Φουστάνι από βελούδο
Διονυσία Μούσουρα
Μικρό κορίτσι ήταν η Ανέτα όταν για
πρώτη φορά είδε βελούδινο φουστάνι. Ήταν
στην εκκλησία του χωριού της, επίσημη μέρα,
Χριστούγεννα, κι αυτό που θυμόταν
ήταν η εντύπωση η
μεγάλη που της έκανε. Σε χρώμα βαθύ βυσσινί
το φορούσε η δασκάλα του χωριού, νέα, όμορφη
και αρραβωνιασμένη. Καθόταν στην τιμητική
θέση στην εκκλησία, που ήταν για
αρραβωνιασμένες και νιόπαντρες. Έλαμπε από
νιάτα και ομορφιά η δασκάλα, το φουστάνι από
βελούδο αγκάλιαζε το λεπτό της κορμί,
διέγραφε τις καμπύλες της έτσι εφαρμοστό που
ήταν και έγινε η συζήτηση της ημέρας, μάλλον
της λειτουργίας, οι μεν γυναίκες
να κοιτάζουν με
θαυμασμό και
ζήλια το υπέροχο,
πανάκριβο για την εποχή φουστάνι, οι δε
άνδρες, το καλοφτιαγμένο κορμί της δασκάλας
που το τόνιζε δεόντως το εφαρμοστό βελούδο
που φορούσε.
Κάποια στιγμή, την ώρα που ο παπάς
εξηγούσε το ευαγγέλιο, πήρε χαμπάρι τι
γίνεται, αφού έβλεπε να διασταυρώνονται ξίφη
οι ματιές πάνω στην δασκάλα, όπου κι εκείνη
η ευλογημένη λες και τόκανε επίτηδες έβγαλε
το παλτό δήθεν πως ζεσταινόταν, άφησε το
ευαγγέλιο κι άρχισε να μιλάει για "τους
πειρασμούς και τις προκλήσεις της σάρκας".
Ντροπιασμένη η δασκάλα, έσκυψε και φόρεσε το
παλτό, ηρέμησαν τα πνεύματα κι έτσι μπόρεσαν
οι πιστοί να αφοσιωθούν στα θρησκευτικά τους
καθήκοντα.
Η Ανέτα όμως, ξετρελάθηκε με το
βελούδινο φουστάνι. Το ονειρευόταν τις
νύχτες και την ημέρα έκανε πρόβες μπροστά
στον καθρέφτη για το πώς θα ήταν επάνω της
το βελούδο. Εκείνη δεν το ήθελε στενό σαν
της δασκάλας, το ήθελε εφαρμοστό επάνω για
να τονίζει τη λεπτή της μέση, και πολύ
φαρδύ, κλος κάτω. Έκανε στροφές, λυγιόταν
και σειόταν, έπαιρνε διάφορες πόζες, χόρευε,
τραγουδούσε και ζούσε με το όνειρο.
Στροβιλιζόταν ολόγυρα, μεθούσε και
μόνο στη σκέψη πως θα αποκτούσε το βελούδινο
φουστάνι κι ονειρευόταν το πριγκιπόπουλο του
παραμυθιού που θα λικνιζόταν χορεύοντας μαζί
του ένα παθητικό, ρομαντικό ταγκό. Μπορεί
και βαλσάκι και το βαλς είναι ωραίος χορός
κι ίσως ακόμα καλύτερα για το συγκεκριμένο
φουστάνι γιατί όπως θα στροβιλίζονταν στις
στροφές, εκείνο θα άπλωνε και θα φαινόταν
ακόμα πιο ωραίο, θα ήταν η ομορφότερη απ΄
όλες μέσα στη μεγάλη σάλα με τα πολλά φώτα
και τον πολύ κόσμο, όλα τα μάτια θα ήταν
καρφωμένα επάνω της γιατί οπωσδήποτε ο νέος
των ονείρων της δεν θα την πήγαινε όπου κι
όπου, όλα κι όλα, ήταν εκλεκτική η Ανέτα δεν
θα συμβιβαζόταν με μετριότητες.
Οι γονείς της που την λάτρευαν, την
κοίταζαν με λατρεία και της υπόσχονταν πως
θα έκαναν τα πάνδεινα για να της αγοράσουν
το βελούδο, ναι, ναι, όσο χρόνο κι αν πάρει,
γιατί ήταν πολύ φτωχοί, η Ανέτα θα αποκτούσε
το φουστάνι.
Όταν έπεφταν για ύπνο όμως, εκεί που
ήταν μόνοι κι η Ανέτα δεν μπορούσε να τους
δει ή να τους ακούσει, έπεφτε η μάσκα της
χαράς και τους τύλιγε η απελπισία. Όχι
βέβαια γιατί ήταν φτωχοί, ούτε γιατί δεν
μπορούσαν να της αγοράσουν το φουστάνι, αλλά
γιατί η Ανέτα ήταν πολύ άρρωστη και η ίδια
δεν τόξερε. Γεννήθηκε με πάθηση στην καρδιά,
κείνα τα χρόνια η επιστήμη δεν είχε
προχωρήσει όσο σήμερα, κείνα τα χρόνια δεν
υπήρχαν "ανταλλακτικά", δεν γίνονταν
μεταμοσχεύσεις οργάνων, δεν είχε προχωρήσει
η τεχνολογία, ο άνθρωπος πατούσε ακόμα, πολύ
σταθερά, στη γη, δεν είχε φτάσει στο
φεγγάρι, ούτε σε άλλους πλανήτες.
Οι γιατροί το είχαν πει από την
αρχή, μόλις μπει στην εφηβεία η καρδιά δεν
θα αντέξει, τυχερή θα είναι αν φτάσει τα
δεκαπέντε, το πολύ τα δεκαεφτά.
Όταν ήταν μικρή, δεν της είπαν
τίποτα, μεγαλώνοντας, ήταν ακόμα πιο
δύσκολο. Πώς να πεις σε ένα παιδί πως η ζωή
του έχει ημερομηνία λήξης;
Ήταν το
πρώτο τους παιδί η Ανέτα, αφοσιώθηκαν
ολοκληρωτικά σε αυτήν προσπαθώντας να της
δώσουν όση χαρά και αγάπη μπορούσαν,
προσπαθώντας την κάθε της μέρα να γνωρίζει
και να ζει εμπειρίες για δύο, προσπαθώντας
να ξεγελούν το χρόνο, να ξεγελούν τους
εαυτούς τους. Σκόπιμα δεν απέκτησαν άλλο
παιδί, έτσι ώστε, όλος τους ο χρόνος όλες οι
οικονομικές τους δυνάμεις να πηγαίνουν στην
Ανέτα, να της ομορφαίνουν την σύντομη ζωή
της.
Ζούσαν συνεχώς με την αγωνία,
ιδιαίτερα τις ώρες που η Ανέτα ήταν Σχολείο,
ή σε συγγενικό σπίτι ή σε κάποια φίλη. Δεν
ήθελαν να ζει σαν φυλακισμένο το παιδί, το
προστάτευαν μέσα στα όρια της λογικής, ώστε
ούτε να στερείται τις μικροχαρές της ηλικίας
της, ούτε όμως και να υποψιαστεί πως "κάτι
τρέχει".
Και μεγάλωνε η μικρή, κι όσο
μεγάλωνε ζωηρή και όμορφη, τόσο μεγάλωνε και
η αγωνία των γονιών και ο πόνος τους πως
σύντομα θα την έχαναν.
Κάποτε, με μεγάλες οικονομίες και
στερήσεις κατόρθωσαν να αγοράσουν το ύφασμα
για το βελούδινο φουστάνι που τόσο
λαχταρούσε η Ανέτα. Δεν το ήθελε βυσσινί σαν
της δασκάλας, εκείνη το ήθελε πράσινο, σαν
το πράσινο του λιβαδιού, σαν τα πράσινα
σμαραγδένια μάτια της. Έπρεπε όμως να
μαζέψουν χρήματα και για την μοδίστρα που θα
το έραβε, άλλες οικονομίες, άλλες
μικροστερήσεις, μα θα τα κατάφερναν. Ζύγωνε
τα 15 η Ανέτα κι οι γονείς της έτρεμαν.
Τότε όμως
έγινε κάτι αναπάντεχο, μια μέρα,
παρεξηγήθηκε στο Σχολείο με μια συμμαθήτριά
της η Ανέτα, πήγαινε στο Γυμνάσιο κάτω στην
πόλη, ο καβγάς είχε ανάψει, και τότε επενέβη
ένα από τα μικρότερα αγόρια που ήταν
γείτονας της Ανέτας και φώναξε στην άλλη να
αφήσει την Ανέτα ήσυχη γιατί άκουσε τους
γονείς του να λένε πως η Ανέτα δεν έχει
πολλή ζωή ακόμα, αφού ήδη κοντεύει τα 15 και
δεν ήταν να ζήσει πέρα από κει. Παγωνιά
απλώθηκε σε όλα τα παιδιά, γιατί λίγο πολύ
όλοι γνώριζαν την κατάσταση, αλλά ασφαλώς
δεν μιλούσαν γιατί ήξεραν πως δεν πρέπει να
μιλήσουν.
Η Ανέτα
τα παράτησε όλα κι
έφυγε αναστατωμένη, πήγε σπίτι και απαίτησε
από τους γονείς της να της πουν την αλήθεια.
Δύσκολος ο ρόλος του γονιού, μα η μικρή
επιμένει, στην αρχή προσπάθησαν να τα
καλύψουν, μα η Ανέτα ζήτησε να πάνε όλοι
μαζί στο γιατρό κι εκεί μπροστά τους να της
πει την αλήθεια αυτός, έτσι έμαθε ….
Η καρδιά μπορεί να είχε πρόβλημα, η
Ανέτα όμως όχι, δυναμική και ψύχραιμη τους
διαβεβαίωσε πως εκείνη κάθε άλλο παρά έχει
στο νου της να πεθάνει, άσε
και θα δείτε, μες
στα πόδια σας θα είμαι μέχρι να γεράσετε, θα
βαρεθείτε να με βλέπετε είπε στους γονείς
της και στο γιατρό, που από δω και μπρος,
μια και ήξερε, μπορούσε να την παρακολουθεί
πιο στενά, να την υποβάλει σε εξετάσεις και
να την ενημερώνει για κάθε εξέλιξη της
επιστήμης.
Το βελούδινο φουστάνι ράφτηκε έτσι
όπως το ήθελε η Ανέτα, εφαρμοστό επάνω, με
πολύ φαρδιά, κλος φούστα. Μια φαρδιά ζώνη
από σατέν στο ίδιο χρώμα, τονίζει τη λεπτή
της μέση. Το φόρεσε για να γιορτάσει με
δικούς και συμμαθητές τα γενέθλιά της,
έκλεινε τα 15 και έλαμπε από ομορφιά και
υγεία. Οι γονείς της οργάνωσαν ένα πολύ
ωραίο πάρτι, όπου κάλεσαν όλη τη γειτονιά,
δικούς και ξένους. Χόρευε ασταμάτητα όλη τη
νύχτα, δεχόταν ευχές, μιλούσε με όλους,
αστειευόταν, χαρούμενη, γελαστή. Κάποια
στιγμή από την κούραση σαν να ζαλίστηκε,
πανικός στο σπίτι από όλους.
Mα
η μικρή συνέρχεται γρήγορα και τους θυμίζει
πως δεν τόχει στο νου να εγκαταλείψει τα
εγκόσμια, όλοι τρέμουν, το γλέντι χαλάει κι
ο φόβος σκεπάζει
με το πυκνό του
πέπλο ακόμα και την Ανέτα, κι ας μην το
δείχνει.
O
γιατρός που
κατέφθασε ζητάει να την πάνε στο Νοσοκομείο
για να μπορεί να την παρακολουθεί καλύτερα.
Ξεκινούν όλοι για την πόλη που ήταν το
Νοσοκομείο. Η μικρή αρνείται να βγάλει το
φουστάνι, «Θα μου φέρει γούρι, θα δείτε»,
λέει στους γονείς της.
Λασκάρουν μόνο τη ζώνη στη μέση για
να μην την σφίγγει. Ο δρόμος για το
Νοσοκομείο μακρύς, το φορτηγάκι
του γείτονα που τους
μεταφέρει αγκομαχάει, μα δεν είναι το μόνο.
Η Ανέτα γέρνει το κεφάλι στα γόνατα της
μάνας της, δυσκολεύεται ν΄ αναπνεύσει, μέχρι
να καταλάβει το σινιάλο ο γιατρός που
προπορεύεται και να έρθει να βοηθήσει η
κατάσταση έχει χειροτερέψει πολύ. Η αναπνοή
της Ανέτας γίνεται όλο και πιο αδύνατη, όλο
και πιο δύσκολη, τώρα πια δεν αγκομαχάει σαν
το φορτηγάκι...τώρα ψυχορραγεί...Κοιτάζει
τους γονείς της με παράπονο, όλο της το
προσωπάκι ένα μεγάλο «γιατί»;
Η ματιά της πέφτει
στο φουστάνι, στο φουστάνι από βελούδο που
είχε γίνει το όνειρο της ζωής της...Το
όνειρο που έζησε, τόσο χαρούμενη κι
ευτυχισμένη έστω για λίγες ώρες...
Απλώνει το χέρι και το αγγίζει με
κόπο, κοιτάζει τη μάνα και ένα πολύ αδύνατο
χαμόγελο φωτίζει το γλυκό της
πρόσωπο...Φεύγει, μα φεύγει ευτυχισμένη. Το
φουστάνι το απόχτησε, έτσι όπως το ήθελε,
ολοπράσινο σαν τα όμορφα μάτια της,
εφαρμοστό επάνω να τονίζει τη λεπτή της μέση
που την έσφιγγε η σατέν ζώνη, η φούστα κάτω
φαρδιά πολύ. Έτσι όπως χόρευαν ένα αδέξιο
βαλσάκι με το Νίκο
το συμμαθητή της (δική της επιθυμία, εκείνος
ντρεπόταν μα δεν ήθελε να της χαλάσει το
χατίρι), η φούστα άπλωνε γύρω σαν πελώρια,
αέρινα φτερά που φαίνονταν να σκεπάζουν
όλο
το δωμάτιο, έτοιμα να την σηκώσουν ψηλά,
πολύ ψηλά κι
η Ανέτα ένιωθε σαν πριγκίπισσα του
παραμυθιού.
Δεν την έντυσαν νύφη, όπως όριζε ο
άγραφος νόμος για τα νεαρά κορίτσια που
φεύγουν ανύπαντρα. Το φουστάνι από βελούδο
της έβαλαν την ώρα του κατευώδιου.Τα μακριά
καστανά
μαλλιά σκέπαζαν τους γυμνούς ώμους...το
όμορφο κεφάλι της το στόλιζε στεφάνι από
λεμονανθούς. Το πρόσωπο ήρεμο, γαλήνιο, κάτι
σαν χαμόγελο πλανιόταν στα παγωμένα χείλη
Όλη η δύναμη, η πίστη της Ανέτας,
όλο το κουράγιο και το θάρρος της δεν
έφτασαν
για να νικήσει στην
άνιση πάλη με το Χάροντα, ούτε το υπέροχο
βελούδινο φουστάνι δεν κατάφερε να τον
σαγηνέψει όπως σαγήνεψε τη μικρή Ανέτα.
Διονυσία Μούσουρα
|