Η Κούκλα της Dorothy**
Λόγω της τάσης μου να επισκέφτομαι και να κάμω
παρέα τους ηλικιωμένους μας, ένα πρωινό είχα την
τύχη να επισκεφτώ την κυρία
Dorothy στο
Soutrh Road.
Ήταν φρεσκοχτενισμένη, κι
αφού την καλημέρισα, τη ρώτησα σε τι μπορούσα να
τη βοηθήσω.
- Έλα, μου λέει, Κατερίνα.
Κάθισε κι έχω μια έκπληξη να σου κάνω.
Η κυρία
Dorothy καθόταν
σε μια αναπηρική καρέκλα, άπλωσε το χέρι της και
πήρε μια όμορφη κούκλα στην αγκαλιά της. Τη
φίλησε, τη χάιδεψε και μου είπε με σιγουριά:
- Δεν είναι όμορφη; Πες
μου, δεν είναι όμορφη η μικρή μου
Dorothy;
Πράγματι, ήταν πολύ όμορφη
η κούκλα της κυρίας Dorothy. Είχε ξανθιές
μπούκλες, γαλανό μάτια, κόκκινη ζακέτα και
κόκκινη καρό φούστα, όμορφο Σκοτσέζικο καπελάκι,
κάλτσες κόκκινες, μαύρα παπούτσια με δυο κουμπιά
στο πλάι.
Η κυρία
Dorothy μου
διηγήθηκε πως, παρα-μονή των γενεθλίων της, είχε
πάει με την κόρη της στο
Central Road sto Bentleigh. Ενώ προ-χωρούσαν στο πεζοδρόμιο οι
δυο τους, η κυρία Dorothy κοντοστάθηκε σε μια
βιτρίνα που είχε όλο κούκλες. Η κόρη της κάποτε
κατάλαβε πως η μητέρα της δεν την ακολουθεί και
γύρισε πίσω, όπου τη βρήκε να θαυμάζει τις
κούκλες.
- Μητέρα, της λέει, άντε
έλα, αργήσαμε.
- Κόρη μου, της λέει η
κυρία Dorothy, κοίτα, κοίτα, η κούκλα της
εξαδέλφης μου, στη Σκοτία. Ναι, ναι είμαι
σίγουρη πως είν' αυτή. Κοίτα πώς με κοιτάζει;
Αχ! Πόσο όμορφη που είσαι, μικρή μου
Dorothy, είπε
φεύγοντας από τη βιτρίνα, γεμάτη χαρά που
συνάντησε μετά από μια ολόκληρη ζωή τη μικρή
Dorothy.
Πόσο λαχταρούσε να τη
σφίξει στην αγκαλιά της!
Την επόμενη μέρα στα
γενέθλια της, η κόρη της κυρίας
Dorothy, της
πήγε δώρο την κούκλα. Μα τι χαρά που ήρθε στο
σπίτι της κυρίας Dorothy! Ακόμα και ο
κύριος Sam την αγάπησε και κάπου-κάπου κουνούσε
την καρεκλίτσα της.
Η κυρία
Dorothy την πήρε
στην αγκαλιά, χάιδεψε τις μπούκλες της, τη
φίλησε και δυο δάκρυα κύλησαν απ' τα μάτια της,
πάνω στο πρόσωπο της κούκλας.
- Μικρή μου
Dorothy, μην
κλαις. Δεν θέλω να μου στενοχωριέσαι. Τώρα που
ανταμώσαμε, εγώ σε περίμενα μια ολόκληρη ζωή,
έστω και τώρα, δεν είναι αργά. Δεν μπορώ όμως να
σου κάνω όλα τα χατίρια, γιατί γέρασα. Μόνο θα
σου μιλάω για τα περασμένα, εκείνα τα αξέχαστα
χρόνια, που ήμασταν μικρούλες στη Σκοτία,
θυμάσαι; Σε κείνο το ποτάμι που σου "βγάλε η
ξαδέρφη μου τα ρούχα να σε πλύνει κι εσύ της
ξέφυγες και κολυμπούσες;
Ήρθες κοντά μου, σε πήρα,
σε στέγνωσα, θυμάσαι μικρή
Dorothy, πώς σ'
έσφιξα στην αγκαλιά μου να μην κρυώνεις; Αλλά
βλέπω τα ρούχα σου είναι ολοκαίνουρια, δεν
άλλαξες καθόλου.
Την ξαναχάιδεψε πάλι και
την έβαλε στην καρεκλίτσα της.
- Σ' ευχαριστώ κυρία
Dorothy που μοιράστηκες μαζί μου αυτή τη χαρά,
της είπα. Χάρηκα κι εγώ που έμαθα πως μετά από
τόσα χρόνια, εκπληρώθηκε μια από τις επιθυμίες
σου. Δυστυχώς όμως, τώρα θα πρέπει να πηγαίνω.
- Κι εγώ σ' ευχαριστώ για
την υπομονή σου Κατερίνα μου, είπε, και να μη
μας ξεχάσεις, θα σε περιμένουμε να ξαναπεράσεις.
Μετά από δεκαπέντε μέρες,
ξαναπέρασα από την κυρία
Dorothy. Μου άνοιξε ο
κύριος Sam. Με παρακάλεσε να περάσω στο σαλόνι.
Η έκφραση του ήταν λυπημένη. Ακόμα και η κούκλα
νόμισα πως φάνηκε θλιμμένη.
- Πού είναι η κυρία
Dorothy ρώτησα χαμηλόφωνα.
- Μας άφησε μόνους. Εμένα
και τη μικρή Dorothy είπε, κι άπλωσε το χέρι
μηχανικά, κουνώντας την καρέκλα που καθόταν η
κούκλα.
Ένα δάκρυ κύλησε απ' τα
μάτια μου. Άπλωσα κι εγώ το χέρι, κούνησα την
άδεια καρέκλα της κυρίας
Dorothy, χάιδεψα την
κούκλα κι έφυγα με έναν κόμπο στο λαιμό,
υπόσχοντας πως θα ξαναπεράσω.
Αν και πέρασε αρκετός
καιρός από κείνη τη μέρα, όποτε αντικρίζω
κούκλα, μου θυμίζεί την αγαπημένη μου κυρία
Dorothy.
Κατίνα
Α.
Μπαλούκα
O Logos
September 2002
|