Πρόσωπα
Δυσσέας
καλοστεκούμενος άντρας μέχρι πενήντα χρονών
Πόπη
όμορφη και
κομψή γυναίκα στα σαράντα της
Ευρύκλεια
γυναίκα στα
πενήντα της
Δικηγόρος
νομικός
εκπρόσωπος του Δυσσέα
Τι κι αν γύρισες Δυσσέα;
Σκηνή Α’
(η
σκηνή εκτυλίσσεται αμέσως μετά από ένα χτύπημα
στην κεντρική είσοδο του σπιτιού... και την
ορμητική είσοδο του Δυσσέα με ανοιχτές αγκάλες,
στο καθιστικό της Πόπης)
Δυσσέας:
Καλημέρα, Πόπη μου!
Πόπη:
(φοβισμένη) Αχ! Ποιος είσαι του λόγου
σου; Σε ξέρω;
Δυσσέας:
(κάνοντας γκριμάτσα απογοήτευσης) Τι
λες κορίτσι μου; Δεν γνωρίζεις τον ίδιο σου τον
άντρα;
Πόπη:
(πανικοβάλλεται) Τι είπες;
Δυσσέας: Αυτό
που άκουσες γυναικούλα μου!
Πόπη:
(πισωπατώντας ουρλιάζει) Βοήθεια!
Κλέφτης... Βιαστής... βοήθεια!
(Ο
Δυσσέας τρομαγμένος από τις φωνές της μ΄ ένα
βήμα βρίσκεται μπροστά της και της φράζει το
στόμα με την παλάμη του)
Δυσσέας: Έλα
κορίτσι μου! μην κάνεις έτσι; Δεν αναγνωρίζεις
τον Δυσσέα σου; Τι έπαθες;
(την
αφήνει ελεύθερη. Εκείνη καταρρέει σε πολυθρόνα,
κρύβοντας το πρόσωπό της στις παλάμες της)
Πόπη: Λες
ψέματα. Ο άντρας μου πέθανε εδώ και είκοσι
χρόνια στην Αμερική.
Δυσσέας: Όχι
παιδί μου, δεν πέθανα.
Χάθηκα...
Πόπη:
(φωνάζει πάλι) Βοήθεια! Κλέφτης,
βιαστής!
(ανοίγει
πόρτα, εισβάλλει ορμητικά ηλικιωμένη, η
Ευρύκλεια, που αγχομένη τρέχει και γονατίζει
δίπλα της)
Ευρύκλεια: Τι
έπαθες κυρά μου;
Δυσσέας: Βρε,
βρε!.. Ευρύκλεια! Τι μου κάνεις; Πού πήγαν τα
έρημα τα κάλλη σου, καλή μου;
Ευρύκλεια:
(προσποιείται πως δεν τον άκουσε αλλά ρωτάει)
Ποιος είσαι του λόγου
σου που αναστάτωσες την κυρά μου; Πώς μπήκες σε
ξένο αρχοντικό και τολμάς απανωτά ν’ αποκαλείς
τον εαυτό σου...
Δυσσέας:
Μα είμαι, ο
Δυσσέας!
Ευρύκλεια:
Αυτό θα το δούμε... Θα φωνάξω την αστυνομία κι
ύστερα ξανακουβεντιάζουμε...
Δυσσέας:
Φώναξέ την! Πρώτα όμως -για να μη ρεζιλευτείτε-
θα σας δείξω τα χαρτιά μου.
(ο
Δυσσέας βγάζει από το σακκάκι του το διαβατήριό
του και το προτείνει στην Πόπη, που το παίρνει
διστακτικά)
Πόπη:
(κυττάζει τη φωτογραφία)
Αυτός είσαι εσύ... κι όχι ο Δυσσέας που ήξερα!
Δυσσέας: Ε,
βέβαια, άλλαξα. Γιατί; Εσύ... δεν άλλαξες;
Είκοσι χρόνια πέρασαν από τότε που έφυγα...
Πόπη: Αυτό λέω
κι εγώ... ότι δεν είσαι ο ίδιος, ο Δυσσέας που
εγώ ήξερα... που ήταν άντρας μου και πατέρας του
γιου μου, του Τηλέμαχου!
Λοιπόν για να τελειώνουμε. Κι αν ακόμα είσαι ο
Δυσσέας που ήξερα, τώρα πια δε σε ξέρω.
(τον
κυττάζει με περιφρόνηση. Η
Ευρύκλεια την ακολουθεί)
Ευρύκλεια:
Εδώ, εγώ, που σε μεγάλωσα με το γάλα μου, δεν σ’
αναγνωρίζω. Μπερμπάντης κι αδιάφορος...
ξεφυτρώνεις τώρα για να δεις πώς περνάμε; Είκοσι
χρόνια, πώς νομίζεις ότι βολευτήκαμε ο Λαέρτης,
η Πόπη, ο Τηλέμαχος ή κι ο γερο-Εύμαιος!
Έτσι και τώρα... θα βολευτούμε χωρίς
εσένα -αν τελικά είσαι ο Δυσσέας!- και για τα
υπόλοιπα που δεν τα ξέρεις, να μη σε νοιάζει.
Δυσσέας:
Ευρύκλεια, ήσουν μάνα μου, τι έπαθες; Δεν
με πονάς σταλιά; Να αν δεν με πιστεύεις... Κύττα
το σημάδι στο πόδι μου (σηκώνει το παντελόνι
του και δείχνει ένα σημάδι)... το ξέρεις
πιότερο απ’ τον καθένα...
έτσι;
Ευρύκλεια:
Αυτό δεν πρόκειται να σε σώσει! Ο απολογισμός
των πράξεών σου σε καταδικάζει. Κι εμεις
νομίζαμε πως πέθανες! Φταίνε και οι αρχές
βέβαια... το παραδέχομαι!
Πόπη: Πήγαινε
Ευρύκλεια, άσε μας μόνους και τσιμουδιά σε
κανέναν. Όταν έρθει η στιγμή
θα δούμε τι θα κάνουμε.
(η
Ευρύκλεια αποχωρεί ήσυχα χωρίς να κυττάζει προς
το μέρος του Δυσσέα ενώ η Πόπη σηκώνεται και
βηματίζει νευρικά)
Πόπη: Τι κι αν
γύρισες Δυσσέα; Για μένα... δεν υπάρχεις πια. Σ’
απαρνήθηκα όταν βεβαιώθηκα ότι είχες αποφασίσει
να παίξεις κρυφτούλι μαζί μου.
Χάθηκες... έχασες το δρόμο σου, γιατί
ήθελες να μπερμπαντέψεις... Να γνωρίσεις την
άλλη όψη της ευθύνης: την ανευθυνότητα, προτού
να προσποιηθείς ότι ψάχνεις με πάθος για την
πόρτα του σπιτιού σου. Δεν σε
χρειάζομαι κι είναι βέβαιο ότι ισχύει το ίδιο
και για σένα. Και οι μνηστήρες... δεν έχουν να
αντιμετωπίσουν κανέναν στο πρόσωπου ενός αόρατου
συζύγου, γιατί... αυτό είσαι. Άλλωστε
πρόκειται για χαμένα κορμιά που αγωνίζονται να
παντρευτούν τη θέση και την προίκα της. Δεν
ενδιαφέρει η γυναίκα –εγώ- κι ας λένε. Δε
σε θέλω Δυσσέα! Προτιμώ να μοναχέψω για να
γλωτώσω από το φύλο που με πλήγωσε. Θα ηρεμήσω
επιτέλους, και ο Τηλέμαχος, που μέχρι χτες ακόμα
προσπαθούσε να βρει τα ίχνη σου, μιλώντας στη
Λένη του Μενέλα. Την ανόητη! Επεχείρησε ν’
αποπλανέψει και τον γιο μου, λες και δεν έφταναν
τα κακά που προξένησε η περιπέτειά της με
τον Πάρη!
Δυσσέας: Μα τω
Θεώ κορίτσι μου, παραλογίζεσαι! Τι κάθεσαι κι
αραδιάζεις πρωΐ-πρωΐ;
Πόπη:
(αδιάφορη στα λόγια του Δυσσέα,
συνεχίζει)
Αχ... λυπάμαι τον
τυφλό πεθερό μου! Αλλά... νομίζω ότι είναι
καλύτερα που δεν μπορεί να δει τα χάλια του
μπερμπάντη γιου! Είναι ο μόνος που του αξίζει ο
τίτλος του κύρη εδώ μέσα. Αυτός με τον Εύμαιο
και τον Τηλέμαχο βάστηξαν το αρχοντικό μας,
ενόσω εσύ σκόρπαγες τη νιότη σου στα βρώμικα
στρώματα μιας εθελοντικής δήθεν, ξενιτιάς.
Φύγε λοιπόν από μπροστά μου... και ξέρε
το... είσαι αλήθεια ξένος μου... ξένος στο σώμα
μου που έπαψε προ καιρού ν’ αποζητά τη δύναμη
και την ορμή του άντρα! Η υφαντική μου έδωσε
καιρό να ζυγίσω πολλά... και με βοήθησε να
κρατήσω μακρυά τους μνηστήρες!
Δυσσέας: Τι
παρανοΐα! Γυρίζω σ’ ανταριασμένο σπιτικό,
διαλυμένο από τσογαδόρους που παίξανε στα ζάρια
την τύχη τους για τη γυναίκα μου, που θέλει
–λέει- να μοναχέψει! Νομίζεις πως μ’ εκδικείσαι
Πόπη! Είσαι κακιωμένη μαζί μου και με τα δίκια
σου ως ένα βαθμό. Μα κορίτσι μου είσαι μια χαρά
γυναίκα. Εκπλήσσομαι από την εκθαμβωτική λάμψη
σου! Δεν άλλαξες σταλιά στα χρόνια που λείπω.
Έλα... έλα κοντά μου! Πώς φέρνεσαι στον άντρα
που σ’ έκανε γυναίκα και σού ‘δωσε έναν γιο;
Απορώ που δε λογιάζεις καν, την οργή μου!
Άλλαξαν οι καιροί το ξέρω, η γυναίκα έχει
δύναμη! Δεν παραβλέπω την ισοτιμία της στου Νου
τα οικόπεδα, κι ότι παραμένει η μόνη γονιμοποιός
δύναμη!
Πόπη: Πολλά
λες! Μπήκες εδώ μέσα και νομίζεις πως
επανέκτησες τα παλιά σου δικαιώματα. Λάθος! Όπως
μπήκες δε θ’ αργήσεις και να βγεις...
Δυσσέας: Μ’
απειλείς! Και παρά τις ανοησίες σου περί
μοναστηριού, βλέπω πίσω τους την πιθανότητα
σπουδαίας επιχείρησης. Μοναστήρι σημαίνει
εικονοστάσι, προσευχή, αναθήματα, λαμπάδες...
τρόπο να μαζεύει κανείς χρήματα. θα
μοιράζεις συχώριο με την προσευχή και θα πουλάς
τα απαιτούμενα: υπηρεσίες, λαμπάδες πανάκριβες,
γιατί είσαι η Πόπη, περίφημη για την επανάστασή
της εναντίον του επαναπατρισθέντος Δυσσέα!
(αλλάζει ύφος, γίνεται αυστηρός) Πόπη...
συμμαζέψου για το καλό σου! Αν πραγματικά
αποβλέπεις σε κάτι κερδοφόρο... άνοιξε οίκο
μόδας. Λανσάρεις πανάκριβα ρούχα... μίνι, μάξι,
μπικίνι κτλ., διαθέτεις κομψά μοντέλα... κι
εγώ... στο ρόλο του πλασιέ! Θα βοηθήσει και ο
Τηλέμαχος -είναι σπουδαγμένο παιδί, έμαθα!
Πόπη: Από πού
το έμαθες; Έσπειρες πράκτορες τριγύρω μας; Α, να
χαθείς μπερμπάντη! Ο Τηλέμαχος δεν έχει ανάγκη
από τις πονηριές σου. Δεν τον
σπούδασα οικονομολόγο για ν’ ασχολείται με το
θηλυκομάνι. Θα κάνει καριέρα
κι επίσης... υπάρχει η ευχή να βρει κορίτσι,
αντάξιό του και να αποκτήσει τ’ αγγόνι που
χρειάζεται η φαμίλια μου.
Δυσσέας: Ο
Τηλέμαχος θα με καταλάβει, είμαι πατέρας του!
Μαζί θα ξανακυριαρχήσουμε στην Τροία και δεν
χρειαζόμαστε καν ένα Δούρειο, γιατί διαθέτουμε
μυαλά... ικανά, εφευρετικά. Μπορούμε
ν’ αποκτήσουμε τη δική μας Τράπεζα, παραρτήματά
της, ΑΤΜ και τα παρόμοια!
Πόπη: Πάψε
ανόσιε! Τι να το κάνω το χρήμα; Αυτό που έχω,
φτάνει! Ηρεμία χρειάζομαι... έχω
ανάγκη να μάθω αυτά που δεν γνωρίζω... να
μελετήσω... να γράψω... να επικοινωνήσω με
ζηλωτές του πνεύματος.
Δυσσέας:
(ειρωνικά)
Α!.. Να κάτι που ίσως
και να σ’ ενδιέφερε... η δημοσιογραφία...
Πόπη: Πάψε
ανόητε! (μονολογεί σιγανά) ‘‘Κι όμως θα
μπορούσα να γράψω καλύτερα από εκείνους
–μερικούς ίσως- που αποκαλούν τον εαυτό τους
δημοσιογράφο... Υποκριτές! Ενώ εχθρεύονται τον
πολίτη και τον ταλαιπωρούν με τις καταθέσεις
τους, επιδεικνύονται ως αγωνιστές του δικαίου
και της υπεράσπισής του, πυροδοτούν άσκοπες
αντιδράσεις, δήθεν προς αυτή την κατεύθυνση και
πληρώνονται αδρά!’’
Δυσσέας:
(την
ακούει και χειροκροτεί)
Μπράβο Ποπίτσα! Εσύ
έγινες σωστός αντάρτης!
Πόπη:
(δεν τον ακούει)
Ω, Θε μου! θέλω
ηρεμία... Πώς να προστατέψω τη λίγη γαλήνη που
έχει εναπομείνει, εννοώ την ειρήνη...
Δυσσέας:
(πλησιάζει την Πόπη πονηρά)
Έλα Πόπη μου! Μην
κάνεις έτσι! Εμείς... έχουμε πολλά άλλα να
σκεφτούμε. Διαθέτουμε ένα μεγάλο κεφάλαιο: τον
γιο μας –να μας ζήσει! Δεν τον είδα ακόμα, αλλά
τον φαντάζομαι λεβέντη... που τον γλυκοκυττάζουν
τα θηλυκά...
Πόπη: Μην
παίρνεις αέρα μπερμπάντη! Δεν έχεις λόγο στο
σπιτικό μου! Έλειπες είκοσι χρόνια... Σ’
αποκήρυξα λοιπόν από σύζυγό μου και με το δίκιο
μου. Κανένα δικαστήριο στην
επικράτεια δεν πρόκειται να σε δικαιώσει, ούτε
κι Αυτός ο Φιλεύσπλαχνος Κύρης τ’ Ουρανού. Κι ο
Τηλέμαχος... πότε σ’ είχε για να
σε γνωρίζει;
Δυσσέας: Με
καταδικάζεις χωρίς καν να γνωρίζεις τα αίτια...
Πόπη:
Μάλιστα... τώρα το θυμήθηκες αυτό ή μήπως τώρα
το εμπνεύστηκες; Είσαι βέβαια και εφευρέτης...
Δυσσέας: Μήπως
πρόλαβα, με τέτοιο μπαράζ κατηγοριών κι άλλα
τόσα καρυκεύματα πού ‘φαγα κατάμουτρα;
(παίρνει αλλαζονικό ύφος) Στόχος
σου -αυτό καταλαβαίνω- είναι ο εξωστρακισμός μου
από τον οίκο μου! Δεν τολμώ
να προτείνω κάτι, ούτε γι’ αυτό το παιδί μου!
Πόπη: Πώς
τολμάς προδότη της οικογένειας μου; Ποιο παιδί
σου; Αν είχες παιδί θά ‘δειχνες περισσότερη
ανθρωπιά... πατρότητα!
Δυσσέας: Α, να
σου πω! Το παράκανες με τις κατηγορίες σου!
Πόπη:
(βράζει από οργή)
Άθλιε! Ούτε
μια είδηση... ούτ’ ένα γράμμα διάβασαν τα
μάτια μας! (κλαίει) Είκοσι χρόνια... ούτ’
ένα τηλέφωνο... ένα χαρτονόμισμα! Πώς τολμάς και
υψώνεις τη φωνή σου εδώ μέσα; (ουρλιάζει)
Έξω από το σπίτι μου, έξω, είπα!
Δυσσέας:
(μαλακώνει και παίρνει ύφος απολογητικό)
Συγχώρεσέ με! Είχα μπλέξει
με... χαρτόμουτρα. Μού ‘τρωγαν τα
χρήματα... μ’ εκβίαζαν!
Πόπη: Φτηνή
δικαιολογία! Κάποτε οι Γιάνκηδες... ήταν καλοί
πωλητές! Θαρρώ τους έμοιασες... Φημολογείται
ακόμη πως όσοι φέρουν το όνομά σου κυνηγούν
χείμαιρες! (νευριασμένη) Πού ζεις
επιτέλους; Αλλά ποιον ρωτάω, αν όχι έναν...
‘‘τοκιστή και...’’, άσε!..
Δυσσέας
(κουρασμένος)
Πόσο άδικη είσαι!
Έχω αποδείξεις! Αλλά, ακόμη κι αν δεν είχα,
πώς μπορείς νά ’σαι τόσο σκληρή σ’ έναν ήρωα;
Στον άντρα σου, στον πατέρα του παιδιού σου; Μου
θυμίζεις τις μωρές παρθένες... αν και...
τελοσπάντων!
Πόπη: Τίποτα
δεν περνάει εδώ... Ακόμη και το γεγονός ότι
άλλοτε ήσουν ο κύρης της περιοχής!
Δυσσέας: Τι
παραλογία! Αλλού, όταν επιστρέφει ο ‘‘χαμένος’’,
ο ‘‘άσωτος’’, γίνονται πανηγύρια, κι αλλού...
όπως εδώ...! Αλλά εγώ δεν το βάζω κάτω, θα
δικαιωθώ!
Πόπη: Σιγά τα
λάχανα! Κύρης του τόπου είναι ο πεθερός μου,
έστω κι αν εμπέχτηκε από μνηστήρες, υπηρέτες και
βάλε! Πώς θα δικαιωθείς; Όσο
για τον Τηλέμαχο... είναι παλλικάρι και δεν
χρειάζεται ξαφνικά τη συμβουλή σου, που
στερήθηκε είκοσι χρόνια. Είχε την καλύτερη, του
Λαέρτη, πού ‘ναι δυο φορές πατέρας του!
Δυσσέας: Δεν
σε παρεξηγώ! Είναι δύσκολο να με συγχωρήσεις.
Όμως δεν είσαι ο κύρης του
Τηλέμαχου. Είσαι η μάνα του, ο αδύνατος κρίκος
της οικογένειας και φοβάσαι μήπως τον χάσεις. Ο
γιος ‘μας’, σαν όλους τους γιους, θέλει ν’
απελευθερωθεί και να καταλάβει τη θέση
του κύρη. Πρέπει να
ευλογηθεί ετούτη η προσπάθειά του. Έχει λοιπόν
ανάγκη από τη συμβουλή του πατέρα του, τη δική
μου. Είμαι γνώστης της σχέσης των φύλων, γνωρίζω
τα παιχνίδια που παίζονται. Ξέρε
το λοιπόν πως ούτε που θ’ ασχοληθώ μαζί του, αν
δεν επιδιώξει να με πλησιάσει και να ζητήσει τη
συμβουλή μου.
Πόπη: (δηκτικά)
Ποια πολύτιμη
συμβουλή σου; Ν’ αφήσει
γυναίκα και παιδί και να το σκάσει όπως εσύ;
Ξέρω καλά το παιδί μου.
Δε θα σου χαριστεί εύκολα για την ορφάνια
που του χάρισες είκοσι ολάκερα χρόνια.
Δυσσέας:
(οργισμένος)
Πόπη! πάψε επιτέλους
να με προσβάλλεις! Δεν έχεις ιδέα
για τα γεγονότα που με στέρησαν από το σπίτι
μου! Είσαι επιπόλαια και ζηλιάρα. Ξέρεις τι θα
πει να χάνεσαι στην ξενιτιά; Να χάνεις τους
δρόμους που σ’ οδηγούν πίσω στο σπίτι σου;
Πόπη:
(ειρωνικά)
Πώς... πώς! Άκου
λέει! Μιλάς λες και ζούμε στην εποχή των
σπηλαίων ή χρησιμοποιούμε σχεδίες ή τριήρεις.
Μέσα στα αεροπλάνα, στον κόσμο των
διαστημοπλοίων... στην εποχή του Ίντερνετ και
άλλων μέσων επικοινωνίας, μιλάς για χάσιμο των
δρόμων, στην ξενιτιά! Ας γελάσω! Κι όμως εμείς
τα μάθαμε τα καμώματά σου με την Κίρκη... την
όμορφη της ξενιτιάς, που μόνο σε γουρούνι δεν σε
μεταμόρφωσε! Είσαι τυχερός που ακόμα φέρεις
ανθρώπινη μορφή.
Δυσσέας:
(αναστενάζει κουρασμένος)
Καημένη Πόπη!
Πόσο λίγο με ξέρεις! Αναρωτιέμαι αν ακολουθήσεις
τελικά τον μοναχισμό!
Πόπη: Όχι,
τώρα πια! Από την αντίθεσή μας κατάλαβα ότι
είμαι έτοιμη για τη δημοσιογραφία.
Ίσως και να πολιτευτώ... θεωρούμαι ηρωΐδα
στον τόπο μου.
Χρήματα έχω... κόσμο γνωρίζω...
Δυσσέας: Ω, μα
είσαι ραδιούργα!
Πόπη: Ναι
είμαι... Ίσως αυτή ήταν που σε τράβηξε κοντά
μου... ως κοινό μας συστατικό!
Δυσσέας:
Νόμισα πως παντρευόμουν αριστοκράτισσα -
υφάντρα... Δολοπλόκο πήρα...
Πόπη:
...αριστοκράτισσα υφάντρα, που όμως το ξεπέρασε!
Σκηνή Β’
(στο
καθιστικό της Πόπης... Ο δικηγόρος εξηγεί)
Δικηγόρος:
Κυρία μου έχω εντολή
από τον σύζυγός σας να σας παραδώσω αυτό τον...
φάκελο. Κρατώ αντίγραφο του περιεχομένου του.
Σας συμβουλεύω να το διαβάσετε προσεκτικά και ν’
ανταποκριθείτε σχετικά, όταν είστε έτοιμη,
αύριο... μεθαύριο... δεν βιαζόμαστε.
Πόπη:
(με ύφος αλλαζονικό)
Τώρα αγαπητέ κύριε!
Προτιμώ να το διαβάσω τώρα, αμέσως.
Καθείστε σας παρακαλώ (ανοίγει τον
φάκελο, τραβά έγγραφο και το διαβάζει δυνατά).
‘‘To Whom It May
Concern... Νεοαφιχθείς
Έλληνας μετανάστης... Δυσσέας του Λ. ... βρέθηκε
αναίσθητος... μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο...
Ν.Υόρκης. (τα πρόσωπο της
Πόπης συσπάται, αλλοιώνεται) Υπέφερε με
αμνησία... για περισσότερα
από δεκαπέντε χρόνια... Όταν
επανηύρε την μνήμη του, εργάστηκε για πέντε
χρόνια πολύ σκληρά σε επιχείρηση... Εσωκλείουμε
πιστοποιητικό νοσοκομείου και συστατική επιστολή
της επιχειρήσεως στην οποία εργάστηκε τα
τελευταία πέντε χρόνια...’’ (στα μάτια της
τρέχουν δάκρυα. Η αλλοτινή
υπεροψία της έχει αφανιστεί)
Ω, Δυσσέα! Πόσο σ’ αδίκησα! Αχ, ας ήταν
να είσαι εδώ, μόνο για να σου ζητήσω συγγνώμη!
Δικηγόρος:
Εξαρτάται από εσάς κυρία μου....
Πόπη:
(ψιθυρίζει) Δεν τολμώ... του μίλησα
άσχημα... υπεροπτικά... τον πρόσβαλα, δε θα με
συγχωρήσει!
(ξαφνικά
ανοίγει η μισάνοιχτη πόρτα και εμφανίζεται ο
Δυσσέας...)
Δυσσέας:
(συγκινημένος) Α! ψυχή μου! ποιος
το είπε αυτό; Αν ήξερες πόση αγάπη υπάρχει μέσα
μου για σένα και για το παιδί μας...
Πόπη:
(κλαίγοντας)
Καρδιά μου, συγχώρεσέ
με, υποκρινόμουν! Δεν ήθελα να μάθεις ποτέ, πόσο
υπέφερα, πόσο ταπεινωμένη αισθανόμουν, μη
γνωρίζοντας τι σε κρατούσε μακριά μας!
(Αγκαλιάζονται και μένουν έτσι μερικές στιγμές,
ενώ ο δικηγόρος κι η Ευρύκλεια που βρίσκεται
κιόλας εκεί, χειροκροτούν χαρούμενοι).
Τέλος