Η
Συνάντηση μας στο πηγάδι της αυλής, σαν αφήγημα
ρημάτων και ανάγκη ταξιδιού .
Του
Χρήστου Νιάρου .
Σαν ένα
καράβι αγκυροβολημένο μα και πολύ πολυταξιδεμένο
στην μέση της αυλής μας μοιάζει το πηγάδι ετούτο
. Κάτω από τους βαθείς ίσκιους της κουμαριάς και
της απο άνω μας μπαλκονιού την προέκταση
βρυχάται εδώ και χρόνια και καιρούς το νερό του
και ταξίδια μας κομίζει ο αχός τους .
Παίζει
όλα τα μεσημέρια του καλοκαιριού μας στα δάχτυλα
των κυμάτων του και μας καλεί να πάμε πιό κοντά
.
Εδώ
και χρόνια και καιρούς αυτό ακριβώς κάνει .
Και
αν οι βροχές ανεβάζαν την στάθμη των νερού δεν
του δίναμε όμως το χρόνο και την ματιά μας και
σχεδόν αδιάφορα κάναμε σαν να μην υπήρχε . Να
αφουγκραστούμε να δούμε έστω και από το
ασβεστωμένο του στόμιο το βάθος του το σκοτεινό
, εδώ και καιρό μα και τελευταία το είχαμε βάλει
στην
άκρη και των σκέψεων αλλά και της κουβέντας μας
.
Η ζωή θα
φταίει η γρήγορη ,το μεροκάματο οι θόρυβοι της
πόλης και οι λέξεις μας που καταντήσανε εικόνες
από μηνύματα σε μηνύματα και μας τραβήξανε στο
βάθος και στο πλάτος τους και μας κυριέψανε .
Μας καδράρανε
.
Και η απάθεια που ήρθε - συμβάλαμε και μεις -
μας στεγνώσε
και
τα χείλη μας και αφίλητα και άλαλα παίχανε στο
χάρτη του χρόνου
Μα με
ένα μέχρι εδώ που αναφωνήσαμε με την ματιά μας
ο
κύκλος της απάθειας μας ,να μην νοιαζόμαστε για
τα πράγματα που μας γυροφέρνουν αλλά και ο κάθε
δακτύλιος των μονών και μόνων διαδρομών των
σταγόνων και τι του γίνεται στο στόμιο του και
ποιά ταξίδια μολογούν - αν και μας μοιάζουν εδώ
και χρόνια ,χρόνια και δευτερόλεπτα κλειςτά σαν
αδιέξοδα και σαν εγώ χωρίς τους ήχους του έξω
από το καβούκι τους - αυτή την στιγμή ζητούν
μια
άλλη
επίγευση
,αφορμή δίνουν .
Ο
χρόνος
της
ζωής από τα ίδια και τα ίδια τερτίπια ,δεν είναι
ούτε αιώνιος ,μα και ούτε και εφήμερος . Τα
πάντα ορατά και αόρατα που μας περιτριγυρίζουν
και μας εμπεριέχουν
όταν
το ποτήρι τους
ξεχείλιζε
,οταν ο κόμπος της ζωής μας έφτασε στο χτένι του
και το καλοκαίρι είναι και πάθος σωμάτων και
πολλών νερών και κυμάτων παιγνίδια ,δεν μπορεί
να μείνουμε αδιάφοροι .
Σήμερα
λοιπόν είναι και αλλιώς ο καιρός . Η
άπνοια
του κενού του από των πολλών φωνών- κατοίκων που
επικρατεί στον αέρα και στα μπαλκόνια της πόλης
,ανταρτεύει ,γκαζώνει μα και λαδώνει τις μηχανές
της φαντασίας μας - τις παρκαρισμένες ,τις
ξεχασμένες - ανοίγει και τα στόματά μας και
όλους τους πόρους της ψυχής μας στο πεδίο και
στη θέα των φωνηέντων του νερού
μόνο
με ελάχιςτα βήματα και κυρίως με χαρά τι εκπληξη
θα συναντήςουμε .
Λες
και κάνουμε βουτιές στον αέρα ,λες και
ανακαλύπτουμε ξανά τα περίφημα δεδομένα που
κλειδώνουν έρωτες και χάδια και αγάπες .
Λες
και κάνουμε ταξίδι άλλων διακοπών χωρίς
ξαπλώςτρες , καλαμάκια καφέ και επιςκέψεις σε
μουςεία και σε ταβέρνες .
Ένα
πηγάδι
που
αντέχει χρόνια και καλοκαίρια
από
όλα τα λοιπόν του καιρού
μας
γίνεται το κέντρο των εγκιβωτισμών και της
βόλτας μας . Και η πέτρα και το νερό και κυρίως
η
κάθε ηχώ των παφλαςμών γρανζουνάνε ,ελκύουν το
μέςα μας . Και αυτό το κυκλικό του στόμα ,μα και
αν έρχεται το νερό από κάποιο βουνό ή θάλαςςα
είναι μια πρόκληςη .
Η ηρεμία
,η αγριάδα των ταξιδιών του σαν τα ζυγά και μονά
σημεία μιας αγκαλιάς ρημάτων
αλλάζει
το πάντα ρεί μας .
Μήπως
τα ρήματα τα ρίξαμε στο πηγάδι της
καθημερινότητας μας τα απολιθώςαμε σαν δέντρα ,ή
και τους αλλάξαμε την φωνή από ενεργητική σε
παθητική και δεν καταλάβαμε τι έγινε ,τι μας
έγινε ;
Όμως
είναι η ώρα ό,τι μας κυκλώνει ,ό,τι μας ζώνει
και μας πετρώνει όλες μας τις αισθήσεις με
κώδικες και τυπικότητες ,τώρα και που το
καλοκαίρι δεν μας αποχαυνώνει ,να αλλάξουμε τις
προτάσεις και την σειρά των κάθε μονολόγων μας .
Η
συνάντηση μαζί τους εκ κινήσει και εν στάσει μας
γίνεται όμως ακαριαία και ξυπνάει την χαλαρότητα
και την αδιαφορία που μας είχε κερδίζει . Και
στα μονά και στα διπλά της παιγνίδια ,τώρα
ορίζουμε εμείς τους κανόνες της ραςτώνης και των
όποιων λέξεων και επιφωνημάτων . Εδώ κοντά ειναι
το τραπέζι ,εδώ η κάθε του καρέκλα - αν και ο
καθείς έχει την θέςη του ,αυτό αλλάζει - εκεί το
χαλί του σαλονιού και οι κουρτίνες του
μπαλκονιού .
Ανοιγοκλείνουμε
τα μάτια μας .
Κοίτα
πως μας γνέφουν τα χρώματα ,άκου πως μυρίζει η
σιωπή του μεςημεριού ; Και ο αέρας ο αθόρυβος
του καλοκαιριού χάδι στα μάγουλα και μια αύρα
σαν εκπληξη και αγκαλιά θαλαςςμας μας φέρνει
στην συνάντηςη μας αυτή Λες και ήταν σε κάποιο
αμπάρι όλα αυτά και ξεχάστήκανε .
Σαν ένα
ξεχασμένο επιφώνημα χαράς
από
ένα θαύμα ζωής καθημερινό μα τόσο καθημερινό που
καμμία παράβλεψη ή δικαιολογία ό,τι δεν το
είδαμε στο διάβα μας αναζωγονοεί το τι θα
επέλθει .
Καμμιά
φορά
στην
τροχιά της πολύ οικειότητας με τα χνώτα και με
τα
πιό καθημερινά πράγματα ,γωνίες ή και τα πιό
μικρά αντικείμενα που μας συγκατοικούν αυθόρμητα
και ξαφνικά και στοχευμένα
έχουν
να πούν και άλλες κρυφές και ποικίλες σιωπές που
φωνάζουν στην στατικότητά τους .
Μας
κοιτούν ,μας τραβούν όπως και τα νερά και τα
ταξίδια τους .
Κάπως
και στην ροή της ιστορίας μας οι λέξεις τους
,μας ανοίγουν και δρόμους και χρόνους ακόμη και
εκεί που δεν το περιμένουμε ή και εκεί που
θέλαμε να βρισκόμαστε . Το πηγάδι είναι μια
η
αφορμή για να γραφτούν όλα αυτά. Στα φυγόκεντρα
και στα κεντρομόλα καλέσματα του ,στούς τοίχους
και στα νερά του τα καράβια των βρεγμένων
αφηγήσεων μας επιπλέουν ,πατώνουν ,ποτίζουν τα
χώματα και τους ουρανούς της ζωής μας .
Είναι
σαν και τις σελίδες των βιβλίων καλοκαιρινής
χαύνωσης και σιωπής ,που μαζεύουν άμμο και
αργότερα όταν τα ξαναξεφυλίζεις κυριολεκτικά σε
πιάνουν αδιάβαστο στο πως βρέθηκε εκεί μα και
γιατί τσάκισες την τάδε τους σελίδα . Μα είναι
και σαν τα πρωινά του χειμώνα τα βαριά δεν έχουν
στον ήλιο μοίρα ,παρά μόνο γκρίζα χρώματα και
κλεισούρα .
Μα ένα
πηγάδι αν και κλειστό και περιχαρακωμένο ,αν και
δεν περίτεχνο ,σκαλιστό ,η πέτρα του με κάποια
κοχύλια καλοκαιριού και ασβέστη ,φαντάζει σαν
όαση δροσιάς μέσα στην θερμοπληκτη εποχή μα και
σαν ένα παράθυρο νυχτός που κοιτάει τα αστέρια .
Πόσα δε
ηλιοβασίλεματα και πρωινά ταξίδεψε όταν εμείς οι
περαστικοί και μόνιμοι επισκέπτες της αυλής
ακούγαμε τους ήχους του νερού να βγαίνουν ,να
αναρριχούνται από τα τοιχώματά του και παρέα
στην ραστώνη μας θέλανε να γίνουνε .
Εμείς
σαν κάτοικοι των πόλεων που βιαστικά τρώμε
,πίνουμε στα μεσημέρια της καλοκαιρίας στο
κονάκι μας και στην αυλή και σημασία τόσα χρόνια
δεν του δώσαμε .
Λες και
δεν υπήρχε ,λές και με τα χρόνια άνοιξε η γη και
το κατάπιε .
Μα
σήμερα είναι αλλιώς . Τα τζιτζίκια αυτή την ώρα
απουσιάζουν από το καθιερωμένο μεροκάματο και
την παράστασή τους ,η τηλεόραση με τα
μεσημεριανά της ξενέρωτα προγράμματα για
γκλαμουριές και προϊόντα καταναλωτικά με καλές
προσφορές και με δόσεις ,δεν γεμίζουν μα και δεν
φυγαδεύουν το χρόνο μας .
Ετσι και
με καύσιμη ύλη τους ήχους του νερού φτιάχναμε
καραβάκια και διαδρομές ταξιδιού μιά σε κοντινά
χιλιόμετρα και τόπους ,μια σε μακρινά εξωτικά
μέρη . Το νεράκι έκανε τους κύκλους του ,στο
κύκλο του πηγαδιού . Μέχρι εκεί ήταν και το όριο
του και το ταξίδι του .
Αρχίσαμε
να σκεφτόμαστε αν και εμείς το όριο του ταξιδιού
ζωής ήταν σαν το νερό και το κύμα που ακούγαμε
και βλέπαμε .
Κλείναμε
τα μάτια από την μελωδία των χτυπημάτων του
στα
τοιχώματα και φανταζόμαστε πως τα αφήνανε ,τα
γλείφανε και επιστρέφανε στο κύκλο ,στην
επιφάνεια και στο βάθος σε αυτό που λέγεται ας
πούμε άγνωστο κέντρο και αφετηρία και σταθμός
ανεφοδιασμού τους . Ακουμπούσαμε τα δάχτυλά μας
,τα χέρια μας αφ υψηλού και σε απόσταση
ασφαλείας στο κύκλο και στο στόμιο του το
πέτρινο που έμοιαζε σαν στόμα μυθικών στοιχειών
που ήθελε να μας μιλήσει ή να μας καταπιεί μα
εμείς δεν αφεθήκαμε ,δεν παρασυρθήκαμε στο
κάλεσμα και στην πλάνη του. Ξεδιψάμε μόνο και
μόνο που ακούγαμε τα νερά και με την κίνησή τους
την ανυπότακτη που έστω και στο περιορισμένο
χώρο των τοιχωμάτων
ήταν
αρκετό να μας ανοίξει ορίζοντες και ακρογιάλια
και ταξίδια απείρου κάλλους και φαντασίας.
Με
κέντρο την βουή και το χάδι τους που έβγαινε από
το στόμα του πηγαδιού οι μνήμες μας τρέχανε στα
μεσημέρια του καλοκαιριού σαν παιδιά που δεν
κοιμούνται στις ώρες της κοινής του ησυχίας .
Η πόλη
έξω από μας,έξω από τους φράχτες της αυλής ήταν
σε ένα ταξίδι χωρίς προαπαιτούμενα ,χωρίς φωνές
και Πλατσουρίσματα αμμουδιάς πολυσύχναστης και
κυριολεκτικά και μεταφορικά χανόντανε σε μια
χοάνη χαλαρότητας και αναστοχασμού λες και δεν
υπήρχε . Ούτε δίπλα ,ούτε και μέσα μας .
Ουτοπικές δυστοκίες του μυαλού ή κρυφές
επιθυμίες μας ,που τόσο καιρό δεν τις βλέπαμε
,δεν τις ακούγαμε και σε ένα ξαφνικό συναπάντημά
μας στο πηγάδι της αυλής βγήκανε στην επιφάνεια
μα και στα χείλη μας ;
Ερωτήματα
,ερωτήματα των ρημάτων που υποδόρια ,κάτω από τα
πόδια μας και αυτά ρέουν εδώ και χρόνια
,δευτερόλεπτα και καιρούς σαν κύματα και
συμπεράσματα συναντήσεων με ό,τι μας περιβάλει .
Μπροστά
στο δέος του νερού ,κάπως σαν να θέλουμε να
ανατρέψουμε την πορεία του την καθιερωμένη ,το
πήγαινε έλα του δηλαδή μέσα στο μακρινό αυτό
πέτρινο υγρό τοίχο του πηγαδιού ,γεμίσαμε τις
ώρες του μεσημεριού μας . Κυκλικά πηγαίναμε στην
ροή του με τα μάτια μας μέχρι που η ζέστη έφτασε
στο κόκκινο ,και πετάξαμε ότι ρούχο είχε ιδρώςει
πάνω μας . Δέσαμε και ένα ποτήρι -ενθύμιο από
κάποια
παλιά
εκδρομή - με το σχοινί της απλώστρας και
παλεύοντας με τα κύματα και το βάθος του
πηγαδιού το καταφέραμε και το γεμίσαμε . Ήταν
μισογεμάτο και σταγόνα σταγόνα το γευτήκαμε .
Από τα χείλη μας ένα και μόνο παρατεταμένο άλφα
που ακούστηκε που βγήκε,
ταξίδεψε
τους καθρέφτισμούς και τους όποιους
αντικατοπτρισμούς μας στην νύχτα που έμοιαζε με
αυλή χωρίς ίσκιους ονείρων και συνήθειες
καθημερινές
.
Μικρές
συγκινήσεις τελικά κάνουν πολλά και οι
συναντήσεις των βλεμμάτων μας με τη φύση αλλά
και την φύση των πραγμάτων αλλάζουν τις γωνίες
και του κύκλους θέασης ζωής . Και το καλοκαίρι
μια πρόφαση είναι για αυτό το αφήγ. ταξίδι μα η
συνάντηση του εγώ με το εγώ το διπλανό ,το συγ
κατοικημένο ,το ανώνυμο της πόλης δεν κοιτάει
ούτε τι εποχή έχουμε , μα κυρίως το τι
προβλήματα και πράγματα έχουμε .
Και
οι λέξεις μας από την μοναξιά και την κούρασή
τους και από την πιθανή αχρειστία ή την πολύ
χρήση τους θα κάνουν την συνύπαρξη ,συνάντηςη
ζωής ένα αφήγημα περισυλλογής ,αυτογνωσίας μα
και αυτοπαρατήρησης που επίλογος δεν θα υπάρχει
. Η αίσθηση του ανήκειν και του είναι μας
γίνονται εν δυνάμει σταθερές μα και τρυπάκι και
ευθεία στις λεπτομέρειες και στα σκαμπανεβάσματα
της ζωής που μας περιβάλλουν .
|
Του Χρήστου
Νιάρου .
|