Το πιο μικρό
ασημένιο νόμισμα στην Αρχαία Ελλάδα ήταν ο
οβολός. Έξι οβολοί κάναν μια δραχμή και εκατό
δραχμές μια μνα. Το πιο μικρό νόμισμα της
Αττικής ήταν το λεπτόν και, στη συνέχεια, ο
χαλκούς, το δίχαλκον, το ημιωβόλιον, ο οβολός
(112 λεπτά), το διώβολον, το τριώβολον, το
τετρώβολον, η δραχμή, το δίδραχμον, το
τετράδραχμον, η μνα και το τάλαντο.
Το τάλαντο, 60
μνες ή 6.000 δραχμές, δεν ήταν μόνο νόμισμα,
αλλά μονάδα μέτρησης και υπολογισμού. Ο
Αλκιβιάδης κληρονόμησε μια κολοσσιαία, για την
εποχή του, περιουσία, από 400 τάλαντα (ίση μ’
ένα ετήσιο συμμαχικό φόρο), μια περιουσία που
δικαιολογούσε τη σπάταλη ζωή του.
Στη
εποχή του Σόλωνα ένα τάλαντο στοίχιζε, σύμφωνα
με τις εκτιμήσεις του Hultch («Griechishe und
Romiche Metrologie»), γύρω στα 5.894 παλιά
γαλλικά φράγκα.
Η αξία του τάλαντου
έπεσε στα 5.812 γαλ. φράγκα, κατά την εποχή του
Μεγάλου Αλεξάνδρου, και, στη συνέχεια,
κατρακύλησε στα 5.662.
Ο Γάλλος Πολ Γκιρό
υπολόγισε ως εξής την αξία των αρχαίων ελληνικών
νομισμάτων, σε σύγκριση με το παλιό γαλλικό
φράγκο.
- Ένας οβολός ===>
0,6 παλιά γαλ. φράγκα.
- Μία δραχμή ===>
0,98 παλιά γαλ. φράγκα
- Μια μνά ===> 98,20
παλιά γαλ. φράγκα
- Ένα τάλαντο ===>
5.894 παλιά γαλ. φράγκα
(«La vie privee et la
vie publique des Girecs», Παρίσι 1909).
Φυσικά ο καθορισμός μιας
σχέσης με τη σύγχρονη αξία του νομίσματος είναι
κάτι σχεδόν αδύνατο. Η αναφορά στην αξία του
μετάλλου είναι απατηλή. Ο χρυσός λ.χ. είχε, στην
αρχαιότητα, αγοραστική αξία πολύ ανώτερη από τη
σύγχρονη, ενώ πολύ ακριβότερο, σε σύγκριση με τη
σημερινή αξία, ήταν το ασήμι.
Πάντως η αττική δραχμή
ζύγιζε 4,36 γραμμάρια, ήταν εξαιρετικής
ποιότητας και η περιεκτικότητα της σε ασήμι
έφτανε μέχρι 983%ο Μια μνά, κατά υπολογισμούς,
είχε αγοραστική αξία ίση με 5.000 δραχμές του
1983.
Ο Γκιρό συνέταξε και
ειδικούς πίνακες, με το κοστολόγιο των τροφίμων,
κατά την αρχαιότητα, πάντα σε σύγκριση με το
νόμισμα της χώρας του.
Σιτάρι
- Τέλος του 6ου π.Χ.
αιώνα, ===> 1 φραγ. 86 το εκατόλιτρο.
- Τέλος του 5ου π.Χ.
αιώνα, ===> 7 φραγ. 31 το εκατόλιτρο.
- Γύρω στα 393 π.Χ.,
αιώνα, ===> 5 φραγ. 48 το εκατόλιτρο.
- Μέσα του 4ου π.Χ.
αιώνα, ===> 7 φραγ. 30 το εκατόλιτρο.
- Εποχή του Δημοσθένη
(320π.Χ.), 9 φραγ. 30 το εκατόλιτρο.
- Αρχές του 3ου π.Χ.
αιώνα, ===> 11 φράγκα 50 το εκατόλιτρο.
Κρασί
- Χιώτικο (5ος
αιώνας) ===> 250 φράγκα τα 100 λίτρα
- Αττικό (4ος αιώνας)
===> 10 φράγκα τα 100 λίτρα
- Θράκης ===> 5
φράγκα τα 100 λίτρα
- Άλλα καλά κρασιά
===> 48~70 φράγκα τα 100 λίτρα
- Άλλα κρασιά ===>
19~50 φράγκα τα 100 λίτρα
Χοιρινό κρέας
- Γύρω στο 413 π.Χ.
ένα μικρό γουρουνόπουλο στοίχιζε τρεις
δραχμές.
Βοδινό κρέας
- 6ος αιώνας ===> 5
δρχ. (4,90 παλιά γαλ. φράγκα).
- 410 π.Χ. ===>
51δρχ. (50 φράγκα).
- 374 π.Χ. ===> 77
δρχ. και δύο οβολούς (76 φράγκα).
Όπως διαπιστώνει κανείς,
ο τιμάριθμος κάλπαζε και στην αρχαιότητα.
Το 368 π.Χ. ο Αλέξανδρος
ο Φεραίος [Αλέξανδρος ο Φεραίος: Τύραννος
(ταγός) των Φερών (Μαγνησίας) που επιχείρησε, το
369 π.Χ., να δεσπόσει ολόκληρης της Θεσσαλίας],
πούλησε στους Αθηναίους βοδινό κρέας προς 13,
περίπου, χρυσά λεπτά και θεωρήθηκε ευεργέτης.
Και δεν είχαν άδικο οι Αθηναίοι αφού, από την
εποχή του Σόλωνα μέχρι του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο
τιμάριθμος είχε εξαπλασιαστεί όχι μόνο στην
Αττική αλλά και σ’ ολόκληρο τον ελληνικό χώρο.
Από το 480 μέχρι το 404
π.Χ. η αύξηση των τιμών στα τρόφιμα ξεπέρασε το
200% ενώ από το 404 μέχρι το 330 ανέβηκε άλλα
200%.
Έτσι δεν πρέπει να μας
ξαφνιάζει το «αττικηρώς ζην», αφού ο λαός δεν
είχε τη δυνατότητα να ζήσει άνετα.
Συνεχίζουμε με τις
εκτιμήσεις του Γκιρό:
Λάδι
- Λαμψάκου ===> 89,50
φρ. το εκατόλιτρο.
- Αθήνας (4ου π.Χ.
αιώνα) ===> 19,50 φρ. το εκατόλιτρο.
- Δήλου (282 π.Χ.)
===> 69,70 φρ. το εκατόλιτρο.
- (Σήμερα στη Δήλο
δεν υπάρχει ελιά ούτε για δείγμα).
- Στην εποχή του
Σωκράτη ===> 3,65 φρ. το εκατόλιτρο.
Πουλερικά – Κυνήγι
- Ένα πιάτο τσίχλες:
μία δραχμή.
- Μια πέρδικα: ένας
οβολός.
- Μία κουρούνα: τρεις
οβολοί.
- Επτά σπίνοι: ένας
οβολός.
Ψάρια
- Χέλι Κωπαΐδας:
τρεις δραχμές το ένα, στα τέλη του 5ου π.Χ.
αιώνα.
- Χταπόδι: Τέσσερις
οβολοί (0,64 φράγκα).
- Κέφαλος: Οκτώ
οβολοί (1 φράγκο 28).
- Μουγκρί: 10 οβολοί
το ένα (1 φράγκο 60).
Οι τιμές για τα ψάρια
ήταν πολύ υψηλότερες, αν κατάφερναν οι ψαράδες
να τα διατηρήσουν φρέσκα. Όμως οι επόπτες της
αγοράς ήταν αυστηρότατοι κι απαγόρευαν ακόμη και
το κατάβρεγμα με νερό!
Αλλά μια ιδέα για το
κοστολόγιο των τροφίμων παίρνουμε και από
στίχους διάφορων ποιητών:
Επτά ακόμη οβολούς
έδωκα για τα μύδια,
έδωκα ένα οβολό να
πάρω αχινούς,
δέκα οβολούς για
κείνο το μουγκρί,
τρεις οβολούς για
κείνη τη λακέρδα,
δυο οβολούς για το
ράπανο,
μια δραχμή για το
ψητό το ψάρι.
(Αθήναιος, Γ 86)
Και ο Αριστοφάνης
(«Όρνιθες»):
Να πίνει απ’ το
κρασί που μόνο ένα οβολό
το πουλάνε την
κοτύλη**
γιατί περνάει τους
σπίνους από το σπάγκο
και τους πουλάει εφτά
στον οβολό.
Την ακρίβεια της εποχής
μας κάνει γνωστή και ο Μένανδρος, στους
«Επιτρέποντες».
Σωστά τα
λογαριάζει, δυο οβολούς την ημέρα
αρκετά, στ’ αλήθεια,
για ένα πεινασμένο
να φάει λίγο
κουρκούτι.
Ο Θεόφιλος (ποιητής της
μέσης αττικής κωμωδίας), σίγουρα μιλάει για
μαυραγορίτες:
Τρεις μνας για βραστό
κρέας.
Ενώ ο Νικόστρατος είναι
ευχαριστημένος από την αγορά:
Αλλ’ από
ταριχοπώλην, πολύ καλόν και έντιμον.
αγόρασα με δυο
οβολούς, ω γη και ω θεά,
ψάρι παστό, και
καθαρό,
τόσο πολύ μεγάλο, που
θα ‘λεγες
πως άξιζε μια ολάκερη
δραχμή.
|