\\               ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            
 





GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above





 















 


 

 

Λιλίκα Νάκου[1],

είδος,
  εποχή,  τόπος, στόχοι,  γλώσσα, ρεαλισμός: Μεταγενέστερη του Α. Καρκαβίτσα, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1904, στο χάραμα του εικοστού αιώνα. Στην εποχή της έχουν αλλάξει οι συνθήκες της ζωής και οι νοοτροπίες των ανθρώπων.  Αν και έχουν περάσει πάνω από ογδόντα χρόνια από την επανάσταση του 1821, ακόμη υπάρχουν ελληνικές  περιοχές υπό την τουρκική κατοχή (Μακεδονία, Ήπειρος, Κρήτη ).  Και ενώ η Ελλάδα αγωνίζεται να απελευθερώσει από τον τουρκικό ζυγό  ετούτες τις ελληνικές περιοχές, ξεσπούν οι Βαλκανικοί πόλεμοι (1913-1914), λαβαίνει χώρα η καταστροφή του Πόντου (1914-1917) και ακολουθεί η Μικρασιατική καταστροφή (1922).  Η Ελλάδα προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της ύστερα από τα αλλεπάλληλα απανωτά χτυπήματα, όταν κηρύσσεται ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος,  1940-1941.  Ακολουθεί ο εμφύλιος για να αποτελειώσει ότι μετά ακραιφνούς κόπου, είχε κρατηθεί όρθιο! 

 

 

Η Λ. Νάκου ζει στην κοσμοπολίτικη Αθήνα η οποία καλώς εχόντων των πραγμάτων ή μη, δέχεται τις επιδράσεις και τις νοοτροπίες της Ευρώπης στο λογοτεχνικό, επιστημονικό και εν γένει κοινωνικό της πλαίσιο. Αν και απομακρύνεται από την Ελλάδα και ζει στην Ευρώπη για μεγάλο διάστημα, την δύστυχη περίοδο της Γερμανικής κατοχής  της,  βρίσκεται στην πόλη του φωτός, την Αθήνα. Το δημιούργημά της, Το Μάτι του Θεού,  προέρχεται από τη συλλογή διηγημάτων Η Κόλαση των Παιδιών, που δημοσιεύτηκε στην Αίγυπτο το 1944.

 

 

Η Λ. Νάκου χειρίζεται το θέμα του έργου της με επιδεξιότητα. Πρόκειται για ουσιαστικά και ανθρώπινα, λεπτό ζήτημα: αφορά τη ζωή των παιδιών στην Αθήνα κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής (Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος).  Η αφήγησή της σε πρώτο πρόσωπο, έχει ως επίκεντρο την πληροφόρηση για τον τρόπο επιβίωσης των παιδιών, ένα θέμα διαχρονικό εφόσον και επί των ημερών μας εξακολουθεί να συμβαίνει σε πολλές γωνιές του πλανήτη.  Απευθύνεται λοιπόν στους ενηλίκους του κόσμου, της εποχής της και η ειλικρινής έγνοια της επεκτείνεται και πέρα από ετούτη, την  συγκεκριμένη περίοδο στην Ευρώπη. Εκφράζει τον θαυμασμό της για τα παιδιά, για τον αγώνα τους να κρατηθούν στη ζωή, χωρίς να έχουν τα βασικά, ένα κρεβάτι, ένα κομμάτι ψωμί. Στις καταθλιπτικές ετούτες περιόδους, τα παιδιά εκπλήσσουν, δίνουν μαθήματα αγωνιστικότητας και θάρρους στους ενηλίκους, αψηφώντας τους φόβους τους και κρύβοντας την ευαισθησία τους, πίσω από μία υποκριτική χυδαιότητα.

 

 

Η αφήγηση της Λ. Νάκου, στο έργο, Το Μάτι του Θεού,   είναι απλή, προσιτή και διακρίνεται για τη  διαύγεια των σκέψεών της. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί, διακρίνεται για τα  λυρικά στοιχεία της. Στις απλές περιγραφές της, χρησιμοποιεί ρήματα υφής: «μ’ αγαπάς»,  πειστικά κοσμητικά επίθετα της καθημερινότητας: «χαζός», «αλητόπαιδα», «σκελετωμένο», «βρώμικα», «μελανιασμένο», «μαβί», «κουρελήδες», παρομοιώσεις: «σαν μικρά ζούδια», «σαν μικρά αγρίμια»,  μεταφορές: «πάμε κοπάδι μαζί» ή τραγικές εικόνες όπως: «… κοιμόνταν συχνά μαζί με τα σκελετωμένα σκυλιά, που ψάχναν κι αυτά την τροφή τους μέσα στα σκουπίδια…»[2]  Με εικόνες και χαρακτηρισμούς, περιγράφει  την επαναστατική συμπεριφορά των παιδιών, την οποία κατανοεί, και από τη θέση της ευαίσθητης διανοούμενης, εξελίσσεται σε ψυχολόγο ερευνώντας και κατανοώντας το δράμα των παιδιών της Αθήνας, της συγκεκριμένης εποχής.

 

Καταγράφει τα τραγικά γεγονότα που διαδραματίζονται στην καθημερινότητα των παιδιών και από τη σκοπιά της εν εξελίξει, εκ των πραγμάτων, ψυχολόγου, δικαιολογεί τη δυστυχισμένη κοινωνία της πόλης που αδυνατεί να βοηθήσει  τα παιδιά της ή που τα αγνοεί.  Επιχειρεί να επιστήσει την προσοχή του αναγνώστη προς ετούτα τα αβοήθητα νεαρά πλάσματα, που οι αντιξοότητες, της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, τα καταδικάζουν να ζούνε μία υποτυπώδη μορφή ζωής. Λέει χαρακτηριστικά:  «…  ω, τι φοβερό πούναι το κρύο για τα πουλιά. Για τα παιδιά και όλα τα εγκαταλελειμμένα πλάσματα του θεού!»[3] Αναφέρει τα μεταξύ των παιδιών, ‘παρατσούκλια’: Χαζομάτης, Παρδαλός, Μαύρος, ως ένα παιγνίδι ανάμεσά τους, λες και δεν έχουν άλλα ονόματα αληθινά ή που τα έχουν διαγράψει ως περιττά.  Περιγράφει την αθλιότητά τους καταθέτοντας την έλλειψη  στέγης, ζέστης, ενδυμάτων, τροφής: «… είδα μαζεμένα τα παιδιά πάνω στη γρίλλια του Ηλεκτρικού που έβγαζε ζεστασιά…»[4] γράφει, περιγράφοντας τον τρόπο αντιμετώπισης της αδυσώπητης παγωνιάς του ελληνικού χειμώνα.

 

Στο ζωτικό θέμα  του φαγητού, δίνει ένα χαρακτηριστικό διάλογο ανάμεσα στα παιδιά, για να υπογραμμίσει την πείνα τους, που θυμίζει την αθλιότητα και τη φτώχεια του John St. John, στο αριστούργημα του Victor Hugo, Les Miserambles: «… Ρε μάπα γιατί δεν παραμόνεψες χθες τον φούρναρη την ώρα, που ανοίγει την πόρτα να χωθείς ανάμεσα από τα σκέλια του ν’ αρπάξεις λίγο ψωμί;»[5]    Τονίζει την υπερβολικά αυστηρή συμπεριφορά των δασκάλων απέναντι στον  ‘Δεσπότη’, το πρόσωπο που ξεχωρίζει στην ομάδα των παιδιών, προφανώς εξαιτίας  ολικής  έλλειψης κατανόησης εκ μέρους των.  Ο μικρός (‘Δεσπότης’) διώχνεται από το σχολείο, γιατί παίρνει ένα τούβλο  για να ζεστάνει τα πόδια  της άρρωστης μητέρας του.  Η χειρονομία  του παιδιού που δηλώνει αγάπη και φροντίδα προς τη μητέρα του, συγκινεί τη συγγραφέα.  Από τη φράση του ‘Δεσπότη’ όταν αναφέρεται στο θάνατο της μητέρας  του και ‘στους βομβαρδισμούς’, διαπιστώνεται η χρονολογική τοποθέτηση του γεγονότος στην ιστορία.  Επαναλαμβάνει τη φαινομενική περιφρόνηση των παιδιών προς το σχολείο: « … 

 

 

Δεν μας είπες πώς πήγαινες και του λόγου σου στο σχολείο… Άκου στο σχολείο!..»[6], που αποτελεί ένα από τα ζωτικά εφόδια για τα παιδιά.  Μόνο που ετούτα μπορεί μεν να το επιθυμούν, αλλά το συμπεριλαμβάνουν στις ζωτικές ελλείψεις της καθημερινότητάς τους, που εφόσον δεν μπορούν να τις έχουν, προσποιούνται ότι τους είναι περιττές, δηλώνοντας φραστικά την περιφρόνησή τους, κυρίως  ενώπιον αδαών.  Με τη χειρονομία του «Δεσπότη» τελικά για «το μάτι του Θεού», η Λ. Νάκου τονίζει την ευαισθησία του μικρού που σκέφτεται με συμπόνια τον παντοδύναμο Θεό και ξεχνώντας  τα δικά του βάσανα, προσπαθεί να τον βοηθήσει  να απαλλαγεί από  τα δικά του, ώστε να πάψει να κλαίει. Σκέψη, που συγκινεί βαθύτατα τον αναγνώστη, και που ενεργεί ως βάλσαμο στην τυραννία του παιδιού, που τελικά κοιμάται γαλήνιο μέσα στις λάσπες, πίσω από τις πόρτες, έστω κι αν κρυώνει, γεγονός ασύλληπτο, τελικά!

 

       

[1] Η Λιλίκα (Ιουλία) Νάκου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1904, όπου και πέθανε, το 1989. Ήταν κόρη του δικηγόρου και σοσιαλιστή υπουργού επί κυβερνήσεων Βενιζέλου, Λουκά Νάκου και της Ελένης Παπαδοπούλου (αδελφής της λογοτέχνιδας Αρσινόης Παπαδοπούλου).  Μετά από τον  χωρισμό των γονιών της η Λ. Νάκου, εγκαταστάθηκε με τη μητέρα της στη Γενεύη, όπου τελείωσε το γυμνάσιο, σπούδασε πιάνο και φοίτησε στη Φιλοσοφική σχολή του  Πανεπιστημίου της Γενεύης. Σπούδασε γαλλική λογοτεχνία στη Σορβόννη (Παρίσι), και εργάστηκε σε γαλλικούς εκδοτικούς οίκους. Στη Γαλλία ήρθε σε επαφή με σοσιαλιστικούς κύκλους και γνωρίστηκε με τους Romain Rolland και Miguel de Unamuno. Επέστρεψε στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1930.  Από το 1934 εργάστηκε ως δασκάλα Ωδικής αρχικά στο Ρέθυμνο, και στη συνέχεια στα Πατήσια. Δύο χρόνια αργότερα συγκεντρώθηκε στη  δημοσιογραφία. Έγραψε στις εφημερίδες Ακρόπολις, Έθνος, στα περιοδικά Νέα Εστία, Νεοελληνικά Γράμματα, Φιλολογική Πρωτοχρονιά, Ο κύκλος κτλ. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πέρασε δύσκολα χρόνια και έχασε τη μητέρα της από την πείνα. Η ίδια σώθηκε (από λιμοκτονία) από τον Ερυθρό Σταυρό. Σ' αυτό το διάστημα βοήθησε τους διωκόμενους κομμουνιστές και εργάστηκε εθελοντικά στο Νοσοκομείο Παίδων, της Ριζαρείου. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, ταξίδεψε στο εξωτερικό και έμεινε εκεί αρκετά χρόνια. Την δεκαετία του '60 της παρουσιάστηκαν προβλήματα υγείας, που την συνόδευσαν ως το τέλος της ζωής της. Την προσωπική της βιβλιοθήκη τη δώρισε στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Λιβαδειάς. Στα γράμματα εμφανίστηκε με δημοσιεύσεις διηγημάτων και νουβέλας σε στα περιοδικά Monde, Clarte, Nouvelles Litteraires (στο Παρίσι). Το 1932 εξέδωσε στην Ελλάδα την συλλογή διηγημάτων Η Ξεπάρθενη, γνωρίστηκε με τον Νίκο Καζαντζάκη και με τους λογοτέχνες της Δεξαμενής (Βάρναλη, Θεοτόκη, Καμπύση, κ.ά.).  Τα έργα της βασίστηκαν στα προσωπικά της βιώματα και δέχτηκε έντονες επιρροές από το φεμινιστικό κίνημα γραφής. Τα μυθιστορήματά της η Κυρία Ντορεμί (Δίφρος, Αθήνα 1955) και Για μια καινούργια ζωή (Μαυρογιώργης, Αθήνα 1960), τα διασκεύασε τηλεοπτικά ο συγγραφέας Γιάννης Κανδήλας και προβλήθηκαν στη δεκαετία του '80 από τη κρατική τηλεόραση.     

       

[2] Λ. Νάκου, Το Μάτι του Θεού  (προέρχεται από τη συλλογή διηγημάτων Η Κόλαση των Παιδιών, που δημοσιεύτηκε στην Αίγυπτο το 1944), ο. π., σ. 20.

[3] Αυτόθι, σ. 20.

[4] Λ. Νάκου, Το Μάτι του Θεού, ο.π., σ. 20.

[5] Αυτόθι, σ. 20.

[6] Αυτόθι, σ. 22.

.

                                                                           


 

 

 



Βιογραφικό της 
Πιπίνας-Δέσποινας 
Ιωσηφίδου-
Elles

 

 

 

 

 

 


 
 

 

 

 

  

 

 


 



 
 

 

 

 

 

 

 


 

Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 mail@anagnostis.au