\\               ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

 



GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above





 


 

   Φορούσε μια κάσκα και μια στιγμή μου φάνηκε γελοίος. Κάσκα... αλλά δε φορούσε όπως τους άλλους κοντό παντελονάκι, κάλτσες ψηλές με πομπονάκι κάτω από το γόνατο. Οι λευκοί ήταν το ανώτερο στοιχείο στο Κονγκό του τότε. Με το ύφος το γνωστό του ρατσισμού, έτοιμοι να κάνουν την επόμενη παρατήρηση, την επόμενη κομπορρημοσύνη. Τον ρατσισμό δεν τον καταλαβαίνεις παρά μετά, όταν έχεις ζήσει χρόνια μέσα στις φυλετικές διακρίσεις του, κι όταν προσπαθείς να βγάλεις από πάνω σου ό,τι τυχόν μπόρεσε να σου μολύνει.

 

Είχε μια γοητεία και την ομορφιά του ακόμα, ο πατέρας μου, όπως ακριβώς την  γνώριζα. Η γοητεία αρχίζει από την φυσικότητα, και ό,τι έκανε, όσα χρόνια τον γνώριζα, ήταν απλά και φυσικά. Η μητέρα μου έτρεξε, έπεσε απάνω του κλαίγοντας. Είχε σκύψει να με πιάσει. Ερμουλλίμ μου, Ερμουλλούδιμ μου, κι αυτή είναι η κυπριακή εκδοχή του Ερμελίν! Του άρεσε να μου το αλλάζει το όνομα, να βρίσκει τρόπο το κάνει ακόμα και το υποκοριστικό μου αλλιώτικο. Κανένας άλλος δε με φώναζε έτσι.

 

Σιωπούσα, το θυμάμαι. Τι να πω; Έμενα για ώρες χωρίς φωνή όταν ήμουν μικρή. Ύστερα, εκείνη τη στιγμή, χωρίς να το πολυσκεφτώ, είχα κάνει ό,τι είχε κάνει και η μητέρα μου. Έτρεξα με φόρα. Με σήκωσε ψηλά σαν φώναζα «παπαλλή μου», η κυπριακή εκδοχή του μπαμπακούλη μου. Τη φωτογραφία δεν την σώσαμε, χάθηκε στον πόλεμο των ανταρτών κάποια χρόνια αργότερα. Με είχε απαθανατίσει ο ίδιος την ώρα που έτρεχα πάνω του. Βγάλαμε πολλές φωτογραφίες, τότε στο Στάνλεϋβιλ. Κλαίγαμε, γελούσαμε. Το είχαμε ζήσει τόσο το κλάμα και το γέλιο που έσμιγαν σε ένα, για όλα τα όμορφα το ένα,  για όλα τα οικτρά μας, που γίνονταν την ίδια ώρα.

 

Πήγαμε σε κάποιου γνωστού το σπίτι. Είχε δουλειές στην πρωτεύουσα της επαρχίας, ο πατέρας μου. Αυτό ήταν το Σταν, η πρωτεύουσα της Ανατολικής Επαρχίας του Βελγικού Κονγκό, της Province Orientale. Μεγάλα μαγαζιά και Ευρωπαϊκό περιβάλλον. Βελγίδες με κοντές φουστίτσες, ρακέτες στα χέρια, δακτυλίδια ακριβά με διαμάντια στα δάκτυλα, αμερικάνικα αυτοκίνητα, και το στοιχείο που βλέπεις πέρα από τη μύτη. Μια έκσταση. Μια μαγεία στις τόσες διαφορές. Πολλές και ασήκωτες διαφορές που μετρούν πόλους και διαμέτρους, αμέτρητες διαμέτρους. Οι μαύροι! Εκατοντάδες, χιλιάδες. Γυμνοί.  Ολόγυμνοι. Ποτέ από εκείνη την πρώτη μέρα δεν γύρισα να δω τη φύση τους, όσο κι αν προσφερόταν ελεύθερα στο μάτι. Ξεπηδούν όπως γυμνές και οι αναμνήσεις... Αθλητικοί, γεροί, υπόδουλοι, σε βλέπουν σαν να είσαι βασιλιάς, σκύβουν σχεδόν, όταν περνάς. Σε προσκυνούν. Τι τους είχαν κάνει, προς θεού; Δεν μπορούσα τότε να το ξέρω. Μετακόμιζα σε ρατσιστικό περιβάλλον, ένα περιβάλλον που δεν θα καταλάβαινα, παρά χρόνια μετά. Τι έκανε ο άνθρωπος στον άνθρωπο εκεί; Σε περιεργάζονται. Σου χαμογελούν. Σκύβουν το κεφάλι τους. Σε χαιρετούν σχεδόν γονατιστοί. Μυρίζουν, ορισμένοι βαρύ καπνό, άλλοι κάτι που δεν μπορείς να βάλεις σε λόγια, καπνό από χόρτα, φύση, ιδρώτα, όλα μαζί, μυρίζουν ζήση, τροπικά δέντρα, καλύβα και κλεισούρα, κάπνια, βροχή και χώμα κι ακόμα καθαρό νερό της βροχής. Φορτία στο κεφάλι ασήκωτα τα καλάθια με τις πραμάτειες. Περιμένουν στη γωνιά να ρίξει ένας λευκός ένα τσιγάρο. Τρέχουν να το πάρουν, το μοιράζονται. Φανταχτερά kitengi, τα κιτένγκια, όπως τα λέγαμε, οι πολύχρωμοι χιτώνες που φορούν οι μαύρες γύρω από το σώμα τους, σε γυναικεία σώματα και λερωμένα από την κόκκινη σκόνη και τον ιδρώτα φανελάκια, όσοι άντρες τα φορούσαν. Καθαρά φανελάκια, άλλοι, και καθαρά πεντακάθαρα δόντια όλοι. Μα και βρωμιά μα και απλυσιά. Σκόνη. Καθαρά δόντια όλοι, ναι. Και όταν λέω όλοι αυτό εννοώ. Ξυπόλυτοι σχεδόν όλοι. Άρρωστοι, άλλοι. Να κρατούν κομμάτια από ξύλο που έφτιαχναν με την άκρη τους τούφες και τα χρησιμοποιούσαν για να διώχνουν τις μύγες. Λεπροί! Υπάρχουν ακόμα πολλοί λεπροί στην περιοχή. (Έχει ιδρυθεί ειδικό νοσοκομείο για του λεπρούς της περιοχής μας από τις Ιταλίδες καλόγριες που είναι τώρα εκεί.) Άλλοι με ελεφαντίαση. Με τεράστιες κήλες, με πληγές, βαμμένοι με χρώματα. Μύριζαν άσχημα ορισμένοι. Μύριζαν δυνατά μια μυρωδιά που δεν θα μπορέσω να περιγράψω. Παιδιά, με μεγάλα, μάτια με έκφραση, μάτια χωρίς έκφραση άλλα, γεμάτα απορία, ανάγκη, άλλα τόσο... εκφραστικά ανέκφραστα. Όμορφα παιδάκια, στην πλάτη των μανάδων τους. Βελούδινα σώματα. Πονεμένα σώματα. Μικρά παιδιά με φορτία στο κεφάλι. Μουσίκες, οι μαύρες nanny που λέγαμε musika, που στα Swahili σημαίνει κοπελίτσα, με λευκά παιδιά στα χέρια τους, κρεμασμένα στη μέση τους. Καλάθια τεράστια και δεμάτια από ξύλα στο κεφάλι. Παιδιά στις πλάτες, παιδιά με μεγάλες κοιλιές και με κίτρινα ασπράδια ματιών. Φωνές, γέλια, γλώσσες που δεν καταλάβαινα. Λέξεις που δεν καταλάβαινα. Yambo, yamboeeeeeeeee, yambo mototo, Γιάμπο, γιάμπο εεεεεεεεε, γιάμπο μουτότο. Καλημέρα, καλημέρα σου καλημέρα παιδί. Αυτό το «γιάμπο» το είχα μάθει αμέσως, όλη μέρα μπορεί να το πει κανείς. Είναι στα Κισουαχίλι, δηλαδή στα Σουαχίλι του Κονγκό. Yambo bwana, γιάμπο μπουάνα, καλημέρα κύριε, καλημέρα εσύ ο «υπεράνω όλων». Όλοι με μια έννοια, αυτή του surviving the day ahead. Αααα,κάτι μ’ ενοχλούσε, σίγουρα!

Δεν αρέσει σ’ ένα παιδί αυτό που βλέπει. Γιατί δεν υπήρχε καμιά γέφυρα μεταξύ της Λεμεσού και των Πολεμιδιών και του Stan της δεκαετίας του πενήντα. Δεν είχα μάθει να απέχω από τον άνθρωπο, δεν είχα μάθει να σκέφτομαι αν θα μοιραστώ αυτά που αισθάνομαι τώρα ή αργότερα...είχα μάθει σε μια σιγουριά κουλτούρας που τώρα έμπαινε σε περιθώριο, γινόταν περιστασιακή, γινόταν αταίριαστη με το χώρο. Ήμουν μια μικρή λευκή στο χώρο τίποτε παραπάνω, και η κόρη ενός λευκού που είχε δικαιώματα σε άλλες ψυχές, που μπορούσε να διατάζει. Δεν μου άρεσε αυτό καθόλου. Και θα περίμενε να το εκδηλώσει κάποτε αυτό η μικρή μου ψυχούλα. Μα τότε, εκείνη τη μέρα όλα ήταν τόσο παράξενα. Και η υπομονή ενός παιδιού ας ξεπερνούσε αργότερα αυτή του Ιώβ.

 

Καλημέρα Έρμα μου, στη μεγάλη κοινωνική ανισότητα. Αυτή η διαφορά ήταν μια είσοδος στον κήπο των κακών «θαυμάτων» που μόλις είχα δρασκελίσει. Δεν υπήρχε μεταξύ του χθες της Κύπρου και του τώρα της Αφρικής παρά η διαφορά στο Κάιρο, ο σταθμός στο Χαρτούμ και στην Τζούμπα και οι ελάχιστες ώρες που με χώριζαν από τον προηγούμενο παιδικό μου κόσμο. Πόσο σοκ και πόση καταγραφή να είχα φορτωθεί. Και φόβο ίσως. Μα ένα ήταν το σίγουρο πως από εκείνα τα πρώιμα χρόνια δεν υπήρξαμε σχεδόν ποτέ μια οικογένεια ολόκληρη, πάντα κάποιος θα έλειπε, και η άφιξή μου στην Αφρική μάρκαρε και μια μελλοντική και εκ των πραγμάτων αποχώρηση μου όχι μόνο από τα πλαίσια της οικογένειας αλλά και από τα πλαίσια της πατρίδας. Πόσα να είχα αποδεχτεί ή πόσα να απαρνιόμουν ή δεχόμουν την ώρα ακριβώς που τα έβλεπα; Δεν μπορώ να το γνωρίζω σήμερα. Δεν θα το γνωρίσω ποτέ ίσως. Και ίσως για τούτο να σιωπούσε η Σφίγγα.

 

Μα περπατούν ξυπόλυτοι στη γη; Το αναρωτιέσαι. Γη κόκκινη γεμάτη δέντρα, κόκκινες πετρίτσες, kenzi, κέντζι το λένε, να περπατάς σαν να είσαι βασιλιάς.  Σταν το λένε. Ανισότητα, ναι, μεγάλη ανισότητα, μεγάλη η διαφορά. Ρατσισμός;  Α, ναι! Με κεφαλαίο το ΝΑΙ! Και λευκοί, λευκοί που δεν φοβούνται, που είναι δικό τους το σήμερα, που είναι δικό τους το αύριο και που φορούν παπούτσια και πολύτιμες πέτρες βγαλμένες από τη γη εκείνων που περπατούν ξυπόλυτοι. Δεν δίνουν σημασία σε τίποτε, οι λευκοί. Πουλούν κομμάτια μπαμπού (bamboo) οι μαύροι (όρος πολιτικά ορθός στο Κονγκό ακόμα και σήμερα), αυτοί που δεν φορούν παπούτσια, πουλούν μπανάνες, φιστίκια φρέσκα, γλυκά και αλμυρά ταυτόχρονα. Μύριζαν ζωή οι ακακίες γύρω. Απλώνονται σεντόνια στη γη τα άγρια λουλούδια τους και σαν βιτρίνα φύσης η γη όλη, για το πάμφθηνο ελεφαντόδοντο που απλωνόταν σαν πραμάτεια κατάχαμα. Όλα μια αγορά. Χιλιάδες κομμάτια τέχνης. Απλώνονται σεντόνια για τα δέρματα και τα κομμάτια της λεοπάρδαλης. Πουλιόταν η φύση, το κυνήγι το δέρμα, αλλά κανένας δεν μπορούσε ν’ αγοράσει τα χαμόγελα. Αυτοί που τα είχαν όλα δεν είχαν δυστυχώς το στήθος να τα χωρέσουν. Τα μάτια είναι χορτάτα από το δέρμα λεοπάρδαλης. Ακόμα και το δέρμα οκάπι. Δέρμα κροκόδειλου. Πεταλούδες σε κάδρα. Φίδια, πελώρια δέρματα, για ένα φράγκο το ένα. Καλαθένια καπέλα με φτερά παπαγάλων κόκκινα. Απίθανα μαχαίρια, που δεν είχα ξαναδεί. Και κανίφου, (μαχαίρια τσέπης) με τη ζωγραφιά των οκάπι πάνω. Ο ήλιος σημαδεύει με δοξάρια το κόκκινο μεγάλο πλατύ, πελώρια πλατύ ποτάμι. Γεμάτες οι όχθες του ήταν όταν το πρωτοείδα. Γεμάτες με ψαράδες, να μαζεύουν με πελώρια καλάθια το φαγητό τους, του ποταμού που μπήκε σαν τροφή μέσα μου, του ποταμού αυτού η γιορτή δεν περιγράφεται.

 

Είχα ζητήσει από τον πατέρα μου να δω από κοντά το ποτάμι. Το αγάπησα από ψηλά και για πάντα. Για το τότε και το σήμερα.  Όλα παράξενα αλλά για μια μικρή ύπαρξη άρχιζαν να λέγονται δικά. Και τα αισθήματά μου για την ζωή θα ανταγωνίζονταν την μεγαλειότητα του Κόνγκου ποταμού. Δεν έχω ξαναδεί πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο. Και η μουσική και η χαρά και οι παρόλες, και η όμορφη φτώχεια. Stan το λένε. Και μουσική ευρωπαϊκή και μαύρικη. Και μπύρα... μαύροι, λευκοί, όλοι μπύρα έπιναν.

 

Την ίδια νύκτα πήγαμε σε μια λέσχη ελληνική και το φαγητό ήταν τόσο πολύ που πετιόταν. Και περίμεναν όλοι να το μαζέψουν και οι υπηρέτες των εστιατορίων τους έδιωχναν. Πλούτη και κέρδη, σπατάλη και ...

Να είναι πάντα καλά αυτός που σημαδεύει και σκοτώνει με καλοσύνη τις αδικίες.

 

Καλωσόρισες στο δυτικό κόσμο, Έρμα, δια μέσου του Κονγκό, που θα έμενε για χρόνια μια «τσέπη» γεμάτη απ’ όπου όλοι θα έπαιρναν κάτι βαρύ και ακριβό, εκτός από την αδικία στο ιθαγενές στοιχείο του, τουλάχιστον τότε.  Ω ναι, την είχα δει την αδικία εκείνη ακριβώς τη μέρα και δε νομίζω να ήμουν ιδιαίτερα εντυπωσιασμένη. Από εδώ οι πλούσιοι κι από εδώ οι φτωχοί. Ενδιάμεσα; Τίποτε σχεδόν. Μια σχισμάδα χωρίς ηχώ. Μια ανισότητα που γνώρισα και στην Κύπρο, από το σπίτι στη Γλάδστωνος μέχρι τα Πολεμίδια. Σε μια απόσταση ενάμισι μιλίου. Μόνο που μπήκε στο πετσί μου από τότε η ιδέα τού να ανήκω στον άνθρωπο, όχι στα συστήματά του και την ύλη του. Θα ξαναζούσα πολλές φορές τα ίδια, όπου κι αν πήγαινα.

 Κοιμήθηκα ανάμεσα από δυο μεγάλες κόκκινες πολυθρόνες. Ήταν τίγκα από υπηρέτες το σπίτι. Σαν να συναγωνίζονται οι λευκοί ποιος έχει τον καλύτερο, ποιο σπιτικό έχει τους περισσότερους. Το πρωί, θυμάμαι, μου έφεραν μαζί μ’ ένα γάλα, που δεν ήταν σαν αυτό της γιαγιάς μου, κι ένα πιάτο πόριτζ. Είχε κρυμμένο μέσα ένα μεγάλο χάπι. Άκουσα να το λεν κινίνο. Είπαν ότι όλα τα «ασπράκια» πρέπει να το πίνουν, για να μην αρρωστήσουν με μαλάρια. Ήταν από τα λίγα κινίνα που ήπια. Εγκλιματίστηκα αμέσως στο τροπικό κλίμα, έτσι που δε γνώρισα τη μαλάρια με τον τρόπο που την γνώρισαν οι άλλοι λευκοί. Σε λίγους μήνες θα γινόμουν μια από τους λίγους, μια μαύρη με λευκό χρώμα! Και θα ζούσα με πάθος τη ζωή που πρόσφερε αυτή η Ήπειρος, αυτή η νέα πατρίδα. Μα είχα να περάσω πρώτα από τα όχι των λευκών.  Είχα να γίνω πρώτα μια λευκή. Γιατί με το χρώμα μόνο την εποχή εκείνη δεν το ήσουν. Μα έγινα δική τους από την πρώτη εβδομάδα, δεν θα αρρώσταινα παρά μονάχα από τις “αρρώστιες” των λευκών και κυριολεκτικά και συμβολικά.

 

Όταν ήρθε η ώρα βάλαμε τις βαλίτσες σε μια καμιονέτα De Soto και πήραμε δρόμο για το βορρά. Θα πηγαίναμε για το Paulis (ή Πώλις, όπως το λέγανε οι δικοί μας) κι απ’ εκεί στο δρόμο για την Rungu, που δεν είναι μακριά από τον ποταμό Uélé (Ουελέ) που τα νερά του ταξιδεύουν  από ανατολικά προς τα δυτικά, κάπου 1210 χιλιόμετρα, από κάποια βουνά κοντά στη Λίμνη Albert (Αλμπέρ) και θα φτάσουν και θα ενωθούν με τον ποταμό Mbomou, στη Γιάκομα της Κεντρώας Αφρικής και ενωμένοι πια οι δυο ποταμοί θα σχηματίσουν τον ποταμό Ubangi (Ουμπανγκί), που με τη σειρά του χύνεται στον Κόνγκο ποταμό. Ο Ουελέ σχηματίζεται επίσης από τον ποταμό Dungu (Ντουνγκού) κοντά στην ομώνυμη πόλη στα βόρεια του Κονγκό, και όχι πολύ μακριά από κει που μεγάλωσα, και σχηματίζει τον Ουελέ ενωμένο πια μαζί με τον Kibali. Μεγάλος παραπόταμός του είναι ο Bomokandi. Εκεί κοντά στον Μπομοκάντι μεγάλωσα και όχι μακριά από την αγαπημένη μου Ρουνγκού που πήρε το όνομά της από ένα χείμαρρο του Μπομοκάντι που ρέει με μεγάλη φόρα και σχηματίζει απίθανες στροφές και μικρούς καταρράκτες, όπου ζει ακόμα η σκέψη μου... στον ποταμό Rungu με τις καθολικές ιεραποστολές του. Εκεί στη Ρουνγκού ο αγαπημένος μου ποταμός, ο θρυλικός μου ποταμός ο Bomokandi. Εκεί στην περιοχή του Paulis και έξω από αυτό, λίγο πιο βόρια, σαράντα δύο χιλιόμετρα, στα δάση της Ρουνγκού και του Μπομοκάντι και το μικρό χωριό Νιακπού, και όπως λεγόταν ακόμα Nemosa, Νεμόσα το σημερινό Νανγκάζιζι, εκεί ήταν το σπίτι που μεγάλωσα, τριγυρισμένο κυριολεκτικά από τα πιο πλούσια ποτάμια του κόσμου και από τους πιο απίθανους ανθρώπους που γνώρισα και τα πιο σπάνια φυτά και δάση. Μια μαγεία και μια παραδεισένια ομορφιά που δεν ξεχνιέται. Μα είχαμε δρόμο μπροστά μας ακόμα για να φτάσουμε στο Νιακπού που φέρει όλες αυτές τις ονομασίες.

 

Η διαδρομή στο παρελθόν ανοίγει το νου σε άλλα, κρυμμένα, όμορφα αποδιωγμένα από το νου, γιατί η μνήμη θέλει εναύσματα, όσα κι αν είν’ πολλά, για να μιλήσει, αλλά συχνά κρύβεται.

 

Ξαφνικά, στο δρόμο από το Σταν για το Νιακπού  φάνηκαν οι πυγμαίοι του δάσους των Ιτούρι οι tiki-tiki. Το δάσος απλώνεται από τα κράσπεδα της Bunia. Έβγαιναν δειλά από τη ζούγκλα, κι έτσι όπως κρυβόντουσαν στις φυλλωσιές δεν μπορούσες να τους ξεχωρίσεις από το υπόλοιπο τοπίο. Γυμνοί, ολόγυμνοι, κρατούσαν τα βέλη τους.  Εγκλιματιζόμουν από την πρώτη μέρα στο περιβάλλον που θα έσωζε  την υπόληψη των γεγονότων τη στιγμή που γινόντουσαν. Δεν αισθάνθηκα ξένη στα γύρω. Και τα αποδέχτηκα. Να είχα επιλογή; Η άρνηση του περιβάλλοντος που βρίσκεσαι, σε όποια της μορφή, σού χάνει χρόνο πολύτιμο. Η αποδοχή, ακόμα και λανθασμένη, σού τον κερδίζει. Δεκάδες χρόνια αργότερα, οι άνθρωποι θα θέλουν να επιστρέψουν σε μια χώρα παρθένα, όπως ήταν τότε το Βελγικό Κονγκό. Εγώ η ίδια θα θέλω να το ξαναβρώ, με την τότε μορφή του. Αυτή η έννοια του παρθένου τοπίου θα με σώσει στο μέλλον από όσα στο δυτικό κόσμο θα θεωρούνται μιασμένα. Άλλα δεδομένα σημαίνει αλλαγή στον τρόπο που σκέφτεται ο άνθρωπος. Τίποτε δεν θ’ αντικαταστήσει την εικόνα, που η ομορφιά της παρθενικότητας των δασών δεν θα μπορέσει ν’ αφαιρέσει. Παρθένο σημαίνει παρθένο και όταν ακόμα μιανθεί ένα από τους γύρω κομμάτι του. Τίποτε δε με έφτιαχνε πιο ριψοκίνδυνη,  πιο θαρραλέα πιο πρωτόγονη πιο άνετη στον πρωτογονισμό μου από το Κονγκό και το παρθένο αμόλυντο δάσος όπου μεγάλωσα.  Και με κανένα λόγο δεν θα μπορούσα να εξηγήσω σε ένα εκτός περιβάλλοντος άτομο τον τόπο και τον τρόπο που μεγάλωσα. Δεν θα ήταν εύκολο! Με το κομμάτι αυτό καλωσορίζω τον δεύτερο τόμο που βγάινει τώρα σε βιβλίο με τίτλο

 

Nerema!

Άνθος του αλατιού-Fleur de Sel-Flower of salt



 

 

 


 
 

 

 

  


 



 
 

 

 

 

 

 

 


 
 

 

Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info