GREEKS
IN AUSTRALIA
Explore the Map above
|
|
Τα
σχόλια σας
πρός
δημοσίευση
είναι ευπρόσδεκτα
Κάντε κλικ εδώ
|
Ω… Λίλη!..
‘Με συγχωρείτε! Μπορώ να περάσω;’ Ο Αντόνιο
σήκωσε το κεφάλι του από το περιοδικό του και
χαμογέλασε στο πρόσωπο που του μιλούσε,
ευγενικά. ’Συγγνώμη... εννοώ παρακαλώ...
περάστε!’ είπε και ‘τσακίστηκε’ με έναν αδέξιο
τρόπο να μαζέψει τα μακριά πόδια του που τα είχε
τεντώσει για τα καλά, ενώ ταυτόχρονα κυττούσε τη
νέα, που του χαμογελούσε μάλλον περιπαιχτικά
τώρα. Ο Αντόνιο ένιωσε ένα κύμα φλόγας στο
πρόσωπό του. Άσχετα αν ο χώρος είχε ελευθερωθεί
από τα πόδια του, η νέα γυναίκα πέρασε
προσεκτικά από μπροστά του και κάθησε στο
διπλανό κάθισμα. Άλλωστε ο μεταξύ των καθισμάτων
χώρος στην πρώτη θέση ήταν τόσο άνετος, που δεν
υπήρχε περίπτωση να τον αγγίξει η Λίλη
περνώντας. Ήταν μάλλον θέμα ευγένειας και καλών
τρόπων η επίστηση προσοχής αμφοτέρων. Η ασήμαντη
αυτή επικοινωνία ήταν η αδέξια αρχή της
γνωριμίας των δύο συνταξιδιωτών του Αντόνιο και
της Λίλη. ‘Φοράει Ντιόρ... Addict!‘ σκέφτηκε ο
Αντόνιο όταν η νέα γυναίκα είχε ήδη περάσει και
είχε καθίσει στη θέση της. Αν και δεν την
κύτταζε, ένιωθε έντονη την παρουσία της δίπλα
του, σε βαθμό μάλιστα, ώστε παραξενεμένος από
αυτό το συναίσθημά του ν’ αναρωτηθεί: ‘Τι μ’
έπιασε τώρα; ούτε την ξέρω ούτε με ξέρει...
σίγουρα το άρωμα δεν είναι η αποκάλυψη της
προσωπικότητας μιας γυναίκας! Δεν είναι αυτό το
ζητούμενο; Και το περιποιημένο παρουσιαστικό...
εντάξει δε λέω, είναι κι αυτό μία ένδειξη’. Την
κύτταξε με την άκρη του ματιού του. ‘Είναι πολύ
κομψά ντυμένη. Μου αρέσει το προσεγμένο ντύσιμό
της. Ανοιχτό χρώμα... μπεζ... συμπαθητικό...
άσπρο πουκάμισο... κατάλευκο... Και γούστο
φαίνεται να έχει... και ψιλά. Άλλωστε...
ταξιδεύει πρώτη θέση!’ Ξεθάρρεψε, την κύτταξε
γυρνώντας το κεφάλι του. Εκείνη είχε γείρει πίσω
και είχε κλείσει τα μάτια της. Ίσως και να
κοιμόταν. Άθελά του παρακολούθησε το στήθος της
ν’ ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά κάτω από το πουκάμισό
της. Αναστατώθηκε για μία στιγμή, γρήγορα όμως
συγκεντρώθηκε σ’ εκείνο που είχε
πρωτοεπιχειρήσει: στο... να εξετάζει δηλαδή την
άγνωστη εν αγνοία της, έστω κι αν το έκανε
διακριτικά. Τα καστανά μαλλιά της νέας γυναίκας,
ήταν μια μάζα λεία με κόκκινες ανταύγειες, που
ξεκουραζόταν στους ώμους της. Το δέρμα της λευκό
και τα φρύδια της, τόξα καλογραμμένα πάνω από τα
κλειστά μάτια με τις πεταλουδένιες βλεφαρίδες,
συμπλήρωναν το πορτραίτο της άγνωστης νέας
γυναίκας με τη βελούδινη φωνή και το κομψό
παρουσιαστικό. Ο Αντόνιο έσκυψε δήθεν για να
φτιάξει τα κορδόνια των παπουτσιών του. Κύτταξε
τα καλυμμένα από τα παντελόνια πόδια της
άγνωστης και ύστερα τα παπούτσια της: κομψά καφέ
δέρμα λες και κορκοδείλου. Είχε δει παρόμοια
δέρματα κάποια στιγμή στο Πατάγια της Ταϋλάνδης.
‘Πανάκριβα!.. πάνω από τριακόσια δολλάρια!’
σκέφτηκε καθώς θυμήθηκε την εντύπωση που του
είχαν κάνει οι υπερβολικές, κατά τη γνώμη του,
τιμές του συγκεκριμένου δέρματος. Και το
συμμαζεμένο, κομψό σακ-βουαγιάζ της ήταν
παρόμοιο δέρμα με τα παπούτσια της, αν όχι το
ίδιο.
‘Μάλιστα!΄σκέφτηκε και έγειρε πίσω το σώμα του.
Ήθελε να ξεκουραστεί και να πάψει ν’ ανιχνεύει
για στοιχεία που ίσως ‘ναι, ίσως...’ να τους
έφερναν πιο κοντά αυτόν και την άγνωστη. Οι δύο
άγνωστοι νέοι ταξίδευαν από την Αγγλία στο
Σύδνεϋ με την Quantas με δύο stop over: ένα
τρίωρο στη Ρώμη και ένα πενταήμερο στην Αθήνα.
Είχαν επιβιβαστεί στο αεροδρόμιο του Λονδίνου.
Ήταν αργά. Ο Αντόνιο παρά την γνωστή πλέον
ταλαιπωρία, ένιωθε γενικά μια σιγουριά όταν
ταξίδευε με αεροπλάνο. Επιτέλους πλησίαζε η
στιγμή της απογείωσης από ένα αεροδρόμιο, όπου
τα δρακόντεια μέτρα ασφάλειας ήταν περισσότερο
από δύσπεπτα. Θ’ αντιμετώπιζαν την ίδια ‘ιερά
εξέταση’ στη Ρώμη, στην Αθήνα και τέλος στο
Σύδνεϋ. Αναστέναξε στη σκέψη της περίφημης πλέον
ανά τον Πλανήτη, ‘τρομοκρατίας’, μιας ‘αλήθειας’
ή μιας πλαστής κατάστασης, που επέβαλε όλους
αυτούς τους κανονισμούς και τα μέτρα,
ανεξαιρέτως σε ‘όλους’. ‘Κάποια στιγμή θα πρέπει
να σταματήσει αυτό, γιατί έχει κάνει τη ζωή μας
ενστικτώδη, ζωώδη! Φοβόμαστε τον αόρατο εχθρό,
λέει!’ Σκέφτηκε πως κι εκείνος, ο τρομοκράτης
δηλαδή, αν και όταν υπήρχε τέλος πάντων, θα
έπρεπε να αισθάνεται φόβο, αγωνία, ανυπέρβλητο
άγχος. ‘Όλοι οι κάτοικοι του πλανήτη έχουν
σχηματίσει κάποιες πεποιθήσεις γύρω από την
προσωπικότητα των τρομοκρατών. Παρουσιάζονται ως
ορκισμένοι να βλάψουν για το καλό εκείνων που
εκπροσωπούν: των ‘δικών τους’, όποιοι κι αν
είναι αυτοί. Συνήθως νέοι και αδιάφοροι για τη
ζωή τους, αναρωτιέται κανείς είναι ήρωες ή
αντιήρωες τελικά; Τι ερώτηση κι αυτή;
Απελπισμένοι άνθρωποι είναι! Μπορεί να μην έχουν
να χάσουν και πολλά... και τα δίνουν όλα για τη
δόξα μέσα από τον θάνατο. Κάποιοι απ’ αυτούς
μπορεί και να είναι μπλεγμένοι με τερτίπια και
παρανομίες και ‘επομένως η ζωή τους δεν σημαίνει
και πολλά!’ ξανασκέφτηκε ο Αντόνιο. Αναστέναξε.
Βαρυόταν να σκέφτεται τα παρόμοια. Θα μπορούσε
να ορκιστεί ότι όλ’ αυτά τον ενοχλούσαν
αφάνταστα, καθώς σε λίγο το αεροπλάνο θα
απογειωνόταν... Αυτό άλλωστε είχε φέρει στο
προσκήνιο του νού του τις παραπάνω σκέψεις. Όχι
δεν φοβόταν. Α, μπα! Ό,τι ήταν να γίνει θα
γινόταν. Μεταξύ των άτυχων αεροπλάνων θα
μπορούσε να είναι και αυτό το οποίο ετοιμαζόταν
να απογειωθεί: το δικό τους. ‘Έχετε μήπως την
ώρα;’ Ρώτησε ξαφνικά η νέα δίπλα του
διακόπτοντας τις σκέψεις του. ‘Α... ναι, ναι
βέβαια. Είναι...’ ‘Αχά! Καλή η προσπάθεια...’
σκέφτηκε πονηρά ο Αντόνιο, αλλά δεν είχε
ακολουθήσει κάτι ιδιαίτερο. Σε λίγο την είχε
χάσει και πάλι στην πληθώρα των σκέψεών του. Η
νέα όμως με τα μεγάλα καστανά μάτια και τα ίσια,
σκούρα, όμορφα μαλλιά, επέμενε. ‘Ταξιδεύω με
προορισμό το Σύδνεϋ. Κι εσείς;’ τον ρώτησε
ήσυχα. Ο Αντόνιο δεν αντέδρασε, λες και το
περίμενε κι ας περνούσαν τόσα από το μυαλό του.
Ένιωθε παράξενα ήρεμος ξαφνικά. Την κύτταξε
κατάματα. ‘Κι εγώ’, είπε και η νέα γυναίκα
χαμογέλασε ευχαριστημένη. Είχε καλογραμμένα
χείλια και κομψά δόντια. ‘Αφού ούτως ή άλλως θα
ταξιδέψουμε για μεγάλο διάστημα καθισμένοι
δίπλα-δίπλα, επιτρέψτε μου να συστηθώ’ είπε στον
Αντόνιο χαμογελώντας ευγενικά. Το είχε θεωρήσει
τουλάχιστον απαραίτητο για την κοινή άνεσή τους.
‘Είμαι η Λίλη, Λίλη Μόρρις’, είπε η νέα γυναίκα
και κύτταξε τον Αντόνιο ήσυχα. Ταυτόχρονα άπλωσε
το χέρι της γέρνοντας ακόμη περισσότερο προς το
μέρος του. Ο Αντόνιο το έσφιξε και διαπίστωσε
πόσο μικρό και μαλακό ήταν. ‘Με λένε Αντόνιο...
Αντόνιο Ρούσσο. Χαίρομαι πολύ για τη γνωριμία
μας’ είπε ευγενικά. Κυττάχτηκαν ξανά
χαμογελώντας αμήχανα. Ύστερα από λίγα λεπτά,
είχαν συγκεντρωθεί και πάλι στις σκέψεις τους.
‘Δεν είναι εύκολο να δημιουργείς μία σχέση από
το μηδέν με έναν άγνωστο άνθρωπο, θηλυκόν ή
αρσενικόν, μόνο και μόνο επειδή κάθεσαι δίπλα
του. Θα γίνει κι αυτό... σιγά-σιγά. Έχουμε
μπροστά μας καιρό!’, σκέφτηκε ο Αντόνιο και
αποφάσισε να συγκεντρωθεί στο περιοδικό
πληροφοριών που τράβηξε από τη θήκη του
καθίσματος, μπροστά του. ‘Τα ίδια διαβάζω χρόνια
τώρα... μακάρι το ταξίδι ΛονδίνοΣύδνεϋ να μην
ήταν περισσότερο από μία ώρα. Είναι και η
Ρώμη... και η Αθήνα... Πέντε μέρες στην Αθήνα...
Πραγματική ευλογία τελικά κι αυτό είναι ίσως το
καλύτερο μέρος αυτού του ταξιδιού!’
‘Παρακαλείσθε να ετοιμαστείτε για την απογείωση,
και να κλείσετε τα κινητά σας. Φέρετε τα
καθίσματά σας στην κανονική τους θέση και
τοποθετείστε τις ζώνες σας’, προέτρεψε η
αεροσυνοδός που μιλούσε και ταυτόχρονα έδειχνε
τα παρόμοια, με τις μικρές οθόνες των επιβατών.
Οι μηχανές του αεροπλάνου ακούστηκαν εντονότερα
και τα φώτα χαμήλωσαν. Το αεροσκάφος ετοιμαζόταν
για την απογείωση. ‘Ανησυχείτε;’ ρώτησε η Λίλη
κυττάζοντας τον Αντόνιο... Εκείνος αν και
ξαφνιασμένος από την απροσδόκητη ερώτηση,
απάντησε χαμογελώντας ευγενικά: ‘Χμ... δεν θα
έλεγα κάτι τέτοιο... Μάλλον βαρυέμαι. Το έχω
κάνει τόσες πολλές φορές ετούτο το ταξίδι, που
ειλικρινά το βαρυέμαι όλο και περισσότερο’.
Σταμάτησε όμως και την κύτταξε προσεκτικά. Ήταν
κάπως χλωμή. ‘Εσείς; Αισθάνεστε καλά;’ τη
ρώτησε. Η Λίλη τον κύτταξε. ‘Ναι... δηλαδή
όχι!.. δεν μου αρέσει να ταξιδεύω μακρινά
ταξίδια σαν κι αυτό. Αλλά... τι να κάνω; πρέπει.
Θα προτιμούσα να ζω στην Ευρώπη, μα την
αλήθεια’. Ο Αντόνιο χαμογέλασε. ‘Είναι πολύ
μακριά η Αυστραλία από την γηραιά Ήπειρο,
δυστυχώς!’ ‘Είπατε ότι ταξιδεύετε συχνά.
Business?’ ρώτησε η Λίλη δείχνοντας ενδιαφέρον.
‘Ναι‘, απάντησε λακωνικά ο Αντόνιο. Συχαινόταν
να μιλάει για τη δουλειά του. Δεκαπέντε ημέρες
στο Λονδίνο, αυτό έκανε. Μιλούσε και
συνδιαλεγόταν σχετικά με τη δουλειά του. Στην
Αθήνα... ‘ω! στην Αθήνα, θα περάσω ζωή και
κότα... πέντε μέρες μακριά από το γραφείο, χωρίς
καμμία σχέση με το γραφείο, χωρίς καμμία
επικοινωνία με το γραφείο! Τρέλα!’ σκέφτηκε
κοκκινίζοντας από ικανοποίηση ο Αντόνιο.
Ύστερα... ύστερα στο Σύδνεϋ πια, θα συνεχίζονταν
οι ερωτήσεις-απαντήσεις μέσα από συναντήσεις,
συμβούλια και συζητήσεις με το board των
μετόχων. Ακόμη χειρότερες ήταν οι τηλεφωνικές
επικοινωνίες και τα email. Ένας συνεχής
εφιάλτης... Η γραμματέας του θα τον κυνηγούσε
για ετούτο ή για εκείνο και αυτός θα της ζητούσε
να συντάξει τα ατέλειωτα παρόμοια.
Έτριψε το μέτωπό του κλείνοντας τα μάτια του.
Είχε κουραστεί με τις σκέψεις του, είχε κιόλας
χάσει το κέφι του. ‘Θέλω να κοιμηθώ’ σκέφτηκε.
Τώρα πετούσαν για τα καλά. ‘Miss!’ ζήτησε την
προσοχή της αεροσυνοδού, ‘ένα ουίσκυ παρακαλώ!’
είπε και συγκεντρώθηκε στην μικρή οθόνη μπροστά
του. Δε θ’ αργούσαν να πετάξουν πάνω από τη
Μάγχη και να περάσουν στον ευρωπαϊκό εναέριο
χώρο. Θα έλεγε κανείς ότι είχε κιόλας ξεχάσει τη
νέα γυναίκα δίπλα του. Και το άρωμά της το είχε
συνηθίσει και δεν το ξεχώριζε πια. Οι δυο τους
θα ήταν εκεί δίπλα-δίπλα για όλο το διάστημα που
θα πετούσαν, κι αυτό ήταν η πραγματικότητα
πολλών ωρών. Ήταν άγνωστο τι θα συνέβαινε ύστερα
από την προσγείωσή τους στην Αθήνα, ούτε στο
πενταήμερο διακοπών που θα ακολουθούσε εκεί. Οι
λοιποί συνταξιδιώτες του στην μεγάλη καμπίνα
έπαιζαν το ρόλο του κομπάρσου. Ποιος αλήθεια
είχε όρεξη να κυττάξει γύρω του για ενδιαφέροντα
πρόσωπα; Το ταξίδι αυτό δεν ήταν παρά μία
ανάγκη... Η αεροσυνοδός έφερε το ουίσκυ του
Αντόνιο. ‘Συγγνώμη Miss. θα μπορούσα να έχω κι
εγώ μία πορτοκαλάδα;’ ρώτησε ξαφνικά η Λίλη. Η
αεροσυνοδός πρόθυμα ανταποκρίθηκε στο αίτημά
της. Ο Αντόνιο γύρισε και την κύτταξε. Ρώτησε:
‘Μείνατε πολύ στο Λονδίνο;’ Εκείνη τον κύτταξε
ήσυχη. ‘Επισκέφτηκα τους συγγενείς του πατέρα
μου’, είπε μάλλον αδιάφορα. ‘Ζούνε λοιπόν στο
Λονδίνο;’ Ξαναρώτησε ο Αντόνιο. ‘Κάποιοι ναι,
κάποιοι όχι...’ απάντησε εκείνη κυττώντάς τον. Η
αεροσυνοδός έφερε την πορτοκαλάδα της Λίλης.
‘Ευχαριστώ’ είπε εκείνη και την ακούμπησε στο
τραπεζάκι της. Έβγαλε ένα βιβλίο από την τσάντα
της που την είχε αφήσει δίπλα στα πόδια της, στο
πάτωμα του αεροπλάνου. Ο Αντόνιο δεν έδωσε
σημασία. Δεν είχε καιρό ‘για τέτοιου είδους
βιβλία, αλλά για... μα μια στιγμή... όχι,
λάθος!’ Διαπίστωσε ότι δεν ήταν κάποια
αισθηματική νουβέλα, αλλά ένα από αυτά τα
βιβλία, τα σχετιζόμενα με τους κώδικες, τις
θρησκείες και τα μυστήριά τους... ‘Σιγά τώρα μην
ασχοληθώ με το τι διαβάζει ο ένας ή ο άλλος! Τι
σημαίνει αυτό; μπορεί να είναι ή να μην είναι
μία συνηθισμένη νέα. Δεν με αφορά’. Θυμήθηκε και
πάλι εκείνον τον πολιτικό που έπρεπε να
συναντήσει τη δεύτερη ημέρα της επιστροφής του.
Είχε σχέση με ‘το περιβάλλον’ λέει. ‘Μπούρδες!’
σκέφτηκε ο Αντόνιο. ‘Λες και σκάει την ψυχή του
για τίποτα πέρα από τον εαυτούλη του, ο
άνθρωπος. Πολιτικός δεν είναι; μπροστάρης
τσαρλατάνος είναι και ας μη κοροϊδευόμαστε
επιτέλους... Σιγά το ενδιαφέρον του για το
περιβάλλον. Λοιπόν... ‘Ο κώδικας... ε; Πάλι για
τον Θεό και τους προφήτες Του, ε; Τι να κάνει ο
φουκαράς ο Θεός μ’ εμάς; Μου λες; Τον
ανακατεύουμε διαρκώς στις βρωμοδουλειές μας, στα
ανόσια γραπτά μας!’ Έκανε μια γκριμάτσα
δυσαρέσκειας. Τον είχαν ερεθίσει οι ίδιες οι
σκέψεις του. Αυτό ήταν ένα από τα ιδιάζοντα
χαρακτηριστικά του Αντόνιο. Η γυναίκα-Λίλη, τον
κύτταξε. Λες και είχε νιώσει τον αναβρασμό της
ψυχής του. Σκέφτηκε: ‘Ο άντρας σκέφτεται, κι
αυτή η αλλαγή οφείλεται σ’ αυτές καθαυτές τις
σκέψεις του’. Ο Αντόνιο γύρισε ενστικτωδώς και
την κύτταξε. Τα μάτια της θαρρείς τον ρωτούσαν
περισσότερα από εκείνα που ήθελε να ξεστομίσει.
‘Ξέρετε έχω το αίσθημα ότι δεν αισθάνεστε καλά!’
είπε δειλά. Ο Αντόνιο χαμογέλασε κολακευμένος
από την προσοχή της. ‘Λες να διαβάζει τις
σκέψεις μου;’ αναρωτήθηκε και μονομιάς τα
δυσάρεστα συναισθήματά του σβήστηκαν από το νου
του. Χαμογέλασε έντονα αυτή τη φορά και σα να
ήθελε να δικαιολογηθεί είπε: ‘Δε μου αρέσει η
σκέψη ότι πάω από δουλειά σε δουλειά. Αισθάνομαι
αρκετά ταλαιπωρημένος, αυτό είναι. Και παρόλο
που η παρουσία σας θα έπρεπε να με καλμάρει
(γέλασε πονηρούτσικα), αισθάνομαι ότι ένας καλός
ύπνος, έστω και αν αυτό ακούγεται rude εκ μέρους
μου, θα ήταν το πιο ευεργετικό πράγμα για μένα,
αυτή τη στιγμή’. Η Λίλη κούνησε το κεφάλι της.
‘Καταλαβαίνω’ είπε και γύρισε μπροστά της.
Συγκεντρώθηκε στο βιβλίο της. Ο Αντόνιο την
κύτταξε. Πρόσεξε τη συγκέντρωσή της, το προφίλ
της. ‘Είναι όμορφη!’ παραδέχτηκε. Την κύτταξε
παρατεταμμένα. Εκείνη σαν να ένιωσε το βλέμμα
του γύρισε και τον κύτταξε. Χαμογέλασε αμήχανα
αυτή τη φορά και ύστερα έστρεψε τα μάτια της και
πάλι στις σελίδες του βιβλίου της. Ο Αντόνιο
εξακολούθησε να την κυττάζει. ‘Θα πρέπει να
είναι ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο!’ είπε σιγανά.
Τον άκουσε και αυτό τον ικανοποίησε.
‘Προσποιείται ότι διαβάζει’ σκέφτηκε
ικανοποιημένος χωρίς να ξέρει το γιατί. ‘Ναι,
είναι’, απάντησε η Λίλη. Τον κύτταξε με μία
παρατεταμμένη ματιά. Τα μάτια της ήταν παράξενα.
Ο Αντόνιο τα πρόσεξε άθελά του. ‘Δεν είναι
καστανά, καστανόχρυσα είναι’, σκέφτηκε. ‘Λίλη...
με τι ασχολείσαι αλήθεια;’ Κόμπιασε ξαφνικά
κοκκινίζοντας: ‘Συγγνώμη, μου επιτρέπεις να σου
μιλώ στον ενικό;’ είπε για να καλύψει τον
αυθορμητισμό του. Η Λίλη χαμογέλασε. ‘Ναι...
βέβαια...
άλλωστε είμαστε γείτονες...’ Χαμογέλασε και
πρόσθεσε: ‘Όσο για το τι επαγέλλομαι... είμαι
γραμματέας, κι αυτή τη στιγμή έξω από δουλειά.
Έλειπα αρκετόν καιρό στην Αγγλία. Τώρα που
επιστρέφω, θα πρέπει να ψάξω για κάτι νέο,
υποθέτω. Δεν με πειράζει αλήθεια!’ ‘Μιλάς κι
άλλη γλώσσα εκτός από την Αγγλική;’ Τη ρώτησε ο
Αντόνιο. Η Λίλη τον κύτταξε. ‘Γιατί ρωτάς; Θα με
προσλάβεις στην Εταιρεία σου;’ τον ρώτησε αυτή
τη φορά χαμογελώντάς του πειραχτικά. Ο Αντόνιο
κυττάζοντάς την λοξά, είπε με σοβαρό τόνο στη
φωνή του: ‘Πού το ξέρεις; Μπορεί!’ Η Λίλη
σοβαρεύτηκε. ‘Συγγνώμη δεν ήθελα να φανώ rude’,
είπε μετανιώνοντας για την στάση της απέναντί
του και πρόσθεσε: ‘Μιλάω Ιταλικά. Είμαι ιταλικής
καταγωγής από τη μητέρα μου’. ‘Ενδιαφέρον!’ είπε
ο Αντόνιο και σα να ξέχασε την παρουσία της
συγκεντρώθηκε και πάλι στον εαυτό του. Η Λίλη
κύτταξε τον άντρα δίπλα της. ‘Ποιος ξέρει από
πού βαστάει η σκούφια του, τι μέρος του λόγου
είναι και τι δουλειά κάνει! Και τι με νοιάζει
εμένα στο μπάτομπάτο της γραφής;’ Αναρωτήθηκε
μόνη της. Κάτι ωστόσο την τραβούσε στον
άντρα-Αντόνιο. ‘Αν μάθαινε ο Μπράϊαν τα καμώματά
μου, θα έβαζε τα παλικαράκια του να με
περιποιηθούν!’, σκέφτηκε και ανατρίχιασε. ‘Και
τι κάνω επιτέλους; μιλάω με έναν συνεπιβάτη και
μάλιστα τον διπλανό μου. Δε θα ήταν
αντικοινωνικό να τον αγνοώ;‘ δικαιολογήθηκε στον
εαυτό της. Ο Μπράϊαν Β. ήταν πολιτικός με τα όλα
του: καλή θέση σε υπουργείο, πολύ κοντά στον
αρχηγό της μερίδας που κυβερνούσε τη χώρα. Η
θέση λοιπόν που κατείχε η Λίλη: ως φιλενάδα του,
είχε πολλά προτερήματα. Όμως ήταν μόνο η
φιλενάδα του και τίποτα περισσότερο. Κάποτε είχε
πιστέψει ότι την αγαπούσε. Ήταν τότε που ‘τα
είχε φτιάξει μαζί του’. Όμως στην πορεία του
χρόνου διαπίστωσε ότι δεν μετρούσε πέρα από
κάποιες καταστάσεις. Κι αυτό είχε πολλά και
σοβαρά μειονεκτήματα. Θα μπορούσε να είναι η
έντιμη μνηστή ενός άντρα σαν ετούτον: του
Αντόνιο... ‘Τι επαγγελόταν επιτέλους ετούτος;
Είπε ότι εργάζεται για κάποια εταιρεία. Ποια
εταιρεία και τι θέση κατείχε; Ήταν πληρωμένη από
την εταιρεία η πρώτη θέση στο αεροπλάνο ή ήταν
δώρο της Quantas χάρη των πολλών πτήσεών του με
αυτή; Μα τι ερωτήσεις κάθομαι και κάνω και όλες
αναπάντητες;’ αναρωτήθηκε απογοητευμένη από τον
ίδιο τον εαυτό της. ‘Εγώ έχω τον Μπράϊαν!‘
Ένιωσε ένα ρίγος. Προερχόταν από τις σκέψεις
της, από την ανατριχίλα της μνήμης των γεγονότων
που είχε ζήσει κοντά στον Μπράϊαν και εκείνα που
πιθανόν θα ακολουθούσαν, όσο εξακολουθούσε να
είναι ‘η δική του’!.. ‘Παρακαλείσθε να φορέσετε
τις ζώνες ασφαλείας. Ο καιρός είναι ανώμαλος και
το αεροσκάφος μας συναντά κενά αέρος...’
ακούστηκε από το μεγάφωνο ο πιλότος. Οι επιβάτες
τους αεροσκάφους είχαν αρχίσει να κουνιούνται. Ο
Αντόνιο και η Λίλη κυττάχτηκαν. ‘Λες να
διατρέχουμε κίνδυνο;’ ρώτησε η Λίλη φοβισμένη.
Πάντα την καταλάμβανε ο φόβος όταν συνέβαινε
κάτι τέτοιο στο αεροπλάνο. Ο Αντόνιο την κύτταξε
με συμπάθεια: ‘Έλα τώρα. Δεν πιστεύω ν’
ανησυχείς με την υπόδειξη. Φόρεσε τη ζώνη σου...
‘ Την κύτταξε. Εκείνη το έκανε αργά με χέρια που
έτρεμαν. ‘Ε... τρέμει λιγάκι... συνηθισμένα
πράγματα... Όμως δεν είσαι μόνη σου, έτσι δεν
είναι;’ Η Λίλη τον κύτταξε με ευγνωμοσύνη.
‘Έχεις δίκιο! Είμαι φοβητσιάρα!’ μουρμούρισε
προσπαθώντας να χαμογελάσει. Απότομα το
αεροπλάνο τραντάχτηκε κι άρχισε να τρέμει σα να
επρόκειτο να διαλυθεί. Η Λίλη χλώμιασε. Ο
Αντόνιο της άπλωσε το μπράτσο του και της έπιασε
το χέρι με τρυφερότητα. ‘Μη φοβάσαι. Θα σου πω
μία ιστορία. Υπόθεσε λοιπόν ότι το αεροπλάνο
ταξιδεύει τέλεια. Εξάλλου γιατί να υποθέσουμε
κάτι άλλο τη στιγμή που προφανώς είναι έτσι;’
ρώτησε ο Αντόνιο και η Λίλη έσφιξε το χέρι του
με ευγνωμοσύνη, χωρίς να πει λέξη. Εκείνος
κρατώντας πάντα το χέρι της της μίλησε για τη
γιαγιά του και την πτήση της Σύδνεϋ–Μελβούρνη
για να δει τον μοναχογιό της και την οικογένειά
του που παραλίγο να είναι η μία και μοναδική
πτήση που θα έκανε στη ζωή της. Πώς είχε
ζαλιστεί τόσο πολύ η δύστυχη που είχε ορκιστεί
να μην ξαναταξιδέψει με αεροπλάνο. ‘Και όμως
κάποια στιγμή που ο γιος της είχε αρρωστήσει και
έπρεπε να αναχωρήσει επειγόντως, τα είχε ξεχάσει
όλα και επανέλαβε το ίδιο δρομολόγιο, μόνο που
αυτή τη φορά ευγνωμονούσε την πτήση της με το
αεροπλάνο, που την είχε αξιώσει να βρεθεί κοντά
στο παιδί της τόσο γρήγορα!’ είπε χαμογελώντας
μ’ εκείνη την ανάμνησή του. Η Λίλη ντροπιασμένη
τράβηξε προσεκτικά το χέρι της από την παλάμη
του Αντόνιο. Εκείνος πάντα διακριτικός, δεν
έδειξε ότι το πρόσεξε. Το αεροπλάνο φάνηκε να
ηρεμεί κάποια στιγμή, για να χάσει και πάλι την
ισορροπία του. Έπεσε απότομα σε κενό, πολύ
χαμηλότερα από τη νοητή γραμμή του. Άγνωστο το
πώς η Λίλη βρέθηκε έξω από το κάθισμά της και
γαντζωμένη πάνω στο στήθος του Αντόνιο. Ο άντρας
σάστισε μία στιγμή μόνο και την επόμενη την
τύλιξε σφιχτά με το μπράτσο του στην αγκαλιά
του. Όχι ο Αντόνιο δεν είχε πρόβλημα. Ανάπνευσε
το άρωμά της χαμογελώντας και ψιθύρισε. ‘Έλα
Λίλη, ηρέμησε, ένα κενό αέρος ήταν!’ Η Λίλη
ψιθύρισε άψυχα: ‘Φοβάμαι! Φοβάμαι!’ Δεν
ξεκολλούσε από πάνω του. Ο Αντόνιο αν και άβολα
στο ευρύχωρο κάθισμά του, την άφησε εκεί με το
μπράτσο του πάντα περασμένο γύρω στους ώμους
της. Πλησίασε τα χείλια του στα μαλλιά της.
Αισθάνθηκε τη στιλπνότητά τους και ανάπνευσε
βαθιά την γλυκιά μυρωδιά τους. Την έσφιξε πάνω
του με την επιβολή του αρσενικού και τη φίλησε
στο χώρισμα των μαλλιών της που άρχιζε από το
μέτωπό της. Η Λίλη δεν κουνήθηκε. Είχε
κουρνιάσει για τα καλά εκεί στην αγκαλιά του.
Δεν ήταν όμως ασφαλής. Δεν φορούσε ζώνη, ωστόσο
ο Αντόνιο δεν είπε τίποτα παρά μόνο άκουγε την
αναπνοή της δίπλα στο αυτί του, αρκετά ήρεμη
τώρα πια. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, όταν το
‘κακό’ είχε πια περάσει, τους πλησίασε μία
αεροσυνοδός. Δεν έκανε παρατηρήσεις για το
γεγονός ότι η Λίλη βρισκόταν έξω από το κάθισμά
της, χωρίς τη ζώνη ασφαλείας και στριμωγμένη
δίπλα στον άντρα. ‘Θα θέλατε κάτι για τη
σύντροφό σας;’ ρώτησε τον Αντόνιο ευγενικά. ‘Με
την πρώτη ευκαιρεία, ένα ποτήρι νερό παρακαλώ΄,
είπε εκείνος και έσφιξε τη νέα γυναίκα σα να
ήθελε να εξακριβώσει ότι ήταν καλά ως προς τις
αισθήσεις της. Τη ρώτησε: ‘Πώς αισθάνεσαι;’ Η
Λίλη σε απάντηση έσφιξε το χέρι του. Ο άντρας
κατάλαβε. Η Λίλη δεν είχε συνέλθει ακόμη από το
σιοκ. Είχε κυριολεκτικά τρομοκρατηθεί. Το
αεροπλάνο είχε ησυχάσει κι όλα ήταν όπως πριν
από το παραπάνω μικρό επεισόδιο. Το κουδουνάκι
χτύπησε και οι φωτεινές ενδείξεις ανακοίνωναν
ότι μπορούσαν να βγάλουν τις ζώνες ασφαλείας. Η
αεροσυνοδός έφερε το νερό σε ένα δίσκο: ένα
ατομικό μπουκάλι νερό, με δύο πλαστικά κύπελλα
και ανοίγοντας η ίδια το μικρό τραπεζάκι του
Αντόνιο τα τοποθέτησε πάνω. Ο Αντόνιο την
ευχαρίστησε που εντελώς λογικά, παρακολούθησε
για μια στιγμή τις κινήσεις του. ‘Μήπως θέλετε
βοήθεια;’ Τον ρώτησε. ‘Θα τα καταφέρουμε,
ευχαριστώ’ απάντησε εκείνος. ‘Ελπίζω να είναι
καλά η σύντροφός σας’, είπε και πάλι η
αεροσυνοδός. ‘Μάλλον θα πρέπει να είναι, απ’ ότι
φαίνεται!’ είπε ο Αντόνιο, χαμογελώντας και
νεύοντας ταυτόχρονα καταφατικά. Αμέσως ύστερα
απευθύνθηκε στη Λίλη. ‘Πιες λίγο νερό θα σου
κάνει καλό!’ είπε τραβώντας ταυτόχρονα το δεξί
μπράτσο του από τους ώμους της. Στη συνέχεια
τράβηξε μαλακά και το αριστερό του χέρι που
βρισκόταν ακόμα μέσα στα δικά της. Η Λίλη
τραβήχτηκε αργά από κοντά του, χωρίς ωστόσο ν’
αφήνει το κάθισμά του και το πλευρό του.
‘Συγγνώμη!’ μουρμούρισε ντροπιασμένη. Δεν
τολμούσε να τον κυττάξει στα μάτια. Όλη εκείνη η
βεβαιότητα της κοσμοπολίτισσας είχε αφανιστεί.
Έμοιαζε με μικρό παιδί που είχε κάνει κάποια
αταξία. Ο Αντόνιο έσκυψε προς το μέρος της, της
έπιασε το πηγούνι και την κύτταξε... ‘Μην
είσαι!’ είπε και την φίλησε στο στόμα χωρίς να
καταλάβει γιατί. Η Λίλη ανταποκρίθηκε στο φίλημά
του και ο Αντόνιο ένιωσε μια ζεστασιά να τον
διαπερνάει.
Απομακρύνθηκε με τακτ. Η Λίλη είχε συνέλθει.
Σηκώθηκε αργά, προσεκτικά, σα να σφυγομετρούσε
την αντοχή της, και γύρισε πίσω στο κάθισμά της.
Τον κύτταξε πλάγια. Πρόσεξε καλύτερα το προφίλ
του. ‘Είναι ωραίος, φιλάει όμορφα’, σκέφτηκε. Ο
Αντόνιο γύρισε το πρόσωπό του προς το μέρος της.
‘Μου αρέσεις!’ είπε απλά. Η Λίλη τον κύτταξε
κοκκινίζοντας. ‘Μου αρέσεις!’ επανέλαβε ο
Αντόνιο και ξάφνου το γέλιο πήρε τη θέση του
ανάμεσά τους. Είχαν έρθει πολύ κοντά ο ένας με
τον άλλον!
Στο αεροδρόμιο της Ρώμης όπου παρέμειναν για
τρεις ώρες, ο Αντόνιο και η Λίλη κρύφτηκαν στη
γωνιά μιας καφετερίας και κρατώντας χέρια
αντάλλαξαν φιλιά γεμάτα πάθος. Κάποιοι
περαστικοί χαμογέλασαν με συμπάθεια και με
κατανόηση βλέποντάς τους. Ήταν μαγικό αυτό που
είχε διανθίσει ανάμεσά τους. Δεν είχε συμβεί από
την πρώτη κιόλας στιγμή που αντάλλαξαν ματιές,
αλλά ακόμα κι έτσι, δεν πήρε παρά μια αναστάτωση
στις καιρικές συνθήκες, για να αντιληφθούν μία
έλξη ανάμεσά τους. ‘Μου αρέσεις Λίλη. Θέλω να
ιδωθούμε στο Σύδνεϋ αμέσως, χωρίς καμία
αναμονή... Με καταλαβαίνεις;’ Ρώτησε ο Αντόνιο
ψάχνοντας τα μάτια της. Η Λίλη χαμογέλασε και
τον φίλησε. ‘Διαβάζεις τις σκέψεις μου, τελικά.
Αυτό θέλω κι εγώ...’ απάντησε χαμηλώνοντας το
βλέμμα της. ‘Θέλω να γνωριστούμε καλά. Άρχισα
κιόλας να κάνω όνειρα για τους δυο μας’ είπε
ξανά ο Αντόνιο με θέρμη. Λες και φοβόταν ότι
κάτι μπορούσε να τα χαλάσει όλα εκείνα που
συνέβαιναν ανάμεσά τους. ‘Πες μου τι θέλεις να
ξέρεις και θ’ απαντήσω’, είπε η Λίλη ήσυχα.
Είχαν ήδη ανταλλάξει τους αριθμούς των τηλεφώνων
τους. Η Λίλη είχε πει ότι είχε χάσει το κινητό
της και του έδωσε μόνο το σταθερό της. Πού ζούσε
λοιπόν; Κάπου στο Broadway του Σύδνεϋ... με μια
φίλη. ‘Μη βιαζεσαι αγόρι μου, θα τα μάθεις όλα
σιγά-σιγά!’ τον μάλωσε. Είχε δίκιο, αλλά ο
επιφυλακτικός στην αρχή Αντόνιο, ασυγκράτητος
τώρα πια, δεν μπορούσε να σταματήσει εκεί: ‘Δε
μου λες... στην Αθήνα...‘ της ψιθύρισε στο αυτί
τα υπόλοιπα. Εκείνη κοκκίνησε και γέλασε
κουνώντας το κεφάλι της καταφατικά. Ναι στην
Αθήνα με το stop over είχαν στη διάθεσή τους
πέντε ημέρες, αρκετές για να γνωριστούν πολύ
καλύτερα... Μια κρουαζιέρα στα νησιά του Αιγαίου
θα ήταν θείο δώρο για τους δύο, τρελά
ερωτευμένους, νέους. Ο Αντόνιο έφυγε από το
αεροδρόμιο του Σύδνεϋ ευτυχισμένος. Είχε
συναντήσει τη γυναίκα της ζωής του, ήταν από τη
δική του την πόλη: από το Σύδνεϋ, κι αυτό μόνο
του ήταν αρκετό να τον γεμίζει αισιοδοξία. Όχι
από κάποια άλλη γη, άλλη χώρα ή άλλη πόλη...
αλλά από το Σύδνεϋ, που σήμαινε όταν και όποτε
μπορούσαν θα αντάμωναν και ποιος το ξέρει ίσως
και να ζούσαν μαζί κάπου, κάτω από μία όμορφη
στέγη που θα φιλοξενούσε και θα υπέθαλπε με όλα
τα απαραίτητα, τον έρωτά τους. Στο διάδρομο της
εξόδου από το αεροπλάνο και πριν βρεθούν στο
τμήμα των αποσκευών ο Αντόνιο είχε πει.
‘Αύριο... λοιπόν... σήμερα θα ξεκουραστείς και
αύριο θα σου τηλεφωνήσω... Ω Λίλη! Είμαι αλήθεια
τόσο ευχαριστημένος –τι λέω;- είμαι ευτυχισμένος
που βρέθηκες δίπλα μου’. Η Λίλη είχε χαμογελάσει
ήσυχα και του είχε ζητήσει να είναι διακριτικοί
στην αίθουσα υποδοχής: ‘Δε θα βγούμε μαζί έξω δε
θέλω να σοκάρω τους ανθρώπους που με
περιμένουν... Θα τα πούμε αύριο... λοιπόν’.
Είχαν φιληθεί και είχαν προχωρήσει χωριστά. Στο
χώρο της αναμονής ο Αντόνιο έχασε από τα μάτια
του τη Λίλη. Αν και κύτταξε παντού δεν μπόρεσε
να την εντοπίσει. Χαμογέλασε. Τι πείραζε; Είχαν
όλη τη ζωή μπροστά τους για να είναι μαζί...
Αύριο κιόλας ίσως και να τα κατάφερναν να
καταστρώσουν ένα σχέδιο για να είναι μαζί.
’9 387.... ο αριθμός είναι τηλέφωνο της πόλης.
Το πρόσωπο που θέλω να επικοινωνήσω τηλεφωνικά,
είναι κάτοικος της πόλης του Σύδνεϋ. Μένει κάπου
στο Broadway, σε διαμέρισμα’. ‘Λυπάμαι αλλά
αυτός ο αριθμός δεν υπάρχει. Αν γνωρίζατε τη
διεύθυνση... το όνομα...’ απάντησε ο άντρας στο
‘αλλο άκρο της γραμμής. Όταν ο Αντόνιο του έδωσε
το όνομα ‘το όνομα είναι Λίλη Μοrris‘, ο
υπάλληλος της TELSTRA δυσανασχετώντας με το
απαιτητικό ύφος του πελάτη της τηλεφωνίας,
συνέχισε: ‘Στην περιοχή αυτή δεν υπάρχει δικός
μας πελάτης με αυτό το όνομα, λυπάμαι’.
Ο Αντόνιο δεν καταλάβαινε τι μπορούσε να είχε
συμβεί. Ούτε είχε λάβει από εκείνη ένα
τηλεφώνημα, ενώ της είχε δώσει τα πάντα από την
πλευρά του: τηλέφωνα της Εταιρείας, σταθερό,
ιδιωτικά κινητά... διευθύνσεις... Εκείνος είχε
προσπαθήσει να επικοινωνήσει μαζί της, μάταια
βέβαια, εκείνη όμως... τίποτα! Ήταν δυνατόν να
μην υπήρχε στους τηλεφωνικούς καταλόγους, το
όνομα που του είχε δώσει και αυτός ο τηλεφωνικός
αριθμός; Δοκίμασε και άλλη τηλεφωνική Εταιρεία,
μάταια.
Και όμως, η Λίλη ήταν τόσο αληθινή... και
τρομερά ερωτευμένη μαζί του... ‘ή μήπως
υποκρινόταν;’ Η σκέψη πήδηξε στο νου του μέσα
από την αδυναμία του να εντοπίσει τη ‘γυναίκα
του’. Λες και τον δάγκωσε φίδι και τον πάγωσε.
Προσπάθησε να ηρεμήσει μάταια. Ξανασκέφτηκε
φέρνοντας τις μέρες που πέρασαν μαζί στην Αθήνα.
‘Ήταν μία πραγματική ιέρεια του έρωτα!’ Ο
Αντόνιο είχε εντυπωσιαστεί και τώρα αναρωτιόταν:
‘Λες να είχε λάβει μαθήματα στο σεξ; Τι αηδίες
κάθομαι και σκέφτομαι; Διάβολε πρέπει να
επιστρέψω στις υποθέσεις του γραφείου. Εταιρεία
έχουμε δεν έχουμε μπουρδέλο! Πρέπει να ηρεμήσω.
Είναι και η συνάντηση των μετόχων στι έξι το
απόγευμα’ σκέφτηκε και δαγκώθηκε. Όφειλε να
συγκεντρωθεί στα καθήκοντά του. Κύτταξε το
τηλέφωνο απογοητευμένος μια στιγμή μονάχα και
ύστερα συγκεντρώθηκε στη δουλειά του. Η δουλειά
του ήταν τελικά και η σωτηρία του. ‘Κάθρην θα
βγω για μισή ώρα, για να περπατήσω... αισθάνομαι
ακόμη επηρεασμένος από το ταξίδι μου’, είπε και
χασμουρήθηκε. Βγήκε στην οχλαγοή της Castlereagh
Street και προχώρησε προς την Elizabeth Street.
Πλησίαζε μεσημέρι. Το κέντρο του Σύδνεϋ
κολυμπούσε στο φως του ήλιου και μόνο η
παρέμβαση της σκιάς των μεγαθηρίων του CBD
έσπαγε τη συνέχειά του. ‘Να πιω κάτι δροσερό!’
σκέφτηκε, προσέχοντας ότι το στόμα του ήταν
ολόστεγνο. Τότε ήταν που την είδε. Νόμισε πως
έκανε λάθος, όμως όχι δεν μπορούσε παρά να είναι
αυτή. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει
επηρεάζοντας ταυτόχρονα τα μηνίγγια του, τα
πάντα του. ‘Η Λίλη!’ απόρησε ξανά και μία
στεναχώρια τον κατέλαβε. Δεν ήταν μακριά,
βιάστηκε λοιπόν να τη φτάσει και από κοντά
πλέον, της φώναξε: ‘Λίλη! Λίλη!’ Εκείνη όμως -αν
ήταν αυτή τελικά- δε γύρισε ούτε μία φορά. Ο
Αντόνιο ένιωσε να τον πλημμυρίζει πρώτα η
απογοήτευση, ύστερα η οργή και τέλος το
παράπονο. ‘Δεν είναι δυνατόν! Αυτή είναι...
εκτός αν... Λες να υπάρχει δίδυμο ή σωσίας; Δεν
μου είπε τίποτα σχετικό!’ Αναρωτήθηκε: ‘Και το
τηλέφωνο; Ε, βέβαια, το τηλέφωνο που έδωσε ήταν
λάθος... τι θα μπορούσε κάποιος άλλος στη θέση
μου, να σκεφτεί;’ Αποφάσισε στα γρήγορα, να την
ακολουθήσει. Βιάστηκε λοιπόν πίσω της. Φορούσε
ένα φόρεμα πράσινο, αεράτο και κρατούσε μία
τσάντα μπεζ κρεμαστή και παρόμοιο χρώμα
παπούτσια. Τα μαλλιά της φαίνονταν πάντα ίδια,
καμωμένα λες, για να ξεκουράζονται στους
καλοφτιαγμένους ώμους της. Εκείνη, η Λίλη, δεν
άργησε να μπει σ’ ένα κτίριο με δεκάδες
πατώματα. Μπήκε κι αυτός μέσα. Είχε ιδρώσει από
την αγωνία του. Προσπάθησε να καλμάρει τα νεύρα
του με το να λέει στον εαυτό του, ότι όλα ήταν
ένα λάθος και ότι η Λίλη δεν θα έκανε κάτι
τέτοιο ‘στον άντρα της’, όπως είχε αρχίσει να
τον αποκαλεί χαϊδευτικά στην Αθήνα, αφότου είχαν
περάσει το στάδιο της στενής επαφής των φύλων. Ο
Αντόνιο κατευθύνθηκε στο θυρωρείο. Ένας άντρας
και δύο γυναίκες βρίσκονταν εκεί σκυμμένοι στα
χαρτιά τους. Ο άντρας σήκωσε το κεφάλι του.
‘Παρακαλώ!’ είπε ευγενικά. ‘Μπορείτε να μου
πείτε αν κάποια κυρία η Λίλη Μόρρις, εργάζεται
εδώ; ‘ ρώτησε ο Αντόνιο, χωρίς ελπίδα. ‘Κυττάξτε
στον πίνακα των ονομάτων κύριε... και αν βρείτε
το όνομα που
ενδιαφέρεστε... -αν εργάζεται εδώ ως γιατρός,
μηχανικός, δικηγόρος...- καταλαβαίνετε τι
εννοώ... τότε... Δε θα βρείτε το όνομά της επάνω
στον πίνακα; τότε μην δοκιμάζετε να την βρείτε
εδώ τη συγκεκριμένη κυρία!’ είπε ο άντρας από το
γραφείο πληροφοριών. Ο Αντόνιο κατάλαβε ότι ο
άντρας γνώριζε ποιοι εργάζονταν στο κτήριο. Δεν
έβγαινε λοιπόν τίποτα. Πήρε κι άρχισε να χαζεύει
με τις ανακοινώσεις ή τις διαφημίσεις σκόπιμα.
Ήθελε να δει να κερδίσει χρόνο ν’ ανακαλύψει, να
διαπιστώσει. ‘Πού ξέρεις καμιά φορά!’ σκέφτηκε.
Πραγματικά, έτσι ήταν. Κάποια στιγμή άνοιξε η
πόρτα του ασανσέρ και βγήκε μία γυναίκα, κι ήταν
η Λίλη... λες και ‘δαίμονας’ τα είχε κανονίσει
έτσι. Ο Αντόνιο δε μίλησε. Κρυβόταν, όπως κι
εκείνη, θα μπορούσε να πει κανείς. Η Λίλη
κατευθύνθηκε στο γραφείο πληροφοριών. ‘Γκάμπυ, ο
Μπράϊαν τηλεφώνησε και άφησε ένα μήνυμα. Δεν
ήθελε να σε ενοχλήσει. Περιμένει τηλέφωνό σου
και μην τον αφήνεις να περιμένει. Έτσι είπε’,
μίλησε ο άντρας πίσω από το γραφείο πληροφοριών.
Εκείνη κάτι είπε σιγανά, και κατευθύνθηκε προς
την τεράστια εξώπορτα. ‘Γκάμπυ... Ξέχασέ το
λοιπόν το ‘Λίλη’!’ σκέφτηκε ο Αντόνιο και
αισθάνθηκε την οργή να τον πλημμυρίζει. Κανένας
δεν του είχε φερθεί έτσι απαίσια, όσο ετούτη εδώ
η γυναίκα. ‘Λίλυ Μόρρις ‘my foot!’ σκέφτηκε και
την παρακολούθησε με το θυμωμένο πια βλέμμα του,
πάντα προσεχτικά, για να μην τον αντιληφθεί
κανείς. Η Γκάμπυ ή Λίλη... καθώς πλησίαζε την
έξοδο-είσοδο του κτιρίου, μιλούσε σε κάποιον από
το κινητό της. Έχοντας αφήσει πίσω της το κτήριο
κατευθύνθηκε αριστερά.
Προχωρούσε μάλλον βιαστική. Αφού πέρασε δύο σετς
από οδικούς σηματοδότες, σταμάτησε απότομα
μπροστά σε ένα άλλο, εξίσου πανύψηλο κτίριο, και
βιάστηκε να μπει. Ο Αντόνιο την είχε
παρακολουθήσει. Δεν τον είχε προσέξει κανείς
όταν αφήνοντας το πρώτο κτήριο, την είχε
ακολουθήσει. Ούτε ύστερα στο δρόμο -ήταν
κατειλημμένος από εκατοντάδες περαστικούς και
οχήματα- όταν την είχε ακολουθήσει. Την είδε να
μπαίνει τελικά μέσα σε ένα άλλο κτίριο –φανερά
του προορισμού της- με τον αέρα της γυναίκας που
κατέχει τα απαραίτητα, ώστε να κινείται άνετα
από κτήριο σε κτίριο... Δύο μέχρι εκείνη τη
στιγμή. Μπήκε κι εκείνος. Υπήρχε αρκετή κίνηση
στο φουαγιέ. Είδε την Λίλη ή ‘Γκάμπυ’ να σκύβει
προς τον άντρα πίσω από το γραφείο υποδοχής και
να του λέει κάτι. Ο Αντόνιο στάθηκε μπροστά σε
ένα συρμάτινο σετ με τρία ράφια γεμάτα
διαφημιστικά και εφημερίδες. Όταν η Γκάμπυ
εξαφανίστηκε μέσα στον λαβύρινθο των θυρών και
των διαδρόμων του τεράστιου κτιρίου, ο Αντόνιο
στάθηκε με τη σειρά του στο γραφείο υποδοχής. Ο
άντρας τον κύτταξε. ‘Μπορώ να σας βοηθήσω σε
κάτι;’ ρώτησε. ‘Ναι... Θα ήθελα να συναντήσω την
Γκάμπυ... ‘ ‘Την κα Τάουνσεντ;’ Τον ρώτησε ο
άντρας πίσω από το γραφείο... ‘Ναι... έχει
ραντεβού με κάποιο γνωστό μου πρόσωπο’. ‘Είστε
πελάτης της κας Τάουνσεντ;’ ρώτησε ξανά ο
θυρωρός, γεγονός που αποκάλυπτε ότι εκτελούσε
εντολές, που του είχαν πιθανόν δοθεί από την
ίδια. ‘Ναι.. είμαι’, είπε. ‘Το όνομά σας κύριε;’
‘Πιέτρο Τουσσό’. Ο άντρας στο θυρωρείο έγραψε το
όνομά του μέσα στο βιβλίο των επισκεπτών. ‘Η Μς
Τάουνσεντ; έχει ραντεβού -όπως κι εσείς το
είπατε- με ένα πρόσωπο στην καφετερία του
ισογείου’. ‘Ευχαριστώ’, είπε ο Αντόνιο και
προχώρησε ακολουθώντας το ενδεικτικό τόξο στον
τοίχο του διαδρόμου και ύστερα τη μεγάλη είσοδο.
Όταν πέρασε το κατώφλι και μπήκε στην καφετερία,
διαπίστωσε ότι αυτός ο ίδιος ήταν το μόνο
πρόσωπο εκεί μέσα. Δεν εξεπλάγη, πίστεψε ότι
μπορεί και να ήταν ένα ‘cover up’ για τη
γυναίκα. Ακόμη και ο άντρας του γραφείου
πληροφοριών στο φουαγιέ ήταν κατατοπισμένος και
πιθανόν πληρωμένος για να καλύπτει τις κινήσεις
της και ίσως και τις κινήσεις του προσώπου το
οποίο συναντούσε εκείνη τη στιγμή. Δεν
διαμαρτυρήθηκε για την ψευδή πληροφορία, δεν
μπορούσε καν να διαμαρτυρηθεί. Με ποιο δικαίωμα;
Μπορεί η γυναίκα εκείνη να ήταν είδος
κατασκόπου! Χαμογέλασε ειρωνευόμενος τον ίδιο
τον εαυτό του, περπαίζοντας τις πρόχειρες
σκέψεις του. Κούνησε το κεφάλι του μίζερος. Τώρα
πια δεν μπορούσε να βάλει φρένο στη φαντασία του
που είχε πάρει να οργιάζει. Βγήκε από εκεί με
την ησυχία του και προχώρησε προς τα συρμάτινα
ράφια με τα δαφημιστικά στο φουαγιέ. Άρχισε να
παρακολουθεί την κίνηση από το τζάμι της πόρτας
δίπλα του. Πρόσεξε πως ο άντρας του γραφείου
είχε αντικατασταθεί από έναν άλλον. Κόσμος
έμπαινε κι έβγαινε διαρκώς. Αποφάσισε να βγει
από εκείνο το ψυχρό χώρο του κτηρίου και να
περιμένει έξω. Πήρε μαζί του μία διαφημιστική
εφημερίδα. Περίμενε γύρω στα τριάντα λεπτά,
δίπλα στην τεράστια είσοδο του πολυόροφου
κτηρίου. Κύτταξε προς την είσοδο δήθεν αδιάφορα.
Κατά σύμπτωση έβγαινε εκείνη τη στιγμή η
Λίλη-Γκάμπυ. Ο Αντόνιο βούτηξε το πρόσωπό του
στην εφημερίδα. Η Λίλη πέρασε δίπλα του. Το
άρωμά της είχε αλλάξει... ενοχλήθηκε. Μύριζε...
το γνωστό άρωμα Opium. ‘Βαρύ... πολύ βαρύ για
τέτοια μέρα!’ σκέφτηκε. Εκείνη δεν τον
υποπτεύθηκε καν. Ο Αντόνιο δεν ήθελε να την
ακολουθήσει. Ήταν βέβαιος ότι κατευθυνόταν στο
πρώτο τεράστιο κτίριο με τα απάρτμεντς, ότι
έμενε εκεί. Προχώρησε λοιπόν χωρίς να βιάζεται
προς το κτήριο όπου υπέθετε ότι μπορούσε να ζει
η Λίλη. Κύτταξε αφηρημένα στην είσοδο και
είδε... εκείνον... τον Μπράϊαν Β. Άθελά του
συνέδεσε την παρουσία του και το όνομά του με
τον άλλον Μπράϊαν, εκείνον με τον οποίο
συνομίλησε ο άντρας στη reception, και σε σχέση
με τα πήγαινε-έλα εκεί μέσα, της Λίλης-‘Γκάμπυ’.
‘Έχει γούστο να είναι έτσι!’ Γιατί όμως; Γιατί
αυτή η υποκριτικότητα εκ μέρους της; Τι είχε
άραγε να κρύψει; Ο Μπράϊαν προχώρησε προς το
υπόγειο πάρκινγκ, δίπλα. Ο Αντόνιο φρόντισε και
βγήκε μπροστά του. ‘Αντόνιο Ρούσσο!’ ξεφώνισε ο
πανίσχυρος συνεργάτης του Υπουργού
Περιβάλλοντος. ‘Μπράϊαν... αγόρι μου!’ αναφώνησε
νευρωτικά ο Αντόνιο. ‘Πώς κι από δώ φίλε μου;’
ρώτησε ο άντρας που ως γνωστό -από τα
δημοσιογραφικά κουτσομπολιά- έχωνε τη μύτη του
εκεί που δεν τον έσπαιρναν. ‘Είχα πάει για καφέ
στο Royal P. Hotel. Το ξέρεις, ξέρεις δηλαδή πού
είναι. Για να ρωτάς φαίνεται ότι ξέχασες πως
εργάζομαι εδώ’. Ο Αντόνιο μιλούσε τόσο βιαστικά
που ο άλλος τον κύτταξε αμήχανα. ‘Υes, that is
right!’ είπε κυττάζοντάς τον πιο προσεκτικά αυτή
τη φορά. ‘Που και που επισκέφτομαι και το
εστιατόριο με κανέναν πελάτη μου... Α ναι, έχει
βέβαια και πολύ καλή κουζίνα... το είχα ακούσει
κι από την Γκάμπυ, μία γνωστή μου ξέρεις’,
βιάστηκε να συμπληρώσει και πάλι ο Αντόνιο. Ο
Μπράϊαν τον κύτταξε ξαφνικά προσεκτικά ‘Α...
γνωρίζεις την ίδια Γκάμπυ που γνωρίζω κι εγώ;’
Ρώτησε. ‘Ναι αμέ, μόλις πριν από λίγη ώρα, βγήκε
από το ίδιο κτήριο, όπως εσύ’, δήλωσε ο Αντόνιο
με άνεση που εξέπληττε και τον ίδιο. ‘Είσαι
πελάτης της;’ ρώτησε ο Μπράϊαν. Ο Αντόνιο
γέλασε... ‘Μπορεί!’ ‘Έλα μην ντρέπεσαι! όλοι τις
έχουμε ανάγκη τις γυναίκες σαν την Γκάμπυ. Μας
κάνουν όλα τα χατίρια. Αλλά εσύ... δεν είσαι
παντρεμένος, έτσι δεν είναι;’ ρώτησε ο Μπράϊαν
κυτταζοντάς τον ερευνητικά. Ο Αντόνιο γέλασε
βεβιασμένα. ‘Όχι ακόμη, ψάχνω!’ ‘Δοκίμασες
καμμία άλλη από τις κυρίες στο ροζ λεύκωμα;’
ρώτησε πάλι ο Μπράϊαν, λες και επρόκειτο για το
σπανιότερο έδεσμα στο Σύδνεϋ, λες και αυτό ήταν
το σπουδαιότερο θέμα της ημέρας. ’Όχι ακόμα, θα
γίνει όμως κι αυτό’ απάντησε ο Αντόνιο
προσεχτικά. ‘Να μου επιτρέψεις να σου υποδείξω
την κυρία... Χ... φανταστική, φοράει βέβαια
μάσκα, όπως όλες οι άλλες κυρίες, άλλωστε. Είναι
ο όρος με τον οποίο δέχονται άντρα στο κρεββάτι
τους’, είπε ο Μπράϊαν με δεσποτικό ύφος. ‘Κάτι
άκουσα... Αριστοκράτισσες λέει! Είναι δυνατόν
λοιπόν να δίνονται σ’ όποιον κι όποιον, έτσι με
ακάλυπτο πρόσωπο; Ο Αντόνιο ήξερε πολλά αλλά δεν
είχε την ευκαιρεία να το διαπιστώσει ‘ιδίοις
όμμασιν’. ‘Όλα τα χρήματα του κόσμου δε
πρόκειται να το πετύχουν αυτό...’ είπε πάλι ο
Μπράϊαν με πολυσπούδαστο ύφος. ‘Ποιο;’ Ρώτησε ο
Αντόνιο μπερδεμένος αυτή τη φορά. ‘Μα αυτό! Να
δίνονται δηλαδή στους διάφορους αγνώστους, χωρίς
να προφυλάσσουν την ταυτότητά τους’ εξήγησε και
πάλι ο Μπράϊαν. Και συνέχισε βλέποντας τον
Αντόνιο να τον κυττάζει με δέος. ‘Είδες Αντόνιο,
αγόρι μου τι κρύβει το Σύδνεϋ και κάποιες κυρίες
του;’ Είχε ρωτήσει με ένα θαυμαστό ύφος που
έφερε τη σφραγίδα του υπέρμετρου κυνισμού του.
Ήταν γεγονός ότι τίποτα απ’ όλα αυτά δεν τον
παραξένευε. Ο Αντόνιο όμως που είχε αρχίσει να
θυμώνει μ’ εκείνο το ‘γουρούνι τον Μπράϊαν’,
είχε κοκκινήσει κιόλας. ‘Καταλαβαίνω,
καταλαβαίνω!’ απάντησε καταβάλλοντας προσπάθεια
να μην τον διαβολοστείλει. Είχε μια παράξενη
υπομονή κάποτε ο Αντόνιο. Ξάφνου τον άκουσε να
λέει: ‘Α!.. Αντόνιο έμαθα από τη γραμματέα μου
ότι ματαίωσες το ραντεβού μας... Πότε λοιπόν θα
συναντηθούμε για business;’ Ρώτησε με ενδιαφέρον
δήθεν τον Αντόνιο. ‘Μην ανησυχείς... κάποια
στιγμή στο εγγύς μέλλον... σε μια εβδομάδα...
κάτι τέτοιο, αν συμφωνείς’. ‘Sure!’ απάντησε ο
άλλος και πρόσθεσε ενώ προχωρούσαν: ‘Φίλε μου,
αυτό είναι το αυτοκίνητό μου και βιάζομαι... θα
σ’ αφήσω λοιπόν...’ είπε ο Μπράϊαν που είχε
προχωρήσει λίγο και είχε σταματήσει στη άκρη του
πεζοδρομίου μπροστά σε μία Mερσεντές
παρκαρισμένη στο δρόμο, ‘five series’. ‘Ναι
βέβαια, άλλωστε κι εγώ πρέπει να πηγαίνω... ‘
είπε ο Αντόνιο, ευχαριστημένος που
‘ξεκουμπιζόταν ‘το γουρούνι’, ο απατεώνας
πολιτικός, από το δίπλα του’. Έδωσαν τα χέρια.
Ψόφια χειραψία στ’ αλήθεια, χωρίς ένδειξη
ενδιαφέροντος, χωρίς σεβασμό... ‘Απίστευτα όλα
όσα μου συμβαίνουν, είναι ένας εφιάλτης, μα τω
Θεώ!’ σκέφτηκε ο Αντόνιο κουρασμένος. Ήθελε να
τα παρατήσει όλα και να πάει στο κρεββάτι του.
Ένιωθε πολύ άρρωστος. Ο ύπνος θα τον καλμάριζε
αναμφίβολα. Μία φωνή όμως μέσα του τον έσπρωχνε,
τον πίεζε να πάει πίσω, εκεί όπου πίστευε ότι
ήταν η Λίλη. Το έκανε.
Πήγε λοιπόν πίσω στο πρώτο, στο γνωστό πλέον
κτήριο. Πέρασε το κατώφλι της τεράστιας εισόδου
που ανοιγόκλεινε αυτόματα. Πρόσεξε ότι το
προσωπικό στο reception desk, είχε
αντικατασταθεί, όπως και στο άλλο: ‘δουλεύουν
βάρδιες προφανώς’, σκέφτηκε και κύτταξε. Ήταν
μόνο ένας άντρας, άγνωστος βέβαια. Τον ρώτησε
φορώντας τη μάσκα της αδιαφορίας: ‘Θα μπορούσατε
παρακαλώ να ειδοποιήσετε την κυρία Γκάμπυ
Τάουνσεντ... αν μπορεί να με δεχτεί; Έρχομαι
συστημένος από τον Μπράϊαν Β’. ‘Μπορείτε να
περιμένετε μία στιγμή;’ αντερώτησε ο άντρας του
γραφείου υποδοχής. ‘Ναι βέβαια’ απάντησε
υπομονητικά ο Αντόνιο. Ο άντρας μίλησε με
κάποιον στο τηλέφωνο σιγανά. Ξεχώρισε το όνομα
Λίζα. Περίμενε ένα-δύο λεπτά και ύστερα... ‘Ναι
ένας κύριος συστημένος από το αφεντικό...’ είπε.
‘Αφεντικό; Ποιος, ο Μπράϊαν; αφεντικό ποιων; Να
με πάρει ο διάβολος αν καταλαβαίνω... τι γίνεται
εδώ μέσα; Πού πάω να μπλέξω ο ηλίθιος;’
αναρωτήθηκε κοκκινίζοντας ο Αντόνιο. ‘Πώς
λέγεστε; Σε σας μιλάω...‘ Ο Αντόνιο κύτταξε σα
χαμένος. ‘Με συγχωρείτε, λέγομαι Jack. Jack
Blackmore’, είπε. ‘Blackmore; Α κατάλαβα σαν τη
σειρά βιταμινών... ακούσατε Μiss Λίζα; Jack
Blackmore!‘ Περίμενε και πάλι μερικές στιγμές.
‘Ναι... ναι... εντάξει!’ άφησε το ακουστικό από
το χέρι του. ‘Λοιπόν, κύριε Blackmore, μπορείτε
να πάτε απάνω, στον 22ο όροφο, Διαμέρισμα 229.
Σας περιμένουν’. Ο Αντόνιο ευχαρίστησε τον άντρα
υποδοχής και κατευθύνθηκε προς τα λιφτς στο
εξωτερικό του κτηρίου, που επέτρεπαν μία
κυριολεκτικά μαγευτική θέα της θάλασσας, από τη
μεριά του Darling Harbour.
‘Σπουδαία! Κύτταξε θέα! καλύτερη και από εκείνη
της Εταιρείας μας!..’ σκέφτηκε με κάποιον
θαυμασμό. Βρήκε τον αριθμό 229. Η φαντασία του
έτρεχε. Η πόρτα άνοιξε μόλις την ακούμπησε.
Φοβήθηκε κάπως από αυτό. ‘Τι; τον περίμεναν
κιόλας; Δεν μπορεί να αντιλήφθηκαν κιόλας ότι
είμαι ‘απατεώνας!’ σκέφτηκε. Μία κυρία σοβαρά
ντυμένη –μαύρο κοστούμι και λευκό πουκάμισο- σα
να επρόκειτο για γραφείο κηδειών τον πλησίασε.
Λες να ήταν η ‘Λίζα’; ‘Είστε ο κ. Blackmore;’
ρώτησε. ‘Ναι’, απάντησε ο Αντόνιο, μονολεκτικά.
Η γυναίκα πήρε το τηλέφωνο στο χέρι και μίλησε.
Μαντάμ... είναι ο κ. Blackmore. Μπορείτε να τον
δεχτείτε; ‘ Η απάντηση θα πρέπει να ήταν
καταφατική, γιατί η σοβαροντυμένη γυναίκα του
γραφείου είπε: ‘Ελάτε λοιπόν! η μαντάμ σας
περιμένει’. Ο Αντόνιο την ακολούθησε. Σταμάτησαν
μπροστά σε μία πόρτα μισάνοιχτη. ‘Περάστε’
συμβούλεψε η οδηγός του. Ο Αντόνιο υπάκουσε.
Μόλις βρέθηκε στο χώρο εκείνο αντίκρυσε τη
γνωστή του, την αλλοτινή γυναίκα των ονείρων
του, τη Λίλη ή ‘Γκάμπυ’. Φορούσε μία μαύρη
μεταξωτή ρόμπα μέχρι το πάτωμα. ‘Ω... η Λίλη!’
Αναφώνησε με καϋμό και την πλησίασε
κατακόκκινος. Η ‘γυναίκα του’ ήταν εκεί, φορούσε
όμως... άλλο άρωμα, όχι το γνωστό του! Η γυναίκα
του γραφείου άκουσε το επιφώνημα του Αντόνιο,
σάστισε κι αναρωτήθηκε: ‘Αποκάλεσε τη Γκάμπυ,
‘Λίλη’! Τι άραγε σημαίνει αυτό;’ αναρωτήθηκε.
Πιστή, στο μυστικό από τη Λίλη, καθήκον της,
έναντι του μεγάλου αφεντικού της Μπράϊαν Β., και
καθώς επεδίωκε μεγαλύτερη εύνοια εκ μέρους του,
του τηλεφώνησε. ‘Ναι... κάποιος Τζακ
Blackmore... ισχυρίστηκε ότι είναι φίλος σας...
την αποκάλεσε Λίλη... ναι... ναι... τη Γκάμπυ...
‘Ω, η Λίλη!’ Φώναξε...’ Ο Μπράϊαν σκέφτηκε
αστραπιαία: ‘Ποιον είδα σήμερα εγώ; Είδα εκείνον
τον Αντόνιο μεγαλομέτοχο της Εταιρείας
Μagnitude. Και γιατί ν’ αλλάξει το όνομά του...
–αν είναι αυτός τελικά. Μα δεν είπε ότι γνωρίζει
τη Γκάμπυ; Καλά θα βρούμε τι συμβαίνει. Δε θα
περάσει έτσι! Φαίνεται ότι γνωρίζονται. Η Γκάμπυ
θα πρέπει κάποια στιγμή να έχει χρησιμοποιήσει
άλλο όνομα. Λίλη λοιπόν, ε;’ Βρίσκοντας την
πεποίθησή του απάντησε ήσυχα στο πρόσωπο του
τηλεφώνου: ‘Ο.Κ. θα το κυττάξω προσωπικά. Εσύ
κύτταξε τη δουλειά σου’. Διάταξε. Δεν τον
ένοιαζε κατά βάθος. Ήταν θέμα γοήτρου... ήξερε
πόσο δυνατός, και πόσο influential, a
politician, he was!
Η Λίλη κύτταξε τον Αντόνιο με μάτια πεταγμένα
από τις κόγχες τους. Πώς ήταν δυνατόν να
ξεφυτρώσει έτσι αυτό το πρόσωπο; ‘Τι θα κάνω
τώρα Θέ μου;’ αναρωτήθηκε πανικόβλητη μέσα της.
‘Ω! μα κάνετε λάθος αγαπητέ μου, το όνομά μου
είναι Γκάμπυ... Κα Γκάμπυ’, είπε θυμωμένα.
‘Έχετε πιθανόν μία δίδυμη αδερφή κυρία μου, που
ονομάζεται Λίλη;’ Τη ρώτησε ο Αντόνιο προκλητικά
και την πλησίασε με κάποιο θράσος. Εκείνη
υποχωρώντας είχε ακουμπήσει σε ένα τραπέζι.
‘Λίλη δε σβήνεται η μεγάλη ελιά στο αριστερό
μέρος στη γραμμή του μπικίνι... Απόδειξέ μου ότι
δεν την έχεις!’ είπε ειρωνικά ο Αντόνιο. Ήθελε
να της πει ότι δεν ήταν δυνατόν να θεωρείται το
‘κορόϊδο’. ‘Πώς τολμάς να με διαψεύδεις, εσύ
ένας άγνωστος; Ποιος σου έδωσε αυτό το
δικαίωμα;’ αντερώτησε εκείνη κοκκινίζοντας.
Θυμήθηκε ότι ενωρίτερα στο δρόμο, κάποιος την
καλούσε με τ’ ονομά της ‘Λίλη’, και δεν τολμούσε
να ανταποκριθεί. Ήταν η Γκάμπυ, πώς μπορούσε.
Ύστερα το είχε ξεχάσει. Τώρα όμως το ήξερε ποιος
την φώναζε μέσα στο πλήθος. Ήταν αυτός εδώ, ο
γοητευτικός Αντόνιο, ο ‘άντρας’ της. Τα μάτια
της γυναίκας έλαμπαν γεμάτα πυρετό. ‘Ω, Λίλη!
Μην εξευτελίζεσαι άλλο στα μάτια μου. Μη πεις
ότι δε ζήσαμε στην Αθήνα, τον ‘τέλειο έρωτα’!’
επέμενε με πικρή ειρωνεία ο Αντόνιο. Επέμενε για
εκείνο που ωστόσο το θεωρούσε χαμένο τώρα πια.
Ήταν κατακόκκινος από την έξαψή του, τη χωνεμένη
στη θλίψη του. Δεν άντεχε ετούτη την υποκρισία,
γιατί δεν την καταλάβαινε. Ξαφνικά σιώπησε. Την
κύτταξε με οίκτο. Η Λίλη πάτησε ξαφνικά το
κουδούνι δίπλα της. Σε μία στιγμή μόνο,
παρουσιάστηκε η ίδια γυναίκα που τον είχε
υποδεχτεί. ‘Λίζα, οδήγησε τον κύριο έξω!’
διάταξε και ήταν τόσο συγχισμένη, που έτρεμε
ολόκληρη. ‘Μάλιστα μαντάμ’, είπε εκείνη με
επίσημο ύφος. Ο Αντόνιο χωρίς μια λέξη
ακολούθησε τη ‘Λίζα’. Εκείνη τη στιγμή
αισθανόταν τη σιωπή να τον κατακυριεύει σε
τέτοιο βαθμό, που νόμισε ότι ίσως και να είχε
χάσει για πάντα τη φωνή του. Το σιοκ της
παρουσίας του μοναδικού ίσως άντρα που την είχε
καταγοητέψει, αλλά και η δική της απαίσια
συμπεριφορά απέναντί του, είχαν συγκλονίσει τη
Λίλη. Είναι κατάρα ν’ αγαπάς και να υποκρίνεσαι.
Το κεφάλι της κινδύνευε αν έλεγε πως τον
γνωρίζει, πως έζησε μαζί του ένα θαυμάσιο όνειρο
στην Αθήνα, μακριά ‘από εκείνο το βρώμικο ‘ρούχο
της’, που κάποιοι το
αποκαλούσαν ‘πόρνη πολυτελείας!’ Ένιωθε φρίκη
και σιχασιά για τον εαυτό της. Δε υπήρχε
διέξοδος όμως, δεν υπήρχε καμμία λύση γι’ αυτήν.
Ήταν δεμένη μ’ έναν άνθρωπο που ήξερε πώς να της
κλείσει το στόμα, αν τολμούσε να του εναντιωθεί
ή να τον απαρνηθεί. ‘Αχ... αν ο Μπράϊαν μάθει
ποτέ για εκείνο τον σύντομο δεσμό μου με τον
Αντόνιο, θα με ξεκάνει... Είναι τραχύς και
επικίνδυνος!’ σκέφτηκε και ανατρίχιασε ολόκληρη.
Έκλεισε τα μάτια της. Τα μηνίγγια της
σφυροκοπούσαν. Δεν υπήρχαν πολλές λύσεις. Δεν
ήξερε τι να κάνει. Τηλεφώνησε μόνη της στο
γραφείο υποδοχής. Η γραμματέας της την κυττούσε
κατάπληκτη. ‘Μπόνο κάλεσε ένα ταξί σε παρακαλώ.
Δεν είμαι καλά. Πάω να δω το γιατρό μου’. ‘Ναι
μαντάμ’ ακούστηκε από την άλλη άκρη ο άντρας. Σε
λίγο η Λίλη έβγαινε βιαστικά από το διαμέρισμα.
Το ταξί θα ήταν κάτω σε μερικά λεπτά.
Κατρακύλησε για μια στιγμή τις σκάλες. Ύστερα
άρχισε να κατεβαίνει αργά. Ήθελε να δώσει χρόνο
στον εαυτό της να σκεφτεί. ‘Ας με περιμένει
λίγο!’ σκέφτηκε για το ταξί, αλλά μετά από το
δεύτερο σετ σκαλοπατιών, άλλαξε γνώμη και μπήκε
στο λιφτ. ‘Ούτε στον κατήφορο τα καταφέρνω, πόσο
μάλλον στον ανήφορο. Δε θα κατάφερνα να ανέβω
ούτε έναν όροφο... Όσο για τους ορόφους της
ρημαγμένης ζωής μου τους έχω καταγκρεμίσει προ
πολλού. Δεν χρειάζομαι πλέον κανέναν λιφτ
κουράγιου ή υπομονής για να την ανηφορίσω’,
ειρωνεύτηκε τον εαυτό της μη ξέροντας τι άλλο να
κάνει. Κάποια στιγμή βρέθηκε έξω και περίμενε
κάτω από το υπόστεγο του μεγαθηρίου. ‘Εδώ
είμαστε πάλι καλή μου!’ ακούστηκε η γνώριμη αλλά
καυστική φωνή.
‘Προς Θεού!’ σκέφτηκε η Λίλη χλωμιάζοντας. Ήταν
εκείνος ο επίμονος άντρας, ο χαμένος για πάντα,
ο αγαπημένος ‘άντρας’ της, ο Αντόνιο, του οποίου
την πίεση, μόλις είχε αρχίσει να γεύεται. Η Λίλη
σφιγμένη σε ένα γκρίζο ριγέ κοστούμι γραφείου με
μανσέτες και γιακά βελούδινα, ήταν όπως πάντα
ελκυστική και ίσως ακόμη περισσότερο μέσα στη
χλωμάδα της. ‘Δες πώς αλλάζει ο άνθρωπος!‘ είπε
ο Αντόνιο με ελαφρά πικρία στη φωνή του. Η Λίλη
τον αγνόησε. Όμως τα χλωμά μάγουλά της που
ξαφνικά άναψαν μαρτυρούσαν την ανανεωμένη ταραχή
της. Έβγαλε με χέρια που έτρεμαν ένα ζευγάρι
μεγάλα μαύρα γυαλιά και τα φόρεσε. ‘Τι θα
κάνουμε τώρα Λίλη; Θα παίξουμε το κρυφτούλι;’
Ρώτησε ειρωνικά ο Αντόνιο. Ηταν πολύ θυμωμένος
με την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί εξαιτίας
της απάτης, της ‘κοροϊδίας και του ξεπεσμού της
ηθικής’ εκ μέρους της γυναίκας που νόμισε ότι
ήταν δική του και που είχε ανακαλύψει, μ’ έναν
τρόπο που προκαλούσε πόνο. ‘Τι ηλίθιος που
είμαι!’ σκέφτηκε κυττάζοντάς την. Το στομάχι του
ανακατευόταν, ένιωθε ξαφνικά να τον συνεπαίρνει
ένα είδος ναυτίας. Η Λίλη τον κύτταξε σιωπηλή
μέσα από τα μαύρα γυαλιά της. ‘Αχ, τι έχω κάνει
Θε μου! Είναι τόσο δυνατός, επίμονος και τρομερά
ελκυστικός... το τελευταίο μόνο ήξερα καλά.
Αυτός ήταν και δεν το ήξερα. Δεν αλλάζει ξαφνικά
κάτι τέτοιο‘, σκέφτηκε συγχισμένη. ‘Λοιπόν;’ την
ξαναρώτησε ο Αντόνιο με βραχνή φωνή. Η Λίλη
περπατώντας παράλληλα τώρα τον πλησίασε και
είπε: ‘Αντόνιο... ακολούθησέ με προσεκτικά.
Κράτησε μια μικρή απόσταση ανάμεσά μας’,
πρότεινε. Ο Αντόνιο υπάκουσε. Ήθελε, οπωσδήποτε
να μιλήσουν, ήταν απαραίτητη μία εξήγηση από την
ίδια, για την ‘φτηνή, την τιποτένια συμπεριφορά
της’ απέναντί του. Η σχέση τους είχε πεθάνει.
Τουλάχιστον ο επικήδειός της να μην ήταν
βουτηγμένος στην φαρμακερή υποψία και το
θανάσιμο μίσος. Πώς τα είχε καταφέρει έτσι η
γυναίκα Λίλη; Για τον Αντόνιο αυτό ήταν το μέγα
αίνιγμα. Η Λίλη προχώρησε για αρκετά λεπτά,
σοβαρή κυττάζοντας μόνο μπροστά της. Κάποια
στιγμή σταμάτησε μπροστά σ’ ένα μικρό
εστιατόριο. Περίμενε ένα λεπτό, κυττάζοντας πίσω
της δεξιά και αριστερά, λες και ήθελε να
βεβαιωθεί για κάτι. Μπήκε μέσα. Ο Αντόνιο την
ακολούθησε άκρως περίεργος, αν και βουτηγμένος
στην πιο αβέβαια διάθεση. Την είδε να χαιρετά τη
γυναίκα μπροστά τους και να φιλιούνται. ‘Ρόσα
κάρα, ένα τραπέζι στη γωνία, περφαβορ’,
παρακάλεσε τη γυναίκα του μαγαζιού. ‘Σι, σι,
Λίλη...’ απάντησε εκείνη. ‘Τουλάχιστον γνωρίζω
το αληθινό ονομά της‘, σκέφτηκε ο Αντόνιο φανερά
εκνευρισμένος. Η Λίλη ακολούθησε την ‘Ρόσα’ κι
εκείνος τη Λίλη. Κάθησε απέναντί της μόνο όταν η
Ρόσα είχε καθίσει παράμερα. Τους κύτταξε σοβαρή.
Ήταν μία Σικελιάνα – το δήλωνε και στην επιγραφή
του μαγαζιού τηςμελαχροινή, σοβαρή, με λίγα
παραπανίσια κιλά, γύρω στα σαράντα της. ‘Όμορφη,
σκληρή...’ σκέφτηκε ο Αντόνιο. Τον ήξερε τον
τύπο εκείνο, τον είχε συναντήσει στα ταξίδια του
στην Κάτω Ιταλία και στην Μεσσήνα της Σικελίας.
Σαν αστραπή πέρασε η περίεργη εκείνη υπόθεση που
–ήταν μόνο η αλήθεια- τη μνήμη της έκτοτε την
κουβαλούσε μέσα του, σαν να ήταν ένα από τα
κύτταρά του. Αναθυμήθηκε... ...Είχε επισκεφτεί
μέρα μεσημέρι ένα μικρό εστιατόριο και η
σερβιτόρα, κόρη του ιδιοκτήτη, μία μελαχροινή
φλογερή ομορφιά που του θύμιζε χορεύτρια του
φλαμένγκο, του είχε φέρει κόκκινο κρασί και
ελιές ριγανάτες πλημμυρισμένες στο ελαιόλαδο,
γεμάτες χοντροκομμένα: σκόρδο και κόκκινη καυτή
πιπεριά. ‘Το κρασί θα σαρώσει όλες τις ιδιότητες
του σκόρδου και της ρίγανης!’ του είχε πει καθώς
τον είδε να κυττάζει με φρίκη εκείνο το μείγμα
στη μικρή χωμάτινη γαβάθα, που μόλις το είχε
ακουμπήσει πάνω στο στρωμένο με ζωηρόχρωμο
τραπεζομάντηλο, ξύλινο τραπέζι. Ήταν ωραίος ο
χρόνος εκείνος, πολλά χρόνια πίσω, ίσως
περισσότερα από δεκαπέντε, όταν ακόμη ήταν
τελειόφοιτος φοιτητής. Το ίδιο βράδυ είχε
γνωρίσει το φιλί της Σικελιάνας και είχε γευτεί
τους δικούς της τροφαντούς καρπούς, πέρα από
εκείνους που είχε γνωρίσει στο μεσημεριάτικο
τραπέζι, στο εστιατόριο του πατέρα της. Είχε
ξεθυμάνει όμως η Σικελιάνικη νοοτροπία και δεν
τον είχε κυνηγήσει κανείς για τη νεανική του
αταξία με τη νέα. Ούτε αυτός ο ίδιος ο πατέρας
της. Λες και ήθελαν, να την ‘πασσάρουν’ όπως κι
όπως σε οποιονδήποτε και στα γρήγορα. Ήταν
αλήθεια πολύ λυπηρό! Αυτή ήταν η Γη των πατέρων
του. ‘Τι θα πάρεις;’ Ρώτησε η Λίλη σιγανά τον
Αντόνιο. ‘Χμ... έναν καφέ ‘δηλητήριο’!’ είπε
αφηρημένα εκείνος, θέλοντας ν’ αποκαλύψει το
σκεπτικό του, εκείνης της στιγμής. Η Ρόσα
απομακρύνθηκε διακριτικά. Γύρισε σε λίγο με μία
κανάτα κόκκινο κρασί και διάφορα τυριά σε ία
μικρή λουλουδάτη πιατέλα, συνοδευόμενα με
‘ηλιασμένη’ λαδερή τομάτα, ελιές κοπανιστές,
σπιτίσιες, ‘κομμάτι πικρές’, και φέτες αβοκάντο,
σαν πράσινη μικρή βεντάλια, δίπλα στο φρέσκο
αχνιστό ψωμί, λες και μόλις είχε βγει από
καρβουνάτο φούρνο. Ο Αντόνιο κύτταξε απορημένα.
Κύτταξε τη Λίλη. Εκείνη που προφανώς ένιωθε
ασφαλής εκεί μέσα- έβγαλε επιτέλους τα γυαλιά
της. Τα μάτια της ήταν κουρασμένα και το πρόσωπό
της εξακολουθούσε να είναι χλωμό. Την κύτταξε
σοβαρός και ήσυχος. Δεν ηξερε τι να της πει.
Είχε επέμβει στη ζωή της σαν ένας παρείσακτος
που δεν μπορούσε να τινάξει από πάνω του τη
σκόνη του όμορφου, πρόσφατου παρελθόντος. ‘Πώς
θα μπορούσα;’ ρώτησε φωναχτά. Η Λίλη τον κύτταξε
ερωτηματικά. ‘Έχεις δίκιο μα τω Θεώ έχεις δίκιο.
Βρέθηκες μπροστά σε ένα πλάσμα τελειωμένο και
που είχες πιστέψει γι αγγελικό!’ Γέλασε σιγανά
με πικρία. ‘Ήταν εύκολο για μένα. Είχα ήδη ένα
βεβαρημένο παρελθόν. Ήθελα να απολαύσω την
ευκαιρία που μου δινόταν να παρουσιαστώ ως
έντιμη και αξιοπρεπής νέα γυναίκα. Άγνωστη
μεταξύ αγνώστων... My word, ήταν εύκολο!’
Προσέχει το απαθές πρόσωπο του Αντόνιο με θλίψη.
Συνεχίζει βασανίζοντας τον εαυτό της και τον
Αντόνιο. ‘Είναι η ώρα της αλήθειας. Θέλω να τ’
ακούσεις όλα, ώστε να με συχαθείς ολοκληρωτικά.
Έτσι θα είναι πιο εύκολο να ξεχάσεις ό,τι, κι αν
υπάρχει μέσα σου για μένα’. Ο Αντόνιο δε μιλά.
Την κυττάζει μία στιγμή και ύστερα
συγκεντρώνεται στο άδειο ποτήρι του. Η Λίλη
συνεχίζει: ‘Διατέλεσα στη φυλακή Αντόνιο. Αυτό
δεν θα μπορούσες να το ξέρεις από την πρώτη
στιγμή που σε γνώρισα... Δεν μπορούσα να
καταστρέψω ό,τι πιο ωραίο συνέβαινε στη ζωή μου
για πρώτη ίσως και για τελευταία φορά... Αν σου
πω την αληθινή μου ιστορία, θα φρίξεις!’ Τον
παρακολουθούσε με άγχος. Εκείνος πάλι την
κύτταζε με απορία, μη μπορώντας ακόμη κι εκείνη
τη στιγμή να πιστέψει ‘σε τι περίπτωση είχε
πέσει’. Κούνησε το κεφάλι του. ‘Αν αυτό σε
βοηθάει σε κάτι’, είπε κουρασμένα. Η Λίλη πήρε
μια βαθιά αναπνοή και με χαμηλή φωνή άρχισε να
αφηγείται αργά: ‘Ο πατρυιός μου -ο πατέρας μου
είχε πεθάνει αφήνοντας χήρα τη νέα μητέρα μου-
με βίαζε από τα έντεκά μου. Όλα γίνονταν όμορφα,
μυστικά, πολιτισμένα, έτσι που η μάνα μου ούτε
καν το είχε υποψιαστεί. Με είχε καταφέρει να
φυλάξω ‘το μικρό μας μυστικό’ εξαγοράζοντάς με
με δώρα, όπως: κάλτσες νάϋλον, για να τις φορέσω
όταν κάποια στιγμή θα μεγάλωνα, αρώματα,
εσώρουχα πολυτελείας, στηθόδεσμους δαντέλας,
μπικίνι μαγιό και ήμουν μόνο έντεκα. Δεν είχα
καν στήθος, καταλαβαίνεις; Σπάνια μου έπαιρνε
ένα δώρο, κατάλληλο για την ηλικία μου. Το έκανε
μόνο στα γενέθλιά μου και τα Χριστούγεννα. Όλα
αυτά λοιπόν, ώσπου μια μέρα στο σχολείο άκουσα
από μεγαλύτερες μαθήτριες κάποια ιστορία που
έμοιαζε με τη δική μου. Κατάλαβα με τον πιο
σκληρό τρόπο, τι μου έκανε όλο αυτό το διάστημα
ο πατρυιός μου και αντέδρασα άγρια. Πίστεψα ότι
το μυστικό μου είχε αποκαλυφθεί μέσα από τα
μάτια μου, ότι ήμουν πολύ άρρωστη και ότι ήμουν
ένα πολύ κακό παιδί. Άρχισα να αποφεύγω να
πηγαίνω στο σχολείο, άρχισα να κρύβομαι στο ίδιο
μου το σπίτι κάνοντας τη μάνα μου να
στεναχωριέται. Δεν μπορούσα να της μιλήσω.
Βρισκόμουν σε μια φοβερή κατάσταση τρόμου και
πανικού. Ο πατρυιός μου προσπαθούσε να με
καλοπιάσει να μάθει τι είχε συμβεί. Είχε αρχίσει
να υποψιάζεται ότι η όλη υπόθεση είχε σχέση μ’
εκείνον. Μια μέρα που η μάνα μου έλειπε με
εκλεισε στο μικρό shed της αυλής. Ύστερα φώναξε
ένα-δύο γειτονόπουλα δήθεν για να παίξουμε και
μαζί τους βάλθηκε να χτυπά και να κουνά τα
ελαφρά αλουμινένια τοιχεία του. Κλειδωμένη καθώς
ήμουν στο σκοτεινό shed, πανικοβλήθηκα από τον
εκκωφαντικό θόρυβο και σφαλίζοντας τ’ αυτιά μου
με τις παλάμες μου, κουλουριάστηκα στο
τσιμεντένιο δάπεδό του, ουρλιάζοντας. Ταυτόχρονα
κρατούσα τα μάτια μου κλειστά από το φόβο μου,
ενώ οι εφιάλτες μου πάντα μέσα μου, ήταν
αληθινοί κι αδιάψευστοι. Ύστερα από ώρα –έτσι
τουλάχιστον νόμισα- και ενώ αυτοί είχαν
σταματήσει για κάποιο λόγο, εγώ εξακολούθησα να
οδύρομαι. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα. Ήταν η μάνα
μου. Δεν την κατάλαβα και εξακολούθησα να
τσιρίζω τρομοκρατημένη. Ένιωσα κάποιον να μ’
αγκαλιάζει με ορμή, με αγάπη και πάθος, ήταν η
μάνα μου, αλλά δεν τολμούσα ν’ανοίξω τα μάτια
μου για να την αντικρύσω. Η μάνα μου άρχισε να
μου μιλά παρηγοριτικά και να με ρωτά φιλώντάς με
και χαϊδεύοντάς με. ‘Έλα, έλα είμαι εδώ πια...
Καμάρι μου! Τι έκανες παιδί μου; γιατί ήσουν
άτακτη;’ Ρωτούσε, η δύστυχη και με φιλούσε. Μέσα
από λυγμούς και φωνές προσπάθησα να της μιλήσω,
αλλά δεν μπορούσα. Ο πατρυιός μου ήταν ένας
μεγάλος και κακός ψεύτης, ήταν απλά ένας
εγκληματίας. Με είχε σκοτώσει και με είχε θάψει
στην παρουσία της και όμως εκείνη δεν είχε
αντιληφθεί το ελάχιστο, λες και ήταν εντελώς
τυφλή.
Την επόμενη και ενώ εξακολούθησα να τρέμω μέσα
στο κρεββάτι μου, ήρθε κάποια κυρία για να με
δει. Με χάϊδεψε και μου μίλησε. Μου είπε μια
ιστορία που νόμισα πως ήταν η δική μου... Άνοιξα
τα μάτια μου και την κύτταξα με απορία. Τη
ρώτησα: ’πώς το ξέρεις; Σου είπε κάτι ο Τιμ;’
‘Ποιος είναι ο Τιμ;’ Με ρώτησε μαλακά. ‘Ο άντρας
της μάνας μου’ απάντησα. Έτσι λοιπόν το έμαθε η
μάνα μου και έγινε το σώσε! Το έμαθαν οι αρχές
και το έμαθαν ο κόσμος όλος. Είχαμε γίνει
‘ρεζίλι’. Αλλάξαμε σπίτι η μάνα μου κι εγώ, για
να χάσει δήθεν τα ίχνη μας, ο δολιοφθορέας μου.
Είχαμε μόνο κινητό τηλέφωνο... -η μάνα μου
δηλαδή. Δικαστήρια, απομονώσεις απομακρύνσεις,
πρόστιμα... όλα τα αγαθά μαζί! Καταλαβαίνεις, τι
εννοώ: όλα όσα συμπεριλαμβάνονται στο καλάθι της
Δικαιοσύνης... Ύστερα από όλα αυτά, και με το
πέρασμα του χρόνου, πίστεψα πως τον είχα
ξεφορτωθεί. Μια μέρα – ήταν Άνοιξη- με περίμενε
έξω από το σχολείο μου. Ήμουν δεν ήμουν
δεκαπέντε χρονών. Δεν ξέρω από πού το είχε
μάθει, σε ποιο σχολείο πήγαινα, αλλά όπως έγινε
αργότερα γνωστό στις ανακρίσεις, μας έψαχνε και
είχε ανακαλύψει πού μέναμε τελικά και με
παρακολουθούσε. Σάστισα, τρόμαξα, παράλυσα. Με
πλησίασε και μου μίλησε. Φαινόταν ότι είχε
αλλάξει. Το είπε και μόνος του ότι είχε αλλάξει,
ότι είχε μετανιώσει για όλα όσα είχε κάνει και
ότι θα ήθελε να με κεράσει μεσημεριάτικο, μια
και η μάνα μου ήταν στη δουλειά. Δεν ξέρω γιατί
τον πίστεψα, γιατί το έκανα. Ήταν πάντα καλός με
τα λόγια. Έπειθε όταν έκανε τον μετανιωμένο.
Καταβάθος, ίσως και ασυνείδητα, μπορεί και να
χρειαζόμουν έναν άρρενα προστάτη. Ήμουν ένα
παιδί.
Με πήρε στο αυτοκίνητό του και με πήγε σ’ ένα
χαριτωμένο παραθαλάσσιο μέρος. Ένα ωραίο
ξενοδοχείο με ένα πολύ φωτεινό εστιατόριο δίπλα
στη θάλασσα. Φάγαμε λοιπόν εκεί. Ήταν πολύ καλός
και μου φερνόταν σαν αληθινός πατέρας. Μου
μίλησε για τη μάνα μου, πόσο την είχε αγαπήσει
και πως ήταν μεγάλο λάθος του αυτό που μου είχε
κάνει και ότι είχε μετανιώσει πικρά. Τα είχα
χαμένα, αλλά τον πίστεψα. Ήμουν ακόμα τόσο
μικρή! Δεκαπέντε χρονών! Είναι μια ηλικία
ευκολόπιστη. Όταν αποφάγαμε του είπα πως έπρεπε
να με πάει στο σπίτι μου. ‘Ναι βέβαια’ είχε πει
εντελώς φυσικά. ‘Α, έχω ξέρεις κι ένα δωράκι για
σένα’, είχε προσθέσει ξαφνικά σα να το είχε
ξεχάσει. ‘Το έχω αφήσει στο δωμάτιό μου’ είπε
ξανά, αυτή τη φορά βιαστικά και χωρίς να με
κυττάζει. Περίμενα ν’ ακούσω περισσότερα, να
καταλάβω. ‘Εδώ είναι το σπίτι σου; Εδώ μένεις;’
Ρώτησα με κάποια ανυπομονησία. ‘Ναι, σου
αρέσει;’ ρώτησε εντελώς φυσικά πάλι. ‘Είναι
ωραίο μέρος’, είπα σκεφτικά. Άθελά μου είχα
αρχίσει να εκνευρίζομαι. ‘Θέλεις να δεις πού
μένω;’ Ρώτησε ξανά. ‘Δε χρειάζεται. Δε θέλω να
αργήσω’, είπα κουρασμένα. Μου χαμογέλασε με το
πιο αθώο χαμόγελο και είπε: ‘Καταλαβαίνω, δεν με
εμπιστεύεσαι’. Δε μίλησα. ‘Καλά... τότε θα πάω
μόνος μου ως το δωμάτιό μου και θα επιστρέψω’
είπε. Άρχισε ν’ απομακρύνεται από το τραπέζι.
Κρύωνα. Έβαλα μηχανικά τα γάντια μου. Κύτταξα
γύρω μου. Δεν ήταν κανείς εκεί έξω πέρα από τον
μαγαζάτορα που ήταν μέσα στο εστιατόριο. Έτσι
τουλάχιστον νόμισα. Φοβήθηκα. Σηκώθηκα
αποφασιστικά. Κύτταξα ξανά γύρω μου. Ήθελα να
βεβαιωθώ. Ήταν αλήθεια ερημιά. Έτσι φαινόταν.
‘Εκείνος’, ο πρώην πατρυιός μου κι εγώ.
‘Εκείνος’ προχωρούσε τώρα πια προς το ‘δωμάτιό
του’. Αποφασιστικά και βιαστικά πήρα και έκρυψα
στο αριστερό μακρύ μανίκι της σχολικής στολής
μου, το μυτερό μεταλλικό σουβλί από το
κοντοσούβλι που είχα φάει. Το έκανα εσκεμμένα.
Αποδείχτηκε ότι κατά βάθος δεν τον είχα
πιστέψει. Το υποσυνείδητο είχε αναρριχηθεί στην
επιφάνεια της νόησης και επηρέαζε την κρίση μου:
δεν πίστευα τώρα πια ότι είχε αλλάξει μια
σταλιά. Αφού λοιπόν το είχα κάνει αυτό με
ασφάλεια, χωρίς την αντίληψη των κινήσεών μου
από κανέναν, φώναξα με φωνή παλλόμενη από τον
φόβο εκείνης της ερημιάς, τώρα πια: ‘Περίμενε,
έρχομαι’. Άφησα το τραπέζι βιαστικά και τον
ακολούθησα. Ο άντρας γύρισε χαμογελώντας, με
είδε που τον ακολουθούσα και σταμάτησε για να με
περιμένει. Όταν έφτασα κοντά του πέρασε το
μπράτσο του στους ώμους μου κτητικά, όπως έκανε
όταν ήμουν πιο μικρή, τότε που έμενε με τη μάνα
μου και με θεωρούσε κτήμα του. Δεν αντέδρασα και
αυτό εκλήφθη εκ μέρους του, σα δική μου
συγκατάθεση στην κίνησή του και όλες εκείνες που
πιθανόν θα ακολουθούσαν. Πήγαμε σ’ ένα μεγάλο
δωμάτιο με ένα διπλό κρεββάτι. Τα στρωσίδια του
ήταν ακατάστατα. Μια γυναικεία ρόμπα κρεμόταν
στη μία άκρη του. Κατάλαβα ότι είχε κοιμηθεί με
γυναίκα. Εκείνος έκλεισε την πόρτα πίσω του και
με πλησίασε. Ήξερε τον τρόπο. Αργός, νωχελικός,
ήσυχος, θα έλεγε κανείς ότι ο δίπλα του ήταν
καταδικός του. ‘Σταμάτα!’ είπα αποφασιστικά.
Χαμογέλασε. ‘Γιατί παιδί μου; Έγινες πια
γυναίκα, δεν
σου έλειψε ο έρωτάς μας;’ είπε χυδαία κι αυτό μ’
έκανε ν’ ανατριχιάσω, να επαναστατήσω. Ήμουν
μικρό παιδί τότε που με βίαζε κι εκείνη τη
στιγμή εξακολουθούσα να είμαι παιδί, ένα κορίτσι
δεκαπεντάχρονο, και μου μιλούσε σα να ήμουν μια
ενήλικη γυναίκα μυημένη στον έρωτα. Δεν είπα
τίποτα. Προσπάθησα ν’ αποκρύψω την απέχθειά μου.
Τον κύτταζα δήθεν αδιάφορα. Στάθηκε απέναντί μου
και άρχισε να γδύνεται. ‘Εβγαλε το πουκάμισό του
και κινήθηκε να βγάλει τη σχολική ζακέτα μου,
και ενώ με κύτταζε στο πρόσωπο μ’ εκείνο το
σαρδόνιο χαμόγελό του, της βεβαιότητάς του, του
σάτυρου, τράβηξα με το δεξί μου χέρι το σουβλί
και το κάρφωσα πάνω του με δύναμη. Δεν ξέρω πώς
έγινε, πού βρήκα εκείνη τη δύναμη και κινήθηκα
τόσο γρήγορα και τον χτύπησα. Με κύτταξε
ερωτηματικά. Δεν είχε πάρει στα σοβαρά τις
αντιδράσεις μου. Τράβηξα το σουβλί με μανία και
το ξανάκανα. Ένιωσα μια τρελή χαρά μέσα μου.
‘Παλιάνθρωπε!’ είπα με μίσος μέσα από τα δόντια
μου, όταν τον είδα να σωριάζεται κάτω,
αναίσθητος. Είχε τα μάτια κλειστά και δυο μικρές
κηλίδες στη φανέλα του έδειχναν πού τον είχα
χτυπήσει. Δεν μ’ ένοιαξε καθόλου. Πέταξα το
σουβλί στο καλάθι σκουπιδιών, δίπλα στην πόρτα
της εισόδου στο μικρό διαμέρισμα, και βγήκα έξω
ήρεμα. Φορούσα πάντα τα γάντια μου. Τα είχα
ξεχάσει εντελώς απάνω μου. Ήμουν ψύχραιμη όταν
βάδισα προς το δρόμο. Για καλή μου τύχη ένα
λεωφορείο κατέφθανε εκείνη τη στιγμή. Προσπάθησα
να συγκεντρωθώ. Μόλις σταμάτησε ρώτησα για το
δρομολόγιό του. Ο οδηγός απάντησε πως θα
επέστρεφε στο κοντινότερο προάστιο σε μερικά
λεπτά.
Ανέβηκα και περίμενα. Κάποιοι άνθρωποι από το
ξενοδοχείο βγήκαν και ανέβηκαν στο λεωφορείο.
Εγώ ήμουν απόλυτα φυσιολογική, νομίζω. Σε λίγα
λεπτά φεύγαμε. Ένιωθα ότι είχα ξεμπερδέψει μια
για πάντα μ’ εκείνον τον παλιάνθρωπο. Ούτε καν
ενδιαφερόμουν αν τον εύρισκαν ζωντανό ή
πεθαμένο. Για μένα ήταν νεκρός, εντελώς νεκρός!
Περνούσαν οι μέρες. Κάποια από αυτές με φώναξαν
στο γραφείο της Διεύθυνσης του Σχολείου μου. Ο
Διευθυντής με περίμενε έξω από αυτό πολύ σοβαρός
και εν καιρώ με ενημέρωσε... Είπε ότι κάποιοι
κύριοι με περίμεναν και ότι ήθελαν να μου
μιλήσουν για κάτι! Με οδήγησε στο γραφείο του
και μας άφησε μόνους, εμένα και τους δύο
αγνώστους που περίμεναν. Με ρώτησαν αν είχα δει
τελευταία τον πρώην πατρυιό μου. Απάντησα
αρνητικά. Με κύτταζαν έντονα στα μάτια
προσπαθώντας θαρρείς να τα διαπεράσουν με τη
δική τους ματιά, για να διαβάσουν μέσα τους την
αλήθεια. Τους κύτταζα κι εγώ άφοβα, γιατί δεν μ’
ένοιαζε τι θ’ ακολουθούσε. ‘Τους μπέρδεψα!’
σκέφτηκα. Έτσι είχα νομίσει. Με άφησαν λοιπόν να
φύγω και πίστεψα ότι τα είχα καταφέρει να μ’
αφήσουν ήσυχη. Αργότερα το ίδιο βράδυ στο σπίτι
μας στης μητέρας μου- μας επισκέφτηκαν και πάλι
οι δύο άγνωστοι γνωστοί του σχολικού γραφείου.
Ήταν αστυνομικοί. Η μάνα μου τα είχε χάσει. Δεν
είχε ιδέα περί τίνος επρόκειτο. ‘Κυρία μου, ο
πρώην συζυγός σας βρέθηκε στο δωμάτιό του
χτυπημένος με ένα μυτερό μεταλλικό αντικείμενο
στο στήθος. Μόλις και που τη γλύτωσε. Είναι
καλύτερα, αλλά δε θέλει να μαρτυρήσει τι ακριβώς
συνέβη, ποιος του το έκανε αυτό, αν κάποιος του
επιτέθηκε. Όμως εμείς σαν αστυνομία έχουμε
υποχρέωση να βρούμε τι συνέβη, γιατί δεν μπορεί
ο καθένας να κάνει τέτοιες δουλειές μέσα στην
κοινωνία μας και να μην συλλαμβάνεται. Είδαμε τη
θυγατέρα σας σήμερα το πρωΐ στο σχολείο. Είπε
πως δεν είχε δει τον πρώην σας, όμως στο
εστιατόριο του ξενοδοχείου του, ο πρώην σας είχε
φάει με μια μικρή κοπέλα. Είχαν μάλιστα υποθέσει
από την οικειότητά του, ότι μπορεί να ήταν
θυγατέρα του. Ρωτήσαμε λοιπόν δείχνοντας τη
φωτογραφία της κόρης σας, αν αυτή ήταν το
κορίτσι με τον πρώην σας. Λυπάμαι, αλλά
αναγνώρισαν τη θυγατέρα σας. Θέλουμε όμως να το
ομολογήσει και η ίδια’. Η φτωχή μητέρα μου είχε
χλωμιάσει και με είχε κυττάξει ερωτηματικά. Ήταν
ολοφάνερο ότι δεν είχε ιδέα η δύστυχη. Δεν της
είχα πει τίποτα. Έκανα λοιπόν πως δεν
καταλάβαινα τι συνέβαινε και επέμενα να μ’
αφήσουν ήσυχη. Ξαναήρθαν λοιπόν στο σχολείο την
άλλη μέρα. Είχαν γίνει η σκιά μου. Έδειξαν τη
φωτογραφία του πατρυιού μου στο σχολείο και
ρώτησαν αν είχαν δει το άτομο αυτό, κάποια από
τις ημέρες των δύο τελευταίων εβδομάδων.
Βρέθηκαν αρκετοί μαθητές που είπαν ότι ναι με
είχαν δει να μιλάω μαζί του και ότι τον είχα
ακολουθήσει στο αυτοκίνητό του. Αυτό ήταν. Με
συνέλαβαν και αφού πρώτα μου πήραν τα δακτυλικά
αποτυπώματα με πήγαν ύστερα στον εισαγγελέα.
Είχαν βρει το σουβλί με το οποίο είχα καρφώσει
τον πατρυιό μου δυο φορές. Αν και είχαν
προσπαθήσει δεν είχαν μπόρεσει να βρουν
αποτυπώματα για να τα συγκρίνουν με τα δικά μου.
Βλέπεις κρύωνα και φορούσα τα γάντια μου. Παρόλο
που είχαμε μπει στην άνοιξη, έκανε ψύχρα και δεν
τα είχα βγάλει.
Ορίστηκε η συνάντησή μου με τον πατρυιό μου, ο
οποίος αρνήθηκε τα πάντα, όπως είχα κάνει κι
εγώ. Όμως οι μαρτυρίες του εστιάτορα και των
μαθητών του σχολείου μου και στη συνέχεια η
αναπαράσταση, μας έκαναν να ομολογήσουμε τι είχε
συμβεί. Αυτός μεν έφαγε φυλακή για εκ νέου
παραπλάνηση ανηλίκου κι εγώ κλείστηκα σε
αναμορφωτήριο για ένα εξάμηνο, για την πράξη
μου, αν και είχε κριθεί ως πράξη άμυνας. Με
είχαν φάει με τις νουθεσίες τους οι ψυχολόγοι
και, και, και... πράγματα που συμβαίνουν σε
αυτές τις περιπτώσεις. Ο πατρυιός μου δεν
ξανακούστηκε, κι εγώ θεωρήθηκα, και καταγράφτηκα
στις στατιστικές του κράτους, ως προβληματικό
παιδί. Ήμουν και είμαι τελικά και όντως
εξακολουθεί να αποδεικνύεται!’ Η Λίλη πήρε μία
βαθιά αναπνοή. Ο Αντόνιο την κύτταξε με
περιέργεια, ούτε καν με κάποιο οίκτο. Δεν
μπορούσε να πιστέψει ότι η νέα γυναίκα απέναντί
του, ήταν η Λίλη του αεροπλάνου. Η αλήθεια δεν
μπορούσε να συμβιβαστεί με εκείνη τη ρομαντική
ιστορία. Ωστόσο περίμενε ν’ ακούσει κι άλλα. Η
Λίλη κάνοντας μια ελάχιστη διακοπή για ν’
ανασάνει, έδειξε ότι ήταν έτοιμη για να
συνεχίσει. Αναμφίβολα της ήταν δύσκολο να μιλάει
για τη ζωή της και δικαιολογημένα. Ήταν τραγική
μέχρι εκείνη τη στιγμή, τουλάχιστον. ‘Αργότερα
εργάστηκα σα γραμματέας σε δικηγορικό γραφείο
και εκεί γνώρισα τον... πολιτικό... άσε καλύτερα
να μη λέμε ονόματα... αν και ήδη το ξέρεις. Μου
φέρθηκε όμορφα τον πρώτο καιρό. Ύστερα μου είπε
πως ήξερε τα πάντα για μένα. Φοβήθηκα τους
εκβιασμούς. Έγινα φιλενάδα του. Αργότερα μου
είπε πως είχε έναν πάμπλουτο φίλο που κάποια
στιγμή με είχε δει από μακρυά και ήθελε να με
γνωρίσει. Μου είπε ότι ήθελε να με κάνει δώρο
στον φίλο του μία και μόνη φορά, για να τον
ευχαριστήσει. Δεν ήθελα. Αγρίεψα. Θύμωσε. Με
απείλησε. Τα χάλασα μαζί του. Αργότερα έδειξε
μεταμέλεια, μου έκανε δώρα και με κατάφερε να
επιστρέψω κοντά του. Για λίγο όλα πήγαιναν καλά.
Κάποια στιγμή όμως πάλι τα ίδια: εμφανίστηκε
ένας άλλος φίλος του. Μου είπε ότι θα
αποκτούσαμε μία περιουσία αν πήγαινα μαζί του
μια μόνο φορά. Πήγα... Είχα πάρει πια τον
αληθινό κατήφορο. Ύστερα ήρθε ένας άλλος και
τέλος έμαθα το μεγάλο το συνταρακτικό μυστικό:
κάποιοι από τους σπουδαίους άντρες που μου είχε
γνωρίσει έκαναν αυτή ακριβώς τη δουλειά, την
ίδια που έκανε ο δικόςμου: πασάριζαν ο ένας στον
άλλον τις ‘καλές’ τους. Είχε πιάσει το κόλπο και
με μεγάλη επιτυχία μάλιστα. Υπήρχε και το στέκι,
ένα υπέροχο διαμέρισμα τεσσάρων δωματίων στην
καρδιά της πόλης. Υπερπολυτελές, με τέσσερα
μπάνια και με κουζίνα σικ, πλούσιο μπαρ, ρόμπες,
νυχτικιές και πυτζάμες... παντόφλες μεταξωτές, α
real family affair... prostitution of a high
class! Εκεί βρίσκομαι καλέ μου τώρα πια.
Ανακατεμένη ‘στην οικογενειακή επιχείρηση’ boots
and all!’ Ο Αντόνιο την κύτταζε με μισόκλειστα
μάτια. Διαρκώς αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατόν το
κορίτσι που γνώρισε στο τελευταίο ταξίδι του
στην Ευρώπη, να ήταν αυτή η ίδια γυναίκα
απέναντί του, με ένα απίστευτο παρελθόν και
τέλος τον τίτλο της μαντάμ ενός πολυτελούς οίκου
ανοχής; ‘Πώς γίνονται τα λάθη; Έτσι κάπως!’
έκλεισε τα μάτια: ’δεν είναι όνειρο, δεν είναι
καν εφιάλτης είναι η bloody αλήθεια!’ σκέφτηκε
και ένας
πόνος στο μέτωπο τον έκανε να τρίψει τα μηνίγγια
του. Η Λίλη χωρίς να τον προσέχει, πρόσθεσε: ‘Α
είναι και κάτι ακόμα. Αν τολμήσω να αποχωρήσω
από την επιχείρηση, θα πληρώσω πολύ ακριβά,
καθώς θεωρεί ότι είμαι σκλάβα του εφ’ όρου ζωής.
Είπαμε ποιανού, τέλος πάντων’. ‘Έτσι λοιπόν
αποφάσισες ότι είσαι καμμένο χαρτί και ανέχεσαι
την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι. Αναρωτιέμαι
αν κάτω από την υποφαινόμενη βρίσκεται ακόμη η
αληθινή Λίλη!’ είπε ο Αντόνιο προσπαθώντας
μάταια να κρύψει την οργή του. Η γυναίκα
βιάστηκε να φορέσει πίσω τα μαύρα της γυαλιά ενώ
η μύτη της είχε ξαφνικά κοκκινίσει. Ο Αντόνιο
κατάλαβε. Τραβηξε αργά τα γυαλιά από τα πρόσωπό
της. Τα δάκρυα γυάλυζαν στα μάτια της, όπως το
είχε φανταστεί. Η Λίλη έκλαιγε. Επομένως υπήρχε
ακόμη κάτι αγνό μέσα της. Την κύτταξε λυπημένος.
Κούνησε το κεφάλι του. Δεν είχε λόγια. Ένας
κόμπος του είχε σβήσει τη φωνή. Η Λίλη τον
κύτταξε με ωδύνη. Με δυσκολία μπόρεσε και
πρόσθεσε κάποια λόγια ακόμη, σα να ήθελε να
μαλακώσει τις εντυπώσεις των προηγουμένων λόγων
της. ‘Αντόνιο φύγε μακριά μου, όσο πιο γρήγορα
μπορείς. Φύγε πριν σε καταστρέψουν με τον δικο
τους τρόπο. Δεν πρέπει να μάθει ο ......., ποτέ
τι έγινε ανάμεσά μας. Ήταν πολύ όμορφο αυτό που
μου συνέβη και μακάρι να ήμουν το πλάσμα που
είχες φανταστεί ότι είμαι. Ξέρω ότι φταίω που σε
έκανα να πιστέψεις σε μένα. Σου ζητώ συγγνώμη
και θέλω να ξέρεις ότι θα σε θυμάμαι πάντα ως το
ωραιότερο δώρο που μου έκανε ποτέ αυτή η ζωή.
Γνώρισα τη ζεστασιά της αλήθειας και του
αυθορμητισμού... και σ’ ευχαριστώ γι αυτό’.
Κάρφωσε το βλέμμα της στο δικό του και ύστερα
φορώντας και πάλι βιαστικά τα μαύρα της γυαλιά,
σηκώθηκε αποφασιστικά. ‘Πρέπει να γυρίσω πίσω’,
είπε κι αφήνοντας το τραπέζι τους, κατευθύνθηκε
βιαστικά στην πόρτα του εστιατορίου. Ο Αντόνιο
δεν έκανε την παραμικρή κίνηση για να την
εμποδίσει. Έμεινε εκεί σκεφτικός. Ήπιε λίγο
ακόμα από το κόκκινο κρασί και κύτταξε ένα γύρω
το εστιατόριο. Δεν το είχε προσέξει καλά, όσο
ήταν η Λίλη καθισμένη απέναντί του. Ήταν πολύ
ενδιαφέρον το περιβάλλον του: ζεστό, μάλλον
οικογενειακό, μέσα στην χαριτωμένη απλότητά του.
‘Πού να πιστέψει κανείς ότι υπάρχουν ακόμη
τέτοια στέκια σ’ αυτή τη κυνική πολιτεία!’
θαύμασε ο Αντόνιο. Η Ρόσα πλησίασε το ραπέζι του
και στάθηκε απέναντί του. ‘Μου επιτρέπετε;’
Ρώτησε απλά. Ο Αντόνιο είχε πέσει από έκπληξη σε
έκπληξη, οπότε ακόμη μία, ετούτη, δε θα άλλαζε
και πολύ το πώς αισθανόταν. ‘Είσαι ο Αντόνιο...
υποθέτω...’ είπε η Ρόσα και ο Αντόνιο την
κύτταξε ήσυχα, αλλά δεν μίλησε. Η Ρόσα συνέχισε
αργά. ‘Η Λίλη είναι εξαδέρφη μου... από τη μεριά
του πατέρα μου. Είναι η μόνη συγγένισσά μου σ’
ετούτη τη ζούγκλα... Όταν γύρισε από το
τελευταίο της ταξίδι στην Ευρώπη ένιωσα ότι κάτι
είχε αλλάξει. Είχε γνωρίσει κάτι που την έκανε
να λάμπει και να έχει κάποια αισιοδοξία.
Παλιοζωή! Όλα άρχισαν στραβά για τη Λίλη, όταν
ακόμη ήταν μικρή. Άλλα παιδιά παίζουν κι άλλα
γίνονται μάρτυρες. Η μάνα της ήταν ανέκαθεν μια
αδύνατη γυναικούλα. Το έλεγε πάντα ο
πατέρας μου, ήταν πρώτη του εξαδέρφη. Ακόμη ίδια
είναι. Ζει ολομόναχη με τα λεφτά της Λίλης. Ούτε
και ξέρει τι επαγγέλλεται η θυγατέρα της. Αν το
ήξερε δε θα δεχόταν ποτέ τα λεφτά της. Δεν έχει
και υγεία. Είναι ασθενικιά. Πήρε τον κατήφορο
όταν έμαθε ότι ο δεύτερος άντρας της -είχε
μείνει χήρα από τον πρώτο της, τον πατέρα της
Λίλης- είχε βγάλει τα μάτια του και της
μοναχοκόρης της. Τον κλώτσησε εκείνη κιόλας την
ημέρα και δεν τον ξανακύτταξε τον παλιάνθρωπο, ή
όποιον άλλον. Τι τα θες όμως; το κορίτσι είχε
καταστραφεί. Μία κατάσταση αφόρητη για όλους
μας. Μετά από εκείνο το κακό ήρθε και το άλλο το
τελευταίο: ο Μπράϊαν... πολιτισμένος άνθρωπος
σου λέει, πολιτικός, ασχολείται με την καλή
συντήρηση του περιβάλλοντος... Κατάλαβες τι σου
λέω; Δεν είναι τραγική ειρωνία; Βρωμάει το
συνάφι του. Αλοίμονο από εμάς! Ποιος μπορεί να
τα βάλει με δαύτους; Σε καθαρίζουν και νομίζεις
ότι σου ήρθε από τον ουρανό... Ένα
αυτοκινητιστικό, τέτοια πράγματα, και άντε να
βρεις την άκρη. Εκεί βρισκόμαστε με τη Λίλη. Η
Λίλη είναι εγώ. Ξέρω τα πάντα για το κορίτσι, τα
πάντα σου λέω. Είναι καλή πάστα. Δεν ξέρω πότε
θα επαναστατήσει έτσι που άφησε τον εαυτό της να
κατρακυλήσει. Μόλις χτυπήσει μπάτο νομίζω θα
είναι και το τέλος αυτής της φοβερής κατάστασης,
αλλά πιθανόν και το δικό της. Αντόνιο – μου
επιτρέπεις να σε καλώ με τ’ όνομά σου- μου
μίλησε για σένα για τον έρωτά σας στην Αθήνα...
Σε μελετάει και κλαίει. Έμπλεξε, ήταν
απροστάτευτη. Δεν μας έλεγε τα πάντα μέχρι που
ξεχύλησε το ποτήρι. Εσύ ήσουν η ηλιαχτίδα της
ζωής της. Γιατί κάθομαι και σου τα λέω όλα αυτά;
Ίσως γιατί δε θέλω να σκεφτείς τα χειρότερα για
τη Λίλη. Δεν είναι πορωμένη, άτυχη είναι.
Συχαίνεται αυτό που κάνει και τις περισσότερες
φορές κάνει την άρρωστη ώσπου πέτυχε τελικά να
απέχει από τα όργια και απλά κανονίζει για τις
άλλες. Είναι η Μαντάμ, κατάλαβες; Σε παρακαλώ να
την συγχωρέσεις και να τη σκέφτεσαι με
επιείκεια. Και κάτι άλλο. Μην την ξαναδείς.
Κινδυνεύει το κεφάλι σου!’ Η Ρόσα σηκώθηκε και
πήγε πίσω στο ταμείο σα να μην είχε συμβεί
τίποτα απολύτως. Ο Αντόνιο δε γύρισε να την
κυττάξει, δεν είπε ούτε μια λέξη. Kάθισε εκεί
μόνος και ήπιε από την κανάτα του κρασιού, μέχρι
που την άδειασε. Δεν τον έπιασε σταλιά το αλκοόλ
του. Ύστερα από λίγο σηκώθηκε και προχώρησε στο
ταμείο. Έβγαλε από το πορτοφόλι του ένα
εκατοστάρικο. Η Ρόσα δεν μίλησε, δεν είπε τίποτα
για λεφτά. Δεν κύτταξε καν το εκατοστάρικο. Ο
Αντόνιο το ένιωσε ότι δεν είχαν καμμία σημασία
για τη Ρόσα εκείνη τη στιγμή. Προσποιήθηκε
λοιπόν ότι είχε αφήσει κάτι στο τραπέζι όπου
είχαν καθίσει και πηγαίνοντας πάλι πίσω σ’
εκείνο, με γυρισμένη την πλάτη του προς το μέρος
της Ρόσα, άφησε το εκατοστάρικο κάτω από ένα
χρησιμοποιημένο πιατάκι. Δεν ήθελε να την
προσβάλλει. Πέρασαν αρκετές εβδομάδες από εκείνη
την δραματική επαφή του Αντόνιο με την Λίλη.
Ήταν μία πολύ δύσκολη περίοδος, δοκιμασμένη από
την αγωνία και την πικρία του προδομένου
ανθρώπου, που ενώ πίστευε ότι κύτταζε ψηλά, είχε
σκύψει πάνω από τη λάσπη. Ο Αντόνιο δεν μπορούσε
να ηρεμήσει. Συχνά κατέφευγε στο μικρό
εστιατόριο της Ρόσα, στο γωνιακό τραπεζάκι όπου
είχαν καθήσει με τη Λίλη, χωρίς να ξέρει ακριβώς
το γιατί. Ήταν σα να μην ήθελε να ξεθωριάσει η
μνήμη εκείνης της συνάντησης που ήταν μία
εξομολόγηση χωρίς κάθαρση, αποδεδειγμένα. Η
αισθηματικότητά του σε σχέση με την όλη
περιπέτειά του είχε σκοντάψει κάπου εκεί: μεταξύ
Ρώμης, Αθήνας, της διαπίστωσής του για το ποιόν
της Λίλης και της εξομολόγησής της. Δεν μπορούσε
όμως να απαγκιστρωθεί. Δεν ήταν εύκολο να
διαγράψει από το είναι του ένα δυνατό αίσθημα
σαν το δικό του για τη Λίλη του αεροπλάνου, για
τη Λίλη της Αθήνας. ‘Δε θα μου περάσει!’
σκεφτόταν με ενδόμυχη αγωνία και προσπαθούσε να
πείσει τον εαυτό του ότι αγαπούσε μια
‘ανισόρροπη γυναίκα’, που είχε χάσει το τραίνο
της ζωής στα έντεκά της χρόνια. Ήξερε ότι δεν
υπήρχε γυρισμός στην αθωότητα για εκείνη, ούτε
στην ηρεμία για εκείνον. Αργά εκείνο το πρωΐ το
ραδιόφωνο σταμάτησε ξαφνικά για να ανακοινώσει
ένα έκτακτο δελτίο: τη δολοφονία του Μπράϊαν Β.,
του πολιτικού που είχε εναποθέσει τη σφραγίδα
του στη ζωή του τόπου, με την σπουδαία
σταδιοδρομία και τους πιστούς ψηφοφόρους του. Ο
Αντόνιο άκουσε με κομμένη την αναπνοή. ‘Όχι η
Λίλη Θεέ μου! μη μου το κάνεις αυτό πανάθεμά
με!’ σκέφτηκε παγωμένος. Θυμήθηκε τι είχε συμβεί
με τον πατρυιό της στα δεκαπέντε της και
κυριεύτηκε από πανικό. Δεν ήξερε τι να κάνει.
Έκανε ένα παγωμένο ντούζ και ντύθηκε προσεκτικά.
Ύστερα κατέβηκε στο γκαράζ προσπαθώντας να
διατηρήσει την ψυχραιμία του. Άνοιξε την
αυτόματη γκαραζόπορτα κι άρχισε το αυτοκίνητό
του. Κατέβηκε στην πόλη αργά προσεκτικά
και κατευθύνθηκε στο κτίριο όπου ήταν το
πολυτελές διαμέρισμα της επιχείρησης του
‘έντιμου, κατά τα άλλα...’, Μπράϊαν. Περίμενε
εκεί στην μεγάλη του είσοδο λες και η μέρα ήταν
ατέλειωτη και δεν είχε σημασία ‘αρκούσε...’ ναι
ομολόγησε ξανά και ξανά στον εαυτό του ότι ήταν
πολύ άρρωστος για να ενεργεί με τέτοιο τρόπο τη
στιγμή που δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με το
ποιόν της Λίλης. Αποφάσισε να περιμένει.
Περίμενε λοιπόν ώσπου... και τότε ακριβώς την
είδε, εκείνη, τη Λίλη ντυμένη στα μαύρα να
βγαίνει ήσυχα, χωρίς καμμιά βιασύνη φορώντας
πάντα τα μεγάλα μαύρα γυαλιά της. Ησύχασε για
μια στιγμή. Κατάλαβε ότι κυκλοφορούσε ελεύθερη,
εκείνη τη χρονική στιγμή τουλάχιστον, ίσως και
για μερικές ώρες. Ποιος ήξερε τι άραγε θ’
ακολουθούσε; Τελικά τον είδε και προχώρησε
αποφασιστικά προς το μέρος του. Τον πλησίασε
επιτέλους και τότε ο Αντόνιο πείστηκε ότι
πραγματικά αυτόν και μόνο κύτταζε και
προηγουμένως, όλα εκείνα τα δευτερόλεπτα. ’Έλα
σε περίμενα’, είπε και τον έπιασε αγκαζέ. Ο
Αντόνιο δεν αντέδρασε. ‘Είναι ένας εφιάλτης
χωρίς τέλος αυτή η ‘δήθεν’ σχέση!’ σκέφτηκε
προχωρώντας αμίλητος δίπλα της. Δεν ένιωθε
συγκίνηση στο άγγιγμά της, στο ακούμπησμα του
σώματός του με το δικό της, το βάδισμά της δίπλα
στο δικό του. Απλά... ‘υπάρχει ένα φοβερό
δηλητήριο μέσα μου που με επηρεάζει σε βαθμό
σχιζοφρένειας!’ σκέφτηκε. Πραγματικά ήταν πολύ
άρρωστη εκείνη η σχέση τους τελικά. Κατάλαβε που
τον πήγαινε: πού αλλού, παρά στο στέκι της Ρόσα;
Το οικογενειακό στέκι με την πιο νόστιμη πίτσα
στην Πόλη του Σύδνεϋ, φάνηκε ότι είχε ανοίξει
ενωρίτερα αυτή τη φορά. Υπήρχε κάποια
χέση με το ‘γεγονός της εκτέλεσης του Μπράϊαν’
και σ’ αυτό; ‘Δεν ξέρω γιατί έφτασα να σκέφτομαι
ότι πρόκειται περί οικογενειακής συνομωσίας!’
σκέφτηκε και πάλι ο Αντόνιο, χωρίς ωστόσο να
αντιδρά με οιονδήποτε τρόπο, ή ακόμα και να
προφέρει κάποιες λέξεις. Η Λίλη και ο Αντόνιο
μπήκαν στο μαγαζάκι της Ρόσα και κατευθύνθηκαν
προς το γνωστό τους γωνιακό τραπέζι, το δικό
του... το δικό τους... ‘Θα σκέφτεσαι αν το έκανα
εγώ! Έτσι;’ ρώτησε η Λίλη όταν είχαν καθίσει
γύρω από το τραπέζι τους. Ο Αντόνιο δεν μιλούσε.
‘Δε θα το πιστέψεις. Μου είχε περάσει από το
μυαλό άλλοτε – ξέρεις τι εννοώ-, έτσι χωμένη που
ήμουν στη βρώμα. Όμως εσύ με την επιμονή σου με
έκανες να σκεφτώ ότι υπάρχει ‘το άλλο στη ζωή’
όποιο κι αν είναι. Χειρότερο πάντως από αυτό το
οποίο ζούσα και ζω δε θα μπορούσε να είναι. Όχι,
δε τον έκανα εγώ. Ο ‘άντρας’ είχε κι άλλα πολλά
κρυμμένα στο μανίκι του: ναρκωτικά, λαθρεμπόριο,
παιδεραστία και, και, και... Διασυνδέσεις με
συγκεκριμένη ασιατική χώρα, διασυνδέσεις μέσω
ηλεκτρονικού διαδικτύου... Είχα τις υποψίες μου,
αλλά όπως διαπιστώνεται είχε τον τρόπο του να τα
φτιάχνει έτσι, ώστε να υπάρχει το στεγανό
ανάμεσά τους –εννοώ ανάμεσα στις διάφορες
ομάδες-επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, εμείς δεν
ξέραμε τίποτα για τις άλλες επιχειρήσεις του και
οι άλλες επιχειρήσεις του δεν ήξεραν τίποτα για
εμάς. Ένας μεγάλος των ναρκωτικών λοιπόν, τον
επισκέφτηκε στο σπίτι του και τον ταχτοποίησε.
Όχι μόνο δεν ξέρουν ποιος μπορεί να είναι, αλλά
μήτε υπάρχει κάποιος τον οποίο να υποψιάζονται.
Ωστόσο κύκλοι στους οποίους συμμετείχε
επιβεβαιώνουν ότι ‘ο πολιτικός άντρας’ έκανε
χρήση ναρκωτικών ουσιών και μάλιστα τροφοδοτούσε
κι άλλους επί πληρωμή πάντα. Άρχισαν και ψάχνουν
συστηματικά τις αποθηκεύσεις του υπολογιστή του.
Έμαθα εχτές βράδυ ότι είχαν αρχίσει από καιρό να
τον παρακολουθύν και να τον ψάχνουν. Εκείνος
κάτι ήξερε αλλά είχε δύναμη και χρήμα και δε
φοβόταν. Είχε υποστηρικτές σαν τον εαυτό του.
Τώρα μετά θάνατο, υπάρχει ελπίδα ν’ ανακαλύψουν
τις βρωμιές του και πέρα από το δικό μας
κύκλωμα. Μην τρομάξεις αν κάποια στιγμή ακούσεις
και γι’ αυτό. Σίγουρα δε θα τη γλυτώσουμε.
Μπορεί βέβαια οι άλλοι, εννοώ τους δικούς του
συναδέλφους και στην πολιτική αλλά και στην
‘παραπολιτική’ των παρανόμων επιχειρήσεών του,
να κατορθώσουν να τα σκεπάσουν. Ξέρεις πώς είναι
με αυτούς: κάνε ό,τι θέλεις αλλά μην αφήνεις να
σε πιάσουν! Γιατί αν συμβεί κάτι τέτοιο όσο και
να προσπαθήσουν οι δικοί να τα σκεπάσουν σαν τις
γάτες, μπορεί τελικά να μην τα καταφέρουν. Μένει
πάντα η οσμή! Βρήκαν λοιπόν δίπλα στο πτώμα του
ένα σημείωμα που έλεγε ότι ‘οι μάγκες μόνο έτσι
εκδικούνται τον προδότη τους. Ο φίλτατός σου
οπιομανής’. Τρέχα γύρευε δηλαδή. Ούτε δαχτυλικά
αποτυπώματα, ούτε ιδέα πώς γράφτηκε εκείνο το
σημείωμα... από πρίντερ είχε βγει... με γάντι
είχε πιαστεί... Ανακάλυψαν βέβαια σε συρτάρια σε
διάφορα σημεία του σπιτιού του και στα
ντουλαπάκια της τουαλέττας του, σακκουλίτσες
ναρκωτικών ουσιών –μεγάλες ποσότητες άκουσα- και
μέσα στην ντουλάπα των ρούχων του, σε ένα
σιδερένιο χρηματοκιβώτιο, ολόκληρο αρχείο
παιδεραστίας, πορνογραφικά videos και τα
παρόμοια. Ανακάλυψαν μυστικούς λογαριασμούς στις
Τράπεζες και τα χρήματα αναμφίβολα προέρχονταν
από τις ανόσιες επιχειρήσεις του. Μάλιστα. Αυτά
τα άκουσα χτες βράδυ, από έναν γνωστό μου που
κυκλοφορεί στους διαδρόμους της Βουλής. Τον
Μπράϊαν τον έχουν στο νεκροτομείο τώρα πια.
Εντάξει τέτοιοι άντρες δεν θά ‘πρεπε να
θάβονται. Θά ‘πρεπε να τους πετάνε στα
παλιόσκυλα, κυρίως όταν πρόκειται να τα
δηλητηριάσουν! Ένας παλιάνθρωπος λιγότερος στον
κόσμο ετούτο, μέχρι που να καταλάβουν τη θέση
του άλλοι χίλιοι τελικά, αν όχι περισσότεροι.
Πριν από πέντε μήνες ο γιατρός μου, μου είχε
δώσει ένα γράμμα που επιβεβαιώνει ότι πάσχω από
μία σοβαρή μορφή θαλασσαιμίας, γεγονός που μου
απαγορεύει να ασχολούμαι με βαριά επαγγέλματα.
Τότε λοιπόν ήταν που πήρα διακοπές και ταξίδεψα
στην Αγγλία. Το είχα δείξει στον ‘άντρα μου’ και
βλέποντάς με χλωμή αποφάσισε ότι όφειλα να
περιοριστώ στις συστάσεις και μόνο. Είχα λοιπόν
μόνιμο ελιξήριο από την κόλαση του Μπράϊαν’, αν
και ενεργούσα στο ίδιο βρώμικο περιβάλλον,
‘γραφειοκρατικά’ πλέον. Τα είχε πει όλα αυτά
χωρίς καμμία συγκίνηση. Ήταν πολύ δύσκολο να
χωνέψει και η ίδια πως όλα εκείνα τα φοβερά
περιστατικά εξελίσσονταν γύρω της, τόσο ραγδαία.
Ο Αντόνιο την κύτταζε χωρίς να μιλάει Το μυαλό
του δούλευε. Απεγνωσμένα ήθελε να καταλάβει όλα
εκείνα τα άσχημα της ζωής, της ζωής της της ζωής
του... Κάποια πράγματα δένονταν με την αφήγησή
της, ενώ κάποια άλλα αιωρούνταν. Σκέφτηκε τη
μέρα που την ζήτησε στο άντρο της πορνείας του
Μπράϊαν, ως Γκάμπυ, όπου εργαζόταν ως π.....α ή
ως μαντάμ. Έκλεισε τα μάτια του. ‘Τι φοβερή
ανάμνηση! Αξεπέραστη!’ σκέφτηκε φανερά
ενοχλημένος. Η Λίλη το ένιωσε, ανάπνευσε βαριά
και είπε σιγανά. ‘Ξέρω ότι είμαι τελειωμένη σα
γυναίκα, αλλά άσε με να πιστεύω ότι είσαι ένα
είδος φίλου. Έχω ανάγκη από καλούς και έντιμους
ανθρώπους γύρω μου’. Ο Αντόνιο την κύτταξε μία
στιγμή μόνο, πάντα σιωπηλός. Ύστερα έσκυψε το
κεφάλι του και επίμονα βάλθηκε να κυττάζει τις
άκρες των δαχτύλων του, έτσι που κρατούσε τις
παλάμες του πλεγμένες, πάνω στο τραπέζι. Ύστερα
από λίγες στιγμές ‘αιωνιότητας’ και χωρίς να την
κυττάζει είπε σα να μονολογούσε: ‘Δεν ξέρω γιατί
συνέχισα να σε σκέπτομαι γιατί ερχόμουν εδώ σ’
ετούτο το τραπέζι. Το έκανα μάλλον προσπαθώντας
να σε ξεπεράσω. Θέλω να ξέρεις ότι βρίσκομαι σε
αδιέξοδο μαζί σου. Άλλα ονειρεύομαι για τη
σύντροφό μου. Είσαι το είδος της γυναίκας που θα
μου άρεσε, χωρίς αυτό το δίχτυ πλεγμένο απάνω
της, όπως εσύ. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα ποτέ να
σε ξαναγαπήσω όπως πριν γνωρίσω την
πραγματικότητα της ζωής σου. Δεν μπορώ να φανώ
αδαής και οπωσδήποτε δεν μπορώ να πάψω να είμαι
ειλικρινής. Δεν μπορώ να ζήσω δίπλα σου, να
αισθάνομαι ευτυχισμένος να κοιμηθώ μαζί σου,
όταν ξέρω για το παρελθόν σου. Χρειάζεται πολύς
καιρός για να επανακτιστεί μία αμοιβαία
εμπιστοσύνη ανάμεσά μας, αλλά και τότε ακόμη θα
πρέπει να βεβαιωθούμε ότι δεν μας δέρνουν
αλλοτινές αδυναμίες. Το βρίσκω αληθινά δύσκολο
όλο αυτό, αν όχι αδύνατο. Η ζωή είναι πολύ μικρή
για να σπαταλιέται στις αμφιβολίες, στις
αγωνίες, στις αμφισβητήσεις. Δεν ξέρω αν με
καταλαβαίνεις’. Ο Αντόνιο την κύτταξε μια στιγμή
και ύστερα γύρισε πίσω στη θέα των ακροδαχτύλων
του πάνω στο τραπέζι. Δεν αισθανόταν κύριος της
κατάστασης, και φοβόταν στη σκέψη ότι μια τέτοια
αρρωστημένη κατάσταση, θα μπορούσε να
μονιμοποιηθεί μέσα από συγχισμένα συναισθήματα.
‘Σε καταλαβαίνω και ούτε ποτέ μου διανοήθηκα ότι
μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο. Μου φτάνει να ξέρω
ότι μου είσαι κάτι... φίλος... έστω στο
ελάχιστο! Έχω ανάγκη... έχω μεγάλη ανάγκη από
καλούς ανθρώπους γύρω μου. Η τύχη μου έδωσε μία
νέα ευκαιρία να ξαναγεννηθώ... πρέπει να
συγκεντρώσω όση δύναμη απέμεινε μέσα μου και να
ξαναχτίσω την εμπιστοσύνη στον εαυτό μου,
Αντόνιο. Η μία είναι η Ρόσα και η οικογένειά της
και ύστερα εσύ. Εσύ είσαι ο μόνος άνθρωπος που
μπορώ να εμπιστευτώ, πέρα από την άμεση ή έμμεση
οικογένεια’. Η Ρόσα πλησίασε με τον συνήθη τύπο
φιάλης του κρασιού. Έφερε τρία ποτήρια μαζί της
σε ένα δίσκο. ‘Κερνάει το μαγαζί. Έχουμε
ανάσταση νεκρού!’ είπε τονίζοντας τα λόγια της,
και με τα μάτια της στον Αντόνιο μοίρασε κρασί
στα τρία ποτήρια. Ύστερα σήκωσε το ένα από αυτά
ψηλά και περίμενε ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμά
της και οι άλλοι δύο της συντροφιάς. ‘Salute!’
είπε και ήπιε την πρώτη γουλιά. Ο Αντόνιο την
κύτταξε χαμογελώντας. Η Ρόσα είχε τον δικό της
χαρακτηριστικό ‘τύπο’. Η Λίλη την κύτταξε με
απύθμενη ευγνωμοσύνη και κάποια αγαλλίαση: ‘Δε
θα την ξεχάσω ετούτη τη μέρα της Ανάστασης,
Ρόσα!’ είπε.
Ο Αντόνιο πέρασε βραδάκι από τη Ρόσα. Είχε
περάσει ένα τετράμηνο από την τελευταία επίσκεψή
του εκεί. Τον υποδέχτηκε σοβαρή. Δεν τον ρώτησε
γιατί είχε χαθεί για ένα τέτοιο χρονικό
διάστημα. Τίποτα, μα τίποτα απολύτως. Φέρθηκε
λες και τον είχε δει μια ώρα ενωρίτερα.
’Αντόνιο... sidere... prego! Έχω να σου πω κάτι
αλλά δεν πρέπει να το επαναλάβεις σε κανέναν.
Μπορείς;’ Ο Αντόνιο την κύτταξε. ‘Μπορώ’ είπε
απλά. ‘Η Λίλη πούλησε το σπίτι που της είχε
αγοράσει ο Μπράϊαν και χάρισε όλο το ποσόν στο
τμήμα του Νοσοκομείου των παίδων. Και ξέρεις πώς
το έκανε; Ανώνυμα! Δεν ήθελε να αναφερθεί το
όνομά της πουθενά. Βρήκε μία δουλειά στο
Δικηγορικό γραφείο που είχε πρωτοεργαστεί και
εργάζεται ήρεμα κι ωραία. Ευτυχώς που
συγκαλύφθηκαν κάποια πράγματα με την υπόθεση της
δολοφονίας του Μπράϊαν και έτσι η ‘δική μας’,
γλύτωσε το διασυρμό. Βλεπόμαστε τακτικά, και
πού’ σαι; με ρωτάει για σένα, αν σε βλέπω
δηλαδή. Της είπα ότι δε σε βλέπω τελευταία. Με
παρακάλεσε να μη σου πω τίποτα. Σε παρακαλώ
λοιπόν να μην αναφέρεις πουθενά και ιδιαίτερα σε
αυτήν, κάτι σχετικό’, είπε με κάποιο άγχος αυτή
τη φορά. ‘Μείνε ήσυχη. Πού μένει επιτέλους;’
ρώτησε ο Αντόνιο με σοβαρό ύφος. ‘Αυτό δεν μπορώ
να σου το πω, ούτε και το πού εργάζεται. Είναι
καλύτερα έτσι Αντόνιο. Μα την αλήθεια! Η Λίλη
χρειάζεται πολύν καιρό για να καταλάβει
επιτέλους ότι οφείλει να εκτιμήσει τον εαυτό της
και μάλιστα να το αποδείξει, για να μπορεί να
κερδίσει στο έντιμο παιχνίδι της ζωής’. Ο
Αντόνιο κούνησε το κεφάλι του: ‘Σ ευχαριστώ για
τα καλά σου νέα, είναι μία σπουδαία αρχή για τη
Λίλη. Ελπίζω να τα καταφέρει να νικήσει στον
αγώνα της!’ είπε με χαμηλή φωνή, λες και
σκεφτόταν παράλληλα.
‘Εδώ είμαι κάτω από τα γραφεία σας Μάϊκ. Όχι δεν
είχα κλείσει ραντεβού μαζί σας. Καλά, καλά, αν
χρειάζεται να το κάνω... θα το κάνω κι αυτό. Α!
Εντάξει λοιπόν. Ναι, ναι, έχω όλα τα χαρτιά μαζί
μου. Ναι, εντάξει καταλαβαίνω. Ναι, ναι, θα μπω
στο γραφείο σου κατ’ ευθείαν. Εντάξει, εντάξει!
Thanks’. Ο Αντόνιο είχε μαζί του αντίγραφο του
συμβολαίου του ιδιοκτήτη για την αγορά του νέου
σπιτιού του, εκεί κάπου στο Balmain. Είχε
γεννηθεί και είχε μεγαλώσει σε ετούτο το
προάστιο, αγαπούσε την περιοχή του, αποφάσισε
λοιπόν να αγοράσει το νέο σπίτι του ‘στην παλιά
γειτονιά του’, όπως έλεγε. Αγαπούσε τα μικρά
café και τα ημισκότεινα κουλτουριάρικα
εστιατόρια πάσης υφής και γεύσης, τα
παλαιοπωλεία στο Darling Road με τις τσουχτερές
τιμές τους, το River Cat ferry, που στάθμευε
κάτω στο warf όταν άφηνε την Parramatta και
περνούσε από εκεί για να παραλάβει επιβάτες για
το Darling Harbour και τανάπαλιν... Αγαπούσε τα
πάντα σε σχέση μ’ αυτό, τελοσπάντων. Τον
δικηγόρο του, που είχε το γραφείο του κοντά στο
σπίτι που αγόραζε, συγκεκριμένα στο Darling
Road, είχε να τον επισκεφτεί εδώ και πολύν
καιρό. ’Αχρείαστος νά ‘σαι!’ του έλεγε όταν
έπιναν κανένα ποτό στα μπαράκια της περιοχής και
το εννοούσε. Συχαινόταν το επάγγελμα του
Δικηγόρου που σπούδαζε για να απατά τον πελάτη
του και να τον καταστρέφει οικονομικά. Ευτυχώς
όμως, όπως σε όλους τους κανόνες υπήρχαν κι εδώ
οι εξαιρέσεις και μία από αυτές αποτελούσε και
‘ο κατά καιρούς φίλος’ του ο Μάϊκ, έτσι έλεγε ο
Αντόνιο για να τον πειράζει. Με τον Μάϊκ ήταν
παλιοί φίλοι. Η σχέση τους αναγόταν πίσω στα
χρόνια της στοιχειώδους εκπαίδευσης, στο
Δημοτικό, στα Γυμνασιακά χρόνια και τέλος στο
Πανεπιστήμιο του Σύδνεϋ: αυτός στο Οικονομικό
και ο Μάϊκ στη Νομική. Είχαν χαθεί για λίγο,
αργότερα, ύστερα από την περίοδο που ο Μάϊκ είχε
πρωτοστήσει το γραφείο του. Είχαν βρεθεί εδώ κι
εκεί, αλλά τελικά ο Αντόνιο που είχε αγοράσει
στην πόλη ένα μεγάλο ‘απάρτμεντ’, αποφάσισε να
τον χρησιμοποιήσει αυτή τη φορά για την αγορά
ενός σπιτιού στην αγαπημένη του περιοχή, ‘στον
δικό του τόπο, στον δικό του χώρο’, έτσι ονόμαζε
το γραφικό Balmain. Όταν είχε τηλεφωνήσει στον
Μάϊκ, εκείνος του είχε υποδείξει ν’ ανέβει απάνω
και να μπεί στο γραφείο του χωρίς καμμία άλλη
διαδικασία. Θα ήταν προκανονισμένο. Έτσι και
έγινε. Ανέβηκε. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Τη
χτύπησε. ‘Περάστε!’ ακούστηκε να προσκαλεί η
σχεδόν γνωστή, συμπαθητική, γυναικεία φωνή.
Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε περίεργος. Στάθηκε
απότομα εκεί στο κατώφλι της, κομπιάζοντας. Στο
γραφείο της υποδοχής καθόταν η Λίλη. Εκείνη τον
χαιρέτησε ευγενικά, όπως θα έκανε μία
οποιαδήποτε καλή γραμματέας για τον οποιοδήποτε
πελάτη του γραφείου, του είπε μάλιστα ότι
μπορούσε να περάσει αμέσως στο γραφείο του Μάϊκ
και τελικά ότι εκείνος τον περίμενε. Ο Αντόνιο
έχασε ξαφνικά το κέφι του. Δεν φανταζόταν ποτέ
ότι θα τη συναντούσε στο γραφείο του δικηγόρου
φίλου του. ‘Διάβολε... κι εδώ έφτασες ακόμη για
να με συγχίσεις;’ Αναρωτήθηκε μέσα του.
Μουρμούρισε όμως ένα ευχαριστώ σαν τον
όποιοσδήποτε άγνωστο πελάτη και προχώρησε στο
γραφείο του Μάϊκ. Πολύ περίεργο αυτό που τους
συνέβαινε. Είχαν φερθεί και οι δυο τους σα να
ήταν εντελώς άγνωστοι. Άνοιξε ο ίδιος ο Μάϊκ,
όταν χτύπησε την πόρτα του γραφείου του. Τον
χαιρέτησε εγκάρδια γελώντας. ‘Καλώς τον εργένη
μας! Έλα λοιπόν πες μας τι σκαρώνεις αυτή τη
φορά; Μη μου πεις ότι παντρεύεσαι!’ Ο Αντόνιο
προσπάθησε να χαμογελάσει. ‘Άλλαξες γραμματέα
βλέπω‘. ‘Ω, αν εννοείς την αντικατάσταση της
Κάθρην, σε πληροφορώ ότι παντρεύτηκε έναν
συνάδελφο και εργάζεται τώρα στο γραφείο του, σε
αυτό που αποκαλούμε, family business,
καταλαβαίνεις!’ ‘Η νέα σου... τι καπνό
φουμάρει;’ ‘Η Λίλη; Είναι Ο.K. ήσυχη,
διακριτική, σεμνή και προπάντων εργατική. Δε
σηκώνει κεφάλι αδερφέ. Την είχα και άλλοτε, τότε
στην αρχή, όταν είχα ανοίξει το γραφείο, για ένα
εξάμηνο, ίσως και περισσότερο. Ο τύπος της
γεροντοκόρης θα έλεγα, αν δεν ήταν αρκετά
ελκυστική’. Ο Αντόνιο δεν είπε τίποτα. Το
πρόσωπό του όση ώρα μιλούσε ο Μάϊκ, δεν εξέφρασε
την παραμικρή αντίδραση θετική ή αρνητική. ‘Δε
μου λες, εσύ πώς είσαι; Μου φαίνεσαι λίγο
κουρασμένος. Όλα καλά;’ τον ρώτησε ο Μάϊκ.
Εκείνος χαμογέλασε αχνά. ‘Ναι... ναι... πέρα από
το γεγονός ότι ναι... είμαι λιγάκι κουρασμένος.
Πολλή δουλειά στην Εταιρεία, είχα και λίγα
τρεχάματα με τη νέα αγορά που κάνω... Δημαρχεία
και τα παρόμοια... όλα τα χαρτιά που έχεις
μπροστά σου τέλος πάντων‘. Σιώπησε. Ο Μάϊκ τον
κύτταξε για μια στιγμή αμήχανα. Κάτι απασχολούσε
τον παλιόφιλό του. Ήταν βέβαιος γι αυτό. Αλλά ο
Αντόνιο ήταν ενήλικος και είχε τα προσωπικά του,
όπως και κάθε άλλος υπεύθυνος ενήλικος. Δεν
μπορούσε να επιμείνει στις εξηγήσεις ή στις
απολογίες του φίλου του. Μόλις ο Αντόνιο είχε
περάσει στο γραφείο του Μάϊκ και η πόρτα είχε
κλείσει, η Λίλη έπεσε βαριά στο κάθισμα του
γραφείου. Δεν ήταν παράξενο ότι τον έβλεπε εκεί.
Ήταν ότι είχαν να ιδωθούν τόσο καιρό και ο
Αντόνιο προσποιήθηκε ότι δεν την ήξερε. ‘Θα
μπορούσε να πει κάτι, κάτι θετικό, ένα: ‘Γεια
σου Λίλη! Τι κάνεις; Χαθήκαμε!’ Κάτι τέτοιο
τέλος πάντων. ‘Είναι σκληρός και αμετάπειστος!’
σκέφτηκε η Λίλη κατειλημμένη από ένα αίσθημα
απόρριψης, ταπείνωσης, απογοήτευσης. Το τηλέφωνο
την έβγαλε από τις σκέψεις που την πείραζαν. Ο
Μάϊκ και ο Αντόνιο δεν άργησαν να συγκεντρωθούν
και να κυττάξουν μαζί τα χαρτιά για να
ετοιμάσουν τα απαιτούμενα συμβόλαια. Ο Αντόνιο
είχε τα πάντα τακτοποιημένα. Όταν είχαν
τελειώσει ο Αντόνιο σηκώθηκε. ‘Πολλούς
χαιρετισμούς στην Λωραίην, Μάϊκ. Να συναντηθούμε
κάποια στιγμή να πιούμε κάτι παρεούλα... Θα το
ήθελα πάρα πολύ’, είπε κάπως πιο ήρεμος τώρα.
‘Ναι αμέ! Όταν τελειώσεις με την αγοραπωλησία,
θα μας κεράσεις... έτσι για το γούρι!’ είπε ο
Μάϊκ και τον έβγαλε ως την πόρτα του γραφείου
του χτυπώντάς τον φιλικά στον ώμο. Ο Αντόνιο
χαιρέτησε ευγενικά τη Λίλη και έφυγε βιαστικά
από το γραφείο του Μάϊκ. Τράβηξε με τα πόδια
πρός το warf. Είχε ανάγκη να αναπνεύσει εκείνο
το θαλασσινό αεράκι, μια παρηγοριά του, αφότου
ήταν μικρός. Δεν ήξερε το γιατί, αλλά
εξακολουθούσε να τον αγκυλώνει η σκέψη της
Λίλης. ‘Δεν θέλω να το παραδεχτώ αλλά αυτή η...
με έχει αγκυστρώσει απάνω της, πανάθεμά την!‘
σκέφτηκε αληθινά θυμωμένος, αλλά περισσότερο με
τον εαυτό του, που δεν μπορούσε να συμβιβαστεί
με την αποκάλυψη ότι η Λίλη ήταν ‘πόρνη
πολυτελείας’ και τίποτα περισσότερο. ‘Κακή μου
Τύχη, λοιπόν... Θα πρέπει ν’ απαγκιστρωθώ από
αυτή τη σχέση, αλλά διάβολε ακόμη κι αυτό το
μεγάλο Σύδνεϋ μου φαίνεται μικρό τώρα πια. Όλο
μπροστά μου βγαίνει, Δαίμονας και Άγγελος
ταυτόχρονα!’ Κάθισε σε μία άκρη και κύτταξε πέρα
απέναντι τα κτίρια που διαγράφονταν έτσι ώστε
έδιναν την ψευδαίσθηση ότι ήταν αρκετά κοντά. Ο
ήλιος ήταν δυνατός και η μέρα στη μέση της. Ένα
αεράκι δροσερό απάλαινε κάπως την ζέστη του
Φθινοπώρου.
Πέρασαν αρκετές ημέρες από εκείνη τη συνάντηση.
Ένα μεσημέρι στο Balmain, ο Αντόνιο περνούσε
συμπτωματικά απέναντι από τα γραφεία του Μάϊκ,
στην οδό Darling. Περπατούσε βιαστικός προς το
πάρκινγκ όπου είχε αφήσει το αυτοκίνητό του. Δεν
κυττούσε πέρα από το δρόμο του, έτσι του διέφυγε
το γεγονός ότι η Λίλη περπατούσε παράλληλα
σχεδόν μ’ εκείνον, στο απέναντι πεζοδρόμιο. Η
κίνηση ήταν μέτρια και ήταν εύκολο να δεις
απέναντι. Όμως ούτε αυτός, ούτε η Λίλη είχαν
αντιληφθεί ο ένας την παρουσία του άλλου. Κάποια
στιγμή ο Αντόνιο πέρασε βιαστικά απέναντι και
τότε βρέθηκε κατά πρόσωπο με τη Λίλη.
Κυττάχτηκαν αμήχανα. ‘Γεια σου Λίλη’ είπε ο
Αντόνιο ταραγμένος. ‘Γεια σου Αντόνιο’ απάντησε
εκείνη και τον κύτταξε ταπεινά. ‘Έχει αλλάξει ή
εγώ βλέπω αυτό που θα ήθελα να είχε συμβεί;’
αναρωτήθηκε
μέσα του ο Αντόνιο βασανίζοντας και πάλι τον
εαυτό του. Πόσο θα ήθελε να πιστεύει ότι είχε
συμβεί κάτι τέτοιο; Μα αυτά είναι καμώματα του
κινηματογράφου και όχι της ζωής. ‘Οι άνθρωποι
δεν αλλάζουν!’ αποφάσισε. Την προσπέρασε λοιπόν
αφήνοντάς την αμήχανη, αν όχι στα κρύα του
λουτρού. Η Λίλη αποφασισμένη να κάνει ό,τι
καλύτερο μπορούσε για το υπόλοιπο της ζωής της,
δεν άφηνε τους συναισθηματισμούς της να ταράζουν
την απόφασή της. Θα τα άλλαζε όλα στη ζωή της,
θα άρχιζε από την αρχή σα νιόγεννο πλάσμα και θα
αποδείκνυε στον εαυτό της γιατί αυτό προείχε-
ότι μπορούσε να κυττάζει τον όποιο συνάνθρωπο με
το μέτωπο ψηλά. Ναι θα το πετύχαινε γιατί είχε
χτυπήσει μπάτο και η ζωή δεν χαρίζεται στους
χαμένους όταν εξακολουθούν να διαπράττουν λάθη.
Είχε την τελευταία της ίσως ευκαιρία και θα την
εκμεταλλευόταν στο έπακρο, με τον σωστότερο
τρόπο: έντιμα.
Ο Αντόνιο είχε εγκατασταθεί στο νέο του σπίτι.
Είχαν συναντηθεί με τον Μάϊκ και την Λωραίην
κάπου εκεί στο Balmain για δείπνο –έξω τελικά,
καθόσον ήταν εργένης!- και ύστερα για ποτό σε
ένα γνωστό μπαρ. Μίλησαν για πολλά πράγματα,
ώσπου ξαφνικά η Λωραίην ανέφερε τη Λίλη. ‘Πώς
σου φάνηκε η Λίλη, η γραμματέας του Μάϊκ,
Αντόνιο;’ Ο Αντόνιο βρέθηκε σε δύσκολη θέση.
‘Δεν κατάλαβα την ερώτηση!’ είπε σοβαρός αυτή τη
φορά. Η Λωραίην χαμογέλασε και είπε πειραχτικά.
‘Έλα, το ξέρω ότι είσαι φανατικός εργένης. Όμως
παιδί μου, κάποτε θα πρέπει να σε κερδίσει κι
εσένα κάποιο θηλυκό!’ επέμενε. ‘Γιατί... με
ζηλεύετε μήπως που δεν έχω βάσανα;’ ρώτησε
καυστικά ο Αντόνιο. Είχε πεισμώσει ξαφνικά. Ο
Μάϊκ τον χτύπησε στον ώμο. ‘Φίλε μου εσύ είσαι
το μόνο αφεντικό του εαυτού σου. Αν δεν είσαι
έτοιμος για το μεγάλο πήδημα τώρα... ποιος
ξέρει; ίσως και να μην το κάνεις ποτέ!’ Ο
Αντόνιο κατάλαβε ότι η συμπεριφορά του κόντευε
να δημιουργήσει παρεξηγήσεις. ‘Συγγνώμη παιδιά,
δεν είμαι και τόσο στις καλές μου. Φοβάμαι πως
είμαι λιγάκι κουρασμένος. Αλλά θα μου περάσει,
σίγουρα. Αν πάρω ακόμη ένα ποτό, ίσως...’ Η
Λωραίην τον κύτταξε συμπαθητικά. ‘Αντόνιο δε
θέλω ν’ ανακατεύομαι στα προσωπικά σου φοβάμαι,
όμως ότι κάτι μας κρύβεις. Αισθάνομαι ότι κάποια
νια σε πόνεσε και σ’ έκανε πολύ σκληρό! Εύχομαι
να βρεις τον τρόπο να το ξεπεράσεις ό,τι κι αν
είναι αυτό που σε απασχολεί’. Σήκωσε το ποτήρι
της και ευχήθηκε: ‘καλορίζικο το σπίτι σου στο
Balmain Αντόνιο, και ό,τι ποθείς!’ Ο Αντόνιο
ντροπιασμένος χαμογέλασε, έσκυψε προς το μέρος
της Λωραίην, πήρε το ελεύθερο χέρι της που ήταν
ακουμπισμένο πάνω στο τραπέζι τους και το
φίλησε. ‘Ξέρω ότι εννοείς κάθε λέξη που είπες
και θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη για τη
συμπεριφορά μου!’ Η Λωραίην χαμογέλασε και είπε
χαριτωμένα: ‘Μπορώ λοιπόν να ελπίζω στην
αποκατάστασή σου Αντόνιο; Μάϊκ αγάπη μου, να το
ξέρεις πως όταν ο Αντόνιο συναντήσει το κορίτσι
των ονείρων του, θέλω να είμαστε εμείς που θα
τον στεφανώσουμε. Θα μου άρεσε πραγματικά να
γίνουμε κουμπάροι!’ Οι άντρες γέλασαν με τον
αυθορμητισμό της Λωραίην και συμφώνησαν μαζί
της... Η βραδυά είχε κλείσει μέσα σε θερμό,
φιλικό κλίμα.
Ο Αντόνιο άνοιξε την πόρτα. Η Ρόσα τον
υποδέχτηκε φιλώντάς τον στο μάγουλο ‘Αντόνιο
καλώς τονα, come stare, χάθηκες!‘ ‘Bene Ρόσα! Κι
εσύ; Τι κάνεις; Συγγνώμη για τις απουσίες μου,
αλλά είχα κάποιες δουλειές. Ήρθα όμως για το
κρασάκι σου και για την πεντανόστιμη πίτσα σου!’
Ο Αντόνιο προχώρησε στο γνωστό τραπέζι. Κάθησε
εκεί και περίμενε για τη Ρόσα. Δεν πέρασαν παρά
μερικά λεπτά και ο Αντόνιο είδε τη Λίλη να
στέκεται μπροστά του κρατώντας ένα δίσκο με τη
φιάλη το κόκκινο κρασί και τρία ποτήρια.
‘Επιτρέπεται να πάρω ένα ποτήρι κρασί μαζί σας,
με τη Ρόσα κι εσένα;’ ρώτησε σιγανά, και ο
Αντόνιο διέκρινε έναν παρακλητικό τόνο στη φωνή
της. Ξεπερνώντας τελικά την σαστιμάρα του,
σηκώθηκε μάλλον μουδιασμένα. ‘Παρακαλώ!’ είπε
και σηκώθηκε. Τράβηξε το κάθισμα και η Λίλη
πέρασε για να καθήσει, ευχαριστώντάς τον. Δεν
μίλησαν. Δεν είχαν να πουν κάτι στ’ αλήθεια,
πέρα από εκείνα τα πολύ φτωχά κοινά. Δεν άργησε
να καταφτάσει και η Ρόσα με την μοσχομύριστη
πίτσα. Αυτό τους έβγαλε και τους δύο από τη
φοβερή τους αμηχανία. ‘Παιδιά... δοκιμάστε τώρα
που είναι ζεστή! Και το κρασάκι μας είναι από το
καινούργιο βαρελάκι που άνοιξα και που είναι
πάνω από πενήντα χρονών!’ είπε γεμάτη
ενθουσιασμό που τους έβλεπε μαζί. Ο Αντόνιο
χαμογέλασε άθελά του με τον ενθουσιασμό της Ρόσα
και η Λίλη που παρακολουθούσε ανελλιπώς τις
αντιδράσεις του, τον μιμήθηκε. Είχε σπάσει ο
πάγος της επιφύλαξης και της υποψίας εκ μέρους
του Αντόνιο. Αποφάσισε εκείνη τη στιγμή να
ξαναδοκιμάσει την τύχη του με τη Λίλη. Φοβόταν,
αλλά τελικά το λιονταράκι μέσα του κυριάρχησε
και άφησε στην άκρη τις φοβίες του για την
ασυνήθιστη αυτή γυναίκα που άκουγε στο
λουλουδένιο όνομα: Λίλη, και που είχε γεννηθεί
περνώντας από το καμίνι της κόλασης για να
συναντήσει τη κάθαρση και να εξιλεωθεί τελικά.
Έτσι τουλάχιστον έδειχναν ως εκείνη τη στιγμή τα
πράγματα, ο τρόπος με τον οποίο είχε κινηθεί και
μετακινηθεί στα διαφορετικά στάδια αφότου πέθανε
ο Μπράϊαν. ‘Βέβαια είναι πολύ δύσκολο να
εμπιστευτείς μία γυναίκα του είδους της, όμως...
to hell with my fears!’ σκέφτηκε και ένιωσε την
αποφασιστικότητά του να του σηκώνει ένα βάρος
από το στήθος. Καταλήφθηκε ξαφνικά από θετική
ενέργεια και χαμογέλασε. Οι δύο γυναίκες
κυττάχτηκαν με απορία. Το χαμόγελο του Αντόνιο
έμοιαζε με την αχτίδα του ήλιου ύστερα από ενός
μηνός συννεφιά. Μιμήθηκαν λοιπόν τον Αντόνιο και
του χαμογέλασαν πίσω. Η Ρόσα χαμήλωσε το βλέμμα
της μια στιγμή μόνο, προσποιούμενη ότι
μετακινούσε μια χαρτοπετσέτα πάνω στο τραπέζι.
Ύστερα τους κύτταξε ευτυχισμένη. ‘Thank you
God!‘ σκέφτηκε, και τα μάτια της γυάλιζαν από τη
συγκίνηση, όταν τα ύψωσε κυττάζοντας στο
σκουρόχρωμο ταβάνι του εστιατορίου της.
Αναστέναξε ευτυχισμένη. Mε τη φαντασία της,
έβλεπε κιόλας τον καλό Θεό να της γνέφει
χαμογελώντας. ‘Never... despair!’ τόνιζε ο
εφημέριός τους Peter, στο St. Marys. Ο Αντόνιο
είχε αρχίσει να μιλάει χαμηλόφωνα στη Λίλη κι
εκείνη ταπεινά και απλά απαντούσε ήσυχα και
γαληνεμένα. Ζούσε τις πιο ανθρώπινες στιγμές της
ζωής της. Αυτός ο άνθρωπος ενεργούσε στην
ψυχοσύνθεσή της σαν μαλακτικό βότανο, σαν
θαυματουργό φάρμακο στη χειρότερη αρρώστια που
την είχε καταβάλει για μεγάλο διάστημα: την
περιφρόνηση για τον ίδιο τον εαυτό της!
‘Αγαπητή Λίλη, βρίσκομαι στην ‘Αιώνια Πόλη’ -
εννοώ τη Ρώμη- όπως σωστά κατάλαβες. Είμαι κοντά
στο Κολοσσαίο και δεν μπορώ να μη σκεφτώ τη
μανία του Δυνατού να σαρώνει τις μάζες για τα
ωφέλη του. Δεν ήταν άσχημα στη Ζυρίχη. Καθαρή
πόλη συμμαζεμένη με εξίσου καθαρή ατμόσφαιρα...
Τώρα την Άνοιξη είναι χαρά Θεού όλη η Ευρώπη...
Ανέβηκα στις Άλπεις και κατέφυγα στο περίφημο
εστιατόριο, χώρος που χτίστηκε και
χρησιμοποιήθηκε άλλοτε, σε φίλμ με πρωταγωνιστή
έναν από τους διάφορους πράκτορες 007...
Εντυπωσιακό. Θα πρέπει να το επισκεφτείς κάποτε.
Πού ξέρεις μπορεί κάποια στιγμή να αποφασίσουμε
ένα ταξίδι στην Ευρώπη μαζί... Τίποτα δεν είναι
ακατόρθωτο για τους καλούς φίλους... Ξαναγυρίζω
όμως νοερά στη Ρώμη όπου έμεινα τρεις ημέρες...
Η Ρώμη όπως ξέρεις ξεχυλίζει από ζωή και στην
πλατεία του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό, υπάρχουν
πάντα περίεργοι τουρίστες που κινηματογραφίζουν
το εντυπωσιακό σύμπλεγμα του Βατικανού ή πιστοί
που κυττάζουν σα να βρίσκονται ενώπιον της
Αποκάλυψης καθεαυτού.....’
Το γράμμα του Αντόνιο έλεγε κι άλλα, πολλά: για
τις πρόσφατες επισκέψεις του στο Άμστερνταμ και
στην πανέμορφη Πράγα, μέρη που επισκέφτηκε στο
ταξίδι του, που ήταν όπως συνήθως: Business and
pleasure.
Η Λίλη το ξαναδιάβασε. Όταν το τελείωσε το
δίπλωσε και το φίλησε, το έσφιξε ασυναίσθητα
στην αριστερή της παλάμη, και στη συνέχεια
σκούπισε ένα δάκρυ στην άκρη των ματιών της με
τα δάχτυλά της δεξιάς παλάμης της. Κάθησε
ακίνητη για λίγο, κυττάζοντας έξω από το
παράθυρο του διαμερίσματός της, κάπου στο
περίεργα κοσμικό Surry Hills, μάλλον αδιάφορα,
αφηρημένα. Ο θόρυβος από τα αυτοκίνητα που
εξακολουθούσαν να κυκλοφορούν με μανιώδες
πείσμα, ήταν πάντα εκεί, μια μόνιμη γκρίζα
ατμόσφαιρα μέσα στην άλλη της φύσης. Αναγνώριζε
με άγχος ότι η ζωή της ήταν άδεια, αληθινά
άδεια. Υπήρχε ένα παράξενο κενό μέσα της, τόσο
καθορισμένο, που το ένιωθε σαν ένα τεράστιο
χάος, άδειο από όποιαδήποτε ανθρώπινα στοιχεία.
Ένιωθε χαμένη σ’ εκείνο τον ωκεανό των ανθρώπων
που κυμάτιζε καθημερινά στα μάτια της, που τον
αισθανόταν να βαραίνει με τον θόρυβό του τα
τύμπανά της και αυτά με τη σειρά τους να την
ενοχλούν αθεράπευτα. Ήταν χαμένη, μία ξεχασμένη
ύπαρξη. Η ζωή της υπήρξε άκαρπη και την
κυβερνούσε μία ηλίθια διάθεση, που δεν της έδινε
κατεύθυνση ή σκοπό. Είχε προσπαθήσει και είχε
αποτύχει. Η σχέση της με τον Αντόνιο είχε
κολλήσει εκεί, στο στάδιο της φιλίας. Η Λίλη
ήθελε να τον κερδίσει αλλιώς. Μάταια όμως. Ο
Αντόνιο ήταν ευγενικός μαζί της, αλλά για αιτίες
και λόγους δικούς του δεν έλεγε να μετακινηθεί.
Είχαν περάσει αρκετοί μήνες από εκείνη τη
συνάντηση στης Ρόσα όπου για μια στιγμή είχε
φανεί να σπάζει ο πάγος και ν’ αλλάζει κάτι
ανάμεσά τους. Είχαν μείνει εκεί λοιπόν. Φίλοι,
όχι όμως ‘φίλοι-φίλοι’! Τώρα ο Αντόνιο έλειπε
για μερικές ημέρες στην Ευρώπη για τις δουλειές
του. Η Λίλη ένιωθε άδεια. ‘Τόση πολλή μοναξιά
μέσα σε τόσο αδιάφορο πλήθος! Θανατηφόρα
μοναξιά, μα την αλήθεια!..’ Η ζωή της δεν είχε
κάποιο σκοπό και η εργασία της δεν τη γέμιζε.
Συνήθως την ενοχλούσαν τα χαρούμενα πρόσωπα γύρω
της και το αυθόρμητο γέλιο των παιδιών την
μελαγχολούσε. Στιγμές ένιωθε ότι ένας μαγνήτης
την τραβούσε σ’ ένα απροσδιόριστο χάος, σ’ έναν
αδηφάγο γκρεμό, στο θάνατο για χάρη της λήθης!
‘Τι ηλίθια που είμαι!’ σκεφτόταν ύστερα και
τίναζε το κεφάλι της με μια κίνηση γεμάτη
απογοήτευση και θυμό. Πολλές φορές είχε σκεφτεί
τον Αντόνιο, τον άντρα που θα μπορούσε ίσως να
την είχε αγαπήσει, αν η ζωή της δεν ήταν η
αθλιότητα αυτή, καθαυτή. ‘Ενιωθε τότε μία
καταστρεπτική αβεβαιότητα για τον εαυτό της. Λες
και δεν ήξερε αν τον ήθελε στην ουσία, αν θα
μπορούσε πραγματικά να γίνει το ταίρι του, αν
της δινόταν η ευκαιρία να ξαναγεννηθεί. ‘Μια
άχρηστη γυναίκα είμαι κι όποιος πει κάτι
διαφορετικό, δεν ξέρει τι του γίνεται. Όταν
περάσουν τα χρόνια μου, δε θά ‘χω πού ν’
ακουμπήσω. Έστω κι αν αυτό με παγώνει, είναι το
φυσικό τέλος μιας γυναίκας σαν την αφεντιά μου!’
σκεφτόταν με φρίκη.
Η ώρα ήταν απογευματινή και από εκείνο το
συγκεκριμένο παράθυρο του μικρού διαμερισματός
της, η Λίλη δεν έβλεπε παρά τον ουρανό, που όλο
και περισσότερο θάμπαινε, σκούραινε και μόνο σε
έναν κύκλο που ολοένα μίκραινε, έλαμπε από το
δάνειο της λάμψης του δύοντος ήλιου. Δεν άργησε
όμως να γίνει τόσο μικρός, ελάχιστος, εκείνος ο
φωτεινός κύκλος ώσπου κάποια στιγμή τον κατάπιε
ο ορίζοντας, βυθίζοντας τον ουρανό στο σκοτάδι.
Δεν υπήρχαν αστέρια. Παρά ένα βουβό μαύρο, βαρύ
σαν πλερέζα ορφάνιας από τον ποθητό, τον
ανύπαρκτο έρωτα. Είχε μελαγχολήσει. Πάντα
μελαγχολούσε τέτοια ώρα κι ακόμη χειρότερα όταν
έβρεχε. Αναστέναξε χωρίς να ξέρει: για ποιον από
όλους τους λόγους και τα αίτια που την
‘έτρωγαν’, το είχε κάνει; Ή μάλλον ήξερε πολύ
καλά αλλά ήταν σκληρό χάπι να το καταπιεί. Ήταν
αγκάθι που την πλήγωνε... Ξαφνικά τα
χαρακτηριστικά της σκλήρυναν. Σηκώθηκε
αποφασιστικά και αφήνοντας το γράμμα που
κρατούσε στο αριστερό της χέρι, πάνω στο
τραπέζι, κίνησε για την κρεβατοκάμαρά της. Δεν
άργησε να βγει από εκεί μέσα, ντυμένη
εκκεντρικά. Ολόμαυρη δαντέλα, γυμνοί ώμοι,
έντονο μακιγιάζ. Είχε κλείσει ραντεβού με έναν
γνωστό επιχειρηματία που βρισκόταν στην πόλη του
Σύδνεϋ για λίγες μόνο ημέρες. Ιάπωνας ήταν και
νεότερός της. Είχαν συναντηθεί την προηγούμενη
μέρα σ’ ένα από τα μπαρ του Surry Hills. Ο
Ιάπωνας μιλούσε πολύ καλά Αγγλικά. Ήταν
πολυταξιδεμένος, έξυπνος και μιλούσε σιγανά, λες
και εξομολογούνταν τα ανείπωτα μυστικά του λες
κι ήσουν το μόνο πρόσωπο που εμπιστευόταν.
Ενδιαφέρων τύπος, αλήθεια. Η Λίλη είχε
συγκεντρωθεί τόσο πολύ στη συζήτησή τους, που ο
Ιάπωνας ήταν βέβαιος ότι την είχε εντυπωσιάσει
‘all around’. Η Λίλη δεν είχε δείξει την
παραμικρή έκπληξη όταν της ζήτησε να συναντηθούν
την επομένη. Συμφώνησε αμέσως, χωρίς
δικαιολογίες ή με ‘κρυερά νάζια’ εκείνα που
κάνουν κάποιες ηλίθιες της σειράς της,
πιστεύοντας ότι αυξάνουν το ενδιαφέρον του άντρα
απέναντί τους. Είχαν κανονίσει λοιπόν ένα
ραντεβού για δείπνο. Τα ύστερα... ποιος τα ήξερε
αλήθεια; Ίσως
και το καθιερωμένο σε ‘παρόμοιες περιστάσεις’:
ένα δωμάτιο σε κάποιο ακριβό ξενοδοχείο... και
το -μάλλον κραυγαλέο- δώρο: ένα σεβαστό ποσόν,
αυτό που αμείβουν οι εκ των πραγμάτων
γενναιόδωροι, αγοραστές του έρωτα, όταν
επισκέπτονται μία εξωτική πόλη σαν ετούτη, του
Σύδνεϋ!
Το τηλέφωνο της Λίλης χτύπησε πολλές φορές
εκείνο το βράδυ. Όμως η Λίλη δεν ήταν εκεί για
να το απαντήσει. Το κινητό της επίσης είχε
μείνει βουβό. Ήταν κλειστό. Αυτό θύμιζε
παλαιότερες μέρες, τότε που η Λίλη είχε ‘την
τιμή’ να είναι η ‘δική’ του μακαρίτη Μπράϊαν.
Ήταν η Ρόσα εκείνη που επέμενε να τηλεφωνάει,
ώσπου αγχομένη και απελπισμένη από την σιωπή της
Λίλης, οδήγησε ως το σπίτι της για να τη δει
προσωπικά, αν ήταν εκεί βέβαια, ή... αν δεν
ήταν, να την περιμένει. Φτάνοντας ως εκεί η
Ρόσα, μάταια είχε χτυπήσει το κουδούνι της
Λίλης. Αποφάσισε λοιπόν να την περιμένει. Δεν
γινόταν αλλιώς. Ήταν ολοφάνερο ότι η Ρόσα
περνούσε πολύ δύσκολες στιγμές. Φαινόταν
αναστατωμένη, σκούπιζε διαρκώς τα μάτια της και
μονολογούσε εξουθενωμένη από τη στεναχώρια της:
‘Πού πήγες άραγε; Πού τριγυρνάς τέτοιες στιγμές
άθλιο θηλυκό; Κι εγώ η ηλίθια που πίστεψα ότι
κάποια πράγματα είχαν αλλάξει στη ζωή σου. Θε
μου συγχώρεσέ με, δεν ξέρω τι λέω!’ Κάποια
στιγμή, χαράματα πια, κατέφτασε ένα πολυτελές
αυτοκίνητο. Ο άντρας βγήκε ήσυχα από τη θέση του
οδηγού και στη συνέχεια άνοιξε την πόρτα του
συνεπιβάτη του και τον βοήθησε να βγει. Ήταν
γυναίκα κι αυτός ένας πραγματικός ιππότης. Η
Ρόσα την αναγνώρισε αμέσως. Ήταν η Λίλη.
Κρύφτηκε στη σκιά του μεγάλου υπόστεγου της
πολυκατοικίας και περίμενε. Είχε αγριέψει. Μόλις
που συγκρατιόταν. Περίμενε όμως να δει τη
συνέχεια λες και ήθελε να βεβαιωθεί ξανά. Ο
άντρας την συντρόφεψε ως την είσοδο της
πολυκατοικίας και εκεί την καληνύχτισε με ένα
παρατεταμένο φιλί. ‘Ευχαριστώ για την υπέροχη
βραδυά, Λίλη. Θα σε δω αύριο βράδυ’, είπε με
ξενική προφορά. ‘Είναι Ασιάτης!’ απόρησε η Ρόσα.
Καθώς η Λίλη γύρισε για ν’ ανοίξει την κεντρική
είσοδο της πολυκατοικίας πετάχτηκε η Ρόσα και
στάθηκε δίπλα της βουβή, υπομονετική. Η Λίλη
παρόλο που σάστισε, δεν έβγαλε τσιμουδιά.
Κούνησε με θάρρος το χέρι της στον άντρα που
περίμενε να τη δει να μπαίνει μέσα. Αυτό και
έγινε: οι δύο γυναίκες μπήκαν μέσα, λες και ήταν
μαζί. Ο άντρας έχοντας διαπιστώσει την είσοδο
της Λίλης μέσα στην πολυκατοικία, μπήκε στο
αυτοκίνητο και απομακρύνθηκε. Όταν η Λίλη γύρισε
προς τη μεριά της Ρόσα, ανοίγοντας τα χείλια της
για να την χαιρετήσει, εκείνη σήκωσε το βαρύ
χέρι της και της κατάφερε ένα δυνατό ράπισμα στο
πρόσωπο μιλώντας μέσα από τα δόντια της:
‘Prostituta! Tuo mamma...’ Δεν μπόρεσε να
συνεχίσει. Ξέσπασε σ’ ένα θρήνο. Η Λίλη τά
‘χασε. ‘Ρόσα! Τι είπες; Η μάνα μου, τι; Μίλα
πανάθεμά σε!’ Η Ρόσα έπεσε στα γόνατα
κλαίγοντας. ‘Πού ήσουνα παλιοθήλυκο; Όλη τη
νύχτα σ’ έψαχνα! Η μάνα σου πεθαίνει, αν δεν
είναι κιόλας νεκρή. Πού ήσουνα;’ Η Λίλη την
τραβάει άγρια. Φαίνεται σαν εξαγριωμένη λέαινα,
μια πραγματική μαινάδα. ‘Σήκω λοιπόν πάμε!’
διατάζει με μία παράξενη σκληράδα στη φωνή της.
‘Να πας μόνη σου σκύλα! Δεν αντέχω ν’ αντικρύσω
τη θεία μου, μ’ εσένα δίπλα μου! Υποκρίτρια,
παλιογύναικο! Povero Antonio!’ Η συνήθως δυνατή
Ρόσα, σπαράζει. Η Λίλη δεν έχει την πολυτέλεια
να προσπαθήσει να πείσει τη Ρόσα ούτε και να την
περιμένει. Νιώθει έναν αφόρητο πόνο να της
κατασπαράζει το στήθος της. Κατρακυλώντας στα
λιγοστά σκαλοπάτια με κίνδυνο να τσακιστεί,
τρέχει προς το αυτοκίνητό της που είναι
παρκαρισμένο μπροστά στην πολυκατοικία. Όταν
φτάνει τελικά, μπαίνει, αρχίζει και ξεκινάει.
Δεν βλέπει μπροστά της. Τα μάτια της τρέχουν και
το στήθος της ανεβοκατεβαίνει βίαια. Το ποτό που
ήδη είχε καταναλώσει εκείνο το βράδυ, δεν
βοηθάει. Αισθάνεται τον πονοκέφαλο να μεγαλώνει
κάτω από την πίεση και την αφόρητη θλίψη. Οι
ενοχές της έχουν γίνει βρυκόλακες που την
κυνηγούν: η μάνα της, ο Αντόνιο, ο εαυτός της.
‘Θε μου, συγχώρεσέ με, κάνε να προλάβω τη μητέρα
μου! Θέλω να της πω πόσο την αγαπάω, πως είναι
το μόνο πλάσμα που δεν με πρόδωσε ποτέ και ότι
πάντα το ήξερα πως δε θα μπορούσε να κάνει κάτι
τέτοιο!‘ Με το ένα χέρι στο τιμόνι, προσπαθεί με
το άλλο να ενεργοποιήσει το κινητό της. Μόλις το
κατορθώνει εκείνο αρχίζει να χτυπάει. Το ανοίγει
με κίνδυνο να της φύγει το τιμόνι. ‘Εμπρός!’
φωνάζει εναγωνίως. Η φωνή που φτάνει στ’ αυτιά
της είναι ήσυχη, σταθερή: ΄Κυρία Μόρρις, λυπάμαι
πάρα πολύ... η μητέρα σας μόλις χάθηκε!
Επικαλέστηκε το όνομά σας επανειλημμένα.
Προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε μαζί σας, αλλά
τα τηλέφωνά σας δεν απαντούσαν. Σας παρακαλούμε
να περάσετε το συντομότερο από τα γραφεία του
νοσοκομείου της περιοχής της μητέρας σας, για να
συμπληρώσετε τις απαραίτητες φόρμες, ως η πιο
στενή συγγενής της. Είμαι ο γιατρός Atkins που
νοσήλευσε τη μητέρα σας’. Η Λίλη αφήνει το
κινητό δίπλα της. Δεν τολμά να μιλήσει.
Αισθάνεται μία παράξενη οργή εναντίον των
ανθρώπων και του εαυτού της, να την πλημμυρίζει.
Είναι σαν ένα ορμητικό κύμα που φουσκώνει για να
καταποντίσει. Πατάει τα φρένα του αυτοκινήτου
της, που διαμαρτύρονται στριγγλίζοντας, και για
μια στιγμή μονάχα, σταματάει καταμεσίς του
δρόμου. Είναι πολύ τυχερή: δεν υπάρχει
αυτοκίνητο πίσω της. Εκείνη τη μοναδική στιγμή
σκηνές από το παρελθόν διασχίζουν το νου της σαν
αστραπές, ζαλίζουν και θολώνουν το μυαλό της.
Όμως για μία στιγμή μόνο γιατί αμέσως ύστερα, η
Λίλη αρχίζει μία τρελή κούρσα... Αν και το
τράφικ είναι λιγοστό, κάποιοι τσακίζονται να
παραμερίσουν και να φωνάξουν από το παράθυρό
τους εναντίον της Λίλης: ‘go home, woman!’.
Κάποιοι άλλοι οδηγοί δε διστάζουν να τη βρίσουν
φωνάζοντας: ‘reckless bitch!’. Ένας αστυνόμος
τρέχει πίσω της βάζοντας τον συναγερμό. Η Λίλη
όμως που δεν βλέπει και δεν ακούει, τρέχει
έχοντας ξεπεράσει τα 130 χλμ. την ώρα. Λίγα
μέτρα μπροστά της καταφτάνει η ταχεία και η Λίλη
γελώντας σαν η πιο ευτυχισμένη ύπαρξη του
κόσμου, ορμάει για να τη συναντήσει...
Τέλος
|
|
|
|
Βιογραφικό της
Πιπίνας-Δέσποινας
Ιωσηφίδου-Elles
|