Η Ξαδέλφη μου η Αντριάνα
Διονυσία Μούσουρα
Αγαπημένη μου,
Σήμερα, Τρίτη, κάπου στο τέλος του Ιουνίου, είδα
το πρώτο μπουμπουκάκι της χρονιάς, σ’ ένα δέντρο
από κείνα τα καλλωπιστικά που στολίζουν τους
δρόμους της Μελβούρνης. Ήταν τόσο μικρό και
ντελικάτο, έτσι όπως φυσούσε ο βοριάς φοβήθηκα
μήπως το παρασύρει, μα εκείνο ανθεκτικό και
περήφανο αντιστάθηκε, (κάτι που δεν έκανες εσύ).
Συνέχισε να ομορφαίνει το δρόμο, έτσι λίγο προς
το ροζ, λίγο προς το βυσσινί και άσπρο, δύσκολο
να
προσδιορίσεις τα χρώματά του.
Να
σκεφτείς, δεν μπήκε καν η Άνοιξη ακόμα, κι
εκείνο βιάστηκε, λες να αντέξει μέχρι τέλος;
Θυμήθηκα όλα τα πρώιμα μπουμπούκια που κοιτάζαμε
μαζί για πάρα πολλά χρόνια, τα χαιρόμαστε πάντα
και τα καμαρώναμε. Μόνο λίγα χρόνια πριν φύγεις
εσύ, ίσως από προαίσθημα, αρχίσαμε να
αναρωτιόμαστε, τάχα πόσες φορές θα τα δούμε
ακόμα… Κάθε χρόνο τα ίδια λόγια, τις ίδιες
συζητήσεις, ουτοπία πια και να τα σκέφτομαι, μα
δεν γίνεται, και να διώχνω εγώ τις σκέψεις,
εκείνες γυρνούν επίμονα, βασανιστικά.
-Νάξερα πόσες Άνοιξες μας έχουν μείνει, πόσες
φορές θα αξιωθούμε να απολαύσουμε το μεγαλείο
της φύσης, να βλέπουμε την ίδια τη ζωή να
αναδύεται, δυνατή, αποφασιστική, από τις
παγωμένες στάχτες του χειμώνα…έτσι
φιλοσοφούσαμε...
Μελαγχολούσαμε κάθε φορά και κοιτάζαμε με
απόμακρο ύφος. Μετά, τινάζαμε το κεφάλι,
αλλάζαμε θέμα, χαιρόμαστε την ολάνθιστη φύση,
και το ρίχναμε στην Υπερδύναμη, εκείνη ας
αποφασίσει, μικρές κι αδύναμες εμείς…
Εκείνη τη χρονιά, δεν είμαστε δα και
κοριτσόπουλα, μεγάλες γυναίκες είμαστε, όταν
αντικρύσαμε τα πρώτα μπουμπούκια που δειλά και
φοβισμένα έκαναν την εμφάνισή τους, κάπου στα
μέσα του Ιουλίου καταχείμωνα, παρορμητικές και
οι δυό, μπήκαμε στον ξένο κήπο. Η μια φύλαγε
τσίλιες και η άλλη έκλεβε, κλέψαμε όχι τα
τριαντάφυλλα, που λέει το τραγούδι, αλλά τα
μπουμπούκια μιας άγριας κερασιάς, κόψαμε δυό
κλαριά. Μας κυνήγησε το σκυλί που δεν είχαμε δει
από την αρχή, κι εμείς σκασμένες στα γέλια, σαν
άτακτα παιδιά, τρέχαμε να γλιτώσουμε. Φτάσαμε
στο σπίτι σου που ήταν πιο κοντά, πέσαμε στον
καναπέ, κρατώντας την κοιλιά από τα γέλια, για
το κατόρθωμά μας…Ό ταν ήλθαν τα παιδιά το βράδυ,
έβαλαν τις φωνές πως μ’
αυτές τις ανοησίες που κάνουμε, θα βρούμε τον
μπελά μας…
Δεν
ήταν πολλές οι ξένοιαστες στιγμές σου, όλη σου η
ζωή ευθύνες και υποχρεώσεις. Δύσκολο πράγμα να
μεγαλώνεις τρία παιδιά σε ξένον τόπο μόνη, κι
ήσουν τόσο, μα τόσο νέα όταν έμεινες μόνη. Στην
ηλικία σου άλλες δεν είχαν ούτε ξεκινήσει τη ζωή
τους κι εσύ βρέθηκες με τρία μικρά παιδιά, όλα
κάτω των πέντε χρόνων. Από πού να αρχίσεις και
τι να πρωτοκάνεις, μήπως είχες και τα εφόδια, κι
εκείνα λειψά και λίγα.
Μα,
βρέθηκες στον ωκεανό χωρίς σωσίβιο και δεν είχες
πολλές επιλογές, ή κολυμπάς, ή βουλιάζεις, κι
εσύ κατάφερες να επιπλεύσεις και να σωθείς.
Ώρες ατέλειωτης μοναξιάς, χρόνια ολόκληρα να μην
έχεις πού να γείρεις και πού να ζητήσεις
στήριγμα. Κι όμως, Αντριάνα, άντεξες.
Πέμτη βράδυ
Χτες πέρασα ξανά από το σπίτι σου. Παρκάρισα το
αμάξι εκεί στην άκρη, όπως συνήθως, και βάλθηκα
να κοιτάζω το παράθυρό σου. Ήταν μισόγυρτο, έτσι
όπως το άφηνες εσύ όταν δεν είχες σηκωθεί ακόμα.
Είπα να σου χτυπήσω, άραγε θα με άκουγες;
Μετά, η ματιά έπεσε
γύρω, παντού
εγκατάλειψη, χορτάριασε η αυλή σου Αντριάνα κι
εσύ δεν
είσαι εδώ να την
φροντίσεις όπως πάντα Ο Μούργος από το στενό με
πήρε είδηση κι άρχισε να γαυγίζει απειλητικά.
Βέβαια, Μούργο τον έλεγες εσύ, τα παιδιά τον
έλεγαν Μπλάκυ και πρόσεχες πάντα να μην σε
ακούσουν να τον λες έτσι . Μα, δεν βγήκες να τον
μαλώσεις να ησυχάσει γιατί,
"δεν είναι
ξένος βρε, η ξαδέλφη είναι", έτσι τούλεγες,
θυμάσαι;
Αναρωτιέμαι αν τα παράθυρα κι οι πόρτες έχουν
μνήμη, αυτά μπορεί και ναι, μπορεί και όχι, μα
το αγιόκλημα, οπωσδήποτε γνωρίζει, οπωσδήποτε
θυμάται. Γέρνει χρόνια τώρα από τότε που έφυγες,
μαραμένο, πικραμένο, σκύβει το κεφαλάκι με τα
λουλούδια και κοιτούν το χώμα, το χώμα που
πότιζες και πατούσες εσύ. Η κάψα του
καλοκαιριού, το βρίσκει ολόμονο, χωρίς δροσιά,
χωρίς το στοργικό σου χέρι, να το ποτίζεις και
να του μιλείς πως θέριεψε πάλι, θέλει κλάδεμα
και πώς να το φέρεις βόλτα.
Κάθε καλοκαίρι πεθαίνει, κιτρινίζει και σβήνει
τελείως, τόσο, που όταν περνάω και το βλέπω, λέω
πάει πια, τελείωσε αυτό… Μα έρχεται φθινόπωρο,
με τη βροχούλα του την ευεργετική και το
αγιόκλημα ανασταίνεται, (κάτι που δεν έκανες
εσύ), σηκώνει δειλά το κεφαλάκι, πίνει διψασμένα
το αθάνατο νερό της βροχής, κοιτάζει τον ουρανό,
ευχαριστώνας για τη ζωή που του ξαναδίνει, κι
αρχίζει να πυκνώνει φύλλα και κλαριά, να σκορπά
τη μεθυστική του μυρωδιά.
Κι εσύ,
να λείπεις.
Βιάστηκες, βιάστηκες πολύ και το ξέρεις, δεν
γίνεται να μην το ξέρεις. Αρνήθηκες να παλέψεις,
αρνήθηκες να αγωνιστείς, προτίμησες τη φυγή, εσύ
που μια ζωή πάλευες, κι αγωνιζόσουν, αρνούμενη
να καταθέσεις τα όπλα. Έσκυψες το κεφάλι και
παραδόθηκες πριν έλθει η ώρα σου, ίσως γιατί η
ίδια η ζωή σε είχε κουράσει τόσο, ίσως γιατί δεν
σούχε μείνει άλλο κουράγιο και δύναμη για
αγώνες. Και λιποτάκτησες.
Θύμωσα πολύ μαζί σου στην αρχή, δεν μπορούσα να
παραδεχτώ την ήττα σου, την προδοσία σου, έτσι
την έβλεπα τότε. Μα η δύναμη της δικής σου
θέλησης, επιβλήθηκε και σε εμένα τελικά, και
συμβιβάστηκα, έκανα την ανάγκη φιλοτιμία.
Μιάν
άλλη Μέρα….
Ήταν λίγο πριν το τέλος, καθόμαστε μόνες στον
καναπέ, εσύ ξαπλωμένη, ήσουν πολύ αδύναμη. Σου
κρατούσα το χέρι, λες κι έτσι μπορούσα να σου
περάσω λίγη από την δικιά μου ενέργεια. Δεν
μιλούσαμε, κάποια στιγμή με ρώτησες αν θυμάμαι
πώς ακριβώς έγινε τότε, πόσα χρόνια πριν, 30-32,
τότε που έφυγε ο Δημήτρης.Εσύ, έξι μηνών έγκυος
στο μικρό σου, 12 μηνών ο Γιώργος και πέντε
χρονών ο Κώστας. Ήθελες λεπτομέρειες, όσα
μπορούσα να θυμηθώ, πάντα με πείραζες πως είχα
μνήμη ελέφαντα, κι εγώ…
«Ήταν ένα απόγευμα σαν όλα τα άλλα. Ήμουνα μόνη
στο σπίτι με τα παιδιά μου, έξι χρονών ο Αλέξης
και τριών η Τασούλα. Ο ξάδελφός σου δούλευε
απογευματινός. Κάποια στιγμή βγήκα έξω να αφήσω
τα λεφτά του γαλατά. Βλέπεις, τότε, τη σιγαλιά
της νύχτας τη διέκοπτε το πέρασμα του γαλατά.
Πάνω στο περήφανο άλογο που έσερνε το κάρο με
δεκάδες κασόνια γάλα, αργά, σταθερά, κροτάλιζε
τα πέταλα στην άσφαλτο με βήμα σημειωτόν για να
δίνει καιρό στο αφεντικό του να αφήνει τα
μπουκάλια από πόρτα σε πόρτα. Περνούσε γύρω στις
τρεις τα ξημερώματα. Κάθε δεύτερη εβδομάδα άφηνε
το λογαριασμό κι εμείς αφήναμε τα λεφτά στο
γραμματοκιβώτιο. Άλλα χρόνια εκείνα, υπήρχε
ακόμα εμπιστοσύνη. Δεν νιώθαμε την ανάγκη να
κλειδαμπαρωνόμαστε, ούτε με τσεκ πληρώναμε, το
γάλα έξω στην αυλή και τα λεφτά στον φάκελο.
Ανοίγοντας την πόρτα, είδα εσένα και τον
Δημήτρη, με τον Γιώργο τυλιγμένο σε μια κουβέρτα
και τον Κώστα από το χέρι.
Φορούσες ένα
φουστάνι σε χρώμα φούξια που τόνιζε έντονα την
εγκυμοσύνη σου. Φαινόσουν νευριασμένη, ούτε μέσα
δεν μπήκατε, τόσο βιαζόταν ο Δημήτρης.
Είχε
Χριστουγενιάτικο πάρτυ το εργοστάσιο που
δούλευε, και ντε και σώνει να πάτε στο πάρτυ. Με
τον Γιώργο άρρωστο να καίγεται στον πυρετό, εσύ
να μην θέλεις επ’ ουδενί να πας, κι εκείνος να
επιμένει. Αυτός που λίγο συνάχι νάχαν τα παιδιά
δεν σε άφηνε ούτε έξω από την πόρτα να τα
βγάλεις, εκείνο το βράδυ ήταν ανυποχώρητος. Θα
πηγαίνατε στο πάρτυ ό,τι κι αν γινόταν! Φέρατε
τα παιδιά σε μένα να τα κρατήσω εγώ. Τον θυμάμαι
εκεί στην πόρτα, γυρτό στην ροδακινιά, εσύ να
μου λες ότι μια-δυό ώρες θα λείψετε μόνο, κι
εκείνος να σηκώνει το κεφάλι και με απόμακρο
ύφος να σου λέει, "μην της υπόσχεσαι τίποτα,
γιατί δεν ξέρουμε τι ώρα θα ξεμπλέξουμε". Έφυγες
με μισή καρδιά και με μισή καρδιά κράτησα εγώ τα
παιδιά, ιδιαίτερα τον Γιώργο που όχι μόνο ήταν
άρρωστος, αλλά επί πλέον δεν με ήθελε και
συνήθως έκλαιγε όταν μου τον αφήνατε.
Ένα
απόγευμα σαν όλα τα άλλα, που τίποτα δεν
προμήνυε την τραγωδία που θα ακολουθούσε και που
θα σημάδευε για πάντα τη ζωή σου.
Οι
ώρες περνούσαν και παρά τις υποσχέσεις σου, δεν
γυρνούσατε. Ο Γιώργος λες κι είχε προαίσθηση,
ήταν ήρεμος σαν αγγελούδι. Κάπου άρχισα να
δυσανασχετώ. Ήταν έντεκα η ώρα κι εσείς πουθενά.
Κοίμησα τα παιδιά και τα τέσσερα στο κρεβάτι
μου, έγειρα κι εγώ δίπλα τους. Συμπτωματικά ο
ξάδελφός σου δούλευε υπερωρία κι ήλθε στις πέντε
το πρωί. Ίσως από την κούραση να αποκοιμήθηκα κι
εγώ για καμιά ωρίτσα. Μεσάνυχτα κι εσείς ακόμα.
Κάπου άρχισα να ανησυχώ… Οι ώρες περνούσαν,
περασμένες τρεις κι εσείς τίποτα, με κατάτρωγε η
αγωνία και το κακό προαίσθημα, με είχανε ζώσει
τα φίδια. Όταν άκουσα χτύπημα στο παράθυρο,
νομίζοντας ότι επιτέλους, είστε εσείς, λέω, μια
στιγμή
ανοίγω.
Μα
δεν είσασταν εσείς, ήταν ο Παύλος, ο μεγάλος
αδελφός του Δημήτρη, όταν τον είδα, κατάλαβα,
και με τρόμο τον ρώτησα,
«Πάνε και οι δύο Παύλο»;
«Ο
αδελφός μου τελείωσε, η ξαδέλφη σου είναι στο
Νοσοκομείο δεν ξέρουμε σε τι κατάσταση…»
Θυμάμαι ότι έπεσα στα γόνατα κι άρχισα να δέομαι
και να προσεύχομαι.
-Θεέ μου τους πήρες τον πατέρα, μην τα
ορφανέψεις κι από μάνα…
Ο
Παύλος έφυγε κι εγώ με τα τέσσερα παιδιά μόνη
νάχω παγώσει, να μην μπορώ να αντιδράσω, να μην
μπορώ να σκεφτώ. Κείνη την ώρα, και λίγο πριν
φύγει ο Παύλος, πέρασε ο γαλατάς, αυτός ο
απρόσωπος της νύχτας που μόνο τα βήματα και τα
πέταλα του αλόγου γνωρίζαμε. Σταμάτησε ο
άνθρωπος, ρώτησε τι συμβαίνει, είδε φώτα κι εμάς
έξω αναστατωμένους, μας ρώτησε αν μπορούσε να
κάνει κάτι να βοηθήσει, σαν τι μπορούσε να
κάνει; Αφού εξέφρασε τη βαθιά του λύπη, συνέχισε
το μοίρασμα των μπουκαλιών. Κι έμεινα εγώ πάνω
στο κρεβάτι μόνη με τέσσερα παιδιά και με τη
γνώση πως δύο από αυτά, δεν είχαν πια πατέρα,
ίσως ούτε και μάνα…
Η
άλλη μέρα μας βρήκε όλους ανάστατους. Κατά τα
χαράματα ήλθε πάλι ο Παύλος να μου πει πως εσύ
δεν ήσουν βαριά χτυπημένη, Θεέ μου τι
ανακούφιση, ότι δεν ξέρεις τίποτα για το
Δημήτρη, τον ζητάς συνέχεια και ζητάς και τα
παιδιά σου. Προσπάθησα όσο μπορούσα να
προετοιμάσω τον Κώστα, ο Γιώργος ήταν πολύ μωρό
για να καταλάβει, κι αργότερα, ήλθαμε στο
Νοσοκομείο να σε δούμε. Ήσουν γεμάτη μώλωπες και
αίματα ακόμα, χτυπημένη παντού, γρατζουνιές και
σημάδια, μα τίποτα σοβαρό που να απειλεί τη ζωή
σου. Και το μωρό σου που ανησυχούσαμε όλοι,
ήσουν έξι μηνών, θυμάσαι, κι εκείνο καλά.
Το
κακό έγινε όταν γυρίζατε από το πάρτυ. Δεν είναι
πως είχε πιεί πολύ ο Δημήτρης.
Απλά εκείνες τις ημέρες είχε ανοίξει ο δρόμος
ταχείας κυκλοφορίας για το αεροδρόμιο κι άλλαξε
ο τρόπος κυκλοφορίας στη γέφυρα στο Φλέμινκτον,
όπου από το κέντρο περνούσε πλέον μόνο το τραμ,
όχι αυτοκίνητα. Ο Δημήτρης δεν τόξερε όμως,
μπήκε στη μέση όπως παλιά και βρέθηκε
στριμωγμένος με το τραμ που ερχόταν από την
αντίθετη κατεύθυνση. Όμως, ίσως να μην πάθαινε
μεγάλη ζημιά, αλλά έβγαλε το κεφάλι του έξω για
να δει αν τον παίρνει να περάσει και το τραμ του
σύνθλιψε το κεφάλι πάνω στο σίδερο…στο κορμί δεν
είχε παρά γρατζουνιές όπως κι εσύ, αν, αν δεν
είχε βγάλει το κεφάλι…
Έκλαιγες συνέχεια και ζητούσες το Δημήτρη...Δεν
σου είχαν πει τίποτα, σου έλεγαν πως είναι πολύ
χτυπημένος και θα τον δεις αύριο,
μεθαύριο…Κανείς δεν είχε το κουράγιο να σου πει
την αλήθεια.
Μας
είπαν να σε πάρουμε από το Νοσοκομείο, δεν
υπήρχε λόγος να μείνεις άλλο, μα δεν
είχες τι να φορέσεις,
έτσι, το φούξια φουστάνι
το ματωμένο σού φορέσαμε…
Δεν
το ήθελες και φώναζες να το πετάξουμε να μην το
βλέπεις, μα δεν υπήρχε τίποτα άλλο, και, "χήρα
γυναίκα" σε βγάλαμε από το Νοσοκομείο με το
κόκκινο φουστάνι…
Λες
και δεν έφταναν όλα αυτά, προέκυψε και άλλο
πρόβλημα, πού να σε πάμε κι εσένα και τα
παιδιά…Ο Δημήτρης είχε αδελφό και αδελφή εδώ, μα
είναι η μικροψυχία των ανθρώπων. Η αποποίηση των
ευθυνών ακόμα και σε τόσο τραγικές στιγμές, η
έλλειψη ανθρωπιάς, και το εγώ, που μπαίνει πάνω
από όλα. Σπίτι σου δεν μπορούσαμε να σε πάμε,
απλούστατα γιατί δεν είχατε σπίτι, ένα δωμάτιο
νοικιάζατε μαζί με άλλες οικογένειες. Οπωσδήποτε
κι αυτοί δεν ήθελαν φασαρίες στο σπίτι τους
καθώς και την κηδεία που αναπόφευκτα θα
ακολουθούσε.
Ο
ξάδελφός σου κι εγώ, αποφασίσαμε πως θα
σας παίρναμε
εμείς στο σπίτι μας. Σε
αγαπούσαμε, σε πονούσαμε, αρκετά βάσανα σε
περίμεναν που ούτε τα γνώριζες ακόμα. Είχες
ανάγκη από ανθρώπους που θα σου συμπαραστέκονταν
και δεν θα σε έβλεπαν σαν φορτίο. Και η κηδεία
του Δημήτρη, από το σπίτι μας θα γινόταν,
φτωχικά και μετρημένα, όπως μπορούσαμε. Και τα
παιδιά σου μαζί με τα δικά μας θα μεγάλωναν.
Είμαστε καινούριοι κι εμείς στην Αυστραλία,
δυό-τρία χρόνια είχαμε μόνο, δεν είχαμε και πολύ
τον τρόπο, μα όπου δυο, χωρούν και τρεις.
Τότε
βρέθηκαν πολλοί χωριανοί και
γνωστοί
και υπέδειξαν στα αδέλφια του
πως θα γίνονταν ρεζίλι
στην κοινωνία αν η κηδεία του Δημήτρη γινόταν
από την ξαδέλφη της γυναίκας του κι όχι από τα
αδέλφια του. Ούτε "επιτρεπόταν τα ορφανά του
αδελφού τους" να τα μαζέψουν τα ξαδέλφια κι όχι
αυτοί. Έτσι, με βαριά καρδιά, ζήτησαν να σας
πάμε στο σπίτι της αδελφής του, κι αργότερα στου
αδελφού του. Μα κι εκεί που πήγαμε, κανείς δεν
ήταν διατεθειμένος να σου πει την αλήθεια, όλοι
δείλιασαν, σ’ εμένα έπεσε ο κλήρος να σου πω για
το τραγικό τέλος του Δημήτρη… Άρχισες να
φωνάζεις και να χτυπιέσαι, να τραβάς να σκίσεις
το κόκκινο φουστάνι που φορούσες ακόμα "χήρα
γυναίκα"…
Για
πολλές ημέρες ήσουν ναρκωμένη, ο γιατρός που
ερχόταν δυό φορές την ημέρα, σου έκανε ενέσεις
καταπραϋντικές για να ησυχάζεις. Σε ταΐζαμε στο
στόμα με το ζόρι, έπρεπε να φας, είχες κι άλλη
ζωή μέσα σου, μόνο αυτό σούδινε κουράγιο και τα
άλλα δυό παιδιά σου. Τον Κώστα τον είχα σχεδόν
συνέχεια στο σπίτι εγώ. Ξεχνιόταν λίγο με τα
παιδιά μου και ξέφευγε έστω και για λίγο από την
βαριά ατμόσφαιρα που επικρατούσε στου κουνιάδου
σου το σπίτι.
Θυμάμαι, την άλλη ημέρα σ’ έπιασε φόβος μήπως
πάμε "εκεί" (την κηδεία εννοούσες), μα δεν
άντεχες ούτε τη λέξη να πεις, και δεν σε
πάρουμε.
Και
σε πήραμε… έτσι ναρκωμένη και χωρίς να μπορείς
να σταθείς, μα τα κατάφερες, γιατί έπρεπε, δεν
γινόταν να κηδεύουν τον άνδρα σου και συ να
λείπεις…
Ξέρεις, δεν είμαι σίγουρη αν θυμάσαι κάτι που
έγινε μετά την κηδεία. Είμαστε όλοι στο σπίτι
του κουνιάδου σου, για τον "καφέ της
παρηγοριάς". Το σπίτι γεμάτο, οι άνδρες είχαν
κατακλείσει το σαλόνι-τραπεζαρία κι εμείς οι
γυναίκες με εσένα μαζί, μέσα στο υπνοδωμάτιο. Η
ατμόσφαιρα βαριά κι ασήκωτη, ο πόνος να
πλανιέται παντού, εσύ ριγμένη στο κρεββάτι να
μην έχεις ούτε καν δύναμη να κλάψεις άλλο.
Κάποια στιγμή, κάποια από όλες που ούτε
θυμάμαι ποια ήταν, ίσως
σκόπιμα για να αλαφρύνει λίγο την ατμόσφαιρα,
γύρισε και σε ρώτησε "αν είχατε κάνει κάτι πριν
φύγει, να πάει τουλάχιστον ευχαριστημένος".
Εννοώντας φυσικά αν είχατε κάνει έρωτα, το τι
γέλιο ακολούθησε δεν περιγράφεται, όλη η
υπερένταση,
όλο το άγχος, όλη η
φόρτιση, βρήκαν έστω και μια μικρή διέξοδο.
Ακόμα κι εσύ άρχισες να γελάς νευρικά.
Ήταν για να πληρωθεί το "ρητόν, όχι Ησαΐου του
προφήτου, αλλά Λαού του πάνσοφου προφήτου", ότι,
"ούτε γάμος άκλαυτος, ούτε κηδεία αγέλαστη".
Τρομάξαμε όλες μας με την αντίδρασή μας και με
υπεράνθρωπη προσπάθεια, για να μην παρεξηγηθούμε
από τους άνδρες που ήταν δίπλα, πνίξαμε τα
γέλια. Η ατμόσφαιρα όμως είχε ήδη αποφορτισθεί
έστω και λίγο.
Αγαπημένη μου, αυτό που μου ζήτησες να σου
διηγηθώ, ήταν ας πούμε σαν το τελευταίο
μνημόσυνο που έκανες στον Δημήτρη, λίγο πριν πας
να τον βρεις. Να ξαναβιώσεις, έστω και σαν
μνήμη, όλα τα γεγονότα εκείνης της τραγικής
νύχτας, όχι πως τα είχες ξεχάσει, αν είναι
δυνατόν, απλά ήθελες να τα ακούσεις. Να "μπεις
στο πνεύμα" εκείνης της νύχτας, να σμίξεις το
χθες με το σήμερα και να γεφυρώσεις τα τριάντα
τόσα χρόνια που μεσολάβησαν από τον χωρισμό σας,
πριν
ανταμώσετε για πάντα.
Καημένη μου
Αντριάνα, πώς άντεξες, να γεννάς μόνη στο
Νοσοκομείο, λίγο μετά, γνωρίζοντας πως αυτό σου
το παιδί δεν θα γνωρίσει ποτέ πατέρα… Αγοράκι
ήταν, ο μικρός Δημήτρης, αφού πήρε το όνομα του
πρόωρα χαμένου του πατέρα.
Χελιδονάκια ξένοιαστα τα παιδιά σου μεγάλωναν
δίνοντάς σου κουράγιο και δύναμη να συνεχίσεις.
Εσύ, μάνα στοργική έσκυβες πάντα με αγάπη επάνω
τους, φροντίζοντας να μην τους λείπει τίποτα για
να μην γίνεται πιο έντονη η έλλειψη του πατέρα.
Και
τα χελιδονάκια μεγάλωσαν, άνοιξαν δειλά στην
αρχή, πιο σταθερά αργότερα τις φτερούγες και με
την δική σου καθοδήγηση και στοργή πάντα,
πέταξαν για τις δικές τους φωλιές. Εσύ, βράχος
στο πλευρό τους, άπλωνες τις δικές σου φτερούγες
και σκέπαζες με την αγάπη σου το κάθε τους βήμα,
όσο μικρό ή μεγάλο κι αν ήταν.
Βολόδερνες μια ζωή, προσβλέποντας στην συνέχιση
της ζωής, μέσω των παιδιών σου. Αξιώθηκες να
γνωρίσεις και να χορέψεις στα γόνατά σου τρία
πανέμορφα εγγονάκια. Μα λίγο μετά
που και το μικρό
σου χελιδονάκι, ο
Δημήτρης, έχτισε τη δική του φωλιά, εσύ
χτυπήθηκες από την αρρώστια.
Κι
ήταν τότε που αποφάσισες πως δεν είσαι πλέον
διατεθειμένη να παλέψεις άλλο. Σιγά-σιγά
παραιτήθηκες από τη ζωή, δεν περίμενες να
γνωρίσεις και τα καινούρια σου εγγόνια, να τους
πεις παραμύθια και ιστορίες, να τους μιλήσεις
για τον παππού τους. Και ξέρεις, τρία γλυκύτατα
κοριτσάκια
ήλθαν στον κόσμο αφότου έφυγες
εσύ. Τα δύο, έχουν το όνομά σου, όχι μία αλλά
δύο μικρές Αντριάνες, που δεν είχες την αντοχή
να περιμένεις να τις γνωρίσεις.
Λίγον καιρό μετά….
Ξέρεις, λέω αύριο που θα περάσω από το σπίτι να
βγω από το αυτοκίνητο, να ανοίξω την
καγκελόπορτα, να ανέβω τα λίγα σκαλοπάτια στη
σκάλα της βεράντας σου και να καθήσω εκεί στην
καρέκλα. Έτσι, όπως
παλιά καθόμαστε οι δυό μας και πίναμε καφέ
μιλώντας για όλα και για τίποτα, φιλοσοφώντας τη
ζωή… Τι λες θα τα καταφέρω ή θα λυγίσω την
τελευταία στιγμή και θα το βάλω στα πόδια; Θα
προσπαθήσω να φανώ δυνατή, σου το χρωστάω. Μου
το είχες ζητήσεις τότε, λίγο πριν φύγεις, να
γράψω την ιστορία σου και μετά νάρθω εκεί στην
βεράντα του σπιτιού σου, να κάτσουμε όπως παλιά
"οι δυό μας" και να σου πω πως εκπληρώθηκε η
επιθυμία σου. Έχουν περάσει τόσες Άνοιξες από
τότε που έφυγες. Τα δέντρα άνθισαν πολλές φορές,
κι εγώ ακόμα να τηρήσω την "συμφωνία μας". Όμως,
αυτή τη φορά, σου υπόσχομαι να μην λυγίσω.
...Άντεξα, άντεξα να ανέβω τα σκαλοπάπια της
βεράντας, χωρίς να κοιτάζω πουθενά…
Κάθησα στην καρέκλα, το πιστεύεις, τόσα χρόνια
μετά, η καρέκλα ήταν ακόμα εκεί…
Εγώ
το μέρος της "συμφωνίας" το τήρησα, εσύ, όμως,
όχι… Παρά τις υποσχέσεις σου, δεν ήσουν εκεί…
Μα, μόνο το σώμα σου έλειπε, ένιωθα την ψυχή
σου, το πνεύμα σου, την παρουσία σου ολόκληρη
στο πλευρό μου, άκουγα το γέλιο σου, τη φωνή
σου.
Ξανάζησα τις στιγμές μας τις όμορφες, όχι μόνο
εδώ στην Μελβούρνη, μα και πίσω, στο αγαπημένο
νησί. Εκεί που κοριτσόπουλα κι οι δυό περνούσαμε
τα περισσότερα καλοκαίρια μας μαζί στο χωριό, με
τον νόνο και τη νόνα
να μας φωνάζουν κάθε
φορά που κάναμε "σκανταλιές". Με τα μικρά μας
αθώα κοριτσίστικα
μυστικά, με τις ζαβολιές μας, τις προσπάθειές
μας να φαινόμαστε μεγάλες, όταν δεν είμαστε παρά
μια σταλιά. Βλέπεις, δεν νοιάστηκε κανείς να μας
πει πως η ζωή ήταν τόσο, μα τόσο σύντομη, κι
εμείς δεν ξέραμε… Αργότερα το χωρισμό μας όταν
παντρευτήκαμε κι οι δυό κι η σχέση μας
υποχρεωτικά άλλαξε, εσύ εδώ, εγώ εκεί…. Τη χαρά
σου όταν έμαθες πως τελικά, εδώ θα ρθω κι εγώ…
τη χαρά μου, μέσα στη λύπη μου για τον ξενιτεμό,
ότι τουλάχιστον εδώ θάχω εσένα…
Δεν
βλέπαμε πάντα τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο,
ούτε τη ζωή, είχαμε τις διαφωνίες μας, τα
ξεσπάσματά μας. Μα η αγάπη και ο δεσμός μας,
ήταν πέρα από την συγγένεια κι όσο κι αν
διαφωνούσαμε, "εμείς μαζί δεν κάναμε και χώρια
δεν αντέχαμε".
Η
σχέση μας ήταν βαθιά, αληθινή, δεν ήταν
επιφανειακή και τυπική, με τα σκαμπανεβάσματά
της, αλλά πάντα με αγάπη… Δεν θα το πιστέψεις,
αλλά ξέρεις τι μου λείπει περισσότερο από τον
καιρό που έφυγες; Ο τρόπος που γελούσαμε, γιατί
γελούσαμε πολύ μαζί, πολύ και με το τίποτα. Όπως
την ημέρα που ήλθα σπίτι σου για να πάμε κάπου,
άνοιξες την πόρτα με κοίταξες κι άρχισες να
γελάς ασταμάτητα, σχεδόν υστερικά, σε ρωτούσα
συνέχεια τι συμβαίνει, από τα γέλια δεν
μπορούσες να μιλήσεις, μόνο, κρατώντας την
κοιλιά σου προσπαθούσες να μου δείξεις προς τα
κάτω. Κάποτε, κατάλαβα κι έσκυψα να ιδώ, άρχισα
κι εγώ να γελάω δυνατά γιατί τότε μόνο
διαπίστωσα πως στην βιασύνη μου είχα φορέσει ένα
καφέ κι ένα μαύρο παπούτσι… Είναι υπέροχο να
μπορείς να γελάς μαζί με αγαπημένο σου άτομο, κι
εμείς, γελούσαμε πάντα σαν παιδιά…
Μοιραζόμαστε
τις χαρές και τις λύπες
μας, τα μυστικά μας, όποια κι αν ήταν αυτά και
τις αναμνήσεις μας, κι
ήταν τόσες πολλές… Για τα χρόνια μας τα παιδικά
τα όμορφα, για το σόι μας, τα καλά
και τα στραβά τους.
Θυμάσαι που σε πείραζα συνέχεια πως δεν πήρες
μόνο το όνομα της νόνας μας της Αντριάνας, αλλά
και την παραξενιά της. Χαμογελούσες, άλλοτε
γελούσες με την καρδιά σου, και σχεδόν
συμφωνούσες μαζί μου. Δεν παρέλειπες όμως να μου
θυμίζεις πως η νόνα δεν ήταν μόνο παράξενη, ήταν
όμορφη γυναίκα, άξια και καλή, και τότε,
συμφωνούσα εγώ μαζί σου. Μόνο που συνέχιζα να σε
πειράζω πως εσύ τάχα μόνο την παραξενιά της
πήρες. Κι εσύ μου θύμιζες άλλα κι άλλα και
γελούσαμε με την ψυχή μας. Δεν είχαμε
ψευτοευγένειες και κοινωνικές ή συγγενικές
υποκρισίες
μεταξύ μας, τα σύκα ήταν πάντα
σύκα για εμάς…
…Το
μικρό δεντράκι στο στενό του σπιτιού σου είχε
ανθίσει και μοσχοβολούσε…από αυτό είχα κόψει ένα
κλαράκι και σου έδωσα να πάρεις μαζί σου, τότε,
τότε που σε αποχαιρετίσαμε για στερνή φορά…
Σου
είπα και σου θύμισα όσα
μπόρεσα αγαπημένη μου, πότε με μάτια στεγνά,
πότε υγρά, τα κατάφερα. Εδώ
στην βεράντα του σπιτιού
σου ώρες ολόκληρες κατάμονη, σου θύμισα
ακόμα και για
τις στερνές στιγμές,
όπου μέσα στη φόρτιση και την συγκίνηση
που επικρατούσε, εσύ
μπορεί να μην τα πρόσεξες και καλά.
…Μετά τον τελευταίο ασπασμό, ενώ όλοι περίμεναν
τους βαστάζους να σε σηκώσουν, τους παραμέρισαν
τα παληκάρια σου και μαζί με τρία σου ανήψια σε
σήκωσαν ψηλά, αργά, επιβλητικά, με δέος.
Αγαπημένη μου Αντριάνα, πόσο ψηλά έστεκες
εκείνην την στιγμή, πόσο πιο πάνω από κάθε
σχόλιο, από κάθε πόνο.
Την
στιγμή εκείνη τίποτα δεν μπορούσε να σε αγγίξει.
Έστεκες πολύ πιο πάνω από όλους και όλα.
Πανύψηλη, σε όλο σου το μεγαλείο, πέρασες από
μπροστά μας σωστή κυρία, με αξιοπρέπεια, όπως
άλλωστε έζησες όλη σου τη ζωή.
Εκείνη την ιερή στιγμή, έτσι όπως περνούσες από
μπροστά μας, αργά, επιβλητικά, όλα έσβησαν.
Τυχόν "λάθη" που η σεπτή μας κοινωνία,
δικαιολογεί μόνον στον εαυτό της, ξεχάστηκαν.
Όλοι στέκονταν με ιερό δέος καθώς περνούσες.
Έτσι όπως παραμέρισαν δεξιά κι αριστερά ήταν σαν
να σχηματίζουν τιμητική φρουρά για να περάσει
ηρωίδα και ήσουν αληθινή ηρωίδα αγαπημένη μου.
Η
καμπάνα χτυπούσε αργά, πένθιμα, συντροφεύοντάς
σε στο φευγιό σου, δεν είχε μείνει μάτι
αδάκρυτο. Ξαφνικά, ένα μικρό παιδάκι που ήταν
μέσα, χτύπησε τα χεράκια του παλαμάκια, κι ήταν
ας πούμε, το έναυσμα για να ξεσπάσουν όλοι σε
ένα παρατεταμένο χειροκρότημα που σε συνόδευσε
μέχρι που ξεκίνησες για το μεγάλο ταξίδι.
Kάπου εκεί πίσω εγώ, κλαμένη, πικραμένη, δεν
βρήκα το κουράγιο παρά μόνο για λίγες λέξεις
-Αντίο, αντίο αγαπημένη μου Αντριάνα, καλό
δρόμο, καλή
μας αντάμωση…
|