Τα
«αδέλφια μας» οι Έλληνες
Άρθρο
της Αλεξάνδρας Ζέκου—Γρυπάρη
Υπάρχουν
μαρτυρίες από τον Όμηρο κι από Αρχαίους και
νεότερους συγγραφείς, ότι Έλληνες εγκαταστάθηκαν
κι έζησαν διαχρονικά στην Αιθιοπία, από τα πολύ
παλιά χρόνια. Ως πρωτοπόροι συνέβαλαν
αποτελεσματικά στην ανάπτυξη, στην πρόοδο και
στον πολιτισμό της ιδιαίτερης αυτής Αφρικανικής
χώρας, με τον μακραίωνο πολιτισμό. Ώσπου το
1974, η μεταπολίτευση στην Αιθιοπία οδήγησε τους
περισσότερους Έλληνες ομογενείς στον ξεριζωμό.
Ως Πρόσφυγες πλέον, άφησαν για πάντα πίσω τους
τη γη που είχαν για Πατρίδα, μαζί με τα
ανεκπλήρωτα όνειρά τους και όλα τα υλικά αγαθά
που με πολύ κόπο είχαν αποκτήσει. Τα μόνα που
σώθηκαν, ήταν εκείνα που κανείς δεν μπορούσε να
τους στερήσει, τις αναμνήσεις και τις φιλίες.
Στα
αρχαία κείμενα καταγράφονται οι στενές σχέσεις,
που είχε η Αιθιοπία με την Αρχαία Ελλάδα, με
τους Πτολεμαίους και με τους Βυζαντινούς
Αυτοκράτορες.
Ο Πτολεμαίος ΙΙΙ ο Ευεργέτης, Βασιλιάς της
Αιγύπτου (247-222 π.Χ.), εισήγαγε πρώτος τον
ελληνικό πολιτισμό και τα ελληνικά γράμματα στην
Αιθιοπία. Σε ένδειξη φιλίας έστησε, στο αρχαίο
λιμάνι της Αιθιοπίας Adoulis,
μαρμάρινη «δίφρο» (κάθισμα δίχως πλάτη και
βραχίονες), πάνω στην οποία εξιστορεί, στα
ελληνικά, τη νικηφόρο και θριαμβευτική πορεία
του ως τη χώρα των Σαββαίων.
Τον 6ο μ.Χ.
αιώνα ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης αναφέρει, ότι με
εντολή του άρχοντα Ασβά, αντέγραψε το κείμενο
της δίφρου, βοηθούμενος από τον εκεί
εγκατεστημένο «Έλληνα πραγματευτή Μηνά». Μέσα
στον «Περίπλου της Ερυθράς Θάλασσας» που
πιστεύεται ότι γράφτηκε τον 1ο μ.Χ. αιώνα, από
άγνωστο συγγραφέα, αναφέρεται ότι ο Βασιλιάς του
Axum Zoskales
ήξερε Ελληνικά. Από την εποχή εκείνη οι Βασιλείς
τhς Αιθιοπίας
αλληλογραφούσαν με τους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες
και με το Πατριαρχείο στην ελληνική γλώσσα.
Τα
ερείπια των εκκλησιών στη βόρεια Αιθιοπία και
στην Ερυθραία μαρτυρούν την Παλαιο-Χριστιανική
(4ο- 6ο αιώνα) και την Πρωτοβυζαντινή (6ο – 8ο
αιώνα) αρχιτεκτονική που ακολούθησαν.
Χαρακτηριστικό στοιχείο της εποχής είναι το
«Πρεσβυτέριο», δηλαδή το υπερυψωμένο ιερό με το
κιγκλίδωμα από ξύλο ή από μάρμαρο, που έφερναν
από τη Μικρά Ασία.
Ο
Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ιουστίνος Ι (518-527
μ.Χ.), που ήταν υπέρμαχος της Ορθοδοξίας, ζήτησε
και είχε ουσιαστική βοήθεια από τους Ομόθρησκους
Αιθίοπες. Το 523 και το 525, με τη συνοδεία δύο
βυζαντινών πλοίων, οι Αξουμίτες έφθασαν στην
Αραβία και κατέκτησαν την Υεμένη, όπου έκτισαν
Χριστιανικούς Ναούς.
Ο επόμενος
Αυτοκράτορας, Ιουστινιανός Α ́ ο Μέγας (527-
565), οραματιζόμενος την επέκταση του Βυζαντινού
κράτους και την επιβολή του Χριστιανισμού, είχε
πάλι την έμπρακτη υποστήριξη του Βασιλείου του
Axum. Όμως στα τέλη του
6ου μ.Χ. αιώνα, με την άφιξη των Περσών, οι
Αξουμίτες αποχώρησαν από τη νότια Αραβική
Χερσόνησο. Αργότερα, επί Αυτοκράτορα Ηρακλείου
(575-641), έγινε η τελευταία στρατιωτική
εκστρατεία Βυζαντινών και Αιθιόπων, εναντίον των
Περσών.
Οι σχέσεις
μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Axum
άρχισαν να αραιώνουν τον 9ο αιώνα, όταν με την
εισβολή τού Ισλάμ στην Αφρική η Αξουμική
κυριαρχία έφθασε στη δύση της. Δεν γνωρίζουμε
πολλά για την περίοδο που μεσολάβησε. Παρ’ όλα
αυτά υπάρχουν στοιχεία για επαφές με το
Βυζάντιο. Για παράδειγμα η αλληλογραφία μεταξύ
τού Αιθίοπα Βασιλιά Yekouno
Amlak και του Μιχαήλ VIII
Παλαιολόγου (1259- 1282).
Έλληνες
θαλασσοπόροι ταξίδευαν στα παράλια της Ερυθράς
Θάλασσας ως τον Ινδικό Ωκεανό, όπως ο πλοίαρχος
Παχούμιος (6ο π.Χ. αιώνα) και ο Κοσμάς ο
Ινδικοπλεύστης (6ο π.Χ. αιώνα) ο οποίος όπως
αναφέρει, ήθελε «νά συμβάλλη πρός τήν τών τόπων
καί οικούντων είδησιν». Έλληνες γεωγράφοι και
εξερευνητές γνώρισαν καλά τη χώρα, ανοίγοντας
έτσι διόδους στους Έλληνες εμπόρους, που
ταξίδευαν από τη Συρία και την Αίγυπτο των
Πτολεμαίων, προς το Βασίλειο του Axum.
Τον 1ο π.Χ.
αιώνα τα εξαγώγιμα προϊόντα από την πρωτεύουσα
Axum ήταν: πολεμικοί
ελέφαντες, ελεφαντόδοντο, δόντια ρινόκερου,
καβούκια χελωνών, χρυσός, οψιδιανός (ηφαιστειακή
πέτρα), αλάτι και αρώματα κυρίως σμύρνα και
λιβάνι.
Τον 3ο
αιώνα μ.Χ. η εμπορική γλώσσα και γραφή ήταν η
Ελληνική. Στα παράλια της Ερυθράς Θάλασσας οι
οικονομικές συναλλαγές των Αξουμιτών, γίνονταν
κυρίως με ελληνικά νομίσματα ή με αιθιοπικά
νομίσματα, που πάνω τους είχαν εγχάρακτες
ελληνικές επιγραφές, όπως: «μέ τόν Σταυρόν αυτόν
θά νικήσει». Σε πολλά νομίσματα ο Σταυρός είχε
αντικαταστήσει τα λατρευτικά σύμβολα «ήλιο και
σελήνη».
Τον
4ο αιώνα μ.Χ. ο Φρουμέντιος από την Τύρο, ως
εκπαιδευτής του Διαδόχου Ezana,
δίδαξε στον μαθητή του, αλλά και στη Βασιλική
Αυλή, τα ελληνικά γράμματα και τον Χριστιανισμό.
Μετά το θάνατο του Βασιλιά Ela
Aminda, στο θρόνο ανέβηκε
o Ezana, ο
οποίος το 325 όρισε τη Χριστιανική Ορθόδοξη
Θρησκεία ως επίσημη Θρησκεία του Αιθιοπικού
Κράτους. Ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου
Κωνστάντιος συνεχάρη τον πρώτο Χριστιανό Βασιλιά
της Αιθιοπίας, με επιστολή γραμμένη στα
Ελληνικά. Ο Φρουμέντιος χειροτονήθηκε Επίσκοπος
του Axum. Ο ίδιος, σε
συνεργασία με άλλους Έλληνες, μετέφρασε τη Βίβλο
και άλλα εκκλησιαστικά κείμενα από τα Ελληνικά
στην Αιθιοπική αρχαία εκκλησιαστική γλώσσα
Geez. Στα εκκλησιαστικά
βιβλία εισχώρησαν ελληνικές λέξεις όπως: Κύριε
Ελέησον, Αμήν, Διάκονος, Μυστήριο, Θρόνος,
Διάβολος και άλλες πολλές.
Δείγμα
της εκπολιτιστικής δράσης των Ελλήνων είναι οι
Βυζαντινές Εκκλησίες και τα Μοναστήρια που
έκτισαν, με τη βοήθεια Ελλήνων τεχνιτών, ο
Φρουμέντιος και οι επτά Άγιοι που εκδιώχθηκαν
από τη Συρία λόγω του εκκλησιαστικού σχίσματος.
Στα ερείπια της πόλης Matahara
(στην Ερυθραία) οι αρχαιολόγοι ανέσυραν έξι
Βυζαντινούς Σταυρούς του 6ου αιώνα.
Τον 15ο
αιώνα, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης,
Έλληνες πρόσφυγες ζήτησαν άσυλο στην Αιθιοπία κι
εγκαταστάθηκαν στην επαρχία Agame,
όπου έκτισαν το χωριό «Ρωμάουη». Επί δύο αιώνες,
17ο - 19ο αιώνα, οι Αιθίοπες διέκοψαν την επαφή
με τον έξω κόσμο. Έδιωξαν από το έδαφός τους
όλους τους Ευρωπαίους, διότι προσπάθησαν να τους
προσηλυτίσουν και να αλλοιώσουν την ταυτότητά
τους. Μόνον οι «αδελφοί Έλληνες» παρέμειναν και
συνέχισαν να φθάνουν και να εγκαθίστανται στην «terra
incognita». Από μαρτυρίες
γνωρίζουμε ότι το 1690 στην πρωτεύουσα
Gondar, Έλληνες κατείχαν
υπεύθυνες θέσεις στην Αυλή του Αυτοκράτορα
Iasou I.
Toν
18ο αιώνα επί βασιλείας Iasou
II, έφθασαν στο
Gondar Έλληνες από τη Σμύρνη της
Μικράς Ασίας και από τα νησιά Ρόδο, Μήλο, Χίο.
Το 1755 μια μεγάλη ομάδα Ελλήνων ξεκίνησε από το
Κάιρο με προορισμό τις Ινδίες, εκεί όπου ζούσαν
κι άλλοι Έλληνες. Όμως οι μουσώνες είχαν
αρχίσει, οπότε φτάνοντας στο λιμάνι της
Massawa, αναγκάστηκαν να
διακόψουν το επικίνδυνο ταξίδι τους. Οι
ταξιδιώτες πήγαν στην πρωτεύουσα Gondar,
όπου έγιναν δεκτοί από τον Αυτοκράτορα
Iasou II. Η μόρφωση
και οι ικανότητές τους σύντομα εκτιμήθηκαν και
οι νεοαφιχθέντες ανέλαβαν υψηλές θέσεις στην
υπηρεσία του Ηγέτη και του κράτους.
Στα
μέσα του 19ου αιώνα (1879) ταξίδεψε στην
Αιθιοπία ο Πρόξενος της Ελλάδος στο Σουέζ, Α.
Μητσάκης. Πέντε χρόνια αργότερα ο Α. Μητσάκης
επέστρεψε στην Αιθιοπία, ως απεσταλμένος αυτή τη
φορά της Αγγλίας και ζήτησε ακρόαση από τον
Αυτοκράτορα Ιωάννη. Καθ’ ότι Έλληνας ήταν ο
πρώτος «Ευρωπαίος» που έγινε δεκτός στην
Αιθιοπία, μετά την απομάκρυνση όλων των ξένων
υπηκόων από τη χώρα. Η αποστολή είχε αίσιο
τέλος.
Ο
ελληνομαθής Αυτοκράτορας Ιωάννης ήταν
φιλέλληνας, σε σημείο που πίστευε ότι ήταν
ελληνικής καταγωγής. Το 1885, μετά από ανταλλαγή
επιστολών με τον Βασιλέα Γεώργιο Ι της Ελλάδος,
έφτασε στην Αιθιοπία ο γιατρός Νικόλαος Παρίσης,
που ως θεράπων γιατρός του Ηγέτη παρέμεινε στο
Παλάτι δύο χρόνια.
Στην
υπηρεσία τού γιατρού ανέλαβε διερμηνέας ο Ηλίας
Ιωάννου. Ο Αυτοκράτορας τίμησε τον Νικόλαο
Παρίση, δίνοντάς του τον Τίτλο του RAS.
Τον έντυσε με τη στολή του βαθμού αυτού και τον
παρασημοφόρησε. Την ημέρα της επιστροφής του
γιατρού στην Ελλάδα, ο Αυτοκράτορας του έδωσε
ιδιόχειρη επιστολή, με παραλήπτη τον Βασιλέα
Γεώργιο Ι, λέγοντας: «οι Έλληνες είναι αδέλφια
μας. Μόνον ο αδελφός μου, ο ανίκητος Γεώργιος,
Βασιλέας των Ελλήνων, έχει το δικαίωμα να
πατήσει στην Αιθιοπία. Ο στρατός μου και ο λαός
μου θα τον υποδεχθούν με ανοιχτές αγκάλες κι εγώ
θα του δώσω το σπαθί μου. Πες του πόσο τον αγαπώ
και δώσε του το γράμμα μου αυτό».
Ο γιατρός
Ν. Παρίσης γράφει στο βιβλίο με τις αναμνήσεις
του: «ο Πρέσβης Α. Μητσάκης ενέπνευσε στον
Αυτοκράτορα Ιωάννη πολλάς εκπολιτιστικάς ιδέας.
Τα εξ αυτών ευάρεστα αποτελέσματα και εγώ ο
ίδιος διεπίστωσα». Στο ίδιο βιβλίο αναφέρει, ότι
στην Massawa τους μόνους
ξένους που συνάντησε ήταν Έλληνες εμπόρους.
Κάποιοι είχαν έρθει
από το Σουδάν, για να σωθούν
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην
Αιθιοπία, ο Νικόλαος Παρίσης εκτός από την
ιατρική του προσφορά, βοήθησε τον Αυτοκράτορα
και τους υποτελείς Βασιλείς και Αρχηγούς του, να
κατανοήσουν και να εκτιμήσουν τα αγαθά των
επιστημών. Κατόπιν τούτου, ο Αυτοκράτορας
Ιωάννης παρακάλεσε δι’ αλληλογραφίας τον Βασιλέα
Γεώργιο Ι, όπως επίσης και τον Πατριάρχη
Αλεξανδρείας, να του στείλουν Έλληνες
Διδασκάλους και Ιερωμένους για τη διαπαιδαγώγηση
των Αιθιόπων. Δυστυχώς δεν υπήρξε ανταπόκριση
στο αίτημά του.
Είναι
πραγματικά λυπηρό που μέχρι τις αρχές του 20ου
αιώνα, περισσότερο δηλαδή από δύο αιώνες, που
διήρκεσε η προνομιούχος για τους Έλληνες εποχή,
το επίσημο ελληνικό κράτος δεν έδωσε καθόλου
προσοχή στις ευκαιρίες που του δόθηκαν, ενώ
αδιαφόρησε και δεν στήριξε τους εγκατεστημένους
στην Αιθιοπία Έλληνες.
Τον Ιωάννη
διαδέχθηκε ο Menelik ΙΙ,
ο οποίος το 1887 μετέφερε την πρωτεύουσά του από
το Gondar στην
Addis Ababa. Η νέα
πόλη άρχισε να κτίζεται. Οι Έλληνες παρότρυναν
συγγενείς και φίλους, να αφήσουν τα χωριά τους
και να έρθουν να εργαστούν στην Addis
Ababa. Φτιάχτηκαν δρόμοι,
χτίστηκαν εκκλησίες, σπίτια και μεγαλύτερα
κτίρια. Άνοιξαν καταστήματα, καφενεία, φούρνοι,
κουρεία, βιβλιοπωλεία κλπ. Οι Βιομηχανίες, το
εξαγωγικό και εισαγωγικό Εμπόριο, οι Γιατροί, οι
Αρχιτέκτονες, οι Εργολάβοι και οι Τεχνίτες, οι
Ξενοδόχοι, οι Μηχανικοί ήταν όλοι Έλληνες. Ως
και την πρώτη Αιθιοπική εφημερίδα «Aimiro»
(Διάνοια), έγραφε και τύπωνε από το 1908 ο
Ανδρέας Καββαδίας. Στις Δημόσιες Υπηρεσίες
σημαντικές θέσεις, είχαν δοθεί στους Έλληνες. Η
ζωή άρχισε να παίρνει άλλη τροπή και τα όνειρα
για ένα καλύτερο μέλλον, άρχισαν να γίνονται
σιγά-σιγά πραγματικότητα. Έως το 1910 (σύμφωνα
με τον περιηγητή και συγγραφέα Σωκράτη
Προκοπίου) εκτός από τους Έλληνες υπήρχε στην
πόλη ένας μόνο Γάλλος έμπορος και οι αιχμάλωτοι
Ιταλοί, από την μάχη της Adwa.
Τον
20ο αιώνα, η Ελληνική Κοινότητα έκτισε στη νέα
πρωτεύουσα την Ελληνική Εκκλησία του Αγίου
Φρουμεντίου, το Μητροπολιτικό Μέγαρο, το Σχολείο
και τον Ελληνικό Αθλητικό Σύλλογο «Ολυμπιακό».
Μεγάλοι Ευεργέτες δώρισαν στην Κοινότητα το
Γηροκομείο, τα νέα εκπαιδευτήρια (Νηπιαγωγείο,
Δημοτικό, Γυμνάσιο-Λύκειο και Σχολείο Αγγλικής
κατεύθυνσης). Το Οικοτροφείο επέτρεψε σε παιδιά
από την επαρχία και από άλλα γειτονικά κράτη τής
Αφρικής, να φοιτήσουν στα Ελληνικά Σχολεία, με
τη δυνατότητα να συνεχίσουν τις ανώτερες σπουδές
τους στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό.
Ο
Menelik ΙΙ αποφάσισε να
ανοίξει τις κλειστές πύλες της χώρας του στο
σύγχρονο πολιτισμό, γεγονός που σήμανε το τέλος
του ρόλου των πρωτοπόρων Ελλήνων εκπολιτιστών
της χώρας. Ταχύτατα λειτούργησαν οι
μεγαλοπρεπείς Πρεσβείες της Αγγλίας, της
Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ρωσίας. Η Ελληνική
Πρεσβεία άνοιξε πολύ αργότερα, το 1935.
Η
λειτουργία της σιδηροδρομικής γραμμής μέχρι την
Dire Dawa το
1908 και μέχρι την Addis
Ababa το 1917, βοήθησε στην
αθρόα προέλαση των «ferenj»
(ευρωπαίων) στη χώρα, οι οποίοι έφθασαν
οργανωμένοι με σχέδια και κεφάλαια.
Στην
Dire Dawa τους
Έλληνες εργαζόμενους στη σιδηροδρομική γραμμή
ακολούθησαν κι άλλοι ομογενείς, με αποτέλεσμα να
αποτελέσει τη δεύτερη μεγαλύτερη σε ελληνικό
πληθυσμό πόλη της Αιθιοπίας. Στην Ελληνική
Κοινότητα, Μέγας Ευεργέτης δώρισε το Ελληνικό
Δημοτικό Σχολείο και κτίστηκε η Εκκλησία της
Αγίας Τριάδος. Οι συμπατριώτες μας ασχολήθηκαν
κυρίως με το εμπόριο, τη βιομηχανία και τις
μεταφορές. Έλληνες εργάστηκαν και σε άλλες
πόλεις της χώρας, οι μεγαλύτερες από τις οποίες
ήταν: Harrar,
Jimma, Dembi
Dolo, Dessie,
Gore.
Τον
Menelik ΙΙ, που πέθανε το 1913,
διαδέχτηκε στο Θρόνο η κόρη του Zaouditou.
Συμβασιλέας και Διάδοχος του Θρόνου ορκίστηκε ο
Ras Taffari,
ο οποίος το 1930, μετά το θάνατο της
Zaouditou, στέφθηκε Αυτοκράτορας
λαμβάνοντας το όνομα Haile
Selassie I.
Ο νέος
Ηγέτης, που πάντα είχε στο πλευρό του τον
αχώριστο φίλο και Γιατρό του Ιάκωβο Ζερβό,
συμπαθούσε πολύ τους Έλληνες. Χαρακτηριστική
ήταν η ομιλία του, στο επίσημο γεύμα που του
παρέθεσε ο Βασιλεύς Παύλος στην Αθήνα, το 1924,
όσο ήταν ακόμη Συμβασιλέας: ...«Επιτρέψατέ μου
να σας τονίσω, ότι οι Έλληνες που ζουν στην
Αιθιοπία, δεν ευρίσκονται σε ίση μοίρα με τους
άλλους ξένους. Ζουν εκεί εν πλήρη ομονοία και
αγάπη με τον λαό μου και η Κυβέρνησίς μου δεν
παραλείπει από του να τους παρέχει κάθε δυνατή
υποστήριξη...»
Και
κάποια στιγμή τα πάντα άλλαξαν. Στις αρχές του
1974 πραξικοπηματικά ανέλαβε τη διακυβέρνηση του
Κράτους ο Mengistou Haile
Mariam. Οι περιουσίες των
Ελλήνων, όπως και των λοιπών Ευρωπαίων
εθνικοποιήθηκαν. Περίπου 5.000 Έλληνες πήραν το
δρόμο της προσφυγιάς και σκόρπισαν στις πέντε
ηπείρους. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που παρέμειναν
στην πρωτεύουσα και με πείσμα κρατάνε ζωντανό
τον ελληνικό πολιτισμό.
Αλεξάνδρα
Ζέκου—Γρυπάρη
ΠΗΓΗ
ΚΟΝΤΑ ΣΑΣ ΑΘΗΝΑ
|