\\               ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            
 


GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above





 


 


Η ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ
Η  Βέτα μια νεαρή κοπέλα που κι αυτή ήταν μετανάστρια στην Ελλάδα για μερικά χρόνια δούλευε εσωτερική στο σπίτι της Ντόρας και την φώναζε θεία. Η Ντόρα την αγαπούσε σαν παιδί της και της συμπεριφερόταν όπως ήθελε η ίδια όταν ήταν μετανάστρια στην Αυστραλία…

Η Βέτα αγαπούσε την Ελλάδα και άπό τον καιρό που άρχισε να δπουλεύει στο σπίτι της Ντόρας και του Κλεάνθη ένιωθε πολύ  χαρούμενη και τυχερή.  Το ζευγάρι την είχαν σαν κόρη τους και όχι σαν βοηθό τους.

Όταν το αντρόγυνο πήγαινε εκδρομές ή κρουαζιέρες η Βέτα ήταν πάντα μαζί τους. Αυτό έκανε πρόθυμη να εξυπηρετεί το ζευγάρι με ειλικρίνεια και αγάπη.

Η Ντόρα και η Βέτε τα τελευταία χρόνια ακολουθούσαν την ίδια ρουτίνα κάθε μέρα.  Η υγεία της Ντόρας είχε κλονιστή ιδιαίτερα μετά τον δραματικό θάνατο του άντρα της από τον νεώτερο ιό που του δώσανε το όνομα Κοροναιό,  η μνήμη της άρχισε να μπερδεύει την πραγματικότητα...

Μόλις τελειώνανε το μεσημεριανό φαγητό, η Βέτα έδινε ένα ηρεμιστικό χάπι στην Ντόρα.και έπειτα κάθονταν στις αγαπημένες τους πολυθρόνες στο μπαλκόνι του τριώροφου κτιρίου που διέμεναν.  Σκεπάζονταν με μια ελαφριά κουβερτούλα και η Ντόρα χάνονταν στις αναμνήσεις της

Αγνάντευε το πέλαγος που φαινόταν ατελείωτο, όπως ήταν και οι ώρες ατελείωτες όταν με τον Κλεάνθη της ταξίδεψε για την Αυστραλία.   Η Βέτα καθόταν κι αυτή  στην απέναντι πολυθρόνα και πάντα διάβαζε κάποιο βιβλίο.

Θαύμαζε τις νεανικές φωνές των κοριτσιών και των αγοριών που έπαιζαν ανέμελα στην άμμο κι ύστερα τρέχανε να κολυμπήσουνε. Άνθρωποι κάθε λογής έκαναν την βόλτα τους προς διαφορετικές κατευθύνσεις και μέσα στο πέλαγος καραβάκια  a.ρμενίζανε.  Το καλοκαίρι μέτραγε τις διαδρομές του πλοίου που έφερνε επισκέφτες και τουρίστες.  Χαιρόταν την Ανατολή του ηλίου. Θαύμαζε την Δύση.

Τα βράδυα όταν τα φώτα αγκάλιαζαν την παραλία κάθε λογής φοράγανε τα καλά τουςτα ρούχα και κατηφόριζαν στα σουβλατζίδικα και εστιατόρια για να απολαύσουν τις γεύσεις και τα εδέσματα της Ελλάδας.  Πολλές φορές τηλεφωνούσε η Βέτα σ’ένα φιλικό εστιατόριο της οικογένειας και τους φέρνανε διάφορα φαγητά και εδέσματα, νιώθανε ότι ζούσαν σ’έναν αληθηνό, ουράνιο παράδεισο... 

Σιγά-σιγά τα βλέφαρα της Ντόρας βάραιναν κι άρχισε να βλέπει ότι κάθονταν σ’ένα περιβόλι γεμάτο φυλλώματα που έπεφταν από τα πλατάνια όπου ένα ρυάκι με ολοκάθαρο νερό κυλούσε τραγουδώντας.

 “Είμαι γω,  το δροσερό ποταμάκι που ταξιδεύω πάντα προς την θάλασσα και ποτέ δεν γυρνώ.  Βλέπω πολιτείες και κόσμο πολύ, βλέπω,ζωάκια,   πεταλούδες και πουλιά.  Όλοι πίνουν και δροσίζονται από το νεράκι μου το δροσερό. Κι όταν τα πουλάκια πετούν,  πίνουν και κολυμπούν αισθάνομαι ένα γαργαλητό και τρέχω πιο χαρούμενο και από πάνω από τις πετρούλες χοροπηδώ. ”   

Κοντά στο ποταμάκι, άνθρωποι μικροί και μεγάλοι, χόρευαν , έτρωγαν και γελούσαν, ανάμεσα στους οποίους είδε ένα μικρό παιδάκι που έμοιαζε με τον παππού της να κρατά το χέρι μιας γυναίκας.

Ξαφνικά οι εικόνες άλλαξαν.   Κάτι γριές άσχημες καραφλές άρχιζαν να στριγγλίζουν και να τρέχουν πίσω από τον κόσμο με πολλούς δράκους.  Οι δράκοι είχαν σκληρά λέπια, σατανικά κέρατα, μάτια κόκκινα και φτερά, το σώμα τους ήταν μακρύ σαν του φιδιού και το στόμα τους πελώριο σαν του κροκοδείλου και από τα ρουθούνια τους  έβγαζαν καυτές φλόγες.   Οι γριές έπιαναν τους ανθρώπους και τους ρίχνανε στο στόμα των δράκων. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτι από καπνό και ο αέρας μύριζε τοξικέςς ουσίες.  Άκουγε φωνές αγωνίας, κλάμματα, αναθεματισμούς και το ποταμάκι σταμάτησε το τραγούδι και λυπημένο  έβλεπε αντί καθαρό νεράκι να φουσκώνει τώρα από αίμα.  Η γη αγγομαχούσε από τα κτυπήματα και θλιμμένη παρακαλούσε τον ουρανό να πάρει πίσω τους δράκους.

Για μια στιγμή το σκηνικό άλλαξε.  Ένα μαύρο σεντόνι  με νεκρά σώματα  πάνω του εμφανίστηκε  στον αέρα, που τον τραβούσαν κάτι πλάσματα όχι ανθρώπινα με σκοτεινά πρόσωπα.  Κάποιος προσπαθούσε να ξεφύγει.  Έφτασε στο τέλος του σεντονιού και πήδηξε  έξω.  Αυτός ήταν ο παππούς της.

Τα πάντα  είχαν βουβαθεί και τ’ άδέλφια σκότωναν ο ένας τον άλλον.  Μαυρίλα παντού.  Τ’αστέρια είχαν χάσει τη λάμψη τους. Ήρθε το τέλος  του κόσμου σκέφτηκε, αλλά μια φωνή της είπε να κοιτάξει προς την ανατολή του ηλίου, που σιγά σιγά γλυκοχάραζε και το ποταμάκι δειλά δειλά άρχισε πάλι να τρέχει.

--Γιατί ποταμάκι μου γίνανε όλα αυτά; Ρώτησε με αγωνία.

--Γιατί οι δράκοι του βορρά κήρυξαν τον Πρώτον Παγκόσμιο Πόλεμο κι ύστερα ήρθε ο λοιμός και ο θάνατος από την Ισπανική γρίππη, αλλά τα βάσανα  των ανθρώπων δεν τελειώνουν.  Μπορεί ο δράκος να έκανε μεγάλο κακό, αλλά δεν κατόρθωσε να νικήσει ακόμα τους ανθρώπους.  Μάλιστα από αυτήν την τραγωδία υπήρξαν οφέλη για καλύτερη ζωή.

 Η υπερηφάνεια και ο εγωϊσμός  του δράκου   επλήγει.  Γι αυτό κάνει  διαρκώς συμβούλια και  ψάχνει να βρει πως θα ανακτήσει τη δύναμή του, πως θα κάνουν και άλλους ανθρώπους να υποφέρουν.

Έτσι ήρθε η μέρα που αποφάσισαν πάλι να πολεμίσουν τον άνθρωπο. Μέσα σ’αυτόν τον πόλεμο του θανάτου, της ανέχειας της πείνας, της δυστυχίας έμελλε να γεννηθείς εσύ  Ντόρα που τώρα τα βλέπεις μπροστά σου  σαν ταινία..

Πέρασε και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος  και ήταν αρκετά μεγάλη να θυμάται αυτά τα αναθεματισμένα χρόνια του πολέμου, της κακουχίας, τις αρρώστιες, τον  θάνατο, την κακία των ανθρώπων ο ένας να πολεμά τον άλλον και η αιτία πάλι ήταν η κυριαρχία, ο πλούτος, η εξουσία.

 Άρχισε πάλι να γλυκοχαράζει  και οι ψυχές των ανθρώπων γέμισαν ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον  Ευχαριστούσαν τον Θεό που σκότωσε τον δράκο.ξ.  Ευχαριστούσαν τον Θεό που είχε φωτήσει ανθρώπους που μπορούσαν να θεραπεύσουν τις πολλές αρρώστιες...

Ο πατέρας της Ντόρας είχε ένα μικρό κτηματάκι και είχε και  μερικά προβατάκια.. Αυτά τους δίνανε  τα προς το ζειν αλλά τίποτε περισσότερο.  Η χώρα είχε κι έναν γραφτό νόμο ότι για να παντρευτεί μια κοπέλα έπρεπε να δώσει προίκα.  (Αυτός ο νόμος καταργήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1979)        Ένα χωραφάκι  δεν ήταν αρκετή προίκα, η οικογένεια θα ήταν πάλι στη φτώχεια.

Τότε άρχισαν να έρχονται στ’αυτιά τους ότι άνοιξαν οι πύλες του Παραδείσου όπου υπήρχε ο χρυσός. Έτσι δεν άργησαν οι νεώτεροι να μεταναστεύουν στον Καναδά, Αμερική και Αυστραλία....

Την εποχή εκείνη κάθε χωριό που γιόρταζε  τον Άγιό της έκανε  πανηγύρι.  Οι γονείς της Ντόρας πάντα τους άρεσε να πηγαίνουν με μια σούστα που είχαν. Πρώτα πηγαίνανε στη θεία λειτουργία, ανάβανε το κεράκι τους κι ύστερα έβγαιναν να χαρούν το φαγοπότι, τον χορό, να συναντήσουνε γνωστούς, να παίξουν τα παιδιά.

Η  Ντόρα  μεγάλωνε κι έγινε  δεκαπέντε ετών, ψηλή  και ωραία.  Ήταν μια αξιόλογη νύφη αλλά δεν είχε προίκα. Σ’ένα από τα πανηγύρια  του διπλανού χωριού, γνώρισε τον Κλεάνθη. Ήταν ωραίο παιδί και άρεσε της Ντόρας.  Επικοινωνούσαν με τα μάτια, αργότερα μέσα στον συνωστισμό πιάνονταν  χέρι χέρι.

Κάποτε  ο Κλεάνθης την ρώτησε αν θέλει να έρθει στους γονείς της να την ζητήσει για γυναίκα του.  Αυτή του είπε το ναι.     

--Μόλις θα τελειώσω το στρατιωτικό θα παντρευτούμε τ’ακούς;

Παράλληλα ο πατέρας της Ντόρας είχε τα δικά του σχέδια.

--Γυναίκα βλέπεις ότι η κόρη μας μεγάλωσε κι έγινε πιο όμορφη από μας, δεν θα ήθελα να χαραμίσει τα νειάτα της σ’αυτό το χωριό.  Σκέφτομαι να πάμε  και  εμείς στην Αυστραλία κοντά στον αδελφό μου.

Ο Κλεάνθης είχε τελειώσει το στρατιωτικό κι έλεγε να πάει να βρει δουλειά στην Αθήνα. Στο στρατό οδηγούσε στρατιωτικό όχημα και  με καλή θέληση θα γινότανε άριστος  μηχανικός και μόλις θα έπιανε δουλειά θα ζητούσε να παντρευτεί  την Ντόρα.

Ξαφνικά μαθαίνει ότι η οικογένεια της Ντόρας φεύγει για την Αυστραλία. Κατευθείαν πήγε και βρήκε τον πατέρα της και τα κανονίσανε να γίνει ο γάμος στο χωριό και μαζί τους θα πήγαινε και ο Κλεάνθης...

Όταν φτάσανε στην Αυστραλία δεν είδαν κανέναν παράδεισο ούτε χρυσό στο δρόμο.  Αργότερα κατάλαβαν πως ο χρυσός ήταν εκείνος που θα έδινε όλα τα καλά,  χρυσά ηταν τα χέρια τους, χρυσή  η  επιμονή και υπομονή.

Όσο περνούσε ο καιρός βίωναν τη χαρά και  την ευτυχία.  Έφτιαξαν μια υπέροχη  οικογένεια και δόξαζαν τον Θεό  για όλα τα καλά που είχαν αποκτήσει κι αγαπούσαν την Αυστραλία.  Ο Κλεάνθης της είχε ορκιστεί αν όλα πήγαιναν καλά τα τελευταία τους χρόνια θα τα περνούσαν στην πατρίδα τους την Ελλάδα.

Σ’ένα όμορφο νησί χτίσανε ένα τριώροφο με την ελπίδα ότι κάποτε θα  ερχόντουσαν να μείνουν με τα παιδιά τους.

Ο λαμπρός ήλιος της Ελλάδας και η δροσερή θάλασσα αγκάλιαζαν το πολυδουλεμένο κορμί  τους και οι πόνοι έφευγαν.

Τα παιδιά όταν είχαν ευκαιρία πήγαιναν στηνΕλλάδα που τους άρεσε πολύ, αργότερα που  μεγάλωσαν  τα εγγόνια  τους πηγαίνανε κι αυτά.

-          Δεν νομίζεις  Κλεάνθη μου ότι ο πραγματικός παράδεισος είναι εδώ; 

-          Ναι, Ντόρα μου, η Ελλάδα είναι ο Παράδεισος γι αυτό την θέλουν όλοι.

Η αγάπη τους και ο πόθος του ενός για τον άλλον δεν είχε σβύσει, μεγάλωναν κι αυτά με την ηλικία  τους και γινόντουσαν πιο δυνατά..

Το κακό ήταν που άρχισαν οι πόλεμοι μακριά από την πατρίδα, αλλά ο κόσμος άρχισε κι αυτός να αγανακτεί, και να επηρεάζεται από τους κυβερνώντες και να σκέπτονται με τι τρόπο θα σκότωναν τα θηρία.

Ο Δράκος πια είχε μεγαλώσει τόσο που μπόρεσε κι αγκάλιασε  όλη την υφήλιο υποσχόμενος πλούτη σε  όσους θα τον ακολουθούσαν.  Κεραυνοί, φωτιές πλημμύρες επικρατούσαν παντού.  Άρχισαν οι προφητείες, οι  δολοπλοκίες,  ένας δαιμονικός συνδιασμός  ώστε να μπερδεύεται ο άνθρωπος και να μην βλέπει την αλήθεια.

 Ξαφνικά ο Δράκος ξύπνησε και δεν θα άφηνε τα γήινα ανθρωπάκια να γίνουν δυνατότερα από αυτόν.  Κατέβηκε στη γη κι άρχισε να βγάζει το φονικό του όπλο, πιο δυνατό από ποτέ.

Ακόμα και οι  οπαδοί του κατάλαβαν το σχέδιο του Δράκου  γιατί η κατάσταση έπληξε και τους ίδιους, γι αυτό τώρα συνεργάζονται  να βρούνε το φάρμακο που θα δηλητηριάσει τον Δράκο.  Χωρίς να το καταλάβουν οι άνθρωποι έπρεπε να φυλακιστούνε οικειοθελώς στα σπίτια τους.  Όποιος δεν σέβεται τις διάφορες διαταγές,  τιμωρείται, πεθαίνει...

Έτσι και η Ντόρα με τον Κλεάνθη κλείστηκαν στο σπίτι τους και περνούσαν την  ώρα τους, διαβάζοντας εφημερίδα, κοιτάζοντας διάφορα σόου στην τηλεόραση, μιλούσαν με τα παιδιά τους από το διαδύκτιο, απολάμβαναν  το πέλαγος που πότε ήταν χαρούμενο και πότε ξέσπαγε σε φουρτούνα.

Ο Κλεάνθης επέμενε να πάει στον φίλο του που δεν ήταν μακριά  να παίξουν λίγη κολιτσίνα και δεν άκουγε την Ντόρα που με αγωνία του φώναζε:

—Πάρε στα σοβαρά τις διαταγές,  Κλεάνθη μου μείνε στο σπίτι έχουμε όλα τα καλά.  Κάθισε ωσπου να περάσει το κακό.  Ο Κλεάνθης την έλεγε φοβιτσιάρα.

Ένα απόγευμα ο Κλεάνθης  γύρισε στο σπίτι αγκομαχώντας και καιγότανε στον πυρετό και ο βήχας του επιβάρυνε τα πνευμόνια του.  Ήρθε το ασθενοφόρο τον πήρε και η Ντόρα δεν τον ξαναείδε.

Η Βέτα, ο παππάς και δύο άλλοι τον πήγαν στο μνήμα που είχαν αγοράσει και τον βάλανε εκεί για αιώνια ανάπαυση. Ο Δράκος δεν άφηνε πολλές δημόσιες επαφές αλλιώς υπήρχε τιμωρία, δεν λύγιζε μπροστά στον θάνατο δεν ενοχλούνταν μπροστά στην δυστυχία.  Τα  παιδιά και τα εγγόνια του Κλεάνθη δεν μπόρεσαν να τον χαιρετίσουν στο  τελευταίο του ταξίδι.

Την προηγούμενη μέρα του θανάτου του Κλεάνθη είχε δει ένα παράξενο τρομερό όνειρο.  Ένας πελώριος Δράκος τραβούσε τον Κλεάνθη με τα δόντια του σε κάτι τσιμεντένια σπιτάκια, πολλά σπιτάκια.  Φώναζε στο Δράκο να τον αφήσει , αλλά αυτός γύρισε και της είπε επιβλητικά: 

“ Οι αρρώστιες πάντα υπάρχουν στην ανθρωπότητα και περιμένουν τα λάθη των ανθρώπων.  Μόλις οι άνθρωποι ξεφύγουν από τον νόμο της φύσης τότε ξυπνάμε και μεις.”    .  Με λένε COVIC_19. Θέλω υποταγή.”

Μετά τον θάνατο του Κλεάνθη η Ντόρα  άρχισε να αφήνεται συναισθηματικά και πνευματικά.

Τώρα φοβότανε για τα παιδιά της.  Το μυαλό της άρχισε να χάνεται,  λίγες ήταν οι φορές που ένιωθε καλά.    Πλησίαζε τα εικονίσματα και τους ρωτούσε τι αμαρτία είχε κάνει κι έβλεπε τέτοια  τρομερά όνειρα; Μήπως  ήταν  το βιβλίο που διάβαζε ποιος ξέρει;  Όμως ο Κλεάνθη της δεν ήταν κοντά της, αισθανόταν την μοναξιά της, έχανε την πραγματικότητα.

Στην δύση του ήλιου νόμισε ότι είδε τον Κλεάνθη  να της φωνάζει  ότι την αγαπά.

Η Βέτα την πλησίασε τρυφερά, την αγκάλιασε και την πήγε στην τραπεζαρία.

--Θεία Ντόρα μόλις μας φέρανε κατσικάκι φρικασέ...

--Βέτα μου,  μην ξεχάσεις να βάλεις καλή μερίδα στο πιάτο του Κλεάνθη..

Και το ποταμάκι κυλά και θα κυλά για αιώνες να διηγείται τις συμφορές των ανθρώπων, που πότε κλαίνε και πότε γελάνε.

Και τώρα ξέρουν μετά τον κακό Δράκο θα έρθει ο Ισχυρός και θα απαλύνει τους πόνους  των ανθρώπων, μόνον να υπάρχει Πίστη, Ελπίδα κι Αγάπη!!!

 

Θέκλα  Καραγιώργου—Σκαρσέλλα

Μελβούρνη 2020

 

 



 

 


 
 

 

 

  


 



 
 

 

 

 

 

 

 


 
 

 

Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info