ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ
Μελβούρνη.
Σήμερα 28
Αυγούστου 2021, ημέρα Σάββατο,
βρήκα ένα
γράμμα στο γραμματοκιβώτιο, που με συγκίνησαν
πολύ τα λόγια που διάβασα σε αυτό το γράμμα, ένα
γράμμα χωρίς γραμματόσημο, ένα γράμμα που δεν το
έφερε ο ταχυδρόμος, ένα γράμμα που ταχυδρόμος
ήταν ο ίδιος ο αποστολέας και λόγο Κορονοιού και
κλεισούρας, το άφησε στο γραμματοκιβώτιο,
υπογράφοντάς το,
(
Κωνσταντίνος Δουδουλής,) ο πρώτος μου ξάδερφος,
μαζί μεγαλώσαμε, σαν παιδιά παίζαμε τότε και
έχουμε τόσα και τόσα να θυμηθούμε και τα
συζητούμε πολλές φορές. Θυμόμαστε που περιμέναμε
τον χειμώνα να χιονίσει και μερικές χρονιές που
δεν χιόνιζε, απογοητευόμασταν πολύ, όταν πάλι
χιόνιζε, ήταν η χαρά μας η μεγάλη, χορεύαμε μέσα
στις νιφάδες του χιονιού, πόσο όμορφα ήταν όλα
κατάλευκα, κάποιες φορές το χιόνι ήταν τόσο πολύ
που δεν μπορούσαμε να πάμε ούτε στο σχολείο και
βλέπαμε τις χιονισμένες μας αυλές από το
παράθυρο.
Όμορφες μνήμες,
χαιρόμασταν πολύ όλες τις γιορτές, τα
Χριστούγεννα με τα κάλαντα και με τις γιορτές
μας στο σχολείο, το στόλισμα του
χριστουγεννιάτικου δένδρου και τα
χριστουγεννιάτικα δωράκια που τα κερδίζαμε με
τον κλήρο που τραβούσε ο δάσκαλος καθώς
ξεσκάλωνε τα δωράκια από το χριστουγεννιάτικο
δενδράκι μας, τα πιο πολλά δωράκια ήταν όμορφες
μικρές χριστουγεννιάτικες μπαλίτσες, τις οποίες
και πολλές φορές τις σπάγαμε στον χιονισμένο
δρόμο ως που να πάμε στα σπίτια μας, από το
σχολείο.
Το Πάσχα
πάλι, με τα κόκκινα αυγά που έβαφαν την Μεγάλη
Πέμπτη οι μητέρες μας. Μεγάλη Παρασκευή τι
όμορφα που ήταν, έψαλαν τον επιτάφιο όλη την
ημέρα και οι ψαλμωδίες αντηχούσαν σε όλο το
χωριό, θυμάμαι μια γυναίκα χωριανή μας Αννέτα
ήταν το όνομά της, αυτή τραγουδούσε τον
επιτάφιο, μεγάλη φωνή και χωρίς μικρόφωνο,
βούιζε όλο το χωριό.
Τα κορίτσια
πάλι, πήγαιναν και μάζευαν
αγριολούλουδα
για τον επιτάφιο και την Ανάσταση, ψάλαμε όλοι
το Χριστός Ανέστη και τσουγκρίζαμε τα αβγουλάκια
μας, νοιώθαμε χαρά όταν κερδίζαμε και σπάζαμε το
αυγό του άλλου, είχαμε και πυροτεχνήματα, μια
φορά όμως θυμάμαι, αν δεν με τραβούσε ο πατέρας
μου, θα με χτυπούσε ένα ξύλο από τα
πυροτεχνήματα που ερχόταν κατά πάνω μου, με πολύ
φόρα και καλά που με τράβηξε ο πατέρας μου
αλλιώς θα με χτυπούσε το ξύλο το οποίο καρφώθηκε
δίπλα μου, με δύναμη κάτω στη γη.
Θυμόμαστε
επίσης, όταν ωρίμαζαν τα φρούτα στα
φρουτόδεντρα, τα καλοκαίρια συνήθως πιο πολύ,
τρέχαμε και πηγαίναμε και τρώγαμε φρούτα από τα
δένδρα και υπήρχαν αρκετά δένδρα στο χωριό μας
και πολλά φρουτόδεντρα, πολλά από αυτά τα
δένδρα, φύτρωναν και μόνα τους, εμείς ελεύθερα
πηγαίναμε παντού, στον κάμπο μα και στις αυλές,
χωρίς κανέναν φόβο, τι όμορφα και ελεύθερα που
ήταν, δεν υπήρχαν φράχτες, όλα τα δένδρα ήταν
για όλους, δεν μας μάλωνε κανένας και έτσι, όλα
δικά μας τα είχαμε, ροδιές, κακαδιές, μουριές,
συκιές, με κάτι σύκα μέλι, δαμασκηνές, καρυδιές,
αμυγδαλιές πολύ νόστιμα και εκείνα τα φρέσκα
αμύγδαλα, είχαμε και πολλές βατσινές έτσι τα
λέγαμε, που κάνουν βατόμουρα και που φύτρωναν
και αυτά παντού, στο χωριό είχε και πολλά αλλά
δένδρα με νόστιμους καρπούς,
κατάφρεσκα
απευθείας από το δένδρο, σαν παιδιά παίζαμε και
τρώγαμε. Αξέχαστα, ξένοιαστα χρόνια και πολύ
πολύ όμορφα.
Μια φορά που
παίζαμε στης γιαγιάς τι σπίτι, βρήκαμε μια
καυτερή πιπεριά και θέλαμε εγώ και η ξαδέρφη μου
η Μοσχούλα, η αδερφή του Κώστα, να μαγειρέψουμε
εκείνη την περιβόητη πιπεριά, έλα όμως που ήταν
πάρα πολύ καυτερή και κατακαήκαμε,
πιάσαμε και τα μάτια μας και κλαίγαμε για ώρες,
είχαμε βγει στον δρόμο κλαίγοντας και πήγαμε
στης νουνάς μου το σπίτι, που ήταν δίπλα στης
γιαγιά Ανδριανής το σπίτι και η νουνά μου η
καημένη μας έδωσε μια λεκάνη με νερό και ένα
μεγάλο πανί, πετσέτα μπάνιου ήταν, σεντόνι ήταν,
δεν θυμάμαι, βρέχαμε αυτό το μεγάλο πανί από την
μια μεριά εγώ, από την άλλη η ξαδέρφη μου και
πλέναμε τα πρόσωπά μας, ζεμάτησε το νερό όμως
από την καούρα της πιπεριάς και μας έκαιγε ακόμα
πιο πολύ, κλάμα που κάναμε… Εγώ τουλάχιστον
ακόμα θυμάμαι εκείνη την αξέχαστη, τραγική,
παιδική μας περιπέτεια.
Τις Κυριακές,
πηγαίναμε μετά την εκκλησία να κάνουμε χρόνια
πολλά στην γιαγιά μας την Ανδριανή, που κάθε
φόρα η καημένη η γιαγιά, μας έδινε από την
σύνταξή της, κάτι λίγες δραχμούλες και που μόλις
πληρωνόμασταν από την γιαγιά, τρέχαμε
όλοι με λαχτάρα να αγοράσουμε παγωτό,
εκείνο το υπέροχο αξέχαστο παγωτό στο ξυλάκι,
εμένα μου άρεσε πάρα πολύ η βανίλια, όλο βανίλια
έπαιρνα.
Μας άρεσε
πολύ να πηγαίνουμε στο σπίτι της γιαγιάς, ήταν
διώροφο και το επάνω πάτωμα το είχαν σαν αποθήκη
εκεί ήταν το καλύτερο καταφύγιο μας, για
παιχνίδι. Εκεί επάνω στέγνωναν και το σιτάρι και
ήταν η χαρά μας, κολυμπούσαμε μέσα στο σιτάρι
και ούτε που μας ένοιαζε για την φαγούρα που θα
μας έπιανε μετά, σε μια γωνιά είχαν και πολλά
παλιά παπούτσια, άλλη μεγάλη
χαρά, για μένα και την ξαδέρφη μου, δοκιμάζαμε
όλα τα παπούτσια και Τοκ – Τοκ με τα τακούνια,
κάναμε γιορτή εκεί πάνω, είμασταν τυχεροί διότι
δεν άκουγε η θεία μας η Μαρία, η μεγάλη αδερφή
του πατέρα μου, η οποία έμενε στο σπίτι της
γιαγιάς με την γιαγιά μας. (Λέω τυχεροί, δηλαδή
που το λέει ο λόγος) Η καημένη η θεία μας η
Μαρία υπέφερε πολύ που δεν άκουγε, λόγο κάποιας
μόλυνσης που είχε πάθει μικρή και της κόστισε
την ακοή της, αλλά εμείς παιδιά είμασταν δεν μας
έκοβε και χαιρόμασταν που την ξεγελούσαμε και
πηγαίναμε επάνω κάνοντας και θόρυβο χωρίς φόβο
να μας ακούσει, κάποιες φορές
όμως μας
έπαιρνε είδηση, διότι έπεφτε σκόνη κάτω και
καταλάβαινε η θεία, που της άρεσε πολύ και η
καθαριότητα, καταλάβαινε ότι κάτι γίνετε εκεί
πάνω στο επάνω πάτωμα και
ερχόταν ανεβαίνοντας με φόρα και θόρυβο τη σκάλα
μουρμουρίζοντας, είσαστε εδώ ε!! Εμείς
ακούγοντας την θεία Μαρία να ανεβαίνει, τρεχάλα
να κρυφτούμε στο μεγάλο ταβάνι που είχε πολλά
πράγματα και πολλές κρυψώνες για εμάς,
κρυβόμασταν γελώντας και φωνάζαμε κρυμμένοι, εδώ
είμαστε θεία! Την πειράζαμε την καημένη, δεν
θυμάμαι να μας βρήκε όμως ποτέ, και έφευγε
νομίζοντας ότι λάθος κατάλαβε, εμείς πίσω στο
παιχνίδι γελώντας.
Θυμόμαστε
επίσης όταν μας άφηναν οι γονείς μας, να
κοιμηθούμε στης γιαγιάς το σπίτι, διότι είχαν
δουλειές η κάπου να πάνε, μας έστρωνε η θεία μας
η Μαρία στρωματσάδα κάτω, έστρωνε μια ψάθα πρώτα
και μετά έβαζε τα στρωσίδια πάνω από την ψάθα,
θα θυμούνται πολλοί τις ψάθες, τις έφτιαχναν με
ένα χόρτο που λέγεται (σάλομα) και φυτρώνει στα
ποτάμια και γίνετε πολύ ψηλό, αυτά τα χόρτα τα
έβγαζαν από τα ποτάμια, τα στέγνωναν και μετά τα
κρεμούσαν κάπου, ίσως και σε τοίχους και τα
έπλεκαν με τον τρόπο που πλέκουν σε αργαλειό και
με ένα ξύλο που ήταν περασμένο μέσα στις κλωστές
έσφιγγαν την πλέξη και έτσι γινότανε η ψάθες,
έφτιαχναν διάφορα διάδρομους ψάθινα χαλιά,
καπέλα και πολλά άλλα, με το ίδιο χόρτο παλιά
έκαναν και το κάθισμα, το μαξιλάρι στις
καρέκλες. Θυμάμαι λοιπόν που έλεγε η θεία μας η
Μαρία ότι, έστρωνε την ψάθα πριν τα στρωσίδια
για να μην περνάει το κρύο και μετά ξαπλώναμε
εμείς από πάνω, ο αδερφός μου Γιώργος, ο
ξάδερφος μου ο Κώστας, η Μοσχούλα και εγώ, ως
που να μας πάρει ο ύπνος αργούσε, διότι σαν
παιδιά μιλούσαμε, γελούσαμε, λέγαμε διάφορα, μας
έλεγε και η γιαγιά διάφορες ιστορίες.
Η γιαγιά μας
η Ανδριανή, ήξερε πολλές ιστορίες, διάβαζε πολύ,
πάντα είχε πολλά βιβλία κοντά της. Όταν κάποτε
ησυχάζαμε, ακουγόταν μόνο εκείνο το μεγάλο
λαχανή ρολόι της γιαγιάς επάνω στο τζάκι, (Τικ,
Τοκ, Τικ, Τοκ,) Απλά πράγματα, αλλά πολύ όμορφα,
πράγματα που μας έμειναν στην μνήμη μας, που μας
ενώνουν και που μας δένουν σε όλη μας τη ζωή,
έτσι μάθαμε να αγαπάει, να πονάει και να σέβεται
ο ένας τον άλλον, για αυτό συγκινήθηκα πολύ όταν
διάβασα το γράμμα του Κώστα, πάντα
συναισθηματικός, ευαίσθητος, πονόψυχος, πάνω απ’
όλα ένας θαυμάσιος άνθρωπος αγαπάει
τον συνάνθρωπό του και του αρέσει το δίκαιο,
χαίρομαι που είναι ξάδερφός μου.
Στο γράμμα του ο Κώστας
γράφει, ότι ακούει τα δυο τραγουδάκια που είναι
στο δισκάκι που του έδωσα πριν πολύ καιρό, έχουν
τους τίτλους,
(ΣΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
ΤΗ ΖΑΛΗ) κι (Η ΚΑΝΤΑΔΑ ΤΟΥ ΡΩΜΑΙΟΥ) έγραψα εγώ
τα λόγια, και την μουσική έγραψε και τραγουδάει
επίσης ο αείμνηστος Σπύρος Παπουτσής. Έδωσα ένα
δισκάκι με αυτά τα τραγούδια στον ξάδερφό μου
τον Κώστα και χαίρομαι, πραγματικά και τον
ευχαριστώ πολύ που του αρέσουν και τα ακούει κι
όπως μου γράφει, το δισκάκι δεν βγήκε από τότε
που το έβαλε στο stereo,
σε ένα δωμάτιο του σπιτιού και ακούει τα δυο
εκείνα τραγούδια και σιγομουρμουρίζει τον ρυθμό
τους, με συγκίνησε αυτό πολύ, και μάλιστα με
ρώτησε επίσης ο Κώστας, αν έχω και άλλα τέτοια
τραγουδάκια, αλλά του είπα ότι δυστυχώς, ο
κύριος Παπουτσής έφυγε από τη ζωή και που πριν
να φύγει μου είχε πει μια φορά, ότι θα ήθελε
πολύ να κάνει τραγούδια πολλά ποιήματα, από το
παιδικό μου βιβλίο, (ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΦΙΛΟΙ) Δεν
τα κατάφερε όμως και μας άφησε νωρίς, Ο Θεός να
αναπαύσει την καλή του ψυχή.
Τα λόγια που
μου γράφει στο γράμμα ο Κώστας, είναι πραγματικά
πολύ συγκινητικά για μένα, μου θύμισαν και πάρα
πολλές μας παιδικές αναμνήσεις, τον ευχαριστώ με
όλη μου την καρδιά, τον αγαπώ πολύ σαν αδερφό
μου και του εύχομαι, Ο Θεός μας που αγαπά και
πιστεύει πάρα πολύ, να τον ευλογεί και να του
χαρίζει υγεία και ότι άλλο ποθεί και να μην
αλλάξει ποτέ.
Κώστα, σε
ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά, σου στέλνω την
αγάπη μου, που θα την έχεις πάντα, να χαίρεσαι
την οικογένειά σου και όλα τα αγαπημένα σου
πρόσωπα, υγεία σε όλους και όπως μου γράφεις,
Το φως Του
Χριστού, το αληθινό φως θα λάμψει
και θα φανούν
όλα τα σκοτεινά σημεία με το φως της αλήθειας,
ας γονατίσουμε λοιπόν όλοι και το πνεύμα του
Ιησού Χριστού, δεν θα μας αφήσει, θα είναι πάντα
κοντά μας, αρκεί να Τον πιστεύουμε και να Τον
επικαλούμαστε σε κάθε στιγμή στη ζωή μας. Υγεία
και ευλογία Θεού να έχουμε όλοι πάντα.
Για σένα
Κώστα, με πολύ αγάπη, η ξαδέρφη σου,
Ανδριάνα Καραμήτρου
|