Θυμάμαι
όταν ήμουν πολύ μικρή, ο νους μου πάντα πήγαινε
να συναντήσει μια εξαδέλφη μου για να αισθανθώ
καλύτερα κοντά στ΄ αρχοντικό της, είχα ακούσει
πολλά για το άτομό της.
Είχα
ακούσει πως ήταν πλούσια, σπουδασμένη, είχε
παντρευτεί δεύτερη φορά, έναν ωραίο και καλόν
άνθρωο, φαρμακοποιό.
Ήταν
δασκάλα, αλλά ο άνδρας της δεν την άφηνε να πάει
στην εργασία της, δεν είχαν ανάγκη. Το
διασκέδαζαν ,που λέμε,συνήθιζαν να πηγαίνουν στα
πιο ονομαστά θέατρα και στις κάθε λογής
διασκεδάσεις. Τις μεγάλες γιορτές το σπίτι
έπαιρνε άλλη όψη, το χριστουγενιάτικο δένδρο
στολισμένο, εκεί στο χωλ μόλις έμπαινες σ΄εκανε
να νοιώθεις πως πραγμτικά βρισκόσουν σ΄ έναν
θαυμάστό κόσμο.
Αυτά
όλα, τα είχα ακούσει από άλλους συγγενείς που τα
συζητούσαν μεταξύ τους και η φαντασία μου
τα΄φτειανε ακόμη πιο λαπερά και υπέροχα.
Μια χρονιά τα
Χριστούγεννα βρέθηκα στης εξαδέλφης μου και η
χαρά μου δεν περιγράφεται με λόγια, νόμιζα πως
ονειρεύουμε. Πράγματι ήταν ωραίο το σπίτι της
και ήταν στολισμένη και είχε ωραίον άνδρα. Όμως
αυτή η κ. Εξαδέλφη μου, δεν εργαζόταν και δεν
είχε παιδιά, είχε πάρει για να τη βοηθάει στις
δουλειές του σπιτιού μια μικρή κοπελίτσα από
κάποιο χωριό και το είχε μεγάλο καμάρι που είχε
υπερετριάκι και το τυραννούσε το καημένο, όπως η
γάτα το ποντίκι, που το τυραννάει κάμποση ώρα ,
ώσπου να της έρθει η όρεξη να το φάει.
Το βασάνιζε
πραγματικά με τον δύστροφο χαραχτήρα της
και μια και δεν είχε παιδί δικό της, μου
φαίνεται δεν είχε αισθανθεί καμιά αγάπη
για το αδύνατο παιδί.
Αυτά που
απαιτούσε ήταν πολύ δύσκολα για την ηλικία και
τις δυνάμεις του μικρού κοριτσιού.
Όταν, λοιπόν,
εκείνα τα Χριστούγεννα βρεθηκα στης
εξαδέλφης μου, ήμουν στα δέκαεφτά μου, είχα
μισομάθει τη μοδιστρική και η μητέρα,με έστειλε
εκεί στους πλούσιους συγγενείς, να τους ράψω, να
τους κεντήσω να τους βοηθήσω στις γιορτές, με
την ελπίδα, βέβαια, όταν γυρίσω στο σπίτι να
φέρω και τους κόπους μου σε πράγμα ή χρήμα. Τότε
εγώ άρχισα να κάνω όνειρα
Ο κάθε
άνθρωπος, νομίζω, κάνει όνειρα και τα πιο πολλά
και τα πιο μεγάλα τα κάνει ο φτωχός. Είχα κι εγώ
τ΄όνειρό μου από παιδί να πάω στο αρχοντικό της
εξαδέλφης, να πάω στην πρωτεύουσα.
Για
να΄μαι ειλικρινής δεν θυμάμαι που βρήκαν οι
γονείς μου τα εισιτήρια, για να τους τα΄στειλε
εκείνη αποκλείεται, τώρα ξέρω πως ήταν αδύνατο
για το χαραχτήρα της να κάνει τέτοια γαλαντομία.
Στην Αθήνα με
περίμεναν στο σταθμό με το αυτοκίνητό τους, τότε
λίγοι είχαν αυτοκίνητο, φθάσαμε στην πλατεία
Αμερικής, εκεί ήταν το σπίτι τους, μας άνοιξε η
μικρή Σταυρούλα, ένα πλασματάκι αδυνατούλι,
καχεκτικό δώδεκα δεκατρίω χρονών, που δεν
ταίριαζε διόλου με το περιβάλλον.
Θυμάμαι πολύ καλά
, πως μου έκανε εντύπωση μόλις άνοιξε η πόρτα
και το είδα με πήρε μια λύπη και πικράθηκα. Όλα
μου έκαναν εντύπωση εκεί μέσα.
Άρχισα
να τα φέρνω όλα σε αντιπαράσταση με το δικό μας
σπίτι και τ΄άλλα σπίτια της γειτονιάς μας.
Άρχισα το κουβεντολόι με τον εαυτό μου.
Μα πως; Πως είναι
δυνατόν άνθρωποι σε τούτη την ίδια τη γη
με τόσα αγαθά να ζουν σε τέτοια μεγάλη διαφορά.
Το τραπέζι φορτωμένο πλουσιότατα και διάφορα
φαγητά, τυριά, φρούτα φρέσκα και νόστιμα. Η
μικρή Σταυρούλα έφαγε στην κουζίνα, μόνη της.
Αυτό πιά δεν μπορούσα να το χωνέψω. Τους
κοίταζα, φαίνεται, περίεργα, γιατί μου είπαν:
Έλα, παιδί μου τρώγε, θα είσαι πεινασμένο από το
ταξίδι. Εγώ τους απάντησα: Περιμένω τη
Σταυρούλα. Αυτοί, κι οι δυο μαζί έσκασαν ένα
χαμόγελο αδιάφορο, κυνικό μπορώ να πω και μου
απάντησαν πως η Σταυρούλα τρώει στην κουζίνα.
Άχ! Πως
άρχισε να θολώνει τ΄όνειρό μου και να μου τα
μπερδεύει.
Μετά το φαγητό
πήγαμε για ύπνο, για ξεκούραση, εμείς οι τρεις
που δεν είχαμε κάνει τίποτα από το πρωί. Η
Σταυρούλα που ήταν παιδί αδύνατο και πάνω στην
ανάπτυξη, από το πρωί είχε κάνει όλα όσα της
διέταξε η κυρά της. Α! Όχι, αυτή δεν είχε ανάγκη
να ξεκουραστεί. Αυτή έπρεπε να πλύνει τα πιάτα,
να καθαρίσει και να βάλει σε τάξη την κουζίνα
και ότι άλλο ήθελαν προστάξει τ΄αφεντικά της.
Πλησίαζε
πρωτοχρονιά και στο σπίτι θα είχαν ρεβεγιόν, θα
παίζαν χαρτιά κλπ.
Ετοιμασίες, γλυκίσματα, μεζεδάκια, όλα πλούσια
και πολύπλοκα και όλοι τους έδειχναν χαρούμενοι,
ακόμη και το κοριτσάκι χαμογελούσε αχνά.
Είχα
μεγάλη περιέργεια και παρακολουθούσα τα πάντα,
πρώτη φορά βρισκόμουν σε τέτοιο περιβάλλον.
Σπατάλη, σπατάλη για το δικό μου το μυαλό. Η
εξαδέλφη έτρεχε στα μαγαζιά και κουβαλούσε
δέματα όλων των σχημάτων, μικρά, μεγάλα,
τρίγωνα, τετράγωνα, διπλωμένα με φανταχτερά
χαρτιά και φιόγκους.
Κοίταζα,
θαύμαζα και δεν μπορούσα να περιμένω. Ποιό δώρα
άραγε να ήταν το δικό μου; Τι να μου είχε
αγοράσει. Μια ταραχή και μια ευχαρίσηση με είχε
κυριέψει όλο εκείνο το απόγευαμα
Το
βραδάκι άρχισαν να μαζεύονται οι φίλοι με τα
παιδιά τους και το σπίτι γέμισε φωνές χαρές και
φασαρία, χαρούμενη κι ευχάριστη.
Σε κάποια στιγμή
ακούγεται η εξαδέλφη μου να χτυπάει παλαμάκια,
για να κάνουμε ησυχία και να δώσει στον
καθένα το δώρο του. Έλαμπε από χαρά και
ικανοποίηση μες΄ στην τουαλέτα της με τα πισινά
της, ήταν χοντρή με μεγάλη περιφέρεια και άπ΄ότι
είχα ακούσει αυτός ήταν ο μόνος καημός της και
το παράπονό της από την τύχη της.
Όμως εγώ
λέω ότι δεν ήταν της τύχης της λάθος, αλλά δική
της αδυναμία. Ήταν φαγού, τεμπέλα και τσιγγούνα
σπαγγοραμένη, την έλεγαν, έτσι άκουγα από μικρή.
Απόψε φαινόταν ιδιαίτερα ικανοποιημένη, φαινόταν
να χαίρεται γιατί είχε τον τρόπο της. Άρχισε να
δίνει στον καθένα το δώρο του, εγώ περίμενα
χαρούμενη, συγχισμένη, ανυπόμονη λίγο σαν χαμένη
στο ξένο περιβάλλον.
Στεκόμουν ανάμεσα
στην πόρτα του διπλανού δωματίου περιμένοντας τη
μεγάλη στιγμή, που η εξαδέλφη μου θα μου΄δινε το
δώρο μου και προσπαθούσα να είμαι ήρεμη. Να΄σου
λοιπόν με πλησιάζει ακουμπάει το χέρι της στον
ώμο μου και με σπρώχνει προς το δωμάτιο λέγοντάς
μου κι αρχίζοντας να ξεδιπλώνει ένα πακέτο
που βάσταγε στο χέρι της.
Ξέρεις,
σου αγόρασα ένα εργόχειρο να μου κεντήσεις όταν
θα γυρίσεις στο σπίτι σου, όσο θα μείνεις εδώ θα
μου ράψεις και όταν θα κατέβω στο Αίγιο, θα το
πάρω, κεντάς ωραία χρυσό μου!
Το
ακούμπησε επάνω στο κρεβάτι που κοιμόμουν κι
έφυγε προς τους καλεσμένους της, εγώ έγινα στήλη
άλατος.
Η πίκρα,
η απαγοήτευση με είχαν κάνει ένα άψυχο πλάσμα,
ήθελα να μην υπάρχω σ΄εκείνη τη σκηνή, σ΄αυτό το
σπίτι, ήθελα να βρεθώ στο δικό μου περιβάλλον,
στο δικό μου φτωχό σπιτάκι.
Το
όνειρό μου να βρεθώ στο αρχοντικό της εξαδέλφης
είχε σβήσει και με είχε γεμίσει πίκρα. Τώρα μόνη
μου χαρά ήταν ότι γρήγορα θα γύριζα στο σπίτι
μου.
Έμεινα
κοντά τους αναγκαστικά, όπως είχε συμφωνηθεί με
τους γονείς μου, της έραψα φορέματα, φούστες,
πλούζες, μαξιλαροθήκες, σεντόνια, με τυράννισε,
έκανα υπομονή, ήξερα θα περνούσε ο καιρός και θα
γύριζα στο σπιτικό μας.
Δεν μου
άρεσε το πλούσιο σπίτι της, τα φαγιά της, δεν
μου άρεσαν οι τρόποι ης , δεν μου άρεσε ο τρόπος
που μεαχειριζόταν τους ανθρώπους και προπαντός
τη Σταυρούλα. Ήθελα να φύγω, να μην βλέπω την
κακομεταχείρηση προς το μικρό παιδί, αν ήμουν
μεγάλη κάτι έπρεπε να κάνω αλλά ήμουν κι εγώ
παιδί φτωχό κι αδύνατο. Τα μεσημέρια δεν
κοιμόμουν, καθόμουν και βοηθούσα το κοριτσάκι,
κάναμε ότι διέτασσε η μεγάλη κυρία.
Ήταν για
μένα ένα καλό μάθημα. Προσγειώθηκα για λίγα
χρόνια. Έλεγα, έτσι είναι η κοινωνία και κανείς
δεν μπορεί να την αλλάξει, ούτε μπορεί να
βοηθήσει σε τέτοιες καταστάσεις.
Εγώ
βέβαια έφυγα ,αλλά η Σταυρούλα έμεινε εκεί να
την βασανίζει η κυρά της.
Κάπου-κάπου θυμόμουν το περισταικό τότε που ήρθε
ο πατέρας της μικρής για να πάρει το μηνιάτικο
της κόρης του.
Τον
κέρασε γλυκό το κορίτσι και τα χέρια του έτρεμαν
ήταν από την αδυναμία και τον φόβο να μιλήσει,
να πει στον ίδιο τον γονιό του για τα βάσανά
του.
Ο γέρος κάτι
πονηρεύτηκε και ρώτησε, γιατί το παιδί είναι
τόσο αδύνατο και κίτρινο, μήπως είναι άρρωστο;
Τότε η κυρά άρχισε να του λέει πόσα και πόσα
ξοδεύει σε φάρμακα και κανονικά
πρέπει να τα αφαιρέσει από το μισθό της, σε
πόσους γιατρούς το΄χει πάει, ενέσεις που του
έχουν κάνει γιατί έχει αδενοπάθεια.
Εγώ ακούγοντας όλα
αυτά αισθανόμουν ζάλη κάτι μου πίεζε το
μυαλό και δεν μπορούσα να καταλάβω πως
μπορεί να ζει έτσι ο άνθρωπος να εκμεταλεύεται
τον άλλον και να παριστάνει και τον πονόψυχο από
πάνω και παριστάνει την κυρία έξω στην
κοινωνία.Ε! αυτό παραήταν.
Εγώ δεν μπορούσα
να το ανεχτώ κι έφυγα πήγα στο σπίτι μου εκεί
στη φτώχεια και την τιμιότητα και την
ειλικρίνεια, στη φτωχογειτονιά.
Κι ενώ πρώτα
με στενοχωρούσα η φτώχεια και το περιβάλλον μου,
έπειτα άπ΄αυτό το ταξίδι στην Αθήνα στην
εξαδέλφη μου που έκανε τη μεγάλη ζωή.
Μου ήρθε πιο
βολικιά η φωλιά μου και κάθησα λίγο πιό
αναπαυτικά , ήταν ένα καλό μάθημα, αλλά
για λίγο καιρό.
Έλα που
ο παληάνθρωπος δε μαθαίνει, όσο πρέπει ή ίσως
έτσι πρέπει.
Βολεύτηκα, ησύχασα
για μερικά χρόνια και πάλι το όνειρο το μεγάλο
άνθισε και τα μυαλά μου πήραν αέρα και το 1956
φεύγω για τη μακρινή Αυστραλία και τώρα
γράφω περί ονείρων , εξαδέλφης, Σταυρούλας για
το πρωτοχρονιάτικο δώρο της εξαδέλφης, για την
επιστροφή στη φτωχογειτονιά για το κυνήγι του
ονείρου.
Τώρα μετά από τόσα
χρόνια μπορώ να πω: ο άνθρωπος μπορεί να΄χει τον
τρόπο του και να διατηρεί τον ανθρωπισμό του ,
να συμπονά και να αγαπά, να βοηθά και να παίρνει
δώρα και να τα χαρίζει σε όσους έχουν
ανάγκη.
Εδώ στην
Αυστραλία που βρίσκομαι τώρα, καλά είμαι, είμαι
ευχαριστημένη.
Μπορώ να
αγοράσω δώρο στον εαυτό μου, δεν έχω ανάγκη απο
καμιά σκληρόκαρδη εξαδέλφη και μπορώ να δώσω
δώρα σε άλλους . Αισθάνομαι καλά έτσι.
Αισθάνομαι κοντά στο όνειρό μου.
Λίτσα
Νικολοπούλου-Γκόγκα
|