Ο
Νικόλας ο Πίτουρας
Οπωσδήποτε δεν
ήταν το επίθετό του Πίτουρας!
Όμως κι άλλες
φορές έχουμε μιλήσει για τα παρατσούκλια
ή σουσούμια που κόλλαγαν οι Ζακυνθινοί
παλιά σε άτομα ή και οικογένειες. Με τα
χρόνια ούτε οι ίδιοι γνώριζαν ή
θυμόταν από γενιά σε γενιά πώς προέκυψε
το παρατσούκλι , όπου κανείς δεν
θυμόταν με ποια αφορμή ή αιτία τους
κόλλησαν.
Πολλές
φορές αυτό το παρατσούκλι, γινόταν το
επίθετο τους.
Κοντός,
ξερακιανός και φοβερά αδύνατος, τόσο,
που φορούσε πάντα ένα υφασμάτινο ζωνάρι
για να συγκρατεί το παντελόνι του στη
μέση.
Κάποιες
φορές, λασκάριζε το ζωνάρι και χαμήλωνε
πολύ το παντελόνι, ευτυχώς και φορούσε
πάντα εσώρουχο.
Ήταν
ήσυχός και άκακος άνθρωπος, ακαθόριστης
ηλικίας.
Κανένας
δεν μπορούσε να πει με ακρίβεια πόσων
χρονών ήταν.
Όταν τον
ρωτούσαν θύμωνε κι απαντούσε:
-Και τι
σας κόφτει εσάς μωρέ; Να κοιτάτε τη
δουλειά σας, σάματις σας γύρεψα να με
παντρέψετε; Εγώ θα πάρω την Κική τα
κουβεντιάσαμε και τα κανονίσαμε.
-Και πώς
θα ζούμε Νικολή μου; Τι θα τρώμε;
(ρώταγε η Κική).
-Μη σε νοιάζει
ματζέτο, (μπουκέτο), μου, θα τρώμε ένα
ζευγάρι αυγά ερωτευμένα όπως είμαστε κι
εμείς!
Χαμογελούσε ικανοποιημένη η Κική!
-Πότε πήγες
φαντάρος Νικόλα, ρωτούσαν, άλλοι για να
τον πειράξουν άλλοι για να
προσδιορίσουνε στο περίπου την ηλικία
του.
- Δεν
πήγα.
-Και
γιατί δεν πήγες, όλοι πήγαμε.
-Η Μάνα μου, ας
ειν΄ καλά, μου είπε δεν με πήραν γιατί
ήμουν πολύ όμορφος και τσου
όμορφους δεν τσου θέλανε στο Στρατό!
-Και
γιατί μωρέ;
-Εφοβόντανε, λέει,
μην πάθουν τίποτσις και χαλάσει η
μόστρα, (πρόσωπο), και μετά δεν θα
γεννιόντανε όμορφα παιδιά και θα
ασκήμαινε ο κόσμος!
Πολλές
φορές τον πείραζαν,
-Γεια
σου ομορφόπαιδο
-Πάφτε ωρέ παλιό
ζαγάρια μη σας ακούσει ο οξαποδώ και
μου πάρει την ομορφάδα μου!
Πολλά
λέγονταν για τον Νικόλα. Το Πίτουρας,
λέει, του το κόλλησαν γιατί όποτε τον
ρωτούσαν τι φτιάχνει εκεί μπροστά στο
σπίτι του που καθόταν, κι όλο ανακάτευε
κάτι σ΄ ένα σίγλο, (κουβά), τους
απαντούσε πάντα πως η Μάνα του τον έβαλε
να φτιάξει πίτουρα για τσι κότες.
Ε, από
τις πολλές φορές που το έλεγε, δεν
ήθελαν και πολύ οι Ζακυνθινοί, του
κόλλησαν το παρατσούκλι.
Έλεγαν πως ήταν
κομματάκι σαλεμένος. Δεν μπορούσαν να
προσδιορίσουν, όμως, τι σάλεμα είχε και
πώς το γκαινιάστηκε,(απόκτησε)!
Πολλές οι εκδοχές.
Κάποιοι έλεγαν πως έτσι εγεννήθηκε με το
μυαλό κουνημένο. Άλλοι έπαιρναν όρκο πως
όχι, τον θυμόταν ο Πατέρας ή η Μάνα τους
πως όταν γεννήθηκε ήταν μια χαρά
παιδάκι. Άλλοι έλεγαν πως το έπαθε γιατί
ήθελε να πάει στο μεγάλο Σχολειό,
στο Γυμνάσιο, αλλά δεν τον άφησε ο
πατριός του.
Ο Πατέρας του
πέθανε πολύ νέος, τον σκότωσε το βόδι
και τ΄ αδέλφια της Μάνας του την
πάντρεψαν άρον-άρον για να μη «βγάλει
όνομα», νέα και χήρα.
Η χήρα
μέσα κάθεται κι απ΄ όξω κουβεντιάζουν,
λέγανε τότε
για τις, νέες, σχετικά, χήρες.
Κι αν είχαν
αδέλφια, φρόντιζαν να τις παντρέψουν
γρήγορα. Σε πολλές περιπτώσεις όταν ο
γαμπρός δεν δεχόταν τα παιδιά που είχε η
χήρα, τα έπαιρναν τα αδέλφια και ο
Πατέρας και τα πήγαιναν στους γονείς
του σκοτωμένου Πατέρα τους να τα
μεγαλώσουν εκείνοι με το σκεπτικό, του
γιου σας είναι, το όνομα σας έχουν,
εσείς έχετε υποχρέωση!
Ο
καινούριος σύζυγος, συνήθως, δεν την
άφηνε να έχει επικοινωνία με τα παιδιά
της και πολλές φορές τα παιδιά που έκανε
με τον δεύτερο, αγνοούσαν την ύπαρξη των
αδελφιών τους μέχρι που μεγάλωναν,
οπότε, αναπόφευκτα το μάθαιναν.
Τραγικό
αποτέλεσμα, τα πρώτα παιδιά που
«τα εγκατέλειψε» για να παντρευτεί,
μισούσαν την Μάνα και ούτε όταν
μεγάλωναν και μάθαιναν την αλήθεια
μπορούσαν να την συγχωρήσουν.
« Πού ήσουν
όταν έπεφτα κι έκλαιγα και φώναζα Μάνα»;
«Πού ήσουν όταν αρρώσταινα και σε
ζητούσα»; « Τώρα πια μεγάλωσα, έμαθα να
ζω χωρίς Μάνα».
Κουβέντες αυτές από το στόμα μεγάλου
άνδρα, όταν κλαίγοντας η Μάνα, πήγε και
βρήκε το γιο της να τον παρακαλέσει να
την αφήσει να πάει στο γάμο του να τον
καμαρώσει γαμπρό!
Σε αυτό
το μίσος ενάντια στην Μάνα, ενίοτε,
βοηθούσαν λίγο πολύ ο παππούς με την
γιαγιά, που πολλές φορές δεν έχαναν
ευκαιρία να τους χτυπάνε, πως η Μάνα
τους τα παράτησε για να παντρευτεί και
να φτιάξει τη ζωή της!
Δύσκολο και κάπως
άδικο, θα έλεγα, να κρίνεις και να
κατακρίνεις τον παππού και την γιαγιά.
Βαρύ και για τους ίδιους, από τη μια να
θρηνούν μέχρι να κλείσουν τα μάτια
το χαμένο τους παιδί κι από την άλλη σε
μεγάλη ηλικία οι ίδιοι και συνήθως χωρίς
πολλούς πόρους, να αναλαμβάνουν
ετσιθελικά να αναστήσουν και να
αποκαταστήσουν ένα ή και περισσότερα
παιδιά.
Φυσικά της Μάνας
τα σωθικά σπάραζαν που της έπαιρναν τα
παιδιά της και κάθε άλλο παρά
ευτυχισμένη ήταν στον δεύτερο,
αναγκαστικό της γάμο, αλλά δεν είχε
δικαιώματα τότε η γυναίκα, ούτε κάποιον
να μιλήσει ούτε τολμούσε να
διαμαρτυρηθεί!
Με τον δεύτερο
άνδρα της έκαμε άλλα τρία παιδιά η
Μαρίκα, η Μάνα του Νικόλα, έτσι ο
Νικόλας περίσσευε.
Ο πατριός τον
ξυλοφόρτωνε συνέχεια και του ανάθετε
όλες τις βαριές δουλειές. Η Μάνα δεν
τολμούσε να μιλήσει γιατί τα ΄βαζε μαζί
της και απειλούσε να τον διώξει
από το σπίτι.
Να
κάνει το σταυρό της που δέχτηκε κι
ανάσταινε «ξένη φύτρα”, όχι κι
απαιτήσεις όμως!
Τον χτύπαγε με το
παραμικρό ο πατριός συνέχεια στο κεφάλι,
για αυτό σάλεψε το μυαλό του, έτσι
λέγανε πολλοί.
Υπήρχε μια ακόμα
θεωρία πως αγάπησε μια κοπέλα στα
νιάτα του, αλλά εκείνη τον παράτησε και
παντρεύτηκε άλλον.
Πολλές
οι θεωρίες!
Γεγονός
πάντως πως ο Νικόλας «από κάπου έχανε»,
έτσι λέγανε στη χώρα, γιατί εκεί λίγο
έξω από τη χώρα, στους Κήπους, καθόταν
με την Μάνα του και τη φαμελιά. Όταν
μεγάλωσε, ο πατριός τον έδιωξε από το
σπίτι και του είπε ότι εκείνος δεν
ταΐζει άλλο χαραμοφάηδες.
Έκλαψε
χτυπήθηκε, παρακάλεσε η Μάνα αλλά δεν
έφερε αποτέλεσμα.
Ο Νικόλας δεν
χάθηκε, πάντα υπάρχουν άνθρωποι που
συμπονούν τους αδικημένους. Ήταν τίμιος
κι εργατικός, έκανε θελήματα κι άλλες
μικροδουλειές κι εξασφάλιζε ένα πιάτο
φαΐ. Κοιμόταν πότε εδώ πότε εκεί,
αλλά οι κακουχίες τον είχαν ωριμάσει και
δεν ήταν απαιτητικός. Ήταν και το
ένστικτο της αυτοσυντήρησης αλλά και η
ευσπλαχνία πολλών στην χώρα. Τελικά μια
φτωχή αλλά καλή οικογένεια που έμενε
προς το Κρυονέρι, του παραχώρησε ένα
παχνί που δεν χρησιμοποιούσαν πια, το
πάστρεψε το νοικοκύρεψε του έδωσε
στρωσίδια η νοικοκυρά η κυρά Βασιλική
κι έμενε μόνιμα εκεί. Έβαλε δυο
στρίποδα, λίγες σανίδες επάνω κι ένα
αχυρένιο στρώμα και κοιμόταν μια
χαρά!
Ήταν
φιλότιμος άνθρωπος όμως και έδειχνε την
ευγνωμοσύνη του έμπρακτα.
Βοηθούσε σε όλα
την κυρά Βασιλική και πορευόταν έτσι.
Ο έρωτάς
του για την Κική, όμως, έρωτας!
Κομματάκι
σαλεμένη κι η Κική, μιλούσαν πάντα
για τα ερωτευμένα αβγά που θα έτρωγαν
όταν παντρευτούν!
Περνούσαν τα χρόνια, μεγάλωνε ο Πίτουρας
κι έβγαλε άλλα χούγια!
Έφευγε από το
Κρυονέρι και γυρνούσε όλη τη χώρα. Είχε
προμηθευτεί μια τεράστια ομπρέλα που την
είχε κλειστή συνέχεια και την κρατούσε
όπως έβλεπε να κρατούν το
μπαστούνι με την φιλντισένια λαβή οι
«κύριοι».
Ακούραστος, έκανε
αμέτρητα χιλιόμετρα όλη μέρα από την μια
άκρη της χώρας στην άλλη, πήγαινε και
μέχρι το Μπανάτο όπου είχε κάτι
θείες και ξαδέλφια από τον Πατέρα του
και που λίγο πιο πέρα έμενε η Κική!
Άλλες φορές, ανηφόριζε κατά την Μπόχαλη
και πήγαινε στο Κάστρο. Το γυρνούσε απ΄
άκρη σ΄ άκρη.
Δυο φορές έπεσε σε
αφύλακτο, ξεροπήγαδο, (χωρίς
φιλιατρό-σκέπασμα), που ήταν ίσα με τη
γη, αλλά στάθηκε πολύ τυχερός όχι μόνο
δεν ήταν πολύ βαθιά αλλά κατά τύχη
βρέθηκαν άνθρωποι γύρω, του έριξαν
σχοινί και τον ανέσυραν.
Χαιρετούσε όλους
ευγενικά αλλά δεν ήθελε πολλές
κουβέντες.
Η μεγάλη
του αδυναμία, τα Γυμνασιόπαιδα, κορίτσια
– αγόρια!
Έστηνε καρτέρι
πρωί κι απόγευμα, τα κοιτούσε όλα με
αγάπη, μέχρι να μπουν στην τάξη και το
απόγευμα έπαιρνε από πίσω μερικά, χωρίς
ποτέ να ενοχλήσει κανένα ούτε με λέξη!
Τότε
επικράτησε η θεωρία ότι το Γυμνάσιο θα
ήταν το μαράζι του κι από τότε σάλεψε το
μυαλό του. Ήθελε τόσο πολύ να πάει και
φυσικά ούτε συζήτηση να δεχτεί ο
πατριός.
Όταν το
Γυμνάσιο συμμετείχε σε παρέλαση κι άλλες
εκδηλώσεις από κοντά κι ο Πίτουρας λες
κι ήταν Διμοιρίτης! Κάποιες φορές τον
διώχνανε οι καθηγητές, μα εκείνος δεν το
κουνούσε.
Τους
έλεγε
-Πέστε
με Πίτουρα να φύγω, μόνο Πίτουρα.
Μα και
εκδρομή όταν πήγαινε το Γυμνάσιο από
κοντά κι ο Πίτουρας!
Τα αγόρια, έπαιζαν
μαζί του μπάλα αλλά ταυτόχρονα τον
πείραζαν ζητώντας να τους πει
πόσες φορές έχει φιλήσει την Κική!
Γινόταν
θηρίο ανήμερο ο Πίτουρας.
-Παλιόπαιδα, αλήτες, μην πιάνετε μωρέ το
όνομα τση Κικής μου στο βρομόστομα σας,
φτου σας μασκαράδες.
-Έλα
μωρέ Νικόλα μην τσαντίζεσαι, πλάκα
κάνουμε
-Να μην
με ξαναπείτε Νικόλα. Πίτουρας είναι το
όνομα μου!
Ο Νικόλας πέθανε,
«τότε με το συβάν», τους απαντούσε.
Εκείνο το «συβάν»,
(συμβάν), όμως, που του έτυχε στη ζωή
του και σάλεψε κομμάτι ο νους του,
κανείς δεν το έμαθε ποτέ!
Κάποιοι
είπαν πως εκτός από το ξύλο τον
κακοποιούσε και σεξουαλικά ο πατριός για
χρόνια.
Δύσκολο
να ξέρεις πού βρίσκεται η αλήθεια.
Πολλές φορές
ανηφόριζε στο Κάστρο για να αγναντεύει
τον κάμπο και τα γύρω χωριά, καθόταν η
Κική προς τα εκεί, αλλά δεν
τολμούσε να πηγαίνει συχνά κατά κει, τον
κυνήγαγε η Μάνα της.
Καμιά
φορά την πετύχαινε μόνη της και του
έλεγε να μπει στο σπίτι.
-Όχι
ματζέτο μου, θα μας παρεξηγήσουν, θα με
πούνε παλιάνθρωπο, μόνο επίσημα γαμπρός
θα περάσω το κατώφλι του σπιτιού σου .
-Και
πότε θα γίνει αυτό Νικόλα μου;
-Θα
γίνει θα γίνει στην ώρα του.
-Μα
κοντεύουμε να γεράσουμε ωρέ Νικόλα!
-Ε και;
Εγώ θα σε αγαπάω και γέρος, εσύ Κική
μου;
-Κι εγώ Νικόλα
μου, μα να φορέσω νυφικό γρία με
άσπρα μαλλιά;
-Και τι
πειράζει, εμείς θα ζούμε σαν τα
πιτσουνάκια και θα τρώμε αυγά
ερωτευμένα, ένα ζευγάρι και για τσου δύο
μας!
Η μανία
του με το Γυμνάσιο, όμως, όσο και να
περνούσαν τα χρόνια παρέμενε η ίδια.
Κάποτε σε μια
παρέλαση που ως συνήθως είχε πολύ
κόσμο, σκέφτηκε ο Πίτουρας να μην πάει
μπροστά όπως πήγαινε πάντα και του
φωνάζανε οι καθηγητές.
Έτσι,
πήγε προς το τέλος της γραμμής που ήταν
τα αγόρια και χώθηκε στη μέση γιατί οι
τελευταίοι ήταν δύο, όχι τριάδα. Τους
έκανε νόημα ικετευτικό να μην μιλήσουν
και τα παιδιά μάλλον τον λυπήθηκαν και
δεν έβγαλαν άχνα!
Κορδωτός
καμαρωτός ο Πίτουρας, συντονισμένος με
τα τύμπανα, δεν έχανε το βήμα του!
Το
μεγάλο του μεράκι να «πάει στο
Γυμνάσιο», εκπληρώθηκε έστω και έτσι!
Δεν
μίλησε και δεν διαμαρτυρήθηκε κανείς
ούτε γονείς ούτε παιδιά ούτε καθηγητές,
για το ατζάρντο, (θάρρος/θράσος), του
Πίτουρα .
Έδειξαν
έλεος και τον άφησαν να χαρεί την δόξα
του!
Έλεγε σε
όλους, πως και να πεθάνει τώρα, δεν τον
ενδιαφέρει, αφού αξιώθηκε να παρελάσει
με το Γυμνάσιο σαν κανονικός μαθητής κι
εκείνος!
Και
κάπως έτσι έγινε. Λίγες μέρες αργότερα,
κατηφόριζε από το Κάστρο για να πάει στο
Μπανάτο να δει την Κική του.
Κάτι
σανδάλια παλιά που έσερνε άφηναν
ακάλυπτο το μεγαλύτερο μέρος των ποδιών
του. Όταν ένιωσε το τσίμπημα στο πόδι,
δεν έδωσε μεγάλη σημασία και συνέχισε.
Μα ο πόνος γινόταν αβάσταχτος και δεν
άντεχε.
Κάπου εκεί κοντά
στην Εκκλησία του Μπανάτου, έπεσε κάτω
και ούρλιαζε από τους πόνους! Έτρεξαν
όλοι έξω, είδαν πως ο Πίτουρας ήταν σε
άσχημη κατάσταση.
Τον μετέφεραν μ΄
ένα αλογόκαρο στο Νοσοκομείο. Ο γιατρός
διαπίστωσε πως πρέπει να τον είχε
δαγκώσει δηλητηριώδης σκορπιός.
Αν
δεχόταν πρώτες βοήθειες αμέσως μετά,
πιθανόν να γλίτωνε, αποφάνθηκε ο
γιατρός. Αλλά άργησε πολύ.
Ξεψύχησε
λίγες ώρες αργότερα. Λίγο πριν ξεψυχήσει
άφησε φωνή μεγάλη.
Μάναααααααααααα…
Τον
έκλαψαν όλοι όταν μαθεύτηκε. Περισσότερο
από όλους η Μαρίκα η πολύ γριά Μάνα του.
Ήταν το
«νυφιάτικό της παιδί» με τον πρώτο της
άνδρα που ήταν πολύ αγαπημένοι.
Μα ήταν
και το κακορίζικο, το αδικημένο της
παιδί που πλήρωσε πολύ ακριβά όχι τόσο
τον θάνατο του Πατέρα του όσο την σκληρή
τύχη της νέας χήρας εκείνα τα χρόνια που
«έπρεπε να μπει σε αντρός χέρια» για να
μην κουτσομπολεύει ο κόσμος.
Στο ξόδι
του, πήγαν όλοι! Ακόμα και τα
περισσότερα αγόρια του Γυμνασίου και
σχημάτισαν κάτι σαν τιμητική φρουρά για
έναν άνθρωπο που λαχτάρισε πολύ να πάει
στο μεγάλο Σχολειό!
Έφτιαξαν ένα
«Απολυτήριο Γυμνασίου», με το όνομα του:
Νικόλαος Πίτουρας! Αράδιασαν με την
σειρά κάμποσα μαθήματα με καλούς βαθμούς
και Διαγωγή Κοσμιωτάτη, με υπογραφές και
σφραγίδες . Το έβαλαν ανάμεσα στα
σταυρωμένα χέρια του να το πάρει
μαζί του. Να τον συντροφεύει στο μεγάλο
του ταξίδι εκπληρώνοντας την σφοδρή του
επιθυμία να φοιτήσει στο Γυμνάσιο!
Η μορφή
του ήρεμη και γαλήνια.
Ίσως,
γιατί λίγο πριν φύγει, αξιώθηκε να
εκπληρώσει το όνειρό του να παρελάσει με
το Γυμνάσιο!
Ένα- Δύο εν
- δυο…ζωηρό και συντονισμένο το βήμα με
τα τύμπανα και τα άλλα παιδιά .
Μα ούτε
η Κική έλειψε.
-Νικόλα μου, σου
΄φερα ένα ζευγάρι αυγά να τα
πάρεις μαζί σου.
Εγώ η καψερή μένω
ολομόναχη πίσω, αλλά θα περιμένω,
θα περιμένω νάρθει κι η δική μου ώρα και
θα φέρω ένα ζευγάρι ερωτευμένα αυγά, να
τα φάμε έτσι όπως εσύ μου έλεγες Νικόλα
μου.
Να με
περιμένεις…
Διονυσία
Μούσουρα
|