\\               ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            
 






GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above





 















 


 

Η προίκα της Διαμαντούλας

Ιντερμέδιο

Από την αυτοβιογραφία μου….

 

Παντρεύεται η Διαμαντούλα!" Το ευχάριστο νέο διαδόθηκε αστραπιαία από άκρη σε άκρη στη γειτονιά. Η Διαμαντούλα η μοναχοκόρη του κυρ-Δήμου, μετά από ενός χρόνου αρραβώνα, παντρευόταν τον αγαπημένο της Τάσσο, τον γιο του κυρ-Πέτρου, επίσης γείτονά μας, από την απάνω ρούγα της.  Αυτό σήμαινε ότι την εβδομάδα, πριν από την Κυριακή του γάμου τους, θα διαδραματίζονταν κάποια πολύ σπουδαία πράγματα, μεταξύ των οποίων και η μεταφορά της προίκας της γειτονοπούλας μας από το πατρικό της, στο νέο τους νοικοκυριό: του δικού της και του Τάσσου.

Ο κυρ-Δήμος, ο πατέρας της Διαμαντούλας, ήταν αξιόλογος άνθρωπος. Είχε μία μικρή βιοτεχνία, στην περιοχή της πόλης μας εκεί όπου στεγάζονταν και λειτουργούσαν τα περισσότερα εργαστήρια του χαλκού, του μπρούτζου και του σιδήρου. Ήταν αρχισιδηρουργός.  Είχε την ευαισθησία του καλλιτέχνη και τη δύναμη του σιδηρουργού.  Τα κάγκελά του ξεχώριζαν για τα σχέδιά τους και οι σιδηρένες πόρτες που σκάρωνε, έφερναν τη σφραγίδα του χεριού του.  Η τελειότητά τους ήταν "σήμα κατατεθέν"  της δουλειάς του, όπως συνήθιζε να λέει, όταν μιλούσε για την ποιότητά της, και με δικαιολογημένη σίγουρα περηφάνεια.

Έφτιαχνε μικρές ή μεγάλες σιδηρένιες πόρτες, με παράξενα πουλιά ή παγώνια που η μακριά τους ουρά έφερνε ωραίες καμπύλες και τα λοφία τους διακρίνονταν για τη λεπτομέρειά τους. Θύμιζαν τα σκαλίσματα στο ξύλο του τέμπλου της Μητρόπολης της Πολιτείας μας, τόσο καλογραμμένα ήταν. Η σύνθεση των σχεδίων του περιείχε στοιχεία από την αρχαία ελληνική τέχνη και τη Βυζαντινή. Δικαίως λοιπόν προτιμούσαν τη δουλειά του και έτσι κέρδιζε αρκετά χρήματα.

Ο κυρ-Δήμος ήταν και καλός άνθρωπος. Δεν δίσταζε λοιπόν να βοηθάει και με το παραπάνω τους υπαλλήλους του, κυρίως όταν ήταν εργατικοί και νοικοκύρηδες σαν την αφεντιά του.

Έκανε και άλλα καλά που ο κόσμος μόλις και τα "μυρίζονταν", γιατί ο κυρ- Δήμος συχαινόταν τη διαφήμηση της όποιας καλωσύνης: "δεν πρέπει να γνωρίζει η αριστερά σου, τι ποιεί η δεξιά σου", έλεγε πολλές φορές, όταν συμβούλευε τους δικούς του ανθρώπους στο σπίτι ή τους υπαλλήλους του. "Αλλιώς δε είναι καλωσύνη", συμπλήρωνε κατηγορηματικά.

Με το πέρασμα χρόνων ο κυρ-Δήμος είχε χτίσει ένα διώροφο σπίτι, από τα καλύτερα στη γειτονιά μας, την καστρινή. Η είσοδός του σημειωνόταν από ωραία, βαριά, ξύλινη πόρτα, κεντημένη με σιδηρένια σχέδια, φτιαγμένα από τα χέρια του. Η πόρτα αυτή, ήταν σχεδόν πάντα ανοιχτή, την ημέρα, και άφηνε τους διαβάτες να θαυμάζουν έστω και περαστικά τον όμορφο κήπο του, που ήταν με τη σειρά του έργο της κυρά-Βασιλικής της γυναίκας του. 

Η γυναίκα του κυρ-Δήμου, γόνος παλιάς οικογένειας του τόπου, ήταν απλή ευγενική και γλυκόλογη, που τα πλούτη του άντρα της δεν την είχαν ξιπάσει. Ήταν μία αρχοντογυναίκα από τη φύση της. Από τα δύο παιδιά του Κυρ-Δήμου και της κυρά-Βασιλικής, ξεχώριζε η Διαμαντούλα που είχε τελειώσει την Παιδαγωγική Ακαδημία της πολιτείας μας και εργαζόταν ως υπάλληλος στο Δημαρχείο, περιμένοντας τον διορισμό της, της δασκάλας.  Δεν υπήρχαν πολλές μορφωμένες νέες που είχαν το χαμόγελο, την καλωσύνη και την καταδεκτικότητα της Διαμαντούλας.  Σεβόταν τις γειτόνισσες και πάντα γελαστή χαιρετούσε τις μαντιλοφορούσες γερόντισσες -τις «θειες» κατά τη συνήθεια της εποχής- όταν περνώντας μπροστά από τα σπίτια τους, κυρίως τα καλοκαιριάτικα δειλινά, τις έβλεπε να δροσίζονται, καθισμένες στα σκαλοπάτια τους. Δεν δυσκολεύοταν ν' απαντήσει σε κάποια συνηθισμένη ερώτησή τους, και αυτές με τον καιρό είχαν να πουν τα καλύτερα για τη θυγατέρα του κυρ-Δήμου.

Ο κυρ-Δήμος είχε κι άλλο παιδί, ένα γιο, τον Άνθιμο, που δεν θ' αργούσε να τελειώσει την ιατρική.  Ήταν ένα ψηλό παλικάρι, που δε δίσταζε να βοηθάει τον πατέρα του στις διακοπές του, παίρνοντας παραγγελίες ή βοηθώντάς τον με τα λογιστικά του βιβλία.  Ο κυρ-Δήμος, σα λογικός άνθρωπος που ήταν, δε στεναχωριόταν για το ποιος θα αναλάβαινε την επιχείρησή του, όταν ο ίδιος κάποια στιγμή θα έπαιρνε τη σύνταξή του. «Κάποιος θα βρεθεί να αγοράσει τα μηχανήματα, την επιχείρηση.  Κάποιος θα την αγαπήσει σαν την αφεντιά μου. Ίσως και να τα πάρει ο Δημήτρης, «το δεξί μου χέρι», αν καταδέχεται, που κοντεύει να με φτάσει στη τέχνη, κι ας είναι παιδί ακόμα. Και αν γίνει αυτό, θα μπορώ και εγώ να τον επισκέπτομαι και να χαϊδεύω το παλιό μου φυσερό», έλεγε ελπιδοφόρα.  Ο Δημήτρης,  ένας από τους  τεχνίτες του και παντρεμένος με δύο παιδιά, ήταν ο καλύτερος, ο πιο δουλευταράς, από όσους είχαν περάσει, από το εργαστήρι του. «Σαν τον εαυτό μου, μπορεί και καλύτερος» έλεγε για τον Δημήτρη ο κυρ-Δήμος και γελούσε γενναιόδωρα.

Όσο για τον  αρραβωνιαστικό της Διαμαντούλας τι να πει κανείς. Ήταν σα «νά 'χε γυρίσει ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι» που λένε, τόσο πια ταίριαζαν οι δυο τους. «Κι αν δεν ταιριάζεις, δεν συμπεθεριάζεις» λέει πολύ σωστά ο λαός. Ο Τάσσος Καρύδης, ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτερος της Διαμαντούλας, τόσα όσα χρειάζονταν για να φαίνονται ωραίο και αρμονικό ζευγάρι. Επαγγελλόταν ως  λογιστής, και σαν τέτοιος είχε για πελάτες γνωστούς επιχειρηματίες και έτσι, τον είχε γνωρίσει και τον είχε εκτιμήσει και ο κυρ-Δήμος. Τον είχε φέρει πολλές φορές στο σπίτι του για να κάνουν τα βιβλία της εφορίας, και μ' αυτόν τον τρόπο είχε γνωρίσει τη Διαμαντούλα. Σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα της, σ' αυτές τις επαγγελματικές συναντήσεις του κυρ-Δήμου  με τον Τάσσο, η Διαμαντούλα έψηνε τον καφέ και τον σερβίριζε με κουλουράκια που τις περισσότερες φορές, τα έφτιαχνε μόνη της, συνήθως στις αργίες, όταν ήθελε να γεμίσει τον καιρό της με κάτι διαφορετικό και να νοικοκυρευτεί σαν τη μητέρα της. 

Ο Τάσσος είχε εκτιμήσει τη συμπεριφορά της Διαμαντούλας και εκείνη τον είχε συμπαθήσει σαν άντρα που έδειχνε σεβασμό στο άτομό της και κυρίως γιατί «δεν ήξερε από κόλπα».  Ντόμπρος καθώς ήταν, την είχε ζητήσει από τον πατέρα της, και εκείνος είχε απαντήσει, ότι, «μακάρι να γίνει», και «με την ευχή» του, αλλά «τον πρώτο λόγο τον είχε η μοναχοκόρη» του. Η Διαμαντούλα, που στο μεταξύ, είχε συμπαθήσει τον Τάσσο και ιδιαίτερα για την άψογη  συμπεριφορά του απέναντί της, είπε το ναι στον ίδιο, και  αφού αρραβωνιάστηκαν με τις ευλογίες των γονέων τους -και από τις δύο πλευρές- ύστερα από αρραβώνα μερικών μηνών, είχαν αποφασίσει να κάνουν το γάμο τους.

Τα πεθερικά της Διαμαντούλας ήταν ξετρελαμένα με τη νυφούλα τους, και η κυρά Βασιλική έλεγε πως είχε κιόλας αποκτήσει ένα δεύτερο γιο. Και καθώς ο Τάσσος ήταν ερωτευμένος με τη Διαμαντούλα, όλοι έλεγαν πως αν το κράτος διόριζε την αγαπημένη του σα δασκάλα έξω από την πολιτεία μας, ο Τάσσος δε θα την άφηνε να φύγει από κοντά του, για να εργαστεί.  Από μόνος του "έφτιαχνε καλά χρήματα, τόσα που να τους φτάνουν και να περισσεύουν", είχε πει στα αρραβωνιάσματά τους. Η Διαμαντούλα είχε χαμογελάσει και είχε πει πως δεν ήταν άσχημα κι εκεί που εργαζόταν, και ότι αν έπρεπε να μείνει εκεί, δεν την πείραζε. «Βλέποντας και κάνοντας. Έτσι δεν είναι Τάσσο μου;» είχε πει διακριτικά και μαλακά, γνωρίζοντας πώς να φερθεί σεβαστικά στον μέλλοντα άντρα της, μολονότι ήταν οικονομικά ανεξάρτητη.

 

Πέρασαν λοιπόν αυτοί οι λίγοι μήνες και τώρα σε λίγες μόλις ημέρες παντρεύεται η Διαμαντούλα. Ο γάμος λοιπόν την Κυριακή, και σήμερα Τετάρτη, νωρίς τ' απόγευμα, θά 'ρθουν φίλες και συγγένισσές της και με τις άμαξες και τους  βιολιτζήδες -όπως συνηθίζεται- θα κουβαλήσουν τα προικιά της από το πατρικό της στο καινούργιο σπιτικό τους: του Τάσσου και το δικό της.

Αποβραδίς είχε δροσίσει τον τόπο μία ελαφριά βροχούλα σκορπώντας δροσιά  και φρεσκάδα στις νοικοκυρεμένες αυλές της γειτονιάς, τονίζοντας τα πρωϊνά γραφικά χρώματα που τις χαρακτήριζαν. Τα ανθισμένα λουλούδια  μοσχομύριζαν ζωντανεμένα από την πνοή της πρωϊνής δροσιάς. Οι ουρανοί από ενωρίς είχαν φορέσει το πιο φωτεινό τους γαλάζιο σα να  ήθελαν να προσθέσουν μία επιπλέον ευχάριστη νότα στο πανηγύρι της γειτονιάς.  Γιατί αυτό ήταν ένα πραγματικό πανηγύρι. Ξέρετε τι σπουδαία υπόθεση είναι το κουβάλημα μιας προίκας; 

Οι μικρές ή οι μεγάλες χαρές στη γειτονιά μας, όπως άλλωστε σε όλες τις γειτονιές της μικρής μας πολιτείας, μοιράζονταν ανάμεσα σε όλους τους γείτονες.  Νέα, όπως ο γάμος της Διαμαντούλας, αναζωογονούσαν και ακόνιζαν τα πνεύματα, ξεσκόνιζαν το χιούμορ και το ενδιαφέρον έπαιρνε την θέση του στην πρώτη σειρά. Όλα γίνονταν αποδεκτά από όλους, και με μεγάλο ενθουσιασμό, ανάμεικτο ωστόσο με κάποια μυστική, αθέλητη, ζήλεια και μία αναπόφευκτη σύγκριση των εποχών «τότε και... τώρα», καθώς ανακινούσε μνήμες γλυκόπικρες μιας άλλης περασμένης εποχής, της δικής τους νεότητας, του δικού τους γάμου, της δικής τους γιορτής, σε χρόνους αλλοτινούς πικρούς, χαλεπούς καθώς οι πόλεμοι στον τόπο μας ξαπόσταιναν μονάχα... για να επανέλθουν... Ήταν λοιπόν ένα σπουδαίο γεγονός γιατί είχε την ικανότητα να αναμοχλεύει τα συναισθήματα, και είναι βέβαιο ότι η κουβέντα για το γεγονός θα κρατούσε, ώσπου κάποιο άλλο σημαντικό ή και λιγότερο ενδιαφέρον, καλό ή κακό θα συνέπαιρνε το νου τους, όπως: γάμος ή γεννετούρια, βαφτίσι, ή θάνατος, μία ονομαστική γιορτή, μία θρησκευτική γιορτή ή ένα πανηγύρι, λιτανείες, εθνικές επέτειοι και τα παρόμοια...  

Εκείνη λοιπόν την Τετάρτη το διώροφο του κυρ-Δήμου λες και είχε φωτιστεί ολόκληρο. Η βαριά εξώπορτα διάπλατα ανοιχτή επέτρεπε στους περαστικούς να θαυμάσουν τα φρεσκοβαμμένα με άσπρο ασβέστη στο περίγραμμά τους πεζούλια, και τις σκουρόχρωμες μολυβένιες πλάκες της αυλής, όλα να λάμπουν στο φως του ήλιου. Παρόμοια  ασβεστωμένες, οι πήλινες γλάστρες με τα ολάνθιστα λουλούδια και η φορτωμένη στο μοσχομύριστο αγιόκλιμα πέργολα, συνέθεταν το πιο χαριτωμένο θέαμα που μπορούσε να φανταστεί κανείς.

Όλα αυτά κέντριζαν και τη δική μου φαντασία. Με έτρωγε η περιέργεια να δω κάθε τι που θα ήταν δυνατόν, να συλλάβω το συναίσθημα που λες και ήταν κολλητική αρρώστια, μεταδίδονταν μέσα απ' όλη αυτή τη δραστηριότητα στο σπίτι του αρχοντογείτονά μας.

-Γεια σου κυρά-Παρασκευή! Τά 'μαθες; Θα πάρουν την προίκα της Διαμάντως, μου τό 'πε ή ίδια η κυρά-Δήμαινα, έλεγε στην απέναντί της η γειτόνισσα, δίπλα από το σπίτι του κυρ-Δήμου.

-Ου! να σκάσω κυρά-Γιώργαινα! Τι όμορφα πράματα γίνονται στη γειτονιά μας.  Καλή τύχη στς ανύπαντρες και στς ανύπαντρους. Και πού θα γέν' ο γάμος;  Μήπως ξεύρς;

-Εδώ, εδώ... στο σπίτι του κυρ-Δήμου... Αλλά η προίκα θα φύγει, θα πάει στο καινούργιο σπιτικό της Διαμάντως και του Τάσσου.

Δεν άργησαν να μαζευτούν και άλλες γειτόνισες όσο μπορούσαν καλύτερα ντυμένες, η κάθε μια τους, άλλες με τις μαύρες ή μπλε λουλουδάτες μαντήλες ριγμένες στο κεφάλι άδετες για να δροσίζονται, και άλλες έχοντας φορέσει μια καθαρή ποδιά πάνω από το καθημερινό φόρεμά τους. Όλες βρίσκονται εκεί  μπροστά, στην πρώτη γραμμή, δίπλα -δίπλα κρατώντας ρύζι σε μικρές γαβάθες. Από ώρα είχαν  παρακολουθήσει την κίνηση  πίσω από τα μικρά παράθυρα στην Καστρινή γειτονιά. Ήταν δεν ήταν πέντε το απόγευμα. Η ζέστη ήταν μέτρια, και η σκιά είχε πέσει στη μία πλευρά του γραφικού στενού καστρινού δρόμου.  Ακούστηκαν οπλές αλόγων. 

-Έρχονται... έρχονται, χαλασιά μου! ακούστηκε η κυρά-Γιώργαινα.

Ντυμένη στα καλά της άφησε τις γειτόνισσές της και βιαστική πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του κυρ-Δήμου. Βλέπετε η κυρά Γιώργαινα, είναι φιλενάδα της κυρά-Βασιλικής της κυρα-Δήμαινας.

Το άλογο στο καταστόλιστο μόνιππο που είχε μόλις φτάσει, φορούσε δερμάτινες παρωπίδες, ένα σταυρό στο κούτελο, σκοινιά με πρασινογάλανες χάντρες και μικρά κουδουνάκια, που περασμένα στο λαιμό του -χαϊμαλί-, κουδούνιζαν χαριτωμένα. Από αυτό, κατέβηκαν πέντε οργανοπαίχτες ήσυχοι, σοβαροί, κουβαλώντας όμορφα, γυαλιστερά, και στολισμένα τα μουσικά τους όργανα: το κλαρίνο, το λαγούτο, το ντέφι, το ακκορντεόν και το νταούλι. Με το ύφος ανθρώπων που ετοιμάζονται να προσφέρουν ό,τι είναι δυνατόν καλύτερο, αρχίζουν να παίζουν ένα δημοτικό σκοπό, όπως  ταίριαζε στην περίπτωση.  Με αργά, υπολογισμένα βήματα, ανεβαίνουν τα λίγα σκαλοπάτια που από το δρόμο, και φτάνουν στο κατώφλι της αρχοντικής αυλόπορτας, όπου τους καλωσορίζει ο αδερφός της Διαμαντούλας, Άνθιμος. Με αυτόν μπροστά ως οδηγό, περνούν στην αυλή, όπου τους υποδεικνύει πού να καθήσουν, μέσα σ' εκείνο τον φυσικό παράδεισο.

Οι οργανοπαίχες δοκιμάζουν τα μουσικά τους όργανα πριν από την παρουσίαση  του  πανηγυρικού τους πρόγραμματος. Τα κοριτσόπουλα χωρίς να χάνουν λεπτό, τρέχουν πρόθυμα και χαμογελαστά και εναποθέτουν μπροστά τους τα καλωσορίσματα, πάνω σε τραπεζάκι: καράφα με ρακί, ποτηράκια και πικάντικους μεζέδες. Οι οργανοπαίχτες αφού δοκιμάζουν το ρακί, ευχόμενοι τα καλύτερα για τον επερχόμενο γάμο, αρχίζουν να παίζουν ωραίους δημοτικούς σκοπούς.

Ένας από αυτούς τραγουδάει με τη γλυκιά φωνή του, και χτυπάει το ντέφι του με δεξιότητα, κρατώντας το χρόνο, κάνοντας ταυτόχρονα τα μεταλλικά εξαρτήματα του οργάνου, να δίνουν τον πιο  ασυνήθιστο  τόνο. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι «θα καιγόταν το πελεκούδι» καθώς το γλέντι θα έπαιρνε και θα έδινε, και αυτό θα ήταν μονάχα η αρχή. Το μεγαλύτερο γλέντι θα ακολουθούσε την Κυριακή, την ημέρα του γάμου.

Κάποιοι καλεσμένοι βγαίνουν τώρα στην αυλή και χορεύουν στους δημοτικούς σκοπούς, ενώ συγγένισσες της οικογένειας, γυροφέρνουν προσφέροντας ποτά και μεζέδες, ακόμη και έξω, στις γειτόνισσες που κάθονται στα σκαλοπάτια ή όρθιες γύρω, γεμάτες περιέργεια και ανυπομονησία, για να δουν την προίκα, να σκορπίσουν απάνωθέ της το ρύζι και να ευχηθούν,  τις πιο θερμές ευχές τους, στο ζευγάρι, που ετοιμάζεται να μοιραστεί ο ένας τη ζωή του άλλου.

Οι χορευτές ακούραστοι κολλούν τα εικοσάρικα και τα πενηντάρικα στα ιδρωμένα μέτωπα των οργανοπαιχτών, που παίζουν ακούραστα τον ένα σκοπό μετά τον άλλον. Ναι... αυτά ήταν μονάχα η αρχή,  και όλα χαλάλι για τη Διαμαντούλα. Τα άξιζε και με το παραπάνω. 

-Αυτός θα είναι γάμος κατά πώς πρέπει, κυρά-Παρασκευή μου.

-Σα νά 'χεις δίκιο κυρά-Λαμπρινή μου! Ο κυρ-Δήμος, άρχοντας με τα ούλα του, ξέρει να κρατάει τα εθίματα!

-Είναι κι η κυρά-Βασιλική... μην ξεχνάς!  Ε, πως; Αυτή δα κρατάει από παλιά γιαννιώτικη οικογένεια.

-Έρχονται κι άλλα μόνιππα! Αχ! τι όμορφα που τα κανόνισαν όλα στο Δημαίϊκο! Μπράβο τους!  προσθέτει η κυρά-Τριανταφυλλιά.

Πράγματι δεν αργούν να φτάσουν δύο ακόμη μόνιππα. Αρράζουν έξω από το αρχοντικό του κυρ-Δήμου στη σειρά.

«Ήρθαν!... Ήρθαν... τ' αμάξια!»

φώναξαν με χαρά κάποιες νέες και μπαίνοντας μέσα δεν άργησαν να ξαναβγούν από το γιορτινό σπιτικό γελώντας, μιλώντας και κρατώντας κατάλευκα σεντόνια που με τη βοήθεια των αμαξάδων τα στρώνουν καλύπτοντας τα καθίσματα των μονίππων.  Ύστερα επιστρέφουν μέσα στο σπίτι της Διαμαντούλας, για να ετοιμαστούν να μεταφέρουν τα προικιά της.

Οι αμαξάδες αφήνοντας για λίγο τα αμάξια τους μαζεύονται σε μία γωνιά και περιμένουν  έξω από το αρχοντικό του κυρ-Δήμου, κουβεντιάζοντας. Ο Άνθιμος βγαίνει και τους καλεί να κοπιάσουν για ένα ποτό, αλλά εκείνοι αρνούνται ευγενικά. Δεν μπορούν, καθώς λένε, να αφήσουν τα «ζα» τους μονάχα. Δεν αργούν να φέρουν τρεις καρέκλες κι ένα μικρό σκαμνάκι και τους καλούν να καθήσουν. Η Ανθούσα, μία νόστιμη νεαρή, παρουσιάζεται στο κατώφλι της μεγάλης αυλόπορτας, κρατώντας ένα δίσκο και περνώντάς  το προσεκτικά ανάμεσα από τον κόσμο, κατευθύνεται χαμογελαστή προς τους αμαξάδες  για να τους τρατάρει. Οι άντρες ευχαριστημένοι από τα μεζεδάκια και τα ποτά,  της εύχονται στα δικά της κάνοντάς την  να κοκκινίσει από ντροπή.

Όλα είναι έτοιμα για το κουβάλημα και την τοποθέτηση της προίκας στα μόνιππα. Οι αμαξάδες βιάζονται πίσω σε αυτά  για να βοηθήσουν, ηρεμώντας τα άλογά τους. Νάτες λοιπόν  οι νεαρές συγγένισσες και  οι φίλες, oi καλοντυμένες, oi χαρούμενες, oi χαμογελαστές, oi αναψοκοκκινισμένες -από την προσοχή που τραβούν πάνω τους και πάντα με τη σεμνότητα που άρμοζε στην περίπτωση- να κρατούν μέρη  από την προίκα.

Τι προίκα αλήθεια! Αρχοντική και σίγουρα κάποια από αυτά τα κομμάτια φαίνονται ότι είναι σπάνια και πανάκριβα.  Κουβαλήθηκαν διαφορετικά παπλώματα προστατευμένα με βαριοκεντημένα σεντόνια, που τελείωναν σε φαρδιές σατέν φάσες ή  κολλαρισμένη δαντέλα, μαξιλάρια και μαξιλάρες με καλύμματα  παρόμοια όπως και τα σεντόνια κεντημένα και δαντελοστολισμένα, κουβέρτες διαφόρων ειδών, από καλοκαιρινές και μάλλινες καραμελωτές, ως μάλλινες φλοκάτες με κοντό ή μακρύ φλόκο, κιλίμια και χαλιά ντόπια κι ανατολίτικα, και ένα σωρό χαρακτηριστικά κεντήματα από τα χέρια της Διαμαντούλας, δίπλα σε άλλα, φτιαγμένα από χέρια συγγενικά ή φιλικά ή κάποιας ταλαντούχας κεντήστρας με πληρωμή.

-Βλέπετε μωρές γειτόνισσες τα κεντήματα της Διαμαντούλας; Λες και δεν τά ‘φτιαξαν χέρια ανθρώπου, παρά κάποιας ξωτικιάς! Τυχερός ο γαμπρός που παίρνει τέτοιο θηλυκό!  θαύμασε η κυρά Τριανταφυλλιά.

-Και πού 'σαι ακόμα κυρά Τριανταφυλλιά μ'! Τι θα δούμε ακόμα... περίμενε για! είπε η κυρά Παρασκευή που ήταν ενήμερη από την κυρά-Γιώργαινα, τη φίλη της κυρά Δήμαινας.

Τελευταία προσθέτονται οι νυχτικές, οι ρόμπες, τα φορέματα και τα παλτά της Διαμαντούλας: σατέν, μάλλινα κρεπ και καλοκαιριάτικα, ζορζέτες και μεταξωτά, που άφηναν στο πέρασμά τους το λεπτό άρωμα της λεβάντας. Κάθε φορά που οι κοπέλες ακουμπούν κάτι στα ήδη σεντονοκαλυμμένα αμάξια και το ταχτοποιούν, προσθέτουν και λευκά κουφέτα, ανάμεικτα με ρύζι. Από μακριά οι γειτόνισες κάνουν κάτι παρόμοιο, βουτώντας το χέρι τους μέσα στις μικρές ή μεγάλες γαβάθες που κρατούν σ' όλο το διάστημα της αναμονής τους: ραντίζουν με ρύζι, κουφέτα και με απειρες ευχές την προίκα και τις κοπέλες που την κουβαλούν, κομμάτι-κομμάτι.

-Προκομμένο κορίτσι κυρά-Μαγδαληνή μου! Και τι καλότροπο, γλυκομίλητο και σεβαστικό κορίτσι είναι το!  Είπε η κυρά-Παρασκευή.

-Και μορφωμένο! Έχει όμως και καλή τύχη! Της ταιριάζει ο Τάσσος και μακάρι νά 'χαν την καλή της τύχη όλα τα θηλυκά του κόσμου, κυρά-Παρασκευή! Και τα δικά μας έ;

-Απ' το στόμα σου και στ' Θεού τ' αυτί κυρά-Μαγδαληνή μου!

-Φέρε μου κι άλλο ρύζι Ποινιώ μου! φωνάζει η κυρά-Μαγδαληνή γυρνώντας δίπλα της και πίσω. Δεν την ακούει αλλά  ούτε που τη βλέπει τη θυγατέρα της. Την ψάχνει με τα μάτια της  επίμονα και μουρμουράει μοναχή της: «Πού τάχατις να πήγε το θηλυκό μ’;»  Ξαφνικά την εντοπίζει στο κατώφλι του κυρ-Δήμου κρυμμένη από άλλα κοριτσάκια της γειτονιάς. "Πού να μ' ακούσει τώρα!" σκέφτεται και βιάζεται στο σπίτι της, που βρίσκεται δύο σπίτια πέρα από το σπίτι του κυρ-Δήμου.  Δεν αργάει να επιστρέψει στο πόστο της, κρατώντας μία σακκούλα με ρύζι και κουφέτα που προφανώς ήταν το υπόλοιπο εκείνου, που είχε ήδη ξοδέψει.   Ξαφνικά  αποφασίζει να μετακινηθεί.  Έρχεται κοντύτερα στη σκάλα και ραντίζει ξανά και ξανά τα προικιά της Διαμαντούλας που εξακολουθούν να παρελαύνουν.

-Καλορίζικα νά 'ναι, και στα δικά σας τσούπρες! Με το καλό και τα στέφανα! εύχεται ξανά και ξανά, και μέσα της παρακαλάει το Θεό να την αξιώσει να δει και να ζήσει η ίδια και ο άντρας της, μέρες παρόμοιας ευτυχίας. 

Μόλις τακτοποιούνται τα μόνιππα, δύο-δυο οι νιες ανεβαίνουν και κάθονται κρατώντας από ένα κεντημένο μαξιλάρι στα χέρια και περίμεναν. Οι ευχές ακούγονται τώρα από παντού και κάποια παράθυρα, κλειστά, ανοίγουν ξαφνικά και το ρύζι πέφτει βροχή. Τα αμάξια, έτοιμα πια, ξεκινούν και προχωρούν  με αργό ρυθμό, όπως ταίριαζε άλλωστε στο κουβάλημα προίκας, αυτή τη φορά, την προίκα της Διαμαντούλας.

Η γλώσσα των γειτόνων πάει ροδάνι, πετούν πονηρές σπόντες και τα μάτια τους γυαλίζουν. Τα μυρωδάτα προικιά της Διαμαντούλας σύντομα θα έφταναν στον προορισμό τους, το καινούργιο σπιτικό τους: αυτής και του Τάσσου.  Όταν με το καλό θα φτάσουν εκεί, τα ίδια κοριτσόπουλα, που με κέφι και μεράκι είχαν προσφέρει τις υπηρεσίες τους στην τακτοποίηση της τρανταχτής προίκας πάνω στα μόνιππα, θα στρώσουν το νυφιάτικο κρεββάτι, ακολουθώντας  τις ορμήνειες μιας θειας της Διαμάντως. Σύμφωνα με την παράδοση, θα καθίσουν ένα αγοράκι απάνω του, με την ευχή, η μοίρα και η θυγατέρα της η τύχη, να αξιώσουν το ζευγάρι να αποκτήσει το διάδοχο που με τη σειρά του θα εξασφαλίσει τη διαιώνιση του γένους των.  Κατά το έθιμο τα κορίτσια  θα κρατήσουν τρία κουφέτα από το νιοστρωμμένο νυφικό κρεββάτι. Κατά γενική δοξασία «τα κουφέτα αυτά είναι μαγικά», και τα κορίτσια θα τα βάλουν -από το ίδιο κιόλας βράδυ- κάτω από το μαξιλάρι τους, για τρείς συνεχόμενες νύχτες, καθώς έχουν τη δύναμη να υποκινήσουν τη μοίρα τους να τους αποκαλύψει στον ύπνο τους και μέσα από όνειρο, τον άντρα που θα πάρουν.

Τα παιδιά της γειτονιάς που έχουν παραταχτεί  κανονικά θαρρείς, χασκογελούν ακούγοντας τα κουτσομπολιά των γυναικών και χαζεύουν με περιέργεια τα σούρτα-φέρτα εκείνων που μετείχαν στο «πρώϊμο πανηγύρι του γάμου της Διαμαντούλας». Αργότερα τα ίδια αυτά παιδιά στην εφηβική τους ηλικία, κάθε φορά που θα θυμούνται το κουβάλημα της προίκας και γενικά αυτόν το γάμο, θα γελούν και θα μνημονεύουν όλα όσα διαδραματίζονταν γύρω τους. Κυρίως όμως τις κουβέντες που άρπαζαν από τις συζητήσεις των γυναικών της γειτονιάς, πονηρές και μη, που ανάλογα με το περιεχόμενό τους, γίνονταν άλλοτε σε ζωηρό και άλλοτε σε χαμηλό τόνο, λες και επρόκειτο για κάποια συνωμοσία, ή ίσως  ένα φοβερό μυστικό. Οι επιτήδειοι της παρέας των παιδιών που έστηναν τα αυτιά τους για να διασκεδάσουν με τα κουτσομπολιά και τα σχόλια των γειτονισσών, τελικά τα άρπαζαν και τα διαμόρφωναν σε πικάντικες ιστορίες, προσθέτοντας ανάλογα το έξτρα αλάτι και πιπέρι.

Ήταν γεγονός ότι οι γείτονες πανηγύριζαν με ενθουσιώδη τρόπο, λες κι επρόκειτο για  δική τους υπόθεση. Μήπως άλλωστε δεν ήταν έτσι; Ναι, και βέβαια αφορούσε όλη τη γειτονιά.  Ερήμωνε το αγαπητό Δημαίϊκο από τη δροσιά της Διαμαντούλας, αλλά κι όλη η γειτονιά. Θα την έχαναν λοιπόν. Θα κατοικούσε στην άλλη άκρη της πολιτείας μας, όπου είχαν σκαρώσει το καινούργιο σπιτικό τους.

Ο κυρ-Δήμος που σα δικός τους, είχε μεγαλώσει στο ίδιο με το δικό τους κλίμα πίστεων και αντιλήψεων, είχε ανοίξει τις πόρτες του στη γειτονιά.  Όλοι ήταν καλόδεχτοι, στην οικογενειακή τους γιορτή. Όλοι αγαπούσαν τη Διαμαντούλα «το διαμάντι της οικογενείας» του όπως αποκαλούσε την κόρη του ο κυρ-Δήμος, την «καλούλα» της γειτονιάς τους και εύχονταν να γίνουν και τα άλλα κορίτσια της γειτονιάς καλά και τυχερά όπως αυτή.

Κάποια στιγμή είχε μαθευτεί ότι είχαν κιόλας αρχίσει να καταφτάνουν τα δώρα για το γάμο τους στην καινούργια διεύθυνση του ζευγαριού.  Η φαντασία των γειτόνων οργίαζε τώρα.  Φαντάζονταν ό,τι μπορούσαν, για να καλύψουν τα πιθανά είδη των δώρων που οι δυο νέοι θα λάβαιναν. Προβλέπανε ακόμη και τη λίστα των καλεσμένων  του Δημαίϊκου και ήταν έτοιμοι να παρακολουθήσουν τα πάντα Δεν μπορούσαν να φανταστούν καλύτερο τρόπο διασκέδασης από ετούτον. Όχι μόνο μπροστά στα πόδια τους αλλά και δωρεάν. Αυτό το γεγονός  και ο επερχόμενος σε τρεις μέρες πατροπαράδοτος γάμος της Διαμαντούλας και του Τάσσου με την τελετή μέσα στην αυλή του κυρ-Δήμου και το γλέντι που θα το φούντωναν με τη ζεστή συμμετοχή τους  οι ίδιοι οργανοπαίχτες, τραγουδώντας αυτή τη φορά στίχους όπως: «Σήμερα αποχωρίζεται η μάνα από την κόρη» και άλλους: «ωραία είναι η νύφη μας ωραίος κι ο γαμπρός μας...», ω αυτό το γεγονός έδινε ζωή στην φτωχή κατά τα άλλα γειτονιά.

Ήταν βέβαιο τόσο όσο και ο γάμος της Διαμαντούλας, ότι οι γείτονες, δεν θα έχαναν για τίποτε αυτό το «πανηγύρι». Θα παρακολουθούσαν τις φάσεις του γάμου που πλησίαζε. Πρώτα βέβαια την έξοδο της φρέσκοντυμένης νυφούλας, της Διαμαντούλας,  από το Δημαίϊκο. Θα συνοδευόταν από τον πατέρα της στην εκκλησία. Ύστερα από την τελετή του γαμήλιου μυστηρίου, η Διαμαντούλα θα επέστρεφε από την εκκλησία, κρεμασμένη πια στο μπράτσο του Τάσσου. Θα ακολουθούσε τρικούβερτο παραδοσιακό γλέντι, και πριν αυτό τελειώσει τα νιόπαντρο ζευγάρι, θα επιβιβάζονταν στο αμάξι και θα αποχωρούσε οριστικά από το πατρικό της Διαμαντούλας. Στη συνέχεια οι δύο νέοι  θα πήγαιναν στο σπίτι τους για να αλλάξουν και να φύγουν για το γαμήλιο ταξίδι τους. Επιτέλους... πού; «Μα... στη Ρόδο!»  

Το γλέντι του γάμου θα συνεχιζόταν και ύστερα από την αναχώρηση των νιόνυμφων, πάντα με τη συνοδεία της δημοτικής μουσικής από τους γνωστούς οργανοπαίχτες.

-Στη Ρόδο! Τόσο μακριά; Τι λέτε; Ε! το πλούτος φαίνεται, δεν κρύβεται!  Ου, μωρές κοπέλες και στων θυγατρών μας!.. είχε πει με μεγάλο θαυμασμό η κυρά-Τριανταφυλλιά στις άλλες γειτόνισσες, όταν άκουσε για τον τόπο όπου θα έκαναν το γαμήλιο ταξίδι τους τα νιόπαντρα.

Και τις ακόλουθες ημέρες, όταν όλα αυτά θα είχαν τελειώσει και θα είχαν γίνει παρελθόν,  ο κυρ- Δήμος και η κυρά Βασιλική θα κλαίγανε και θα γελούσανε, καθώς θα  περνούσαν μπροστά από την άδεια κάμαρα της Διαμαντούλας τους, ή όταν πίνοντας ένα ζεστό ή ένα ποτό θα μελετούσαν τα καμώματά της από τα παιδικά της χρόνια, μέχρι και τη μέρα που την πήρε από κοντά τους, ο Τάσσος. Θα περίμεναν να τους επισκέπτεται με τον άντρα της, το νέο τους παιδί, και θα πρόσμεναν γεμάτοι ελπίδα να  αναπληρώσουν αυτό το ζωτικό κομμάτι που απομακρυνόταν από τη ζωή τους, έστω και φαινομενικά, με ένα εγγονάκι, που τα παιδιά τους θα τους χάριζαν, και που θα τους συντρόφευε μάλλον πολύ συχνά.  Γιατί η σχέση τους με τα νιόπαντρα σίγουρα θα ενδυνάμωνε  όταν θα ερχόταν η στιγμή που θα χρειάζονταν τη βοήθειά τους σε σχέση με τα εγγονάκια τους, τα παιδιά που η Διαμαντούλα και ο Τάσσος θα σκάρωναν στο εγγύς μέλλον.

Το παραπάνω που σα γεγονός είχε χαροποιήσει τους γειτόνους, θα μελετιόταν για εβδομάδες. Σίγουρα θα επεσκίαζε για καιρό κάθε τι άλλο στη γειτονιά, ως το επόμενο σπουδαίο γεγονός που θα λάβενε χώρα στη γειτονιά τους, όποιο κι αν ήταν αυτό, όπως το ήθελε ο Θεός και η μοίρα: γάμος, γέννηση, βαφτίσι, γιορτή, πανηγύρι ή θάνατος. 

 

Pipina D. Elles | e. pipinaelles@hotmail.com

 




Βιογραφικό της 
Πιπίνας-Δέσποινας 
Ιωσηφίδου-
Elles

 

 

 


 
 

 

 

  

 

 



 
 

 

 

 

 

 

 


 
 

 

Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 mail@anagnostis.au