Ο Κονίσκιος
Στους αείμνηστους
δσκάλους μου Γιώργο Κόκκινο,
Κώστα Παπαδόπουλο και Γιάννη Μαστρογεωργίου
Χρήστος Ν. Φίφης
Και
τον Αϊ-Λιά ανηφόριζε
πραμάτειες να διαλέξει.
Κι
αν βρει καβγά, να
σκοτωθεί.
Κι αν
βρει καρδιά, να μπλέξει.
Αθανάσιος Γ.Κυριαζής
«Πενήντα χρόνια που χάθηκε άδικα ο Νάσιος μας»,
μού είπε η θεία Πολυξένη. «Πενήντα χρόνια
σκέφτομαι τον μικρό αδερφούλη μου, όταν
πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και η καρδιά μου
κλαίει».
«Ε,
θεία, έτσι είναι η ζωή.΄Εφυγε νέος ο θείος
Νάσιος. Τώρα θα πλησίαζε και αυτός τα 80».
«΄Οχι Κιτσίκα μου, ήταν ένα χρόνο μικρότερος από
μένα. Τώρα θα ήταν 76 ο λεβέντης μας. Εσύ δεν
τον θυμάσαι.΄Ησουν ακόμη μικράκι».
«Δεν ήμουν πάντα μικράκι θεία. Τον θυμάμαι στο
σχολείο. Τον θυμάμαι και αργότερα στα
πανηγύρια».
«Κλείνω 52 χρόνια στη Μελβούρνη. Τον Αύγουστο
του 58 είχαμε μπει στο πρώτο σπίτι μας. ΄Εμεναν
και δυο άλλες οικογένειες μαζί μας. Στις 2
Δεκεμβρίου ήρθε το θλιβερό τηλεγράφημμα: ‘Νάσιος
νοσοκομείο σοβαρά τραυματίας’. Δεν υπήρχαν τότε
τηλέφωνα στα σπίτια μας. Πέντε μέρες μετά ήρθε
και το γράμμα. Μαύρο γράμμα! Ο Νάσιος εξέπνευσε,
έγραφε ο αδερφός μου ο Βασίλης από το Κιάτο.
Τραυματίστηκε με το μηχανάκι σε σύγκρουση με
φορτηγό. Αχ, αυτά τα μηχανάκια στην Ελλάδα! Δεν
υπάρχουν νόμοι και αστυνομία! Παράλυσα. Μόλις
την προηγούμενη εβδομάδα είχαμε λάβει γράμμα
του. Περίμενε, ώρα την ώρα, την ειδοποίηση να
έρθει και αυτός στην Αυστραλία. Του είχαμε κάνει
πρόσκληση. Είχε αρραβωνιαστεί. Θα ερχόταν πρώτα
αυτός, ένα-δυο-μήνες μετά τα Χριστούγεννα. Δεν
έμελε να τον ξαναδώ. Η φωτογραφία του με
κοιτάζει από το κάδρο 50 χρόνια. ΄Εχω πέντε
παιδιά. Μπορεί να είχε και αυτός άλλα τόσα».
«Νάναι καλά τα παιδιά σου, τα εγγόνια σου και τα
δισέγγονά σου θεία Πολυξένη. Ο θείος Νάσιος
έφυγε νέος».
Η
θεία Πολυξένη δεν θυμόταν καλά τη δική μου
γνωριμία με το θείο Νάσιο. Η θεία δεν ερχόταν
συχνά, όσο ο Νάσιος, στην Κοσκινά, το χωριό μου,
ένα από τα ορεινά χωριά του Θέρμου Αγρινίου. Το
1948 είχε μια μεγάλη περιπέτεια όταν μια νύχτα
οι αντάρτες μπήκαν στο σπίτι των Σαμαραίων στο
Μελισσάκι και την πήραν μαζί τους σε μια
αναγκαστική επιστράτευση. ΄Οταν κατόρθωσε να
δραπετεύσει από ένα ορεινό χωριό της Ευρυτανίας
το πόδι της πρίστηκε και κακοφόρμισε. ΄Εκανε
τρεις εγχειρίσεις στο νοσοκομείο στην Αθήνα αλλά
όταν βγήκε ήταν καταβλημένη και κούτσαινε λίγο.
Σήμερα η θεία Πολυξένη κουτσαίνει περισσότερο,
υποφέρει από πόνους και κάθε τόσο είναι στο
νοσοκομείο
Ο
θείος Νάσιος ήταν ο μικρότερος αδερφός της μάνας
μου και της θείας Πολυξένης. Η μάνα μου, η
μεγαλύτερη από τα ενιά παιδιά της οικογένειάς
της, ήταν πολύ δημοφιλής στο χωριό μου, ήταν το
πρώτο κορίτσι από την Κόνισκα που παντρεύτηκε
στην Κοσκινά, το 1939. Αργότερα ήρθαν άλλες
τέσσερις νύφες στην Κοσκινά από την Κόνισκα και
ένας σώγαμπρος. Καλό παιδί ο σώγαμπρος,
νοικοκύρης, αλλά μερικοί τον κατάτρεχαν, έκανε
μαύρη ζωή. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1980,
βρέθηκε σκοτωμένος κοντά στο κοπάδι του από
κάποιους «αγνώστους». Αυτό, όμως, είναι μια άλλη
ιστορία θλιβερού τοπικισμού και ρατσισμού και
επίσης αδράνειας της χωροφυλακής που κάποιοι
έλεγαν ότι συγκάλυψε τους ενόχους με πιέσεις
υψηλών πολιτικών προστατών.
Πήγαινα στο Γυμνάσιο το 1958, στο Θέρμο, όταν
συνέβηκε το τραγικό δυστύχημα του θείου Νάσιου.
Τον έφεραν με αυτοκίνητο τα αδέρφια του από το
Κιάτο και παρέμειναν για κάνα δυο ώρες στο
μαγαζί τού Παπατριανταφύλλου, όπου μαζεύτηκαν
πολλοί συγγενείς και γνωστοί. Εκεί ήρθαν η
αρραβωνιαστικιά του και ο Παππούς. Τον θυμάμαι
ακριβώς όπως τον βλέπω τώρα στη φωτογραφία της
θείας Πολυξένης. ΄Ενας 26χρονος λεβέντης με
πλούσια καστανά μαλλιά και παχύ μουστάκι.΄Ολοι
έκλαιγαν. Μετά τα ξαδέρφια του τον πήραν μες την
κάσα στον ώμο τους για το Μελισσάκι, τρεις ώρες
ποδαρόδρομο, με συνοδεία πολύ κόσμο. Τότε δεν
είχε αυτοκινητόδρομους για τα ορεινά χωριά. Η
Βάβα μου η Σαμαρού, όλη την νύχτα δεν σταμάτησε
το θρήνο, ήταν ένα σπαραξικάρδιο δράμα. Τον
έθαψαν την άλλη μέρα στο λόφο των Αγίων
Αναργύρων. Είχε ήλιο αλλά έκανε
κρύο, τα βουνά γύρω ήταν
χιονισμένα.
Όταν επέστρεψα στην τάξη ο καθηγητής Μπέσσας με
ρώτησε πού ήμουν τις προηγούμενες τρεις μέρες.
Είπα ότι πήγα στην κηδεία του θείου μου που
σκοτώθηκε σε δυστύχημα και τον είχαν φέρει από
το Κιάτο. «Α, ο Κονίσκιος; ΄Ηταν θείος σου;»,
ρώτησε. Ο Μπέσσας, βέβαια, αναφέρθηκε στο Νάσιο
με το όνομα τού χωριού του, δεν γνώριζε ότι
«Κονίσκιος» ήταν και το παρατσούκλι του. Είχε
αντλήσει τις πληροφορίες του από την τοπική
εφημερίδα και τις συζητήσεις στο καφενείο.
Το
θείο Νάσιο τον θυμάμαι από μικρός αλλά πιο
έντονα μετά το 1946. Το 1946 ήρθε στην Κοσκινά ο
δάσκαλος Γιώργος Κόκκινος και εγώ πήγα στην
Πρώτη τάξη. Στην Πρώτη τάξη πήγε μαζί μου και η
θεία Φωτεινή. Στο σχολείο μας συνόδευσε ο Νάσιος
που τώρα ήταν κοντά 14 χρονών. Είχε πάει 3-4
χρόνια στο σχολείο στην Κόνισκα αλλά λόγω της
κατοχής η φοίτησή του ήταν λειψή. Ο Νάσιος ήταν
έξυπνος και διάβαζε ό,τι βιβλίο μπορούσε τότε να
πέφτει στα χέρια του. Ο Κόκκινος διάβασε το
όνομά του: Αθανάσιος Παπαδημητρίου. Ο Νάσιος του
είπε ότι το όνομά του ήταν επίσης Σαμαράς. Ο
δάσκαλος τον ρώτησε από πού είναι και πού μένει.
Ο Νάσιος απαντούσε στις ερωτήσεις τού δασκάλου
με θάρρος και ευγλωττία. «Είσαι, λοιπόν,
‘Κονίσκιος’, του είπε και τον ενέγραψε στην
΄Εκτη τάξη. ΄Ηξερα το όνομα Σαμαράς αλλά ήταν η
πρώτη φορά που άκουγα να τον αποκαλούν
‘Κονίσκιο’. Ο Κόκκινος ήταν ο πρώτος που τον
αποκάλεσε «Κονίσκιο».
Αργότερα τα παιδιά τον
αποκαλούσαν άλλοτε Νάσιο, άλλοτε Σαμαρά και
άλλοτε Κονίσκιο.
Οι
Γερμανοί είχαν κάψει το σπίτι που στεγαζόταν το
σχολείο και οι τάξεις τώρα γίνονταν στο σπίτι
του Σκαρνελο-Μήτρου. Για κάποιο λόγο, που τότε,
ούτε οι γονείς μου, ούτε οι άλλοι χωριανοί
μπορούσαν να καταλάβουν, ο δάσκαλος προτιμούσε
το σχολείο στο σπίτι του Σκαρνελο-Μήτρου παρά
στην εκκλησία που είχε περισσότερο χώρο, αλλά
και ανοιχτή θέα. Ο Κόκκινος ήταν πρώην Εαμίτης
και τα άτακτα ακροδεξιά αποσπάσματα που
περνούσαν πότε-πότε από το χωριό, όταν τον
έπιαναν τον σάπιζαν στο ξύλο. Θα μπορούσαν και
να τον σκοτώσουν. Μια μέρα κάποιος σφύριξε ότι
ερχόταν στο δρόμο ένα απόσπασμα. Ο Κόκκινος μας
είπε να καθήσουμε σιωπηλά κάτω από τα παλιά
θρανία και αυτός εξαφανίστηκε μέσα από τις ρίζες
των χωραφιών. ΄Αλλη μια φορά η μάνα μου είδε ένα
απόσπασμα από 3-4 άτομα να πλησιάζουν ένα βράδυ
την Κοσκινά. ΄Ετρεξε σπίτι και φώναξε σιγά:
«Νάσιο μου τρέξε! Πήγαινε στο σπίτι που μένει ο
δάσκαλος και πες του έρχεται ένα απόσπασμα, να
κρυφτεί». Ο δάσκαλος πήδηξε αμέσως από το
παράθυρο και εξαφανίστηκε στο δάσος, μέσα στο
σκοτάδι και το κρύο του χειμώνα. Δεν ξαναπάτησε
στο χωριό και το σχολείο σταμάτησε.
Μετά την εξαφάνιση του Κόκκινου και το σταμάτημα
του σχολείου ο Νάσιος πήγαινε κατά διαστήματα
στο Μελισσάκι αλλά τον περισσότερο καιρό τον
περνούσε στην Κοσκινά. Βοηθούσε τον πατέρα στο
όργωμα και τις καλλιέργειες και πήγαιναν μαζί να
φέρουν μελά[1]
για τα πρόβατα, από τα μεγάλα έλατα πίσω από τον
Μηλιό. Ο Νάσιος είχε ιδιαίτερη ευχέρεια,
καλύτερη από τον πατέρα μου, να ανεβαίνει τα
ψηλά έλατα και να κόβει τη μελά. Μια φορά
δυσκολευόταν να κατέβει γιατί ο έλατος σχημάτιζε
έναν ογκώδη ρόζο στην αρχή της διακλάδωσης ενώ
κάτω ο κορμός ήταν λεπτότερος. Ο πατέρας μου τού
έριξε μια τριχιά κι ο Νάσιος την εδεσε από ένα
κλωνάρι, κρεμάστηκε και κατέβηκε.
Του
Νάσιου του άρεσε να μένει στην Κοσκινά γιατί
είχε περισσότερο κόσμο, είχε ένα μικρό καφενείο
που άνοιγε πότε-πότε και είχε κορίτσια. Το ωραίο
Μελισσάκι ήταν περίπου δυο ώρες μακριά από την
Κοσκινά αλλά ήταν ένα μοναχικό σπίτι πάνω από
τον Γιδομαντήτη, τον παραπόταμο του Φίδαρη. Το
σπίτι περιτριγυριζόταν από τα πλατάνια της
ποταμιάς, και τις βελανιδιές, τις αριές και τα
πουρνάρια της πλαγιάς. Η βάβα είχε τα
γιδοπρόβατά της, τις μουριές της, τις συκιές, τα
κλήματα με τα σταφύλια, τα κήπια, τα καλαμπόκια.
΄Οταν, όμως, ο παππούς και τα μεγαλύτερα παιδιά
έλειπαν στο Ξυλόκαστρο στο Μελισσάκι βασίλευε η
απομόνωση. Ο Νάσιος στην Κοσκινά ήταν αγαπητός
με τα κορίτσια που τον κοίταζαν στο δρόμο για το
καφενείο, για την εκκλησία όπου έψελνε, όταν
γύριζε από το βουνό φορτωμένος μελά ή όταν
έπαιζε στον κάμπο με τον Θρασύβουλο, που όλοι
τον έλεγαν Τσίβη, ή όταν έπαιζε σιομάδες με τα
άλλα αγόρια του
χωριού.
Ο
πατέρας του Τσίβη είχε μια τρελή μαύρη φοράδα,
τη Μάρω, που μόνο ο Τσίβης και ο Νάσιος, από τα
παιδιά, μπορούσαν να την καβαλήσουν, αλλά πάντα
με το σαμάρι. ΄Ολους τους
άλλους τους έριχνε κάτω. Ο Νάσιος και ο Τσίβης
ήταν συνομίληκοι. Μια μέρα ο Νάσιος λέει του
Τσίβη: «Εγώ θα την καβαλήσω τη Μάρω χωρίς
σαμάρι». «Μην τολμήσεις, θα σε πετάξει κάτω»,
είπε ο Τσίβης. Ο Νάσιος την πλησίασε στην
τριφυλιά, την έπιασε από το καπίστρι και άρχισε
να την σέρνει. Η Μάρω σήκωνε απότομα το κεφάλι
της, κλωτσούσε και χλιμιντρούσε. Ο Νάσιος την
έσυρε μέχρι το ρέμα να πιεί νερό και την έφερε
πίσω στη μεγάλη τριφυλιά. Κάποια στιγμή πήδηξε
στη ράχη της και τράβηξε το χαλινάρι. Η Μάρω
άρχισε να σκριμιδάει, να κλωτσάει, να στέκεται
στα δύο πισινά πόδια, να χλιμιντράει, να τρέχει
κοντά στους βάτους και τα δέντρα, να τον
στριμώξει, να τον ρίξει. Ο Νάσιος, όμως,
κολημένος πάνω της, τραβούσε το χαλινάρι και την
οδήγησε στη μεγάλη οργωμένη λάκα. Η Μάρω
σκριμιδούσε, στεκόταν πότε στα μπροστινά και
πότε στα πισινά πόδια της αλλά ο Νάσιος παρέμενε
κολημένος πάνω της και τραβούσε με το ένα χέρι
το καπίστρι. Μετά από πολλές προσπάθειες η Μάρω
κουράστηκε και παραιτήθηκε κι ο Νάσος την
πήγαινε πέρα-δώθε στο οργωμένο χωράφι και μετά
στο δρόμο. Από τότε ο Τσίβης και ο Νάσιος
ανέλαβαν την ταχτική φροντίδα της Μάρως και ο
Νάσιος την καβαλίκευε ξεσαμάρωτη.
Ο
Νάσιος ήταν ο αρχηγός των παιδιών. Το καλοκαίρι
κοιμόταν έξω σε ένα κρεβάτι που είχε φτιάξει
πάνω στη συκαμνιά. ΄Εφτιαχνε τραμπάλες και
μεγάλα ξυλοπόδαρα και παίζαμε στο σπίτι. Στο
χωράφι του κάμπου είχε φτιάξει με τον Τσίβη, σε
μια οργωμένη πεζούλα μια μεγάλη τραμπάλα που
γύριζε σα σβούρα πάνω σε έναν πάσαλο. Με έβαλε
και μένα στο ένα άκρο και αυτός στο άλλο και
άρχισε να γυρίζει. Γρήγορα ζαλίστηκα, έπεσα και
έσπασα τα μούτρα μου στο όργωμα. Είδα τον ουρανό
σφονδύλι. Ο Νάσιος μου καθάρισε τα αίματα με το
τρεχούμενο νερό του αυλακιού, με φορτώθηκε και
με πήγε στο σπίτι.
Στο
πανηγύρι της Αγίας Τριάδας είχα πάρει μαζί μου
το μικρό λαστιχένιο τόπι που μου έφερε ο πατέρας
από το Θέρμο. ΄Ενας μαντράχαλος μού το πήρε, τού
έδωσε μια κλωτσιά και το τόπι χάθηκε 50 μέτρα
μακριά, μέσα σε κάτι πουρνάρια. Ο Νάσιος θύμωσε.
΄Εδωσε μια μπουνιά στο μαντράχαλο και πήγαμε
μαζί να το ψάξουμε. Μετά από αρκετή ώρα το
βρήκαμε. Στο γυρισμό γυρίζαμε από το μονοπάτι
του γκρεμού. Αν κοίταζες κάτω στο ρέμα
ζαλιζόσουν. Ο Νάσιος μού πήρε το τόπι και με
έπιασε από το χέρι. Πέρασα το μονοπάτι με
ασφάλεια.
Στο
χωριό ήταν μια όμορφη κομψή κοπέλα, την έλεγαν
Πανωραία. Πλησίαζε τα 35 αλλά έλεγε ότι σύντομα
έμπαινε στα 29. Τής άρεσαν οι άνδρες. ΄Εμεινε με
τους γέροντες γονείς της. Τα μεγαλύτερα αδέρφια
της είχαν όλα φύγει από το χωριό και ένας
μικρότερος ήταν αλαφροΐσκιωτος. Συνήθως κοιμόταν
στο κοπάδι. Κουμάντο στο σπίτι έκανε η Πανωραία
που πωλούσε τα αρνιά και τα κατσίκια στους
περιερχόμενους ζωέμπορους, μερικοί έλεγαν ότι
τής έδιναν κάτι παραπάνω από τους άλλους. ΄Οταν
έπιανε χρήματα έτρεχε στο Θέρμο να αγοράσει
καινούργια ρούχα και παπούτσια και να δει
παλιούς της φίλους. Στο πανηγύρι της Αγίας
Παρασκευής ο Νάσιος πήγε με τον Τσίβη και τη
Μάρω. Η Πανωραία ήταν εκεί γεμάτη χαμόγελα.
«Πανωραία, έλα να σε βάλουμε καβάλα στη φοράδα»,
είπε ο Νάσιος. «Τι λες καλέ, είπε η Πανωραία
κοιτάζοντας με δυσπιστία τα παιδαρέλια που μόλις
άρχιζαν να αχνίζουν τα μουστάκια τους, θα λερώσω
το καινούργιο φόρεμά μου». «Δεν θα το λερώσεις
Πανωραία. Θα στρώσουμε την κουβέρτα στο σαμάρι
και θα καθήσεις γυναικεία». Η Πανωραία
συγκατάνευσε. Απομακρύνθηκαν από τον κόσμο και
τα όργανα για να μην φοβάται η Μάρω. Ο Νάσιος
άρπαξε την Πανωραία στα χέρια του και την κάθισε
στο σαμάρι. "Κρατήσου καλά, εγώ κρατώ το
καπίστρι». Η Μάρω άρχισε να κλωτσάει, να σηκώνει
τα πόδια της ψηλά, να χλιμιντράει και σε λίγο η
Πανωραία προσγειώθηκε ανώμαλα με τα πόδια πάνω,
ευτυχώς πάνω σε μια πουρναρούλα. «Δεν κρατιόσουν
καλά Πανωραία». Τη σήκωσαν με δυσκολία, άσχημα
στραπατσαρισμένη.
Μια
άλλη ωραία κοπέλα ήταν η 20χρονη Μαριγούλα που
έμενε με τη χήρα μάνα της. ΄Ηταν και αυτή το
κουμάντο του σπιτιού της. Οι περισσότεροι νέοι
του χωριού τη λιμπίζονταν αλλά αυτή η ψηλομύτα
ήταν ανένδοτη. Μια μέρα μού έδωσε ο πατέρας μου
μια τριχιά που είχε δανειστεί για το γαϊδούρι,
να της την επιστρέψω. Η Μαριγούλα ήταν
ανεβασμένη σε μια κερασιά στο χωράφι της και
μάζευε κεράσια στην ποδιά της. «Περίμενε, μού
φώναξε, να κατέβω να σου δώσω να πας στο σπίτι
κεράσια». Σε λίγο κατέβηκε η Μαριγούλα, πήρε μια
μαρούδα και μου έβαλε μέσα τραγανά κεράσια.
΄Αρεσαν σε όλους. «Πού τα βρήκες αυτά τα
κεράσια;» με ρώτησε ο Νάσιος. «Μού τάδωσε η
Μαριγούλα. Τα μάζευε από την κερασιά της». «Ηταν
η Μαριγούλα πάνω στην κερασιά;». «Ναι». «Εσύ την
έβλεπες από κάτω;». «Ναι». «Τι λες ρε! Φορούσε
βρακί;» «Δεν ξέρω». «Γιατί δεν είπες να πάμε
μαζί, θα μας έδινε περισσότερα». «Δεν ήξερα ότι
θα ήθελες να πας και ότι θα μάζευε κεράσια».
Μια
μέρα το μεγάλο βόδι της Πανωραίας περνούσε από
το μονοπάτι ενός βράχου. Μια πέτρα στην άκρη
έφυγε κάτω και το βόδι κατρακύλησε στη σάρα. Η
Πανωραία κάλεσε μερικούς χωριανούς, το έσφαξαν
και άρχισε να κόβει κομμάτια κρέας να τα πωλήσει
σε όσα σπίτια μπορούσε, του χωριού και των
γειτονικών. Τότε δεν είχαμε ψυγεία στα σπίτια
και οι χωρικοί έτρωγαν κρέας τα Χριστούγεννα, το
Πάσχα και μερικοί 5-10 άλλες φορές το χρόνο. Ο
Νάσιος και ο Τσίβης προσφέρθηκαν να τη βοηθήσουν
με τη Μάρω. Αργότερα ο Νάσιος έφευγε μερικά
βράδυα και γύριζε αργά ή καθόλου. ΄Ενα πρωί δυο
κυνηγοί παρατήρησαν κάποια κίνηση στη ρίζα ενός
κέδρου. ΄Ενας τους πυροβόλησε αλλά σημάδεψε την
κορυφή του κέδρου. Από μέσα πετάχτηκαν ο Νάσιος
και η Πανωραία. «Βρε, εσείς ήσασταν εκεί, νόμιζα
ήταν λαγός», είπε ο κυνηγός που πυροβόλησε. Ο
Νάσιος τον αγριοκοίταξε σα να του έλεγε: «Δεν τα
αφήνεις αυτά! Θα σου έκανα τα μούτρα παζάρι αλλά
είστε δύο και οπλισμένοι».
Μετά τo
επεισόδιο αυτό ο Νάσιος έφυγε από την Κοσκινά,
πήγε στα αδέρφια του στο Ξυλόκαστρο και δούλευε
στο μαγαζί τους. Πότε πότε ερχόταν στο Μελισσάκι
μ’ ένα μεγάλο γραμμόφωνο με χωνί. Μάζευε τους
φίλους του, έβαζαν πλάκες στο γραμμόφωνο και
χόρευαν μέχρι το πρωί. Μερικές φορές πήγαινε και
ο Τσίβης και κάθονταν μαζί και με τους άλλους
φίλους του Νάσιου, δυο-τρεις μέρες. Αντιλαλούσε
η νυχτερινή ερημιά μέχρι το ποτάμι και μέχρι την
Κατσερέλα, ψηλά στο Μαλβούνι. Τα τραγούδια και
οι φωνές τους προγκούσαν τις περιπλανόμενες
αλεπούδες που περιτριγύριζαν το χτήμα τη νύχτα,
λιμπιζόμενες τις κότες και τα σταφύλια, αλλά
τρόμαζαν από την κακούργα σκύλα της Σαμαρούς.
΄Ενα απόγευμα, στο Ξυλόκαστρο, ο Νάσιος πήρε μια
φιλενάδα του με το ποδήλατο και ανέβηκαν σε ένα
γειτονικό χωριό. Σταμάτησαν στο προαύλιο ενός
εξωκκλησιού. Κάποια στιγμή κατέφτασε απειλητικός
ένας αγροφύλακας που τους έπιασε σε «άσεμνες
περιπτύξεις». «Σας συλλαμβάνω, τους είπε,
περάσατε περιφραγμένο χώρο». Ο Νάσιος αγρίεψε,
τού έδωσε μια δυνατή γροθιά στα μούτρα. «Τι έχει
να κάνει η Αγροφυλακή με μας;» ΄Εβαλε την κοπέλα
στο ποδήλατο και εξαφανίστηκαν. Ο αγροφύλακας
έμαθε το όνομα του Νάσιου και κατέθεσε μήνυση. Η
υπόθεση, όμως, ξεχάστηκε γιατί σε λίγο ο Νάσιος
κατατάχτηκε στις Διαβιβάσεις στη Σπάρτη. Εκεί
είχε άλλες περιπέτειες με τη στρατιωτική του
μοτοσυκλέτα και γυναικοδουλιές. Πέρασε από
στρατοδικείο αλλά κάποτε απολύθηκε. Πήγε στον
αδερφό του το Βασίλη που, στο μεταξύ, είχε
ανοίξει ωρολογάδικο στο Κιάτο. Γύριζε τα χωριά
με το μηχανάκι και την περιφερόμενη μόστρα του
για εισπράξεις και για πωλήσεις ρολογιών, χρυσών
σταυρών, καδένων και αλυσίδων. Να βλέπει τα
ωραία κορίτσια που ήθελαν επίσης να τον βλέπουν.
Ερχόταν με το μηχανάκι του ταχτικά και στη
Ρούμελη, στα πανηγύρια. Να βλέπει παλιούς φίλους
και φιλενάδες. Στις 15 Αυγούστου του 1958 ήρθε
στο πανηγύρι της Κοσκινάς. Δεν ήταν μόνος. Πριν
τρεις βδομάδες είχε αρραβωνιαστεί μια παλιά του
φιλενάδα. Στο σπίτι μας είχαν έρθει επίσης για
το πανηγύρι ο παππούς, η βάβα, πολλοί γνωστοί
και συγγενείς. ΄Ολοι έδιναν στο Νάσιο και την
αρραβωνιαστικιά του συγχαρητήρια. Κάποιοι
απευθυνόμενοι στον Νάσιο τού έλεγαν εμπιστευτικά
«και καλά μυαλά». Ο
παππούς, ένας άγιος άνθρωπος των Βαλκανικών
πολέμων, μιλούσε για τις παλιές του εμπειρίες. Ο
πατέρας του, ο Σαμαρο-Βασίλης, έλεγε, ήταν
αγριάνθρωπος πραγματικός. Κάποτε που έριχνε
δυνατό χαλάζι έβγαλε το κουμπούρι του και
πυροβολούσε και φοβέριζε τον ουρανό. Το
κουμπούρι έπαθε εμπλοκή, έσκασε και του έκοψε
την παλάμη του δεξιού του χεριού σε άμορφα
κρέατα. Ο Σαμαρο-Βασίλης δεν άντεχε το απαίσιο
θέαμα της παλάμης του. Πήρε το τσεκούρι και την
ίσιαξε πάνω στο κρεατοκόπι.
Αργότερα έβαλε στο μάτι μια ωραία κοπέλα της
περιοχής. Εκείνη δεν τον ήθελε γιατί ήταν
σημαδεμένος λόγω του ατυχήματος του χεριού του.
Ο πατέρας της κοπέλας είχε έναν νερόμυλο δίπλα
στο ποτάμι και μερικές φορές το μύλο τον δούλευε
η κοπέλα. Μια μέρα ο Σαμαρο-Βασίλης, με τη
βοήθεια δυο φίλων του, έκλεψε την κοπέλα, παρά
τη θέλησή της, από το μύλο του πατέρα της.
΄Εμεινε μαζί της σε μια καλύβα 3-4 μέρες. Μετά
παράγγειλε στον πατέρα της και τα αδέρφια της αν
δεν ήθελαν να τού τη δώσουν να έρθουν να την
πάρουν. ΄Ετσι ο πατέρας του Παππού παντρεύτηκε
τη μητέρα του. Πέθανε νέος, όμως, ο
Σαμαρο-Βασίλης. Αρρώστησε με πυρετό και ήταν στο
στρώμα. ΄Εξω έβρεχε καλοπόδια. Κάποια στιγμή
είδε τα βόδια κάποιων μακρινών γειτόνων να
μπαίνουν στο χωράφι του, στην Πέρα Λάκα.
Σηκώθηκε θυμωμένος, έτρεξε και τα κυνήγησε.
΄Οταν επέστρεψε ήταν μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο.
Ζαλιζόταν. Δεν ήταν άλλος στο σπίτι, ούτε είχε
φωτιά στο μουχαρί εκείνη την ώρα. Ούτε είχε άλλα
ρούχα να αλλάξει. Όπως ήταν πήγε και ξάπλωσε
πάλι κάτω από το τσόλι. Πήρε πνευμονία και σε
τέσσερις μέρες πέθανε. ΄Ετσι ξαφνικά πέθαιναν
τότε οι παλιοί.
«Αλήθεια, ο πατέρας σου, έκοψε με το τσεκούρι τα
παραμορφωμένα κρέατα από την παλάμη του;» ρώτησε
ο Νάσιος. «Βεβαίως το έκανε», είπε ο Παππούς
στρίβοντας το μουστάκι του. «Καλά, και συ σε
ποιον έμοιασες;» Ο Παππούς τον κοίταξε με κάποια
αμηχανία. «Πες μου, και συ βρε παιδί, εσύ σε
ποιον έμοιασες;» ρώτησε μετά και αυτός.
Καμιά εικοσιπενταριά χρόνια μετά το θάνατο του
Νάσιου, συζητούσαμε μια μέρα στο Κιάτο, στο
σπίτι της άλλης αδελφής του, με μερικά αδέλφια
του και ανήψια του, τα χαρίσματά του και τις
τρέλες του. Είχα γυρίσει για λίγο από την
Αυστραλία. Αναρωτιόμασταν αν πράγματι ο Νάσιος
ήθελε να μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Εκείνο το
απόγευμα του Δεκέμβρη του 1958 που σκοτώθηκε
κοντά στο Βέλο, έξω από το Κιάτο, είχε
επιστρέψει από ένα ολοήμερο ταξίδι με το
μηχανάκι σε διάφορα χωριά. Πέρασε από το μαγαζί
και μετά πήγε στο δωμάτιό του, πλήθηκε, άλλαξε
και αναχώρησε πάλι. Φαινόταν βιαστικός. Συχνά
έβγαινε έξω τα βράδυα. Κανένας δεν τον ρώτησε,
ούτε αυτός είπε πού θα πήγαινε. Γιατί βιαζόταν;
Πού ήθελε να πάει;
Χρήστος Ν. Φίφης
[1]
Η μελά, παρασιτικό φυτό που φύεται στα
κλωνάρια των ελάτων και αποτελεί
ελκυστική τροφή για τα αιγοπρόβατα.
|