...και το πήρε σπίτι
Διονυσία Μούσουρα
Μέτριος στο ανάστημα, κυρτός,
μάλλον αδύνατος, τα ρούχα του, φαίνονταν
τουλάχιστον ένα νούμερο μεγαλύτερα.
Έδειχνε
ανήσυχος, κοίταζε γύρω με αγωνία, σα να ζητούσε
βοήθεια. Κάθε φορά που περνούσε δίπλα του μέλος
του προσωπικού, έκανε να πλησιάσει, μα όλοι
περνούσαν βιαστικοί εκτελώντας τα καθήκοντα
τους, δεν είχαν χρόνο.
Εκείνος
πίστευε ότι σκόπιμα τον απόφευγαν γιατί δεν
ήθελαν να ακούσουν την έκκληση του,
«Να
το πάρω σπίτι, δεν μπορεί να πάει αλλού, θα
πεθάνει».
Άδικα τώρα
για πολλές εβδομάδες προσπαθούν να του εξηγήσουν
ότι...δεν μπορεί να το πάρει σπίτι.
«Ε,
τότε, να το κρατήσετε εδώ,
εγώ θα έρχομαι κάθε μέρα, όπως και
τώρα, να το ταΐζω, να το πλένω να το προσέχω».
Για πολλοστή
φορά επιχειρούν να του εξηγήσουν ότι δεν γίνεται
να μείνει εδώ μόνιμα, ούτε εκείνος μπορεί να την
προσέξει, θέλει πολλή φροντίδα.
Εδώ
είναι Νοσοκομείο, ήλθε μετά το βαρύ εγκεφαλικό
που έπαθε για νοσηλεία, τώρα πια η κατάσταση
βελτιώθηκε όσο
μπορούσε να βελτιωθεί και πρέπει να πάρει
εξιτήριο.
Δεν γίνεται
να παραμείνει άλλο, ήδη έχει παραβεί το χρόνο
παραμονής. Δεν υπάρχει πλέον ιατρικός λόγος που
να δικαιολογεί την περαιτέρω παραμονή της.
Πρέπει να
μεταφερθεί σε Γηριατρείο όπου θα έχει φροντίδα
σε 24ωρη βάση από εξειδικευμένο προσωπικό γιατί
αυτό χρειάζεται.
«Αυτό δεν το
δέχομαι ό,τι και να λέτε, σπίτι θα το πάρω,
σπίτι».
Άντε από την
αρχή να προσπαθούν να του εξηγούν ότι η
κατάσταση της είναι τέτοια που δεν γίνεται να
την πάρει σπίτι όσο καλή θέληση κι αν έχει.
Η αγωνία
του να μην τη χάσει, τον έκανε να βλέπει αυτά
που δεν υπήρχαν. Όπως, π.χ., της μιλούσε
στρέφοντας με το χέρι του το πρόσωπο της προς
αυτόν και τη ρωτούσε, «καταλαβαίνεις τι σου λέω,
δεν καταλαβαίνεις;» Αν συμπτωματικά εκείνη την
ώρα ανοιγόκλεινε η Ουρανίτσα τα μάτια εκείνος
έτρεχε όλος χαρά να φωνάξει τη νοσοκόμα, να τη
διαβεβαιώσει πως η Ουρανίτσα του
ξαναβρίσκει σιγά-σιγά την ικανότητα
επικοινωνίας, «μου έγνεψε, ναι, με τα μάτια, μου
έσφιξε το χέρι, άρα, μπορώ να το πάρω σπίτι,
άρχισε κιόλας να καλυτερεύει».
«Θα το
προσέχω σαν τα μάτια μου, δεν θα φεύγω στιγμή
από το πλευρό του μέχρι να γίνει τελείως καλά».
«Εδώ δεν
αντέχει, ξέρει πως δεν είναι σπίτι του και
στενοχωριέται, μόλις πάμε σπίτι θα ξανανιώσει,
θα το πάρω και θα φύγουμε αύριο κιόλας».
Άδικα
προσπαθούσαν
να του εξηγήσουν ότι δεν υπάρχει επαφή με το
περιβάλλον, όλα αυτά που ισχυρίζεται πως
παρατήρησε είναι μόνο από τη λαχτάρα του να την
δει καλά, να την πάρει σπίτι.
Το επόμενο
πρωί, εκεί από τα χαράματα, να της φέρνει
λουλούδια από τον κήπο της.
«Μύρισε
Ουρανίτσα μου, μύρισε ψυχή μου, είναι από κείνα
που εσύ με τα χεράκια σου φύτεψες, θυμάσαι;»
Απλανές το
βλέμμα της Ουρανίτσας στρέφεται προς αυτόν, κι
αυτός όλο χαρά παίρνει κουράγιο, «με βλέπει, με
καταλαβαίνει, μου χαμογέλασε, κοίταξε τα
λουλούδια και τα μύρισε...» και η ιστορία
επαναλαμβάνεται από την αρχή...
-Η Ουρανίτσα
μου κι εγώ δεν χωρίσαμε ποτέ, είμαστε μαζί 50
χρόνια, από μικρό τόχω στα χέρια μου, 15 χρονών
κοπέλα εκείνη, 17 χρονών παιδί εγώ δεν γίνεται
να το εγκαταλείψω τώρα, σπίτι, σπίτι θα το πάρω.
Αχ και να την
βλέπατε τότε την Ουρανίτσα μου, πανέμορφη,
λυγερή με κάτι πλεξούδες μέχρι κάτω από τη μέση,
ντροπαλή-ντροπαλή, αλλά σκέτη φλόγα...έλιωνε
στην αγκαλιά μου, μην πάει ο νους σας στο
πονηρό, ήταν άλλα χρόνια εκείνα, το πρώτο μας
φιλί με τον αρραβώνα και μετά πάλι την ημέρα του
γάμου, ε, μετά, αντρόγυνο είμαστε στα μάτια Θεού
και ανθρώπων.
Έτσι μιλούσε
σε όλους που είχαν διάθεση να τον ακούσουν για
την Ουρανίτσα του, μερικοί τον κοίταζαν
ειρωνικά, άλλοι με οίκτο κι άλλοι προφασίζονταν
ασχολίες για να τον αποφύγουν. Όλοι εκεί μέσα
είχαν το δικό τους πόνο, τη δική τους πίκρα για
τον δικό τους άνθρωπο, δεν είχαν διάθεση να
ακούν τα ίδια και τα ίδια όλη την ώρα όσο κι αν
συμπονούσαν το γεράκο.
Μολονότι
έμενε πολύ μακριά και δεν οδηγούσε, έπαιρνε
τρεις συγκοινωνίες για να πάει,
από τα χαράματα βρισκόταν στο
Νοσοκομείο, όλη μέρα εκεί μέχρι αργά, πολύ αργά
το βράδυ που ευγενικά μεν, σταθερά δε, του
ζητούσαν να εγκαταλείψει το θάλαμο για να
κοιμηθούν οι ασθενείς. Τότε, αφού φιλούσε τα
κλειστά βλέφαρα της Ουρανίτσας του δυο και τρεις
φορές, τη σταύρωνε, της ευχόταν καληνύχτα και
την βεβαίωνε πως πρωί-πρωί θα είναι εκεί,
έπαιρνε σκυφτός το δρόμο για το σταθμό του
τρένου.
Οι δυο του
κόρες όταν πήγαινε να τις επισκεφθεί εκεί που
βρίσκονταν, παλιόγερο τον ανέβαζαν, τσιφούτη τον
κατέβαζαν. Μα ήταν παιδιά του, αίμα του, πώς να
τα αρνηθεί, όλο και έλπιζε πως κάποιο θαύμα θα
γίνει και θα έρθουν στα συγκαλά τους.
Παρά τις
δικές του και της Ουρανίτσας τις προσπάθειες να
τις μεγαλώσουν σωστά, να μάθουν γράμματα, κάτι
που στερήθηκαν εκείνοι λόγω καταστάσεων και να
γίνουν σωστοί άνθρωποι στην κοινωνία, δεν τα
κατάφεραν. Ίσως να έφταιξε που και οι δυο γονείς
δούλευαν πολλές ώρες και τα κορίτσια μεγάλωναν
μόνα τους, πήγαιναν σπίτι από το Σχολείο,
άνοιγαν με το κρεμασμένο στο λαιμό τους κλειδί
κι αφού έτρωγαν κάτι γυρνούσαν μετά στους
δρόμους της γειτονιάς μέχρι να γυρίσουν οι
γονείς που πολλές φορές έφταναν πολύ αργά αφού
υποχρεωτικά έκαναν υπερωρίες για να μπορούν να
δίνουν τις μεγάλες δόσεις στο δάνειο του σπιτιού
και να τα βγάζουν πέρα.
Οι παρέες τους
δεν ήταν και ό,τι το καλύτερο, άρχισαν να το
σκάνε από το Σχολείο, να γυρνούν εδώ κι εκεί με
εξωσχολικές
συντροφιές..
Πριν ακόμα
κλείσουν τα 20, είχαν τρία παιδιά η μία και
τέσσερα η άλλη χωρίς να μπορούν να πουν με
βεβαιότητα ποιοι ήταν οι πατεράδες τους.
Η κατάσταση στο
σπίτι αφόρητη, έρχονταν εκεί και οι εκάστοτε
φίλοι τους κι όλοι μαζί έπιναν και έπαιρναν
ναρκωτικά.
Σε απόγνωση η
Ουρανίτσα και ο πατέρας των κοριτσιών. Όσο και
να παρακαλούσαν τα κορίτσια να συμμορφωθούν και,
αφού τα γέννησαν να κοιτάξουν τα παιδιά τους,
καμιά αλλαγή, καμιά μέριμνα και φροντίδα για τα
παιδιά που μεγάλωναν σχεδόν μόνα τους. Τι να σου
κάνει το ανδρόγυνο με 7 μικρά παιδιά που
χρειάζονταν πολύ φροντίδα και αγάπη.
Αναπόφευκτα, δεν άργησε να έλθει και η στιγμή
όπου τα
κορίτσια κατέληξαν στη φυλακή.
Τότε
θρονιάστηκαν στο σπίτι απρόσκλητοι, οι φίλοι
τους με τη δικαιολογία ότι θα φροντίζουν τα
παιδιά τους για τα οποία καμία έγνοια και
ενδιαφέρον δεν είχαν, απλά στέγη τζάμπα ήθελαν
και όλο κι απέβλεπαν σε λίγο φαΐ που βασιζόμενοι
στη
γενναιοψυχία της Ουρανίτσας και του Παύλου, ήταν
εξασφαλισμένο. Πριν περάσουν λίγες ημέρες,
άρχισαν να κουβαλούν εκεί και τις καινούριες
τους φιλενάδες και η ζωή της Ουρανίτσας και του
Παύλου έγινε αφόρητη. Τα παιδιά τελικά τα
ανέλαβε το κράτος κι αυτοί στρογγυλοκάθισαν εκεί
απειλώντας την Ουρανίτσα πως αν δεν τους δίνει
τροφή κι αν επιμένει να τους διώξει από κει
μέσα, θα σκοτώσουν τον Παύλο. Μέσα στον τρόμο
και το φόβο ζούσαν και περισσότερο η Ουρανίτσα
που δεν τολμούσε να ομολογήσει στον άνδρα της
τους εκβιασμούς που της έκαναν.
Ο
Παύλος, όμως, δεν άντεχε άλλο την κατάσταση, ένα
βράδυ έγινε μεγάλος καβγάς όπου έξαλλος έβγαλε
την καραμπίνα κι άρχισε να τους απειλεί πως αν
δεν ξεκουμπιστούν εδώ και τώρα θα τους καθαρίσει
όλους, αυτοί τράβηξαν σουγιάδες και μαχαίρια και
πάνω στη συμπλοκή έπαθε το εγκεφαλικό η
Ουρανίτσα.
Πριν καλά φτάσει το Ασθενοφόρο για να προσφέρει
πρώτες βοήθειες και να μεταφέρει την Ουρανίτσα
που ήταν
σε αφασία στο Νοσοκομείο, οι
άλλοι που κατάλαβαν πως την είχαν άσχημα
εξαφανίστηκαν χωρίς ίχνη.
Ο
Παύλος, μήνες τώρα πηγαινοέρχεται στο Νοσοκομείο
εκλιπαρώντας να το πάρει
σπίτι.
Έφτασε στο σημείο να προσπαθεί να δωροδοκήσει το
προσωπικό πιστεύοντας πως έτσι κάτι θα
κατάφερνε.
Το
προσωπικό, τον λυπήθηκε και δεν κατάγγειλε το
γεγονός, αλλιώς θα έβρισκε τον μπελά του.
Έπιανε χειμώνας, άρχισαν τα κρύα και οι βροχές
κι ο Παύλος στους δρόμους να πηγαινοέρχεται στο
Νοσοκομείο και να εκλιπαρεί να το πάρει σπίτι...
...και το πήρε σπίτι κάποια στιγμή, μα όχι όπως
ονειρευόταν...
Ήταν όμορφη η Ουρανίτσα του, ένα αχνό χαμόγελο
απλωνόταν
στο χλωμό της πρόσωπο και το
γαλάζιο φουστάνι που της φόρεσαν, εκείνος το
διάλεξε για να ταιριάζει με...τις γαλάζιες
θάλασσες των ματιών της όπως συχνά της έλεγε,
μολονότι τόνιζε τη χλωμάδα, της ταίριαζε
απόλυτα.
Αδάκρυτος τη συνόδευσε...είχαν στερέψει οι
κρουνοί των οφθαλμών του τους ατέλειωτους μήνες
που εκλιπαρούσε το προσωπικό να τον αφήσουν
να...το πάρει σπίτι.
|