\\               ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            
 







GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above





 















 


 

Η Φόνισσα

Διονυσία Μούσουρα

 

Μπήκε μέσα διστακτικά, κοίταξε γύρω με μάτια φοβισμένα, γεμάτα τρόμο, όπως είπε μετά, άλλα περίμενε.

Η αίθουσα αναμονής φωτισμένη τεχνητά, τραπεζάκι στη μέση με ριγμένα πάνω πολυκαιρινά περιοδικά, σε μία γωνία πάνω σε ανθοστήλη, ένα μεγάλο βάζο με καλαίσθητα τοποθετημένα, φτιαχτά, αμύρωδα λουλούδια.

Κάθισε στην άκρια της καρέκλας, λες κι όσο λιγότερο χώρο έπιανε τόσο καλύτερη εντύπωση θα έκανε. Συνοδευόταν από δύο γυναίκες, επαγγελματικά ευγενικές.

Σε όλη τη διαδρομή από το Νοσοκομείο, έκανε πρόβες νοερές, τι θα πει, πώς θα το πει.

Δεν είχε σκοπό να αλλάξει τίποτα, ούτε και την πολυένοιαζε η έκβαση της όλης υπόθεσης. Μόνο, ας μπορούσε, ας της επέτρεπαν να τον δει έστω και για λίγο. Γιατί την τιμωρούν έτσι; Αυτή δεν είναι φόνισσα, όπως την αποκάλεσαν κάποιοι άσκεφτοι, ούτε μισούσε τον άνθρωπό της, απεναντίας, ό,τι έκανε το έκανε από αγάπη, για να μην υποφέρει εκείνος...

Μα, γιατί αργούν τόσο πολύ; Το ραντεβού, της είπαν, ήταν για τις 9.30 και τώρα κόντευε 10.00, γιατί παρατείνουν την αγωνία της; Τι ζητούν επί τέλους από αυτήν και δεν την αφήνουν ήσυχη; Επανειλημμένως τους εξήγησε ότι δεν πάσχει από κατάθλιψη, ότι  δεν τάχει χάσει, ήξερε τι έκανε και γιατί το έκανε. Δε φτάνουν τόσοι «ειδικοί» που την βλέπουν και ξαναβλέπουν τόσο καιρό τώρα; Γιατί πρέπει να δει κι άλλο Ψυχίατρο; Με το ζόρι δηλαδή προσπαθούνε να αποδείξουνε στο Δικαστήριο ότι τάχα είχε το ακαταλόγιστο όταν το έκανε. Τους το είπε εκατό φορές, ήξερε τι έκανε και ήθελε να το κάνει. Αν νομίζουν πως είναι φταίχτρα, ας την τιμωρήσει ο νόμος , μόνο να πάψουν να την ταλαιπωρούν, φτάνει πια.

Γνωρίστηκαν μες τη φωτιά του πολέμου, ένθερμη πατριώτισσα εκείνη, «βάρβαρος κατακτητής» εκείνος, Γερμανός, εχθρός της πατρίδας, μισητός  εχθρός.

Είχαν επιτάξει το σπίτι του πατέρα της, ήταν το μεγαλύτερο και καλύτερο στην πόλη.

Όπως ομορφότερη στην πόλη ήταν και η ίδια η Τασούλα. Κλεφτά και κρυφά κοίταζε ο ένας τον άλλο, εκείνος, ο Χανς  νέο παιδί ούτε 22 χρονών, εντυπωσιάστηκε από την φινέτσα και την σπάνια ομορφιά της Τασούλας. Έτρεμε η καρδιά της μάνας της όταν έπιανε το Γερμανό να κοιτάζει την Τασούλα της, μα περισσότερο έτρεμε όταν έπιανε την κόρη της να ανταποδίδει έστω και δειλά αυτές τις ματιές.

Η αμοιβαία συμπάθεια μεγάλωνε μέρα με τη μέρα,  ώσπου κάποτε ο Χανς βρήκε αρκετό κουράγιο ώστε να της μιλήσει με...νοήματα για την αγάπη του.

Οι καρδιές τους μιλούσαν τη κοινή γλώσσα της αγάπης. Ο φόβος και των δύο, όμως, ήταν απερίγραπτος.

Έτσι με κρυφές ματιές και φόβο πέρασαν τα δύσκολα, βάρβαρα χρόνια της φωτιάς.

Όταν έφτασε η ώρα να φύγουν οι κατακτητές, η Τασούλα έκρυψε το Χανς σε μια σπηλιά πάνω στο βουνό, μολονότι γνώριζε ότι αν τους πιάσουν θα τους τουφεκίσουν και τους δυο.

Αργότερα, τον έκρυβαν, υποχρεωτικά, οι γονείς της μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα, αφού η Τασούλα περίμενε παιδί. Τους στεφάνωσε κρυφά ένα βράδυ ο παπά Σπύρος και έτσι κρυφά πάλι, πήραν το δρόμο για την Πάτρα κι από κει λίγο αργότερα για τη Μελβούρνη.

Ο γιος τους ο Αριστείδης, το μοναδικό τους παιδί, γεννήθηκε λίγους μήνες αφότου έφθασαν στη Μελβούρνη.

Εδώ, βρήκαν κοινή γλώσσα τα σπασμένα Αγγλικά που κουτσομιλούσαν κι οι δύο και η ζωή πήρε το δρόμο της.

Μολονότι τους χώριζαν πάρα πολλά, έζησαν πολύ αγαπημένα και ταιριασμένα, η μεγάλη αγάπη που ένιωθαν ο ένας για τον άλλον κάλυπτε τα κενά, συν το γεγονός ότι για αυτούς δεν υπήρχε γυρισμός, ούτε και συγγενείς, οι δυο τους με το παιδί τους μόνοι.

Δούλεψαν, κουράστηκαν, υπέφεραν σαν όλους τους μετανάστες που οι πενιχρές αποσκευές τους κουβαλούσαν περισσότερα όνειρα και φόβο και λιγότερα υλικά αγαθά.

Μεγάλωσε ο Αριστείδης, παντρεύτηκε τους έκανε εγγονάκια. Μαζί με τον Αριστείδη, όμως, μεγάλωσαν κι εκείνοι και τους βρήκαν τα γηρατειά μαζί με όλα τα συνεπακόλουθα. Η Τασούλα κρατιόταν καλά μα ο Χανς άρχισε να καταπέφτει, κλονίστηκε ανεπανόρθωτα η υγεία του και η φροντίδα του έγινε φοβερά δύσκολη γιατί ήταν κατάκοιτος κι ανήμπορος να κάνει το παραμικρό μόνος του.

Υποχρεωτικά μπήκε σε Γηριατρείο. Φοβερό πλήγμα και για τους δυο. Σκοπός της ζωής της Τασούλας πλέον να πηγαίνει όσο πιο συχνά μπορούσε, λόγω απόστασης,  και να τον φροντίζει. Μα έπρεπε να παίρνει τρεις συγκοινωνίες, δύσκολα, ιδιαίτερα το χειμώνα.

Εκείνος κάθε φορά έκλαιγε και την παρακαλούσε να τον πάρει από κει. Της έλεγε πόσο δύσκολα περνούσε εκεί μέσα, χτυπούσε το κουδούνι για όποια ανάγκη  είχε, μα το προσωπικό, πάντα λίγο, περνούσε μέχρι και μισή ώρα για να ανταποκριθούν. Τον έβλεπε να αδυνατεί μέρα με τη μέρα. Επειδή παραπονέθηκε πολλές φορές, δεν την καλόβλεπαν πια.

Τον πήρε από εκεί, μα και στο δεύτερο και στο τρίτο Γηριατρείο που τον πήγε η κατάσταση λίγο-πολύ η ίδια. Μια μέρα τον βρήκε λερωμένο να κλαίει απαρηγόρητα. Έφυγε πολύ στενοχωρημένη, όλη νύχτα δεν έκλεισε μάτι, το μυαλό της έφευγε πίσω, στον τρόπο που γνωρίστηκαν, που ερωτεύτηκαν, στα χρόνια που πέρασαν ανταλλάσσοντας κλεφτές ματιές, στην τόλμη της να αψηφήσει τις συνέπειες και να τον κρύψει, την απόφαση της να τον παντρευτεί ενάντια σε κάθε λογική, εκείνος επικηρυγμένος από τις αρχές του τόπου του, κι εκείνη με τον κίνδυνο να χαρακτηρισθεί προδότρα  της πατρίδας της αφού πήγε με τον εχθρό, να στιγματισθεί και να περιφρονηθεί από εχθρούς και φίλους, άσε που πολύ ορατός ο κίνδυνος να την κουρέψουν και να την διαπομπεύσουν όπως έκαμαν σε αρκετές που πήγαν με Ιταλούς ή Γερμανούς. Η αγνή αγάπη που τους ένωνε, όμως, ξεπέρασε όλα τα εμπόδια κι έζησαν μια πολύ ευτυχισμένη ζωή. Πώς να τον βλέπει σε τέτοια χάλια τώρα; Πώς να αντέχει το κατάντημα του και τις ικεσίες του να τον πάρει σπίτι ή να τον σκοτώσει, χωρίς να νιώθει πως τον προδίδει;

Κάπου εκεί μεταξύ αναδρομών στο παρελθόν και συνειδητοποίησης του  σήμερα, πήρε τη δύσκολη απόφαση.

Σηκώθηκε πρωί, προσπάθησε να ακολουθήσει τη συνηθισμένη της ρουτίνα, νοικοκυριό, μαγείρεμα, πότισμα των λουλουδιών. Μετά, αφού ετοιμάστηκε και η ίδια φορώντας μια μακριά φούστα και μια ριχτή μπλούζα για να κρύβει τις προθέσεις της, πήρε τη τσάντα της αφού έβαλε μέσα το καλοτροχισμένο κουζινομάχαιρο.

Την απόφαση την είχε πάρει πια κι ήταν πολύ ήρεμη, σήμερα θα τελείωνε το μαρτύριο και των δύο. Δεν άντεχε πλέον να βλέπει τον άνθρωπο της να υποφέρει τόσο κι αυτή να μην κάνει τίποτα.

Φτάνοντας, πήγε πρώτα στην τουαλέτα κι έκρυψε το μαχαίρι στη φούστα της όπου τόκρυβε η ριχτή μπλούζα.

Χαιρέτησε το προσωπικό, αντάλλαξε λίγες ευγενικές κουβέντες, ως συνήθως, με τους άλλους  τρόφιμους και τους επισκέπτες,  πήγε στο δωμάτιο του, έσκυψε, τον φίλησε τρυφερά, του χάιδεψε τα πυκνά, άσπρα του μαλλιά, του ψιθύρισε πόσο πολύ τον αγαπούσε και πριν προλάβει εκείνος να αντιδράσει, με μια αστραπιαία κίνηση του βύθισε το μαχαίρι στο στήθος κάμποσες φορές. Πού βρήκε τόση δύναμη αυτή η μικροκαμωμένη κι αδύνατη; Μετά άρχισε να το βυθίζει  με ορμή στο στομάχι και την κοιλιά της...εκείνος πριν χάσει τις αισθήσεις από την αιμορραγία, την κοίταξε ξαφνιασμένος, μα κατάλαβε και δεν μίλησε...την ώρα που σήκωνε το μαχαίρι για να χτυπηθεί ακόμα μια φορά, μπήκε μέσα η κοπέλα να του φέρει το μεσημεριανό του...με τη δυνατή φωνή που έβγαλε η νεαρή τραπεζοκόμα αντικρίζοντας το φοβερό θέαμα, έπεσε ο δίσκος απ΄ τα χέρια της και μαζεύτηκε προσωπικό κι επισκέπτες γύρω...

Ο Χανς στο Νοσοκομείο σε άσχημη κατάσταση, το ίδιο κι η Τασούλα, μόνο που εκείνη την φρουρούσαν και την πήγαν σε άλλο Νοσοκομείο μακριά από το Χανς .Με το που συνήλθε, ξαφνιάστηκε που είδε τους Αστυνομικούς γύρω της, μα περισσότερο όταν θυμήθηκε τι είχε γίνει και ρωτούσε γεμάτη αγωνία για τον αγαπημένο της άνδρα.

Όταν επουλώθηκαν τα τραύματα της, την μετέφεραν στον Ψυχιατρικό Θάλαμο στην απομόνωση, από φόβο μήπως προσπαθήσει πάλι να αυτοκτονήσει.

Ρωτάει και ξαναρωτάει για το Χανς, της λένε μόνο  ότι δεν πέθανε, αλλά νοσηλεύεται σε Νοσοκομείο. Επιμένει να την πάνε να τον δει, θα ανησυχεί για κείνην, πρέπει να τον καθησυχάσει πως είναι καλά, μα της αρνιούνται.

Κοιτάζει το ρολόι του τοίχου που βρίσκεται πάνω από την Ανθοστήλη, δέκα η ώρα...γιατί παρατείνουν την αγωνία της;

Σε λίγο, επί τέλους,  ανοίγει η πόρτα και της ζητούν ευγενικά να περάσει, οι δύο συνοδοί μένουν στην αίθουσα αναμονής.

Σχεδόν δυο ώρες αργότερα βγαίνει αναστατωμένη, κατάκοπη και κάπως αγανακτισμένη με την επιμονή του Ψυχίατρου, της Ψυχολόγου κι όλων εκεί μέσα να την πείσουν πως ό,τι έκανε το έκανε γιατί έπασχε από βαριά κατάθλιψη...

Μα η Τασούλα αρνείται, επιμένει πως δεν έχει κατάθλιψη, ήταν νηφάλια και με το μυαλό πεντακάθαρο όταν το έκανε...

Καημένη Τασούλα, άδικα προσπάθησαν να σε «εφοδιάσουν» με την κατάλληλη δικαιολογία και με άλλοθι. Σε συμπάθησαν, είσαι ειλικρινής άνθρωπος, έλαβαν υπόψη όλα όσα τους είπες, μα πάνω από όλα την προχωρημένη ηλικία σου, προσπάθησαν να σε απαλλάξουν από την ταλαιπωρία και δοκιμασία του Νόμου και τις άδικες, ίσως, για την περίπτωση σου επιπτώσεις. Μα εσύ είσαι ανένδοτη, όχι, ας μην προσπαθούν να σε αθωώσουν λόγω...τρέλας, 400 τάχεις, ήξερες τι έκανες, γιατί το έκανες και ποια ήταν τα αίτια που σε οδήγησαν εκεί. Αυτοί δεν θέλουν να καταλάβουν και σε ταλαιπωρούν άδικα.

Ας αφήσουν τις δικαιολογίες  λες, αν θέλουν να σε βοηθήσουν, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να  σε αφήσουν ελεύθερη να πας να φροντίσεις τον άνθρωπο σου.

Έτσι περνούν οι βδομάδες, οι μήνες, κοντεύουν τρία χρόνια από τότε που έγινε «το κακό» και η Τασούλα ζει μες την αγωνία. Ρωτάει συνεχώς για το Χανς μα δεν της δίνουν πολλές πληροφορίες, της λένε ότι δεν ξέρουν.

Αδυνατεί μέρα με την ημέρα, είναι τόσο ευάλωτη πια και τόσο εύθραυστη.

Αρχίζει να χάνει την ικανότητα για επικοινωνία και την επαφή με το περιβάλλον,  μόνο ζητάει το Χανς και δεν μπορεί να εξηγήσει πού είναι τόσο καιρό και  γιατί δεν έρχεται στο Νοσοκομείο να την δει, εκείνος έτρεμε και μόνο συνάχι να είχε η Τασούλα του και τόσο καιρό τώρα να μην έλθει;

Ένα βράδυ σαν όλα τα άλλα πέφτει για ύπνο, Τα χάπια κάνουν βαρύ κι εφιαλτικό τον ύπνο της, μα απόψε δεν βλέπει εφιάλτες, βρίσκεται πάλι στο χωριό της...είναι κορίτσι ροδομάγουλο νέο και όμορφο, ο πόλεμος μαίνεται τριγύρω κι ο Χανς της ρίχνει γλυκιές ματιές, ματιές που αναστατώνουν τη νεανική της ψυχή και την κάνουν να ονειρεύεται όνειρα γλυκά και τρυφερά...

Με αυτά τα τρυφερά και γλυκά όνειρα πρέπει να έφυγε κάποια στιγμή της νύχτας, σε μια προσπάθεια, ίσως, να συναντήσει το Χανς...

Έτσι πρέπει να έγινε, ήταν τόσο ήρεμη και γαλήνια η μορφή της το πρωί που την βρήκαν...με χαμόγελο προσμονής χαραγμένο στο γεροντικό της πρόσωπο.

 

Διονυσία Μούσουρα

 


 


Διονυσία Μούσουρα










 


 
 

 

 

  

 

 



 
 

 

 

 

 

 

 


 

Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info