Τα ταξίδια της Μαρούλας
Διονυσία
Μούσουρα
-Πάλι εδώ η η
Μαρούλα, η σακάτικη!
-Μα, πού τα
βρίσκει τόσα λεφτά κάθε χρόνο;
-Δεν είναι
Αθήνα-Ζάκυνθος! Μελβούρνη-Ελλάδα είναι! Άνδρα
δεν έχει, παιδιά δεν έχει, από ό,τι λένε, δε
δουλεύει, ποιος είναι τόσο κουβαρντάς και της
κάνει τα έξοδα και για ποιο λόγο;
-Ούτε νέα, ούτε
ωραία πια, τάχει τα χρονάκια της
μπόλικα-μπόλικα!
-Εδώ άλλοι που
δουλεύουν σκληρά για χρόνια και μία στα 5-10
χρόνια καταφέρνουν να έρθουν κι η Μαρουλούλ κάθε
χρόνο εδώ!
Έτσι κουβέντιαζαν
άνδρες και γυναίκες, τόσο στο μαγαζί, όσο και
στη γειτονιά.
Η Μαρούλα ήταν
καλοσυνάτος άνθρωπος, πάντα με το χαμόγελο και
με τον λόγο τον καλό για όλους. Ταυτόχρονα όμως
δεν άφηνε και περιθώρια για πολλές ερωτήσεις.
Ούτε και στα αδέλφια της μίλησε για τη ζωή της
ποτέ.
Ποια ήταν η
Μαρούλα και ποιο το μυστικό που με μεγάλη
επιμέλεια, έκρυβε από όλους;
Η Μαρούλα,
γεννήθηκε «στην κάτου μερία» του χωριού, αφού
εκεί έμεναν πάππου προς πάππου οι δικοί της.
Εκτός από τη
φτώχια, ήταν και πολλά παιδιά στη φαμελιά, τα
περισσότερα κορίτσια. Όχι και ότι το καλύτερο
για κείνη την εποχή. Πώς να προσέχεις τόσα
θηλυκά να μη δώσουν δικαίωμα και κουτσομπολεύουν
στο χωριό, αλλά και πώς να τις παντρέψεις που
δεν υπήρχε στον ήλιο μοίρα;
Η Μάνα παραλόγαγε
ολοένα. Ο Πατέρας όμως πιο ψύχραιμος.
-Μη χολοσκάς
γυναίκα, έχει ο Θεός μέχρι να έρθει η ώρα της
παντρειάς. Εσύ, κοίταζε μόνο να βγουν σεμνά και
καλά κορίτσια με καλό όνομα, κι όλα τ΄ άλλα άστα
στη χάρη του Θεού.
Ώρες -ώρες η Στάθαινα
σκεφτόταν πως ο Στάθης, ό,τι ήθελε έλεγε. Με τα
λόγια, δεν παντρεύονται τόσα θηλυκά. Έτσι, κάθε
βδομάδα που περνούσε ο Τιμόθεος ο Γυρολόγος, όλο
και κάτι κατάφερνε να πάρει να το βάζει στην
άκρη για προίκα των κοριτσιών. Μάζευε τα αυγά
και τα αντάλλασσε με γνέμα [:νήμα] για πλέξιμο ή
ότι άλλο. «Έστρωνε και κότες» και, όταν
κλωσούσε μια κότα, δεν έδινε τα αυγά στο
Γυρολόγο, αλλά τα έβαζε να τα κλωσήσει η κότα να
βγάλει κοτόπουλα. Έστρωνε κάμποσες κότες το
χρόνο κι όταν γίνονταν τα κοτόπουλα, τα τάιζε
όσο μπορούσε και τα μεγάλωνε. Κρατούσε μερικά
για να φάει η φαμελιά τις επίσημες μέρες και τα
άλλα, όταν μεγάλωναν αρκετά, ώστε να πιάσουν
καλά λεφτά, τα πουλούσε στο Γυρολόγο, τόσο το
κιλό και αγόραζε κάμποσα μέτρα λινό ύφασμα για
να φτιάξει σεντόνια και μαξιλαροθήκες. Κατόπιν,
τα πήγαινε στην κυρά Τασία τη χήρα, όπου
κεντούσε πολύ ωραία, αριστουργήματα έβγαιναν από
τα χέρια της, και τα έβαζε στο μπαούλο,
τουλάχιστον να έχει μαζέψει ότι μπορούσε για
όταν έρθει η ώρα να παντρευτεί, η πρώτη και
μετά, κατά πως έλεγε κι ο Στάθης, έχει ο Θεός!
Η Μαρούλα, όμως,
ήταν αποφασισμένη να μην τα περιμένει όλα από το
Θεό.
-Τι να προκάνει
κι αυτός; έλεγε.
Μόλις είχε μπει
στα 16, όταν άκουσε ότι πολλές κοπέλες, έβγαζαν
χαρτί Απορίας από τον Πρόεδρο του χωριού κι ένα
Πιστοποιητικό Γεννήσεως όπου δήλωνε πως ήταν
τουλάχιστον 18 χρονών, ώστε να μπορούν να
βγάλουν βίζα και να ξενιτευτούν. Η Αυστραλία,
και όχι μόνο, προσκαλούσε ελεύθερα κορίτσια,
άπορα, να εργαστούν σαν οικιακές βοηθοί, με τον
απώτερο σκοπό, να παντρευτούν, να κάνουν
οικογένεια και να μείνουν εκεί. Είχαν έρθει
χιλιάδες νέοι από Ευρωπαϊκές Χώρες και οι
Γυναίκες, ήταν πολύ λίγες.
Ένα καλοκαιρινό
πρωινό, με 40 υπό σκιά, έφτασε στο Λιμάνι της
Μελβούρνης το Πατρίς από Ελλάδα, κουβαλώντας
νέο, φρέσκο «εμπόρευμα». Το ταξίδι μεγάλο και
πολλοί νέοι άντρες, όχι μόνο κοπέλες είχαν
αφήσει πίσω την Πατρίδα για να βρουν την τύχη
τους!
Η Στάθαινα, ούτε
που δάκρυσε, όταν αποχαιρέτησε τη Μαρούλα.
-Άντε, σύρε στην
ευχή μου κι όταν ταχτοποιηθείς να πάρεις 2-3 από
τις αδελφές σου εκεί να βρουν την τύχη τους. Τι
να τις κάνω εδώ;
Τα αδέλφια κάπου
την ζήλευαν που θα πήγαινε στη Μεγάλη Χώρα και
θα ζούσε πλούσια. Μόνο ο Στάθης έκλαιγε κρυφά
για να μην τον αποπαίρνει η Στάθαινα.
-Το σκέφτηκες
καλά γυναίκα; Πού το αφήνουμε να πάει, παιδί
είναι ακόμα, θα χαθεί στην ξένη Χώρα κι ούτε που
θα το μάθουμε.
Και κάπως έτσι
έγινε. Τον πρώτο καιρό, αντάλλαξαν μερικά
γράμματα, μα έκαναν μήνες να φτάσουν και μήνες
να πάρει απάντηση η Μαρούλα. Σιγά-σιγά ούτε
έγραφε ούτε της γράφανε, ιδιαίτερα όταν ένα
γράμμα από τον πατέρα, πολλούς μήνες αργότερα,
γύρισε πίσω με την ένδειξη: Άγνωστη σε αυτή τη
διεύθυνση. Έκτοτε, χάθηκαν τα ίχνη της και με τα
χρόνια, ξεχάστηκε. Έφυγαν κι ο Στάθης με τη
Στάθαινα και τα αδέλφια της ξέχασαν πως υπήρχε η
Μαρούλα!
Όταν έφτασε στη
Μελβούρνη, βολεύτηκε σ' ένα ελληνικό σπίτι, όπου
ενοικίαζε δωμάτια σε κοπέλες και εργένηδες.
Έπιασε δουλειά στο
Grosby,
ένα Εργοστάσιο που έφτιαχνε παντόφλες και
σχετικά φτηνά παπούτσια για την εργατιά. Εκεί
δούλευαν κι άλλοι συγκάτοικοι. Γνωρίστηκαν
μεταξύ τους, Έλληνες ήταν όλοι, έκαναν παρέα και
μοιράζονταν τη μοναξιά και τον καημό τους για
την Πατρίδα και αυτούς που άφησαν πίσω.
Η στενή επαφή, η
απομόνωση και η μοναξιά, βοήθησαν να
δημιουργηθούν ειδύλλια μεταξύ των συγκατοίκων. Η
Μαρούλα, ούτε που κατάλαβε πώς βρέθηκε ξαφνικά
να «τα έχει» με τον Αργύρη, ένα νέο που κανείς
δεν ήξερε πούθε βαστάει η σκούφια του. Τη μια
τους έλεγε πως είναι γνήσιος Μακεδόνας, την άλλη
πως κατάγεται από τα νησιά του Αιγαίου την άλλη
πως ζούσε στην Αθήνα πριν έρθει στη Μελβούρνη,
άντε και να βρεις άκρη!
Την ημέρα που
διαπίστωσε πως είναι έγκυος, μίλησε στον Αργύρη
με την πεποίθηση πως θα της έλεγε ό,τι πρέπει να
παντρευτούν γρήγορα, προτού γεννηθεί το παιδί
τους! Αντί γι' αυτό, ο Αργύρης έδειξε δυσφορία
και μάσαγε τα λόγια του.
Δυο μέρες μετά,
πηγαίνοντας σπίτι μετά τη δουλειά η Μαρούλα,
διαπίστωσε ότι το δωμάτιο του Αργύρη ήταν άδειο.
Πάγωσε και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Οι άλλοι
ένοικοι την περιέβαλαν με καλοσύνη και
κατανόηση, μα τι να της κάνουν κι αυτοί, τόσο οι
άλλες τρεις κοπέλες όσο και οι δύο άντρες που
έμεναν εκεί. Της μίλησαν, την παρηγόρησαν,
κακίζανε τον Αργύρη που φέρθηκε τόσο άνανδρα και
πρόστυχα κι έκαναν ό,τι και όσα μπορούσαν για να
την στηρίξουν. Η Μαρούλα τα είχε τελείως χαμένα,
ούτε 18 χρονών, σε ξένη χώρα χωρίς κανένα εφόδιο
ή δικό της άνθρωπο και με ένα παιδί στην κοιλιά!
Όμως, πολύ γρήγορα σήκωσε το κεφάλι! Αποφάσισε,
ότι το παιδί της θα το γεννούσε και θα το
μεγάλωνε μόνη της, αλλά τον Αργύρη, θα τον
εκδικιόταν όπου και να βρισκόταν. Άλλωστε, μικρή
η ελληνική παροικία, τότε, θα τον έβρισκε.
Μετά από λίγο
καιρό, ακούει μια μέρα στο εργοστάσιο που
δούλευε, οι περισσότεροι Έλληνες εκεί μέσα, ότι
ο Αργύρης παντρεύεται την άλλη Κυριακή. Δεν
έχασε καιρό, αλλά ούτε και είπε τίποτα σε
κανέναν. Μετρημένες στα δάχτυλα οι ελληνικές
εκκλησίες στη Μελβούρνη τότε. Ξεκίνησε από την
πρώτη, πήγε την προηγούμενη μέρα και ζήτησε να
μιλήσει στον εφημέριο. Την άκουσε με συμπάθεια
και τη συμπόνησε. Τηλεφώνησε στα γραφεία της
Αρχιεπισκοπής κι έμαθε σε ποια εκκλησία και τι
ώρα.
-Έχεις όλο το
δίκιο με το μέρος σου παιδί μου! Εγώ πάρα πάνω
δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Ό,τι σε βοηθήσει ο Θεός
πράξε, συχωρεμένη θάσαι, μόνο μη βάψεις τα χέρια
σου με αίμα, έχεις παιδί στην κοιλιά σου,
πρόσεξε!
Κι ο Θεός τη
βοήθησε. Περίμενε παράμερα να μη δίνει στόχο.
Όταν μπήκαν όλοι μέσα και ξεκίνησε το Μυστήριο
κι όταν ο παπάς, ρωτούσε τη νύφη, αν δέχεται τον
Αργύρη για νόμιμο σύζυγό της κ.λπ. έτρεξε
μπροστά και άφησε φωνή μεγάλη!
-ΜΗΝ τον δεχτείς,
κορίτσι μου! Είναι απατεώνας και παλιάνθρωπος.
Κοίταξε την κοιλιά μου, δικό του παιδί κουβαλάω
κι όταν του το είπα εξαφανίστηκε σαν τον κλέφτη.
Αναβρασμός και
αναστάτωση στην εκκλησία! Έτρεξαν πολλοί, την
έβγαλαν έξω με το ζόρι και ξαναμπήκαν μέσα! Μα η
Μαρούλα ήταν αποφασισμένη! Ξαναμπαίνει μέσα,
τρέχει μπροστά, και πριν προλάβουν να την
εμποδίσουν, βουτάει το στεφάνι από το κεφάλι του
γαμπρού, παρασύρθηκε και της νύφης και τα
τσαλαπάτησε. Πέφτει λιπόθυμη η νύφη, τραβάνε έξω
τον Αργύρη τα δυο της αδέλφια και του ρίχνουν
ένα γερό ξύλο μες στην εκκλησία, φωνάζοντάς του
πως την αδελφή τους δεν την έχουν για πέταμα να
πάρει τέτοιο ρεμάλι κι άμα είναι άντρας να πάει
να παντρευτεί το δυστυχισμένο κορίτσι που της
φούσκωσε την κοιλιά και την παράτησε!
Μάρτυρας σε όλα η
Μαρούλα, όπου με το κεφάλι ψηλά του φωνάζει:
-Χάσου από τα
μάτια κάθαρμα! Μοναχή μου θα μεγαλώσω το παιδί
μου! Ποτέ δε θα ακούσεις από τα χείλη του τη
λέξη "Πατέρα".
Και βγήκε έξω.
Ήταν γραφτό, να
μη γεννηθεί ποτέ εκείνο το παιδί. Όπως βγήκε
φουριόζα, αγανακτισμένη αλλά και με την
ικανοποίηση πως εκδικήθηκε τον Αργύρη και
απάλλαξε μία αθώα κοπέλα από αυτόν, δεν πρόσεξε.
Την παρέσυρε ένα φορτηγό και, όταν βδομάδες μετά
ξύπνησε στο Νοσοκομείο από το κώμα στο οποίο
είχε πέσει, ενημερώθηκε ότι μαζί με το αριστερό
της πόδι, είχε χάσει και το μωρό της στο
ατύχημα.
Η Μαρούλα δεν
μίλησε ποτέ σε κανέναν για όλα αυτά. Έφυγε από
τη γειτονιά που έμενε και πήγε στην άλλη άκρη
της Μελβούρνης. Όμως, τη χτύπησε βαριά
κατάθλιψη, εξ αιτίας όλων των γεγονότων.
Ιδιαίτερα η απώλεια του μωρού της και του ποδιού
της. Η μοναξιά, ο πόνος του χαμού του παιδιού
της και το ξύλινο πόδι που της έβαλαν ένα χρόνο
αργότερα όπου τρόμαξε να μάθει να παίρνει λίγα
βήματα, δεν της άφησε περιθώρια για τίποτα.
Έμπαινε - έβγαινε
στο Νοσοκομείο, μία για το πόδι μία για την
κατάθλιψη, ασφαλώς ούτε να δουλέψει υπήρχε
πιθανότητα. Έμενε σε μία τρώγλη πίσω από ένα
σπίτι. Τα μεσημέρια πήγαινε στο Φιλανθρωπικό
Ίδρυμα Στρατός Σωτηρίας, όπου μαγείρευαν και
πρόσφεραν δωρεάν γεύματα σε φτωχά άτομα και
άστεγους. Πολύ ικανοποιητική η μερίδα, και η
Μαρούλα έπαιρνε και λίγη σούπα, ένα φρούτο για
το βράδυ και δυο-τρεις φέτες ψωμί. Έτσι ξόδευε
ελάχιστα από τη Σύνταξη Αναπηρίας που έπαιρνε.
Με το επί πλέον επίδομα-βοήθημα για το ενοίκιο,
πλήρωνε την τρώγλη που έμενε και μάζευε τα λεφτά
της. Για ρουχισμό πάλι, πήγαινε σε παρόμοια
Μαγαζιά, με μεταχειρισμένα ρούχα από δωρεές,
όπου τα πουλούσαν σε εξευτελιστική τιμή στους
φτωχούς και κατατρεγμένους! Είχε βάλει στόχο η
Μαρούλα.
Μπορεί να πήγαν
στραβά όλα στη ζωή της, μπορεί να έχασε το παιδί
της, μπορεί να έχασε το πόδι της, αλλά της είχε
μείνει η Πατρίδα, η αγάπη και η Νοσταλγία γι'
αυτήν! Έτσι στην αρχή κάθε δεύτερη χρονιά,
αργότερα κάθε χρόνο, ταξίδευε στην Πατρίδα, στο
νησί της και έμενε εκεί δυο Μήνες το χρόνο!
Την πρώτη φορά,
πέρασε έξω από το πατρικό της σπίτι, έμενε εκεί
ένας αδελφός της με τη φαμελιά του. Την
καλοδέχτηκε, άνοιξε σπίτι κι αγκαλιά και την
έκλεισε μέσα! Το ίδιο και μία αδελφή της! Τα
άλλα αδέλφια είχαν ξενιτευτεί εδώ κι εκεί και
δεν γνώριζε κανείς πού βρίσκονταν. Πόση ζεστασιά
κι αγάπη ένιωσε και πόση ανακούφιση. Επί τέλους,
είχε και αυτή οικογένεια που την αγαπούσε και τη
φρόντιζε!
Ποτέ δε μίλησε σε
κανέναν για τη ζωή της. Απλά έλεγε ότι όλα
πήγαιναν καλά, μέχρι το φοβερό αυτοκινητιστικό
δυστύχημα! Από κει και μετά, την πήρε η
κατηφόρα.
-Όχι, απάντησε η
Μαρούλα στην ερώτηση, αν πήρε αποζημίωση για το
ατύχημα που έμεινε σακάτικη. Δεν είχα κανέναν να
γνοιαστεί, ούτε την ώρα του ατυχήματος
ενδιαφέρθηκε κανείς να πάρει τα στοιχεία του
φορτηγατζή. Μέχρι να φτάσει η Αστυνομία, εγώ σε
αφασία κι εκείνος είχε εξαφανιστεί. Ούτε κινητά
τηλέφωνα υπήρχαν τότε ούτε τίποτα. Άλλωστε,
έμεινε τόσον καιρό στο Νοσοκομείο όπου μέχρι να
βγει είχε σχεδόν ξεχαστεί το όλο θέμα.
Η ίδια έλεγε:
-Ευτυχώς και
πρόλαβε κι έφυγε ο άνθρωπος, δεν έφταιγε, εγώ
πήγα σαν τη στραβή κι έπεσα επάνω του, τι
μπορούσε να κάνει; Γιατί να πληρώσει εκείνος τη
δική μου απροσεξία που πήγα κι έπεσα στις ρόδες
του, άθελά μου;
Στο χωριό
απορούσαν όλοι πώς μπορούσε κι ερχόταν Ελλάδα
τόσο συχνά; Όλα αυτά τα ταξίδια, με τι λεφτά τα
πλήρωνε;
-Μπα, λέγανε πολλοί, μωρέ
αυτή θάχει μεγάλη περιουσία και το κρύβει για να
μη βοηθήσει τα αδέλφια της. Δε βλέπετε τα ρούχα
της; Μπορεί να μην είναι ολοκαίνουρια, αλλά
φαίνονται ακριβά ρούχα!
Κανείς δεν έμαθε
ποτέ με πόσες θυσίες και στερήσεις, συντηρούσε η
Μαρούλα την αγάπη της για την Πατρίδα κι τα
ταξίδια της εκεί... Έστω και για δυο μήνες το
χρόνο, ζούσε σαν άνθρωπος, σε σπίτι καλό, σε
κρεβάτι καθαρό, έτρωγε ωραία σπιτίσια φαγητά και
όχι τα νερομπούλια και άνοστα φαγητά από το
Φιλανθρωπικό Ίδρυμα!
Μα, το κυριότερο,
είχε οικογένεια! Ένιωθε θαλπωρή και ζεστασιά.
Για πρώτη φορά ένιωθε πως «ανήκε κάπου», δεν
ήταν κούτσουρο. Τα αδέλφια της, καλοί και
πονετικοί άνθρωποι, δεν την πίεσαν ποτέ με
ερωτήσεις. Μα, πίσω από τη σιωπή της και τη
θλίψη στα μάτια, μάντευαν ότι πρέπει να είχε
υποφέρει πολύ!
Μια νύχτα την
άκουσαν να μουρμουρίζει:
-Αχ, κυρ Στάθη…
Καλά έλεγες, «Έχει ο Θεός», ε, είχε και για μένα
όπως βλέπεις…
Κάποια χρονιά,
ένα άσχημο πέσιμο, έγινε αφορμή να μην μπορεί να
γυρίσει στη Μελβούρνη. Στο χωριό της τελείωσε
γαλήνια η πολυτάραχη ζωή της, ανάμεσα σε δικούς
κι αγαπημένους! Ευλογούσε το πέσιμο, ευχής έργον
το έβλεπε!
Λίγο πριν
ξεψυχήσει, μίλησε στον Νικόλα, τον αδελφό της
και του είπε την αλήθεια…
Ξεψύχησε στην αγκαλιά του
την επόμενη μέρα.
|