Φαντάσου
νάναι έτσι η ζωή .....
Του Χρήστου Νιάρου
Μελβούρνη .
Μια
επιθυμία πάθους μπρούμυτα και ελεύθερα
ήρθε και με συνάντησε ξημερώματα σχεδόν μα και
με ένα φεγγάρι καλοκαιρινό στα μαλλιά της . Λες
και βγήκε από τις συμπληγάδες ενός ονείρου
θαλασσινού το ταξίδι της και αφού κατάφερε να
αντέχει νύχτες και νύχτες τόσων και τόσων
σιωπών,κυμάτων , άπλωσε τα λόγια της στο
μαξιλάρι ,στο κρεβάτι . Στεριά βρήκε το όνειρο
της . Παρέα ζήταγε .Κατά κύμα και κατά κράτος
μου ενώ μίλαγε ,κέρδιζε το είναι της διπλά και
πολλαπλά μοιράζοντας τις λέξεις της μαζί
μου .
Νύχτα καλή
ήτανε ,απάγκιο ιδανικό η στιγμή της
καλής μας γειτονίας ,μιάς και ο χρόνος και ήτανε
με το μέρος μας μα και όλα του τα φωνήεντα
βρήκανε το χώρο τους να εκφραστούν χωρίς φόβο .
Η επιθυμία του πάθους ή το πάθος της επιθυμίας
,μπρούμυτα ,όρθια στα πλάγια βρήκε το κατάλληλο
έδαφος ,έδεσε τα σχοινιά από τα καράβια της και
ονειρευόντανε από άλλη γωνία και ευθεία θέασης
τα ταξίδια της . Κάτοπτρο μα και σε δίνη οι
στιγμές ζούσανε την φαντασία των πτυχώσεών τους
.
Μιας και
τώρα που δεν ήτανε μόνη και μοναχή η
επιθυμία και ο εαυτό της σαν ένα γράμμα που
έβρισκε και βρήκε τον παραλήπτη που ποθούσε ή
και σαν ένα καλοκαίρι που ζούσε το πανηγύρι των
στιγμών της στο πιό ζαλισμένο του κορυφαίο
κρεσέντο , έκανε το πάθος πιό δυνατό ,πιό
ανθρώπινο . Ήτανε το μαζί που σήκωσε το
μπαϊράκι των επαφών μας από την λήθη ,ξεσήκωσε
και αισθήματα με τα θέλω και τα
νιώθω του μα με ρήματα γέμιζε τις σιωπές του .
Μα και με τις μελωδίες φιλιών και φιλιών και η
θητεία του μα και το είναι του και η ελαφράδα
του ,μας φαίρνανε με τις επιθυμίες μας σε πρώτο
πλάνο . Σε μιά παράσταση για δυό ρόλους ,με το
είναι και το φαίνεσθαι των επιθυμιών ,με το
ξεχασμένο ,με το εξ αναβολής πάθος ,με την
ανέπαφη επαφή των σωμάτων μας . Κάτι σαν να
άλλαζε σαν φαντασία και αλήθεια ,σαν τσίμπημα
μέλισσας στην γάμπα ,σαν καρπούζι που στάσει από
το στόμα μα και σαν σαβ.κύριακο .
Οι δε
κουβέντες μας ήτανε και γινόντανε πιό
αυθόρμητες και σιγά σιγά επί παντός επιστητού οι
λεπτομέρειες του πάθους με το πάθος γίνανε σάρκα
,ψυχή μία.
Ψυχή
όμως δεν πέρναγε στο δρόμο ,καλοκαίρι θερμότατο
. Η μπαλκονόπορτα μισάνοιχτη και η ώρα και τα
δευτερόλεπτα των επιθυμίων κάνανε τα ρολόγια του
καλοκαιριού να κουρδίζανε αλλιώς . Μα κάνανε και
την νύχτα μέρα ,την όποια σκιά μας φως και με
πάθος λυτρωτικό ,οξυγόνο και φιλί ζωής γέμισε το
όνειρο και τα στήθη μας .
Είναι
εκείνες οι επιθυμίες που ο χρόνος τους
κυριολεκτικά δεν μετράει σαν οντότητα ,ούτε σαν
αγγαρεία ,ούτε σαν χρονομέτρη ζωής και που ακόμη
και όταν τις αναπολείς μα και τις φανταζεσαι μια
γλυκιά επίγευση και ταραχή σου φέρνουν και με
ένα πάντοτε ξανα επιστρέφεις και στο πεδίο ,στο
ήχο μα και στην εικόνα τους .
Ετσι έβλεπα
και την επιθυμία που ήταν τόσο μα τόσο κοντά μου
,σε απόσταση αναπνοής να μου εξομολείται
για τα ταξίδια της . Σαν θάλασσα και ουρανός που
δεν τελειώνει και που δεν έχει συντεταγμένες το
φώς και το είναι τους .
Πως πέρασε
,τι γνώρισε ο κόσμος και οι λέξεις της ,τι
ακούμπησε το είναι της από τους τοίχους ,τα
κουδούνια που διάβηκε ,τι άγγιζε η χάρη και η
ζωή της ,τι άντεξε η καρδιά της . Άκουγα τις
φλέβες της χόρευε στις σιωπές μου .
Η επιθυμία
που συνεχώς ,διακαώς παραμιλούσε ,ελεύθερα και
χωρίς προαιρετικά και δήθεν άφηνε τον εαυτό της
να εκφραστεί ,μοιράζοντας και χάδια και φιλιά
και κύματα μα και εικόνες . Με έβαζε στο χρόνο
της ,έμπαινα στο χρόνο της λες και δεν
απουσιάζαμε από το χτές μας και όλα ήταν διαρκές
παρών . Λες και είμασταν στην ίδια παράγραφο
ημερολογίου ,στην ίδια υποσημείωση του ,στο ίδιο
ταξίδι συνεπιβάτες και συνταξιδιώτες και ας
περάσανε και μήνες ,χρόνια και χιλιόμετρα .
Τα εσώψυχα
της ενώ τα έβγαζε ,είχε πέταξει και από
πάνω εδώ και ώρα τα ρούχα της στο πάτωμα και που
μαζί με τα δικά μου ,ανάκατα και μπερδεμένα οι
κλωστές και τα χρώματα τους τα λέγανε ,ζούσαν
τον δικό τους πάθος . Οι ψίθυροι των
επιθυμιών τους δίνανε και παίρνανε ,γλυκιά και η
παρουσία του φεγγαριού ταξιδέψανε τις επιθυμίες
που ώρα με την ώρα γινόντανε πιο πολλές . Από το
ίδιο το ποτήρι τους το νερό το
μοιραστήκανε και οι μονόλογοι των
επιθυμιών βρήκανε ...κυριολεκτικά κουμπώνανε
μεταξύ τους .
Λίγο
παράπονο που ξεχειλώνε από την μιά τους παύση
,λίγο αχόρταγο χάδι από την άλλη ντύνανε την
νύχτα ,τραβώντας και το σεντόνι το καλοκαιρινό
πάνω τους . Σιγά σιγά επιθυμία την επιθυμία
μισοσκεπαζόντανε σημεία και σημαινόμενα των
σωμάτων μας . Οι γυμνές επιθυμίες ...κάποια
στιγμή ζητούν το ρουχαλάκι τους ,μετά το πάθος
και το όποιο τέλος τους ακόμη και αν
περιφέρονται στο διάδρομο ,ανοίγουν το ψυγείο
,μαγειρεύουν ή παραγγέλνουν κάτι πρόχειρο . Μα
και όταν ονειρεύονται κάποια επίγευση τους μένει
στο στόμα ,κάποια λεπτομέρεια ,μια μυρουδιά
συναρπάζει το σύμπαν τους και ας είναι το
κλιματιστικό ακόμη ανοιχτό . Το κρύο του αεράκι
επιθυμητό τα καλοκαίρια τα δροσίζει μπρούμυτα
και όρθια επιθυμίες ,μεσημέρια και λιοπύρια
ονειρεύονται διπλά και τρίδιπλα .
Πιθανόν
μα και μετά βεβαιότητας και τα ρούχα στο πάτωμα
να τα λέγανε μεταξύ τους . Ταιριάζουν τα κόκκινα
με τα μπλέ χρώματα ,οι γόβες και οι σαγιονάρες
μεταξύ τους ,ταξίδια πήγανε ,σε αμμουδιές σε
κύματα είχανε επιθυμίες στο σώμα που το ντύνανε
και στο δικό μας σώμα που όνειρα τους τα
φορέσαμε να λοιπόν η στιγμή να βρούν την αγκαλιά
τους . Θα έχουν ,δεν μπορεί και
τις δικές τους επιθυμίες πάθους και όταν ντύνουν
τα σώματα μα και όταν τα ξεντύνουν. Μικρό
κώδικες και κουμπιά και δρομολόγια επιθυμίων
για τα Κουρασμένα σώματα ,τα ιδρωμένα,τα
καθημερινά που ζητούν ασυναίσθητα και με
ενσυναίσθηση ,από τις κλωστές ,νήματα και τα
χρώματα ,εκείνα τα μάτια και τα αγγίγματα για
να τα προσέξουν για τα χαϊδέψουν ...και μείνουν
άγαλμα ,στήλη άλατος . Να τους φέρουν και
λίγο πάθος και πόθο ,λίγη ανανέωση και προσοχή
που θα τους κόψει την ανάσα και την μιλιά τους .
Να μην
παιρνάνε απαρατήρητα σε μα και από αυτό το
ταξίδι που λέγεται ζωή ,οι νύχτες και νύχτες
τους και χωρίς μια επιθυμία βαθιά και υπόκωφη
και δυνατή με πολύ πάθος στο είναι της ,να τους
πάει σε ένα κάπου αλλού ,σε ένα χωροχρόνο όπου
και ξεχνάς ή ξεχνάνε ακόμη και το ονομά
τους ,το αλοίμονο και τον καημό τους . Από
την άλλη ,όσο και αν φαντάζομαι ό,τι γίνανε όλα
αυτά ,όλα τα παραπάνω και οι προεκτάσεις των
συμφραζόμενών τους ,που άραγε να πάνε οι
επιθυμίες και τα πάθη τους ; Με ποιά μέτρα
και σταθμά μετριούνται οι ωριμότητες και οι
ανάγκες τους ; Σε ποιό τόπο ,σε ποιό ερμάριο
μνήμης ,σε ποιό διανυκτευρεύον όνειρο μας και σε
ποιάς καθημερινότητας ρουτίνας την ζωή την
δίνουν ζωή ....
|