10
Οκτωβρίου
η
τραγική εκείνη μέρα πριν εφτά χρόνια άφησε
αγιάτρευτη
πληγή στην ζωή του Μάικ και της
Judy!
Ο
Βασιλικός.
Η μεγάλη
τηλεόραση στο δωμάτιο, κλειστή. Δεν θέλω
απόσπαση προσοχής. Έχω ανοίξει το λαπτοπ και
διαβάζω σχόλια και απαντήσεις στη σελίδα του
αγαπητού μου φίλου, Δημήτρη, φίλων, που έχουν
την καλοσύνη να θυσιάσουν δύο λεπτά της
πολύτιμης ώρας τους, να πουν δύο λόγια, αντί να
στέλνουν το αδιάφορο, λαικ, σε μία ιστοριούλα,
σε μερικές φωτογραφίες, και άλλες δημιουργίες,
ασχέτως της αξίας τους.
_ Μπορώ
να σε απασχολησω ένα λεπτό?
Θα έχει
διαφήμιση η μικρή τηλεόραση στο σαλόνι που
βλέπει τα προγράμματα της η
Judy,
όταν εγώ καταπιάνομαι με σταυρόλεξα, σουντοκου,
ιντερνετ η διαβάζω κανένα βιβλίο.
- Και
δυο λεπτά,
της
απαντάω, με διάθεση.
- Δώσε
μου δύο λεπτά, και είμαι όλος δικός σου.
-Όταν
τελειώσεις με το φεις μπουκ, έλα στο σαλόνι,
θέλω να μου κάνεις μια χάρη.
Γυρνάει
και φεύγει. Οι διαφημίσεις, βλέπεις, δεν κρατάνε
και τόσο πολύ. Κλείνω το λαπ τοπ και πάω στο
σαλόνι.
- Παρών
και έτοιμος να εκτελέσω διαταγές,
της λέω,
χαμογελαστός.
- Κάνε
μου τη χάρη και ξερρίζωσε το βασιλικό και πέταξέ
τον στη μαύρη σακούλα που έχω βάλει και τα άλλα
μαραμένα λουλούδια. Τα ρευματικά στα χέρια μου
με έχουν τρελλάνει σήμερα.
Χωρίς
μιλιά, ανοίγω την ντζαμόπορτα του σαλονιού και
κοιτάζω τη γλάστρα με τον βασιλικό, πάνω στο
στρογγυλό τραπεζάκι. Το χαμόγελο και η έμφυτη
ευδιαθεσία μου, χάνονται. Η αλήθεια είναι, ότι
το υπέροχο φουντωτό, πλατύφυλλο και υπερήφανο
φυτό, έχει μείνει η σκιά του καμαρωτού
βασιλικού, που στόλιζε με την ομορφιά του και
μεθούσε με το άρωμα του, τα βράδια. Επιστρέφω
στο σαλόνι, μουδιασμένος.
-Δεν μου
φαίνεται για πέταμα, της λέω.
- Μη λες
ανοησίες. Χειμώνιασε πια. Του χρόνου
ξαναφυτεύουμε άλλον. Ξερρίζωσέ τον και βάλε τη
γλάστρα στην άκρη του μπαλκονιού.
Ξαναβγαίνω στο μπαλκόνι, αλλά η καρδιά μου δεν
λέει να σκοτώσει αυτόν τον υπέροχο φίλο μου, που
με μέθαγε τα βράδια με τη μοσχοβολια . Πάντα τον
πότιζα τελευταίο, με περισσή προσοχή και αγάπη.
Σηκώνω τη γλάστρα. Πολύ βαριά. Βεβαίως, στο χάλι
που βρίσκομαι, με το ζόρι σηκώνω τα πόδια μου.
Την πηγαίνω στην άκρη του μπαλκονιού και βάζω
και από τις σιδερένιες καρέκλες μπροστά, να μη
φαίνεται και πολύ, ο μαραγκιασμένος πια
βασιλικός, με τα απογυμνωμένα κλαδιά, λες και
είναι μπράτσα γέρου ανθρώπου. Το ξέρω, είναι
άχαρος, τα φύλλα του κατακίτρινα και μαραμένα,
το άρωμά τους έχει πια χαθεί, αλλά με τι καρδιά
θα τον ξερριζώσω, επειδή ήρθε χειμώνας?
- Τον
ξερίζωσες?
- Ναι,
έγινε.
- Τον
πέταξες μέσα στη σακούλα με τα άλλα φυτά?
- Ναι,
πάει κι' αυτό.
Επιστρέφω στο λαπ τοπ, αλλά δεν μπορώ να
συγκεντρωθώ. Απλώς κοιτάζω το καντράν, χωρίς να
βλέπω τίποτα. Σηκώνω τα μάτια. Η
Judy
στέκεται στην πόρτα.
- Δεν
μου είπες ότι τον ξερρίζωσες?
- Ναι.
Ενα λεπτό και πάω να τον αποτελειώσω.
- Μη
μπεις στον κόπο. Τον ξερρίζωσα και τον έρριξα
μέσα στη σακούλα. Τουλάχιστον, πέταξε τη σακούλα
αν μπορείς.
Με βαριά
καρδιά, πάω στο μπαλκόνι. Ο βασιλικός μου δεν
φαίνεται πουθενά. Η γλάστρα αδειανή. Παίρνω τη
σακούλα και βγαίνω στο διάδρομο. Πάω στο μικρό
δωματιάκι. Στον τείχο, η μικρή μεταλλική
πορτούλα. Τη ανοίγω. Στέκομαι μια στιγμή, και
λέω να ανοίξω την σακούλα, να δω αν μυρίζει
ακόμα ο βασιλικός. Αλλάζω γνώμη. Δε βαριέσαι.
Στο κάτω, κάτω, όλα πεθαίνουν. Τίποτα δε ζει για
πάντα. Ανοίγω το κάλυμμα στον τείχο και ρίχνω τη
σακούλα. Περιμένω. Εννέα όροφοι είναι αυτοί.
Ακούω το γδούπο. Έπεσε στον κάδο των αχρήστων.
Γυρνάω πίσω και κλείνω την πόρτα και ρίχνω μια
ματιά στο μπαλκόνι.
10
Οκτωβρίου. Μελαγχολικό Φθινόπωρο, εδώ. Έχασα το
καμάρι του μπαλκονιού μου.
10
Οκτωβρίου. Μελαγχολικό Φθινόπωρο, εδώ. Έχασα τον
Εύθυμη μου, το καμάρι της ζωής μου.
Μάικ
ΒΩΡΟΣ
|