηση, στην Ρήνα.

Πέρασε μια βδομάδα πέρασε και δεύτερη και η Ρήνα περίμενε έστω  ένα τηλεφώνημα του.

Άρχισε να κλαίει και τότε είπε στη Φανή τη συνέβηκε εκείνο το βράδυ που μείνανε στο ξενοδοχείο.

--Είμαι σ’ενδιαφέρουσα  Φανή και τι θα κάνω τώρα που χάθηκε;

Η Φανή την καθησύχασε: --Θα σκεφτούμε κάτι, μην τα παίρνεις όλα στο κακό.

Αύριο θα πάω να φτιάξω το διαβατήριό μου θα ήθελες να έρθεις μαζί μου να βγάλεις και το δικό σου δεν ξέρεις καμιά φορά; Έλα θα κάνουμε και τη βόλτα μας θα φάμε και ύστερα έχει ο Θεός.’

Η Φανή ήταν πραγματικά ο άγγελός της.

Ένα Σάββατο που λείπανε όλοι από το σπίτι και ήταν μόνη της  η Ρήνα παρουσιάστηκε με το χαμόγελο στα χείλη, ο Αντρέας.  Την φίλησε την έσφιξε στην αγκαλιά του και κάθισε κοντά της.

--Θα σου πω τα ευχάριστα  νέα. Η Λίντα ήθελε να δει μερικά μέρη της Αυστραλίας και κατόπιν συνεννοήσεως με το αφεντικό μας έγινα ο συνοδός της. Συγνώμη αγαπούλα μου που δεν σε πήρα αμέσως τηλέφωνο.

Μου αγόρασε πολλά και ωραία ρούχα γιατί όπου πηγαίναμε έπρεπε να ντυθώ ανάλογα.

Μου έκανε πρόταση να πάω κι εγώ στην Αθήνα,  θα μου δίνει καλό μισθό, και σπίτι για να μείνω.

Κατάλαβες μανάρι μου τι είναι αυτό; Μόλις τακτοποιηθώ θα σε καλέσω να έρθεις και συ.’

Η Ρήνα πετάχτηκε αγανακτισμένη από τον τρόπο που τα έλεγε.

«Για κορόιδο με περνάς Αντρέα; Κάνει τόσα για σένα για να της πας άλλη γυναίκα και μάλιστα αυτή η γυναίκα να είναιι σ’ενδιαφέρουσα!

Λες και τον κτύπησε ηλεκτρικό καλώδιο τινάχτηκε επάνω.

Το πρόσωπό του έγινε σαν το λεμόνι.           --Ξέρεις, τώρα μου χαλάς τα σχέδια. Θα σου φέρω λεφτά,  πόσα λεφτά θέλεις να το πετάξεις, φώναζε τρέμοντας από τα νεύρα του.

‘Πιο το παιδί μας θα πετάξω; Έξω γουρούνι, άχρηστε άντρα που σκέφτεσαι τα χρήματα  που μ’αυτά  σε άγορασε η άλλη. Έξω και δεν θέλω τα λεφτά σου. Οι φωνές της  ακουγόντουσαν μέχρι το δρόμο. Εκείνη την ώρα γύριζε η Φανή κι ακούντας τις φωνές έτρεξε να δει τι συμβαίνει.

Αλαφιασμένος έφευγε ο Αντρέας και η  Ρήνα τον έδιωχνε βρίζοντάς τον.

‘Τι έχεις Ρήνα μου γιατί φωνάζεις;’

‘Ακούς το καθίκι να λέει ότι του χαλάω τα σχέδια,  αφού χάλασε τα δικά μου όνειρα;’

Η Φανή έβγαλε δύο εισιτήρια. Θα γυρνούσαν  στην Ελλάδα. Θα τα συζητήσουμε στην διαδρομή. Μη φοβάσαι ούτε οι γονείς σου θα το μάθουν ποτέ.

Φτάσανε στην Αθήνα και η Φανή την πήρε σπίτι της.  Τηλεφώνησε στη Ρόδο σε μια φίλη της, τη Χριστιάνα, η οποία είχε κάνει δύο  IVF και δεν πέτυχαν. Η Χριστιάνα ήταν κόρη εισαγγελέα.

Η Ρήνα συμφώνησε μ’αυτά που της πρότεινε η Χριστιάνα. Τότε της έβγαλε εισιτήριο για το Παρίσι θα έμενε στο διαμέρισμά τους και σε λίγες μέρες θα πήγαινε κι αυτή.

Σε μια  πολυτελέστατη κλινική η Ρήνα γέννησε το παιδί και ο γιατρός το έδωσε κατευθείαν στην Χριστιάνα που πήρε αμέσως το όνομά της.  Η Ρήνα δεν το είδε το παιδί, μόνον της είπανε ότι είναι κοριτσάκι.  Την πήρανε τα κλάματα και υποσχέθηκε στον εαυτόν της η αγάπη της να γίνει μίσος για τον Αντρέα.

Κάθισε περίπου δέκα μέρες στο νοσοκομείο, αλλά όχι εκεί που γεννούσαν οι γυναίκες. Ύστερα ο Σπύρος ο άντρας της Χριστιάνας την πήγε στο διαμέρισμά τους.

--Ρήνα λυπάμαι που ήρθαν έτσι τα πράγματα για σένα, αλλά για μας  είναι λαχείο. Να μην φοβάσαι και θα την μεγαλώσουμε σαν πριγκίπισσα.

Τώρα όμως πρέπει να κοιτάξουμε και το μέλλον σου.  Ότι μας ζητήσεις θα το έχεις.

Η Ρήνα κλαίγοντας του είπε εγώ δεν το πουλάω το παιδί μου δεν θέλω χρήματα. Ένα πράγμα επιθυμώ. Αν γθέλετε να μείνω σ’αυτό το διαμέρισμα και να με βοηθήσετε να μπω  στο Πανεπιστήμιο να σπουδάσω γκουβερνάντα .

Έμεινε στο Παρίσι από όπου πήρε το πτυχίο της γκουβερνάντας και πτυχίο χορού.

Τακτικά την επισκεφτόταν ο άντρας της Χριστιάνας  να την δει για λίγη ώρα,  να κουβεντιάσουν για τις σπουδές της και τις ανάγκες της, αλλά ποτέ δεν  μίλησαν για το παιδί.

Η Φανή είχε βαπτίσει τη μικρή,  Αντριάνα όπως, κατά σύμπτωση έλεγαν τη μαμά της Χριστιάνας.

Η Ρήνα έπαιρνε πληροφορίες από την φίλη της την Φανή.  Μια μέρα της είπε ότι η μικρή τώρα χρειαζότανε μια γκουβερναντα που να μιλάει κανά δύο γλώσσες. « Ρήνα θέλω να σε βοηθήσω και σ’αυτό αν πάμε μαζί στην εκκλησία και μου ορκιστείς στην Αντριάνα σου ότι ποτέ δεν θα της πεις ότι είσαι η μάνα της. Ύστερα θα συζητήσω με την Χριστιάνα να σε προσλάβει. Την αγγελία την έχει βάλει σε ελληνικές και ξένες εφημερίδες.

Εσύ μιλάς τρεις. Έχεις τον αέρα της παριζιάνας, αλλάζουμε το όνομα και κανείς δεν θα μπορεί να κάνει ερωτήσεις.

Το μυστικό θα είναι ανάμεσα σε μας και στους θετούς γονείς.

Το όνομά της το άλλαξε σε Στέφανη Ρενέ Αντουαν. (ελληνικά, Ρήνα Αντωνίου)

Η Ρήνα μόλις είδε τη μικρή ταράχθηκε συγκινήθηκε.  Μπροστά της έβλεπε το μυστήριο της φύσης, η μικρή είχε καστανόξανθα μαλλιά και μπλε μάτια.  Ο Αντρέας κι αυτή δεν είχαν μπλε μάτια αλλά η Χριστιάνα είχε.

Όλες οι φίλες  της Χριστιάνας  θαυμάζανε την Αντριάνα και  λέγανε πόσο μοιάζει της μαμάς της. Δέθηκε με το κοριτσάκι το οποίο την υπεραγαπούσε και η ίδια ευχαριστούσε τον Θεό για την τύχη τους.    Ήταν σεμνή έκανε τη δουλειά της χωρίς να γίνεται ενοχλητική. Φίλοι και συγγενείς πίστευαν ότι ήταν Γαλλίδα. Ψηλή και πολύ κομψή.

 Ο αδελφός της Χριστιάνας, ο Πέτρος, ήταν δικαστής δούλευε με τον πατέρα του. Είχαν γραφεία στη Ρόδο, Αθήνα και Παρίσι.  Όταν πήγαινε στο σπίτι της Χριστιάνας έβλεπε τη Στέφανη. Την ερωτεύθηκε με μιας. Ο Πέτρος ήταν ένας πολύ γοητευτικός, άντρας και περιζήτητος γαμπρός μέσα στα πιο αριστοκρατικά σαλόνια. Ο ίδιος έκανε το χατήρι πότε πότε σε καμία γοητευτική  ύπαρξη, αλλά καμία δεν κατόρθωσε να μπει στη καρδιά του.

Μια μέρα είπε στην αδελφή του ότι είναι ερωτευμένος με την Στέφανη και ήθελε να την παντρευτεί. Τότε η αδελφή του  του είπε όλη την αλήθεια από που κρατάει η σκούφια της και  ότι η μικρή Αντριάνα είναι η κόρη της.

Στα δέκα χρόνια της Αντριάνας η Στέφανη  παντρεύτηκε  τον δικαστή.  Παράξενη μοίρα  των ανθρώπων, αυτή κατατάσει τον καθένα μας όπως θέλει.

Με τον δικαστή έκανε  δύο αγόρια κι ένα κορίτσι. Η Αντριάνα τώρα δεν την φώναζε ματμαζέλ, τη φώναζε θεία.

Η Λίντα είχε παντρευτεί τον Αντρέα και για γαμήλιο δώρο του αγόρασε μια βίλλα στην Ρόδο.  Τον έκανε  έναν από τους καλύτερους βιομήχανους. Αποκτήσανε δύο αγόρια.

Σε μια συγκέντρωση επιχειρηματιών γνωρίστηκε με τον θετό πατέρα της Αντριάνας, τον Σπύρο Δανέλη.

Όταν έγινε 16 χρονών η Αντριάνα οι γονείς της αποφάσισαν να της κάνουν μεγάλο πάρτι. Θα καλούσαν φυσικά παιδιά από το σχολείο της αλλά και φίλους τους.

Στην Θεσσαλονίκη εκείνη την εποχή θα γινότανε ένα συνέδριο για όλους τους βιομήχανους Έλληνες και ξένους.  Κατά τύχη ο Αντρέας κάθισε δίπλα στον Δανέλη.  Συστήθηκαν και ο Αντρέας του είπε ότι στην Ρόδο στο τάδε μέρος είχαν μια εξοχική βίλα.

Σας προσκαλώ από τώρα, μαζί με την οικογένειά σας να μας κάνετε την τιμή για την κόρη μου που θα γίνει 16 χρονών και θα της κάνουμε μεγάλο πάρτι. Ο Αντρέας ευχαρίστως δέχτηκε την πρόσκληση και την ορισμένη μέρα οικογενειακώς παραβρέθηκαν στα γενέθλια της μικρής Αντριάνας.Μόλις τον είδε η Φανή τηλεφώνησε της Ρήνας να είναι έτοιμη για την έκπληξη.

Ο Αντρέας μόλις την είδε έμεινε κόκκαλο. Η Ρήνα είχε πιει και λίγο βερμούτ και στεκότανε σοβαρή δίπλα στον Πέτρο.

Ο Σπύρος χαρούμενος έκανε τις συστάσεις. Από δω ο καινούργιος μου φίλος  Αντρέας Πουλόπουλος,  από δω ο δικαστής,  Πέτρος  Γεωργίου,  ο κουνιάδος μου και  η  μαντάμ Στέφανη, η σύζυγός του.  Η Στέφανη είναι γαλλίδα αλλά μιλάει πολύ καλά τα ελληνικά. Ύστερα από τις συστάσεις απομακρύνθηκε η Ρήνα. Συνάντησε τη Φανή και πήγαν στην αίθουσα των παιδιών..  

Τα χρόνια πέρασαν. Ο Αντρέας έπιασε επ’ αυτοφώρω  τη γυναίκα του με έναν πρώην της  και χωρίσανε. Ο Αντρέας κράτησε τη Βίλλα στη Ρόδο  και το δικό του μερίδιο από τη βιομηχανία  το έδωσε στα παιδιά του.  Ο  Παναγιώτης ο μεγάλος  του  γιος παντρεύτηκε μια κοπέλα από την Ελβετία και ζούσαν στο Λονδίνο όπου εργαζότανε στο  υποκατάστημα της βιομηχανίας τους. Ο Δημήτρης ο δεύτερος γιος του παντρεύτηκε ελληνίδα και κρατούσε το εργοστάσιο στην Αθήνα  Η μάνα τους είχε βρει κάποιον και συζούσε στην Εύοια .Ο Αντρέας αργότερα παντρεύτηκε την Έλσα τη θεία της γυναίκας του Παναγιώτη.

Ο Αντρέας αφού έγινε φίλος με την οικογένεια Δανέλη έγινε και   φίλος με τον δικαστή, αλλά  η Στέφανη τον απόφευγε.

Ήρθε η ώρα που ο Αντρέας αρρώστησε βαριά και ήταν ετοιμοθάνατος.

Η Φανή πήγε να τον δει.

-Σε παρακαλώ  Φανή  σαν καλή φίλη που είσαι φέρε τη Στέφανη θέλω να την δω, πριν πεθάνω.  Ξέρω πια είναι.’

Την άλλη  μέρα η Φανή μαζί  με τη Στέφανη πήγαν στο νοσοκομείο.

 Με φωνή που μόλις  ακουγότανε ο Αντρέας της είπε:

--Δεν ξέρεις τι καημό είχα όλα αυτά  τα χρόνια με την σκέψη ότι αυτοκτόνησες. Μ’έμπλεξε στα δίχτυα της η Λίντα κι αργότερα με απάτησε μ’έναν πρώην της.’ Σταμάτησε για λίγο και συνέχισε με φωνή τρεμάμενη  ‘Δεν ξέρεις τι καημό είχα όλα τα χρόνια όταν έμαθα από τον Δανέλη, για την Αντριάνα και σένα. Ήθελα να σας αγκαλιάσω αλλά αρκέστηκα να έρχομαι τακτικά  στη Ρόδο μόνο και μόνο για  να σας βλέπω. Σ’ αγαπώ Ρήνα μου και ζητώ να με συγχωρέσεις για την πίκρα που σου έδωσα.’  Η Στέφανη  συγκινημένη  του έπιασε τα χέρια.


-Είσαι συγχωρεμένος αφού η τύχη θέλησε να έρθουν έτσι τα πράγματα.  Και η δική μου καρδιά αυτή τη στιγμή αισθάνεται ξαλαφρωμένη από το μίσος που είχα για σένα.’

Τότε  με βουρκωμένα μάτια του χάιδεψε το κεφάλι κι ύστερα τον φίλησε.

Έκανε να της πιάσει τα χέρια, αλλά ο θάνατος ήρθε αμίληκτος και τα χέρια του παρέλυσαν.

Το πρόσωπό του τώρα ήταν γαλήνιο Η ψυχή του πετούσε ξαλαφρωμένη,  χαρούμενη.  Ήθελε πολύ ν’ακούσει ότι τον είχε  συγχωρέσει.

Την αγαπούσε αλλά η ζωή  κάνει ασύλληπτα παιχνίδια στον καθένα μας χωριστά και δεν μας δίνει πολλές φορές αυτό που αγαπάμε.

Η Φανή, αγκάλιασε την Στέφανη και βγαίνοντας από το θάλαμο πληροφόρησαν τον θάνατο του Αντρέα...


Thekla
  Karagiorgou—Scarcella

Melbourne,  2019

 

 

 

 

 


 

 

 

 

 

 

 


 
 

 

 

  


 



 
 

 

 

 

 

 

 


 
 

 

Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info