Στα
κρόσσια των ονείρων μου
Θεατρικό, Μονόπρακτο
* Το
έργο είναι Μυθιστοριογραφία. Η οποιαδήποτε
αναγνώριση χαρακτήρων ή μέρους όπως αναγράφονται
στο κείμενο, είναι συμπτωματική.
… καθώς
οι πρωταγωνιστές χάνονται στα στενά της Πλάκας,
ο Αυστραλιώτης θεατής αναπολεί με νόστο την
αγαπημένη του Γη!
Λαμβάνουν μέρος
Αντιγόνη
Αριστοτέλης
Μπεκρής
Περικλής
Μαέστρος
Τσιγγάνα
Α’
Τσιγγάνα
Β’
Τσιγγάνα
Γ’
Τσιγγάνα Δ’
Όλα τα τραγούδια παίζουν στο
διαδίκτυο
Ο
Αριστοτέλης και η Αντιγόνη,
κάθονται σε αναπαυτικές πολυθρόνες στο μπαλκόνι
τους -ένα ανυψωμένο βάθρο με λουλούδια.
Σε λίγο η Αντιγόνη σηκώνεται και αγκαλιάζει τον
παππού από τους ώμους, κινώντας ρυθμικά
το κεφάλι και σιγοτραγουδώντας το: “Dance
me to the end of Love”
του Leonard Cohen.
Αντιγόνη:
Dance me to
your beauty
with a
burning violin
Dance me
through the panic
till I’m
gathered safely in
Dance me
to the end of love
Dance me
to the end of love
MMMMMMMMMM
MMMMMMMMMMM
Love me
to the end of love
Love me
to the end of love
Αριστοτέλης:
Μπα!
Ανασφάλειες, ανασφάλειες πάλι κυρία Αντιγόνη
μας;
Αντιγόνη:
Γιατί το λες αυτό;
Αριστοτέλης:
Συ είπας. Μάλλον συ, μού το σιγοτραγούδησες στ’
αυτί. Και από «dance
me», μου το γύρισες στο «love
me».
Αντιγόνη:
Για μένα, έχει
μεγαλύτερη σημασία να μ’ αγαπάς, παρά να με
χορεύεις Αριστοτέλη μου.
Αριστοτέλης:
Γιατί παρακαλώ τόση φόρτιση;
Αντιγόνη:
Ε, να! Καθώς ανεβαίνουμε, όλα είναι στο
πρόγραμμα.
Αριστοτέλης:
Ανεβαίνουμε; Πού πάμε; Εγώ δεν βλέπω ούτε
ανεβατήρες ούτε κατεβατήρες όπως έλεγε και ο
αείμνηστος Βέγγος. Εδώ μας βλέπω. Στο μπαλκονάκι
μας, να απολαμβάνουμε το καφεδάκι μας, το
κρασάκι μας, παρέα με τα λουλουδάκια και τις
αναμνήσεις μας.
Αντιγόνη:
Για τα χρόνια μας που φεύγουν μιλώ Αριστοτέλη
μου. Μη κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις!
Αριστοτέλης:
Πάλι αρχίσαμε τα ίδια; Δόξα τω Θεώ είμαστε μια
χαρά. Το πιστοποίησε και ο γιατρός. Λίγο
πίεση, λίγο χοληστερίνη, λίγα πονάκια από
τις ισχιαλγίες, τα ρευματικά και τα αρθριτικά,
λίγο η ταχυπαλμία λόγω δυσλειτουργίας της
καρδιάς -έτσι για να ολοκληρώσουμε το πακέτο,
δημιουργούν σε όλους προβλήματα.
Αντιγόνη:
Δεν είναι μόνο αυτά. Τώρα που η ηλικία μας,
απειλείται και από την Άνοια, μη περιμένεις
πολλά.
Αριστοτέλης:
Το κατά δύναμιν Αντιγόνη μου. Σου το υπενθυμίζω
συνέχεια, αλλά δεν φαίνεται να με καταλαβαίνεις.
Το κατά δύναμιν. (Κλείνει πονηρά το
μάτι). Κι αυτό ισχύει για όλα.
(Επιστρέφει στην θέση του).
Αντιγόνη:
(Σιγοτραγουδά ενώ
ποτίζει τα λουλούδια)
MMMMMMMMMMM
Love me
to the end of love
Love me
to the end of love
MMMMM
Και όμως, τούτος ο σκοπός για κάποιο ανεξήγητο
λόγο με συγκινεί, με ταξιδεύει. Θέλω να ζήσουμε
μαζί μέχρι τα βαθιά μας γηρατειά Αριστοτέλη μου.
Να φτάσουμε μέχρι το τέλος μαζί.
Αριστοτέλης:
Εμένα πάλι, γιατί μου αρέσει περισσότερο
ο χορός;
Αντιγόνη:
Αλλάζεις κουβέντα; Γούστα είναι αυτά.
Αριστοτέλης:
Χαίρομαι που
συμφωνείς.
Αντιγόνη:
Όχι ακριβώς, γιατί δεν μπορώ να πάω με
τα αρέσω και τα θέλω σου. Εγώ λειτουργώ
με το συναίσθημα.
Αριστοτέλης:
Άντε πάλι. Φύγαμε από τις ανασφάλειες και πήγαμε
στους συναισθηματισμούς;
Αντιγόνη:
Λέγε με ρομαντική. Δεν μπορώ να ξεχάσω.
(Σε νοσταλγικό τόνο). Κλείνω τα μάτια
και ονειρεύομαι τις παλιές
μας γειτονιές με τις γλάστρες με τα πολύχρωμα
ζουμπούλια, και, πνίγομαι.
Αριστοτέλης:
Μη μου πεις πως γίνεσαι πάλι
παιδούλα;
Αντιγόνη:
(Με απλανές βλέμμα
προς τους θεατές). Με
βλέπω γύρω στα 12, μόλις έχω
τελειώσει το Δημοτικό, να
κατεβαίνω με φόρα τα σκαλιά
και να στρίβω στο στενό της οδού
Τριπόλεως, που ήταν ο γειτονικός ξυλόφουρνος του
κυρ. Λάμπρου. Αγοράζω κατ’ εντολή της μαμάς ένα
φρεσκοψημένο ψωμί, και, επιστρέφω
τρέχοντας για το μεσημεριανό. Τι χαρά! Όλη η
οικογένεια εκεί. Μαζί και η γιαγιά Ζηνοβία και ο
παππούς Αλέξανδρος.
Αριστοτέλης:
Να σε κεράσω ένα γλυκό;
Αντιγόνη:
Αριστοτέλη, πού το θυμήθηκες; Αυτό με ρώτησες,
όταν συναντηθήκαμε στο
ζαχαροπλαστείο του κυρ Μάνθου. Ήταν το πρώτο μας
ραντεβού.
Αριστοτέλης:
Θυμάσαι; Στην αρχή πηγαίναμε με παρέα, για να μη
γινόμαστε στόχος κουτσομπολιών και φτάσει το
μυστικό μας στ’ αυτιά των γονιών μας. Άλλες
εποχές. Τότε υπήρχε σεβασμός και προς τους
γονείς και τους μεγαλύτερους. Τα θυμάσαι βλέπω
Αντιγόνη μου.
Αντιγόνη:
Όλα τα θυμάμαι. Και το πρώτο και το τελευταίο.
Εκείνο όμως του αποχωρισμού
το 1966, όταν επιβάτης στο «Πατρίς» με
αποχαιρέτησες για την Αυστραλία, ήταν το πιο
πικρό, το πιο οδυνηρό.
Αριστοτέλης:
Αχ τί γλυκά ήταν αυτά!
Αντιγόνη:
(Θυμωμένα).
Τί λες Αριστοτέλη.
Ήταν νόστιμη και γλυκιά η ώρα του αποχωρισμού;
Αριστοτέλης:
(Την καθησυχάζει).
Έλα τώρα. Για τα γλυκά του κυρ. Μάνθου μιλάω.
Αντιγόνη:
Γλυκά ήταν και τα όνειρα που πλάθαμε για το
μέλλον μας! Αλησμόνητα μού είναι.
Αριστοτέλης:
(Προς τη
σύζυγο).
Θέλεις τώρα να σε πάω στο
ταβερνάκι του Προκόπη για δυο ουζάκια,
ένα καραφάκι βαρελίσιο κρασί και Μπεκρή μεζέ;
(Προς τους θεατές). Εκεί που λέτε
στην πλατεία που σύχναζαν και
οι συχωρεμένοι οι γονείς μου, Ηρόδοτος και
Αμαλία, τα καλοκαίρια, μαζεύονταν πολύς κόσμος.
Η καλύτερη διαφήμιση τού ταβερνιάρη ήταν ο
«περιποιημένος μεζές». Και τί «μεζές»! Θυμάμαι
ότι γινόταν ο χαμός με τον αδελφό μου,
ποιος να προλάβει το
τυρί και ποιος το χταποδάκι.
Γι’ αυτό και ο πατέρας φρόντιζε στο τραπέζι
να έχουμε αρκετό ψωμί. (Απευθύνεται
σ’ ένα κύριο στις πρώτες
σειρές και ρωτάει). Εσείς καλέ μου κύριε τα
θυμάστε; Ναι, για κείνα τα ταβερνάκια
μιλώ, που ο μεζές άγγιζε
μόλις και μετά βίας τη μύτη του πιρουνιού.
(Το ίδιο σε μια κυρία). Μήπως εσείς καλή μου
κυρία; (Προσπαθεί ν’ ακούσει). Τι είπατε;
Δεν είστε από την Αθήνα; Πώς γίνεται; Όταν
πλεύσατε για Αυστραλία, δεν κατεβήκατε στο
λιμάνι; Ε! Και οι περαστικοί προς Πειραιά,
Αθηναίοι συστήνονται!
Αντιγόνη:
Μας βλέπω να μεγαλώνουμε. Απόφοιτοι του 7ου
Γυμνασίου Λιοσίων, πιασμένοι χέρι - χέρι
ανεβαίνουμε στο λόφο του Σκουζί. Εσύ όμως
αποφασίζεις να φύγεις.
Αριστοτέλης:
Ε! τί να’ κανα; Αφού δεν υπήρχαν δουλειές, και ο
πατέρας δεν διέθετε το «μέσον», αντί να βάλω τον
εαυτό μου στη διαδικασία του περίμενε, πήρα των
ομματιών μου ωσάν όλους τους καλούς μας
συμπατριώτες και... Το
Motor Registration
νάναι καλά που μας πήρε με την πρώτη.
Αντιγόνη:
Είναι αλήθεια ότι τότε, με την ανεργία, η
Αυστραλία, ακουγόταν σαν ένας
καλός επαγγελματικός προορισμός, όπως έλεγε και
ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου.
Αριστοτέλης:
Πες το κι έτσι.
Αντιγόνη:
Θυμάμαι όταν άρχισε η αντίστροφη μέτρηση και
πλησίαζε η μέρα του αποχωρισμού. Το
κλάμα, ο πόνος κι ο θυμός, μαζί με τις
ατέλειωτες υποσχέσεις,
έπνιγαν και τους δυο μας.
Αριστοτέλης:
Όλοι τα περάσανε γυναίκα. Για ρώτα και τους
φίλους μας. (Προς τους θεατές). Υπάρχει
κάποιος από σας, που δε πόνεσε όταν το πλοίο
φορτωμένο με χίλια όνειρα κι ελπίδες,
εγκατέλειπε τον Πειραιά;
Αντιγόνη:
(Προς τους θεατές).
Ευτυχώς για μας, οι υποσχέσεις, δεν έμειναν στα
λόγια. Σε δυο χρόνια, που λέτε, ανταμώσαμε. Η
αγάπη μας, μάς κράτησε και θα μας κρατά «Τill
the end of love».
Αριστοτέλης:
Για στάσου. Να ο παγοπώλης με το τρίτροχο
αμαξάκι που χτυπά νωρίς-νωρίς με την αυγή τις
πόρτες των νοικοκυρών, για μια κολόνα
πάγο.
Αντιγόνη:
Να και ο γιαουρτάς, που διαλαλεί το σπιτικό
γιαούρτι στα πήλινα κεσεδάκια.
Αριστοτέλης:
Δεν μου λες; Θυμάσαι εκείνο το παλληκάρι με τα
γεροδεμένα μπράτσα και το ηλιοκαμένο πρόσωπο;
Αντιγόνη:
Πώς να τον ξεχάσω. Όλα τα κορίτσια ήταν
ερωτευμένα μαζί του. Ήταν τόσο όμορφος!
Αριστοτέλης:
Αυτός λοιπόν ο γεροδεμένος, που όπως λες
ήσασταν όλες καψούρες μαζί του, γυρνούσε
μ’ ένα ψάθινο πανέρι στο κεφάλι και
προσπαθούσε να πείσει την αξιότιμη
πελατεία του, όπως την αποκαλούσε, ότι τα ψάρια
του, μόλις είχαν βγει από τη θάλασσα.
Αντιγόνη:
Η μαμά πάντα τον προτιμούσε.
Αριστοτέλης:
Εγώ βλέπω τώρα τον «μανάααβη» ν’
ανηφορίζει με το φορτηγάκι τα
Πλακιώτικα στενά και να προκαλεί, τις κατά τα
άλλα καθώς πρέπει νοικοκυρές, φωνάζοντας
με το γνωστό του χιούμορ. «Μα-να-βεις,
μα-να-βεις». (Προς τους θεατές). Εσείς
κυρία μου. Ναι - ναι, σε σας απευθύνομαι εκεί
στο βάθος. Μήπως είστε η κυρία Περσεφόνη που
μένατε στο ισόγειο της οδού Ανδριανού;
(Σκέφτεται για λίγο και συνεχίζει). Διακρίνω
μια ομοιότητα ή μου φαίνεται;
Άς το. Πλάκα κάνω. Άλλωστε στην Πλάκα είμαστε. Η
κ. Περσεφόνη που λέτε κυρίες μου και κύριοι,
ήταν η πιο δύσκολη πελάτισσα του κυρίου «Με
ανάβεις». Όσο φρέσκα κι αν ήταν τα ζαρζαβατικά
που κουβαλούσε ο «Κεραυνός», έτσι φώναζε το
φορτηγάκι του, εκείνη τα έβγαζε μπαγιάτικα, για
να τον πληρώνει λιγότερα.
Αντιγόνη:
Αχ Αριστοτέλη
μου. Ακούω κιθάρες, ακούω λατέρνες, βλέπω
τσιγγάνες και τρελαίνομαι.
Αριστοτέλης:
Έλα αρκετά χαθήκαμε στο χρόνο! Ευτυχώς που το
1969 αποχαιρέτησες την Πλάκα, αφήνοντας πίσω την
ευυπόληπτη κυρία πεθερά μου μετά του
αξιοσέβαστου κυρίου πεθερού μου, παντρευτήκαμε
στον Ευαγγελισμό και έζησαν αυτοί καλά και εμείς
καλύτερα. Τέλος στο σενάριο.
Αντιγόνη:
Τί λες καλέ; Η παράσταση τώρα αρχίζει.
Αριστοτέλης:
Καλά λες. Να και ο μπάρμπα Νιόνιος που
ανηφορίζει τρεκλίζοντας.
Μπεκρής:
(Τρεκλίζοντας). Ε!
παιδιά. Για μένα μιλάτε; Δεν κοιμάμαι. Όρθιος
είμαι και σας βλέπω. Δύο, ένα, τρία, ένα…
(Απευθύνεται στους θεατές). Ε, φίλε, θέλεις
να σας μετρήσω; Εσύ, μήπως θέλεις
να πάμε για το τελευταίο; (Μπερδεύει
τη γλώσσα του). Και άμα είναι περιποιημένο
με κεφτεδάκι και τυράκι, σαλαμάκι και αγγουράκι,
ακόμα καλύτερα.
(Τραγουδά και χορεύει τρεκλίζοντας).
Πίνω και
ξεχνώ
Ωχ! αμάν,
αμάν, αμάν,
Πίνω και
κερνώ
Αχ! αμάν
αμάν αμάν.
Ωραίο ε! Να
το βγάλω δίσκο; Χειροκροτήστε ρε! Οι άλλοι είναι
καλύτεροι από μένα; Τι λέτε; Θα με βοηθήσετε να
κονομήσω κι εγώ το κατιτίς μου;
Γείτονας:
(Ενώ διασχίζει τη
σκηνή).
Ε! γείτονα!
Μπεκρής:
Ο κύριος;
Γείτονας:
Δεν με γνώρισες; Ο γείτονάς σου ο Περικλής
είμαι. Από το νοσοκομείο έρχομαι. Γέννησε η
Περιστέρα μου. Μάς έκανε το γιο.
Μπεκρής:
Μπορεί η Περιστέρα να κάνει γιο; Έλα Χριστέ και
Παναγιά κι Άγιε Γεράσιμε της Αλογονήσου. Εγώ
νομίζω, όχι δηλαδή μόνο νομίζω, είμαι επί
χιλίοις σίγουρος, ότι η περιστέρα κάνει μόνο
περιστέρια. Καλό, Ε!
Γείτονας:
Μα βέβαια. Με τέτοιο μεθύσι, δεν μπορείς να
μετρήσεις ως τα τέσσερα. (Τον πιάνει
από τους ώμους).
Μπεκρής:
Τι λες καλέ μου κύριε και γείτονα που έκανες και
γιο. Και μεις κάναμε. Και μάλιστα δυο. Ή μήπως
είναι τρεις; Μπορώ όμως να σου μετρήσω μέχρι τα
1000.
Γείτονας:
Άστο. Άλλη φορά. Έλα, να σε βοηθήσω να πάμε
σπίτι. Θα ανησυχεί η κυρά Παρθένα.
Μπεκρής:
Ποια είναι αυτή;
Γείτονας:
Η γυναίκα σου.
Μπεκρής:
Η γυναίκα μου. Και τη λένε Παρθένα. Μα πως
γίνεται μετά από πέντε παιδιά να είναι ακόμα
παρθένα;
Γείτονας:
Έλα μου ντε. Απλό, αλλά όχι του παρόντος.
Ακούμπα πάνω μου και
πάμε.
Μπεκρής:
Έλα Χριστέ και Παναγιά και Άγιε
Γεράσιμε της Κερκύρας.
(Σταυροκοπιέται).
Γείτονας:
Της Κεφαλονιάς θέλεις να πεις. Τώρα ήλθες πιο
κοντά. Μπέρδεψες τα νησιά αλλά δεν
πειράζει. Κοντά είναι.
Μπεκρής:
Γιατί, δεν έχει Άγιο Γεράσιμο η Κέρκυρα;
Γείτονας:
Εγώ ξέρω αυτόν της Κεφαλονιάς.
Μπεκρής:
Καλώς. Πάω πάσο, γιατί δεν τα έχω καλά με τους
Αγίους. (Σταυροκοπιέται).
Γείτονας:
Τότε γιατί σταυροκοπιέσαι;
Μπεκρής:
Έτσι έκανε η μακαρίτισσα η μάνα μου.
(Μυξοκλαίει). Μάνα πού είσαι;
(Σκουπίζεται) Λοιπόν, άκου αγαπητέ φίλε και
γείτονα, που λες ότι είσαι. Η γυναίκα μου δεν
ανησυχεί. Και ξέρεις γιατί; Θέλεις δηλαδή να
μάθεις;
Γείτονας:
Άντε πέσ’ το μας.
Μπεκρής:
Γιατί πήγε στο χωριό της, το ιστορικό
Κουσκοχώρι, για να κηδέψει την ξαδέλφη της την
Πελαγία.
Γείτονας:
Πού πήγε;
Μπεκρής:
Στο Κουσκοχώρι ντε, να κηδέψει τη ξαδέλφη
της.
Γείτονας:
Καλά - καλά.
Μπεκρής:
Οπότε πεδίον ελεύθερον. Οπότε είμαι
με σχόλια ή χωρίς, λίαν ελεύθερος. Οπότε
πίνω και μεθώ και…
Γείτονας:
Καλά - καλά. Πάμε και βλέπουμε.
Μπεκρής:
(Μισοτραγουδά και τρεκλίζει)
Πίνω και
μεθώ
Αχ! αμάν
αμάν αμάν
Αποχωρούν.
Αντιγόνη:
Αχ Αριστοτέλη μου! Θέλω να ζήσω αυτό το όνειρο.
Τα χρώματα με μαγεύουν, οι
κιθάρες μού χαϊδεύουν τ’ αυτιά και τα στενά
σοκάκια με τα γαρίφαλα, τ’ αγιόκλημα, τα
ζουμπούλια και τα γιασεμιά με … Μα τί βλέπω, τί
ακούω;
Αριστοτέλης:
Τί ακούς και τί βλέπεις πάλι Αντιγόνη μου;
Αντιγόνη:
Είναι Κυριακή, είναι απόγευμα και είμαστε στην
πλατεία Κοτζιά. Χαζεύω στις
βιτρίνες και…
Αριστοτέλης:
Για πες;
Αντιγόνη:
Βλέπω τον μαέστρο με την
λατέρνα του.
Αριστοτέλης:
Τώρα μας πήγες στα βαθιά. Πω πω αναμνήσεις!
Γέμισε η πλατεία τσιγγάνες.
Αντιγόνη:
Και τα Κυριακάτικα απογεύματα των Αθηναίων, με
Σμυρναίικους σκοπούς, δημοτικά και ρεμπέτικα.
Εμφανίζεται ο μαέστρος με τη λατέρνα, οι
τσιγγάνες σκορπίζονται στην πλατεία με
χειρονομίες και πειράγματα και μετά ανεβαίνουν
στη σκηνή, τραγουδούν και χορεύουν και
δημιουργούν… ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ!
Τραγούδια - «Η Λατέρνα» Στίχοι: Άγγελος
Τερζάκης, Μουσική: Μάνος Χατζηδάκις.
«Τσιγγάνα» Στίχοι: Αλέκος Σακελλάριος,
Μουσική: Μάνος Χατζηδάκις.
Κάθε που
βραδιάζει στην μικρή τη γειτονιά
μ’ ήλιο ή
με χαλάζι με νοτιά και με χιονιά
έρχεται ν’
αράξει μάθε του έρωτα φονιά
μια λατέρνα
κούτσα - κούτσα στη γωνιά.
Γλυκόλαλη,
γλυκόλαλη λατέρνα στη βραδιά
σαν το
πουλί, σαν το πουλί φτεροκοπάει η καρδιά
και
ξανανθίζει στη μαραμένη τη γειτονιά
ξεγελασμένη
μες στο χειμώνα η λεμονιά.
Οι
Τσιγγάνες μόλις ακούσουν τον επόμενο σκοπό
ανεβαίνουν στη σκηνή και χορεύουν .
Τσιγγάνα
κάτσε δίπλα μου
και τα
χαρτιά σου ρίχτα
και τα
βοτάνια πούλα μου
πούλα μου,
πούλα μου.
Τ’ άστρα
διαβάζεις τ’ ουρανού
και τις
γραμμές στο χέρι
σαν τις
παλιές τις μάγισσες
μάγισσες,
μάγισσες.
Τι το
θέλεις τι
το γαρίφαλο
στ’ αυτί.
Φούστα
κλαρωτή
και
γαρίφαλο στ’ αυτί.
Μαέστρος:
Μπράβο, μπράβο κοπελάρες μου. Να μου ζήσετε!
(Τραγουδά και κάνει τις βόλτες του). Φούστα
κλαρωτή και γαρίφαλα, πολλά γαρίφαλα
στ’ αυτί.
Και ενώ
τον χειροκροτούν, ο μαέστρος συνεχίζει το
τραγούδι. Οι τσιγγάνες χορεύουν καλαματιανό σε
ζευγάρια και ΚΑΤΕΒΑΙΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ. Αν
υπάρχουν περιθώρια και το εγκρίνει ο σκηνοθέτης,
παρασύρουν και θεατές.
Τραγούδι: «Να ζήσουν τα Φτωχόπαιδα». Στίχοι: Κ.
Κοφινιώτης, Σύνθεση: Άκης Σμυρναίου
Να ζήσουν
τα φτωχόπαιδα
που χουν
καρδιά μεγάλη
και σβήνουν
τα φαρμάκια τους
στου
τραγουδιού τα κάλλη
Γι αυτό κι
εγώ μανούλα μου
φτωχόπαιδο
γουστάρω
φτωχόπαιδο
αγάπησα
φτωχόπαιδο
θα πάρω
Μαέστρος:
Χορέψετε
κοπελάρες μου. Ώπα! Να μου ζήσετε.
Τσιγγάνα
Α’:
(Τον κτυπά στον ώμο
και με ναζιάρικη φωνή).
Να πάω κάτω κει, (δείχνει στην
πλατεία) να πω τη μοίρα σε εκείνο το όμορφο
παλληκάρι;
Μαέστρος:
Πριν λίγα λεπτά ήσουν μαζί του.
Τσιγγάνα
Α’:
Και;
Μαέστρος:
Θα μας
παρεξηγήσουν. Χα, χα, χα.
Τσιγγάνα
Α’:
Πολύ σκεφτικό
τον βλέπω.
Μαέστρος:
Μπορεί να μάλωσε με τη γυναίκα του.
Τσιγγάνα
Α’:
Μα εγώ βλέπω στην καρδιά του. Κάτι τον
βασανίζει.
Μαέστρος:
Του το λες άλλη φορά.
Τσιγγάνα
Α’:
Ας είναι. Μη στεναχωριέσαι παλληκάρι. Εσένα
αγαπάει.
Τσιγγάνα
Β’:
Εμένα μ’ ασήμωσε εκείνο το παλληκάρι με το
μεγάλο μουστάκι, για να του τραγουδήσω
(τραγουδά και παίρνει τις βόλτες της),
«Φούστα κλαρωτή και γαρίφαλα στ’ αυτί».
Ευχαριστώ, ευχαριστώ. (Υποκλίνεται δις και
τρεις).
Μαέστρος:
Άλλος με παραγγελιές.
Τσιγγάνα
Γ’:
Πετάγομαι για
ένα λεπτό κει πάνω στα ψηλά. Ξέχασα το μαντήλι
μου και το’ χω σε κακό να το χάσω.
Μαέστρος:
Το μαντήλι
ξέχασες τρομάρα σου, ή λιμπίστηκες τον νιο που
κάθεται κει δίπλα.
Τρέχει
να το πάρει. Στο μεταξύ βρίσκουν ευκαιρία και οι
άλλες και σμίγουν ξανά με το κοινό.
Μαέστρος:
(Τους δίνει
χρόνο ενώ παίζει τη λατέρνα).
Τα είπατε; Τελειώσατε;
Τσιγγάνα
Δ’:
Όχι ακόμα.
Μαέστρος:
Γρηγορείτε.
Τσιγγάνα
Δ’:
Μα μπερδεύεται η μοίρα.
Μαέστρος:
Ας πρόσεχε κι αυτή. Ξεμπέρδεψέ την! Άντε
μαζευτείτε.
Τσιγγάνα
Β’:
Ακόμα μια παραγγελιά. Χρυσοπληρώθηκα από κείνο
τον κύριο της απέναντι μεριάς.
Μαέστρος:
Ριξ’ το.
Τσιγγάνα
Β’:
Από σένα το τραγούδι του «Μάγκα». Το αφιερώνει
στην κυρία με τα ροζέ.
Μαέστρος:
Σε ποιαν;
Τσιγγάνα
Β’:
Στην κυρία με
τα ροζέ. Στο στεφάνι του καλέ.
Μαέστρος:
Και πώς ξέρεις ότι είναι το
στεφάνι του;
Τσιγγάνα
Β’:
Μου το
πρόλαβε.
Μαέστρος:
Καλώς. Το έχει. (Της γλυκομιλά). Και
άκου, τα χρυσά μισά - μισά. Αφιερωμένο και σε
όλους σας.
Τσιγγάνα
Β’:
Γιατί; Μας
ασήμωσαν;
Μαέστρος:
Όχι.
Τσιγγάνα
Β’:
Τότε;
Μαέστρος:
Λογαριασμό θα
σου δώσω;
Τσιγγάνα
Γ’:
Να πάω να χτυπήσω μαλακά στον ώμο εκείνο τον
κύριο με την φαρδιά κοιλιά, μήπως και πετύχω
κανά ασήμι;
Μαέστρος:
Όχι. Είπαμε αφιερωμένο με πολλή αγάπη.
Τσιγγάνα
Γ’:
Μα δεν …
Μαέστρος:
Δεν πάμε καλά. Άκου κοπέλα μου. Έχουμε και
υποχρεώσεις. Και όσο νάναι, ως καλλιτέχναι που
είμεθα, έχουμε και κάποια αξιοπρέπεια στις
συναλλαγές μας.
Μια
Τσιγγάνα παίζει τη λατέρνα, οι άλλες κτυπούν
παλαμάκια και ο μαέστρος τραγουδά και χορεύει.
Μαέστρος:
Όπα!
Το σατράπη
εμένα μη μου παριστάνεις
γιατί όσο
κι αν σ’ εκτιμώ και σ’ αγαπώ,
σαν γλεντώ
δεν θέλω έλεγχο να κάνεις
σε ό,τι πιώ
σ’ ό,τι χορέψω σ’ ό,τι πω.
Είμαι
άντρας και το κέφι μου θα κάνω
και θα πιώ
και δυο ποτήρια παραπάνω.
Όλες
μαζί:
Μπράβο, μπράβο, Μαέστρο! (Υποκλίνονται).
Ευχαριστούμε, ευχαριστούμε.
Αριστοτέλης:
(Όρθιος από το
μπαλκόνι). Ε!
κοπελιά, για πλησίασε. Θέλει να της πεις την
τύχη της.
Τσιγγάνα
Α’:
(Προς τον παππού).
Ασήμωσε.
Αριστοτέλης:
Από τώρα;
Τσιγγάνα
Α’:
Αν δεν, δεν πιάνει, δεν δένει, δεν δείχνει. Τί
να πω;
Αριστοτέλης:
Μη βασανίζεσαι. Έλα, πάρε και λέγε.
Ενώ
συγκεντρώνονται και οι άλλες τρεις Τσιγγάνες
και ο Μαέστρος, η Αντιγόνη απλώνει το
χέρι.
Τσιγγάνα
Α’:
Πω - πω, εσύ
καλή ζωή έζησες.
Αριστοτέλης:
Αυτό το
ξέρουμε.
Τσιγγάνα
Α’:
Καλό άντρα έχεις.
Αριστοτέλης:
Και αυτό το ξέρουμε. Πάμε παρακάτω.
Τσιγγάνα:
Σε σπίτι
μεγάλο με σκάλες ανεβαίνεις, σε σπίτι μεγάλο κι
όμορφο με σκάλες κατεβαίνεις. Πολλά κρεβάτια
στρώνεις, πολλά τραπεζομάντηλα απλώνεις, πολλά
ασήμια και πολλά ποτήρια πλένεις.
Αριστοτέλης:
(Στους
θεατές).
Σιγά μη μας πει και για τα
σώβρακα. Και αυτά τα ξέρουμε κυρά
μου. Θα μας πεις κάτι που δεν…;
Τσιγγάνα:
Πονάκια βλέπω.
Αντιγόνη:
(Φτύνει
στον κόρφο της).
Πού;
Τσιγγάνα
Α’:
Από μέση και
πάνω και από μέση και κάτω!
Αριστοτέλης:
Σωθήκαμε. Τι είναι αυτά που λες κυρά μου.
Τσιγγάνα
Β’:
Αφού αυτό βλέπει! (τρέχουν και οι άλλες να το
πιστοποιήσουν).
Όλες:
Ναι, ναι! (Γελάκια).
Τσιγγάνα
Α’:
Λοιπόν στο
σπίτι το μεγάλο, βλέπω μια χαρά.
Αριστοτέλης:
Χαρούμενοι
είμαστε. Γιατί να μην είμαστε; Και δεν έχουμε
μια χαρά, έχουμε πολλές τέτοιες.
Τσιγγάνα
Α’:
Αυτή όμως η χαρά, σας κάνει να χαίρεστε
πολύ - πολύ.
Αριστοτέλης:
Σώπα!
Τσιγγάνα
Α’:
Ναι καλέ, βλέπω να σας έρχονται πολλά και καλά
μαντάτα σας λέω.
Αντιγόνη:
Τι λες κοπέλα μου;
Τσιγγάνα
Α’:
Ναι, μαντάτα με χορό και τραγούδι.
Αριστοτέλης:
Άντε, για βάλε τα δυνατά σου, μήπως και
μπορέσουμε και δούμε πού κολλάει ο χορός
και πού το τραγούδι στην ηλικία μας.
Τσιγγάνα
Α’:
Λίγο υπομονή
και θα τα βρούμε.
Αριστοτέλης:
Έλα αρκετά μας είπες. Μαζέψετέ τα, στο καλό και
καλές δουλειές.
Τσιγγάνα
Β’:
Ασήμωσε κι
εμένα να πω τη δική σου. Δώσε μου λεφτά ν’
αγοράσω Ευρωπαϊκά ρούχα να πάμε στο
Disco,
να λικνιστούμε και να χορέψουμε και μετά….
Αριστοτέλης:
Πω - πω. Πολύ
προχωρημένη την ακούω.
Αντιγόνη:
Και διαβασμένη.
Αριστοτέλης:
Να πάτε στην ευχή μου. Την τύχη μου την ξέρω.
Σας ευχαριστούμε πάντως για τα τραγούδια και
τους χορούς που μας χαρίσατε.
Μαέστρος:
(Απομακρύνονται από το
μπαλκόνι). Άντε,
μαζευτείτε να πηγαίνουμε. Σας
περιμένουν ουρά οι πελάτισσες στην άνω
γειτονιά, να τους πείτε τη μοίρα και το ριζικό
τους.
Όλες
μαζί:
Ωραίαααα!
Μαέστρος:
Τραβάμε;
Όλες
μαζί:
Φύγαμεεε!
Μαέστρος:
Λοιπόν το τελευταίο είναι για την κυρία χωρίς
όνομα.
Τσιγγάνα
Β’:
Μα, μμμ
Μαέστρος:
Δουλειά σου εσύ. Δεν θέλω σχόλια.
Ο
μαέστρος παίζει και οι τσιγγάνες τραγουδούν και
χορεύουν φεύγοντας.
Τσιγγάνα
κάτσε δίπλα μου
και τα
χαρτιά σου ρίχτα
και τα
βοτάνια πούλα μου
πούλα μου,
πούλα μου.
Φούστα
κλαρωτή
και
γαρίφαλο στ’ αυτί.
Αριστοτέλης:
Ωραίο το
ταξίδι Αντιγόνη μου. Χαθήκαμε
στο χρόνο.
Αντιγόνη:
Αχ! Πέρασαν τα
έρημα τα χρόνια.
Αριστοτέλης:
Και όμως είδες; Λίγη ησυχία,
κι (γεμίζει τα ποτήρια) ένα ποτήρι
κρασί, (τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους),
μας πήγαν τόσα χρόνια πίσω.
Αντιγόνη:
Αχ, Αριστοτέλη, πόσο ωραία τα διηγείσαι! Λες και
είναι παραμύθι. Λες κι έγιναν χθες.
Αριστοτέλης:
Μα η ζωή είναι
παραμύθι. Αρκεί ν’ αγαπάς αυτά που έζησες, να
έχεις φαντασία και χιούμορ και να μη τ’ αφήσεις
να χαθούν!
Αντιγόνη:
Όπως τα λες. Στα κρόσσια των ονείρων μου
κρατιέμαι…
Αριστοτέλης:
Πω! Πω. Μεγάλη κουβέντα. Και ποιητική. Άριστα.
Πάντα ήσουν καλή στη Λογοτεχνία.
Αντιγόνη:
Στην υγειά
μας. (Προς τους θεατές). Εμείς όμως μη
χαθούμε.
Αριστοτέλης:
Εις αύριον λοιπόν!
ΤΕΛΟΣ
Μορφέας
|