Ο κυρ Αποστόλης
Οι κινήσεις,
μεθοδικές, μετρημένες κι ο χρόνος λίγος,
μετρημένος κι αυτός.
Πρέπει μέχρι τις
6, να έχει τελειώσει από πρόγευμα, καφέ, κ.λπ.
Είναι πολύ οργανωμένος ο
κυρ Αποστόλης, δεν αφήνει τίποτα στην τύχη.
Αποβραδίς, θα ετοιμάσει στο ειδικό ποτηράκι τα
πρωινά του χάπια κι είναι κάμποσα, βρίσκονται
όλα στο ειδικό κουτί του φαρμακείου με τα μικρά
χωρίσματα για κάθε μέρα της εβδομάδας και
υποδιαιρέσεις στην κάθε μέρα, πρωί, μεσημέρι,
βράδυ.
Κάθε Κυριακή πρωί, γύρω
στις 7, αφού έχει τελειώσει την πρωινή του
ρουτίνα, θα βγάλει από το ψυγείο που τα φυλάει
όλα τα κουτιά και μπουκάλια με τα χάπια του, θα
καθίσει στο τραπέζι της κουζίνας μπροστά
στην τηλεόραση και παρακολουθώντας τις ειδήσεις
της καινούριας μέρας, θα γεμίσει πολύ
προσεκτικά ώστε να μη λαθέψει σε τίποτα, το
κουτί για ολόκληρη την εβδομάδα ώστε πρωί-βράδυ
να μη χρειάζεται ν΄ ανοίγει μπουκαλάκια και
κουτιά.
Κι όπως είπαμε, τα πρωινά
τα βάζει στο ποτηράκι πριν πάει για ύπνο.
Σειρά έχει το μπολ όπου βάζει μέσα τις νυφάδες
βρώμης, όχι πολλές, μία- μιάμιση κουταλιά,
σε πλαστικό φλιτζάνι-μεζούρα, ώστε να μην
ξεφεύγει, θα βάλει από μια κουταλιά νυφάδες
πίτουρου, διάφορα σπόρια και άλλα υγιεινά που
δεν χρειάζονται βράσιμο, θα τα σκεπάσει όλα με
μια χαρτοπετσέτα και το κουτάλι δίπλα. Έπασχε
από χρόνια δυσκοιλιότητα ο κυρ Αποστόλης κι
έκανε ό,τι μπορούσε να την καταπολεμήσει. Ο
ίδιος έλεγε έφταιγε η πρώην γυναίκα του γι αυτό!
Ήταν τόσο γκρινιάρα,
απότομη, υπεροπτική, απαιτητική, ό,τι και να
έκανε, όλα στραβά τα έβλεπε και τον αρρώστησε
από τις πολλές φαγωμάρες και καβγάδες. Τον
έψελνε συνεχώς σαν...δεξιός ψάλτης! Ενίοτε, σαν
χορωδία ολόκληρη! Ησυχία δεν εύρισκε ο άνθρωπος.
Δεν του είπε μια καλή
κουβέντα ποτέ...ακόμα και τη νοικοκυροσύνη
του και τάξη που είχε σε όλα τα έβλεπε για
κουσούρι και τον φώναζε μίζερο και αρρωστημένο,
αντί να χαίρεται και να καμαρώνει που είχε
σειρά και τάξη στη ζωή του! Σε τέτοιο σημείο
έφτανε η κακία της και ο φθόνος της όπου
μια μέρα του φώναξε πως από τη τσιγκουνιά και τη
μιζέρια του ούτε τα κόπρανα του δε θέλει να
βγάλει από μέσα του και κείνα τα κρατάει, βέβαια
δεν τα είπε κόπρανα, αλλά άντε, τι να γράφεις
τώρα; Ντροπής πράγματα έτσι που μιλούσε αυτή!
Όλο γκρίνιαζε και παραπονιόταν πως στεκόταν πάνω
από το κεφάλι της συνέχεια και δεν μπορούσε να
πάρει ανάσα χωρίς να της κάνει παρατήρηση! Άκου
εκεί της κάνει παρατήρηση! Μα και το κρεμμύδι
που έκοβε και κείνο στραβά το έκοβε,
έπρεπε να του είναι ευγνώμων που προσπαθούσε να
της μεταδώσει τα φώτα του, εκείνος έκανε
μάγειρας στο στρατό και δεν τον έφτανε η
καλύτερη νοικοκυρά και όμως, όλο παράπονα η
κυρά Ανδρομάχη.
Σειρά έχει η ζάχαρη που
βάζει στο καφέμπρικο, το πρωί χρειάζεται
Ελληνικό, μερακλίδικο καφέ, όχι στιγμιαίο, σκέτο
νεροζούμι, πώς ν΄ ανοίξει το μάτι μ΄
αυτόν, άλλο πράγμα ο ελληνικός! Μετράει πολύ
προσεκτικά τη ζάχαρη, μισό κουταλάκι του γλυκού,
μη παρασυρθούμε κιόλας, διαβητικός άνθρωπος και
τόση λίγη κακό κάνει, αλλά πώς να πιεις τέτοιο
καφέ και να βάλεις μέσα χαπάκι
υποκατάστατου ζάχαρης; Γίνεται, εμ, δεν
γίνεται. Τον καφέ θα τον βάλει το πρωί για να
μην ξεθυμάνει όλη νύχτα.
Έτσι, κάθε πρωί γύρω στις
5.30 που σηκώνεται δεν έχει παρά να βάλει το
τσαγερό να ζεσταθεί το νερό που θα πιει, άλλη
συνήθεια αυτή, χειμώνα-καλοκαίρι το νερό
που πίνει το θέλει ζεστό, κατόπιν θα βγάλει το
γάλα από το ψυγείο ώστε να βάλει στο φούρνο
μικροκυμάτων να βράσουν οι νυφάδες βρώμης,
βάζοντας το γάλα πίσω στο ψυγείο θα πάρει από το
διπλανό ντουλάπι τον καφέ για να μην κάνει δυο
φορές το δρομολόγιο, κι ας είναι 2 μέτρα
απόσταση, θα βάλει καφέ και νερό στο μπρίκι, θα
βγάλει το μπολ από το φούρνο, θα βάλει το μπρίκι
στη πρίζα κι όση ώρα γίνεται ο καφές με πολύ
βιαστικές κινήσεις θα ελέγξει τα επίπεδα
γλυκόζης στο αίμα.
Πολλές φορές δεν
προλαβαίνει να γράψει στο ειδικό βιβλιαράκι πόσο
ήταν το ζάχαρο γιατί έχει αρχίσει να φουσκώνει
ο καφές και πρέπει να τρέξει, αν πάρει μια βράση
πάρα πάνω, θα χαλάσει το καϊμάκι, κι άντε να
πιεις τώρα καφεδάκι ελληνικό χωρίς καϊμάκι, αν
είναι δυνατόν! Μια δυο-φορές που έγινε αυτό,
αναγκάστηκε να τον χύσει και να φτιάξει άλλον!
Α, ναι, μεταξύ ελέγχου του αίματος και βρασμού
του καφέ θα φροντίσει να βάλει στο τραπέζι το
φλιτζάνι για να σερβίρει εκεί τον καφέ
ώστε να μη κινδυνέψει το καϊμάκι στη μεταφορά,
καθώς και το δεύτερο ποτήρι με νερό, το πρώτο
το ήπιε με τα χάπια αμέσως μόλις ζέστανε. Πριν
καθίσει, θα ξεπλύνει το καφέμπρικο και το
κουταλάκι να τα βάλει στη θέση τους.
Όχι έτσι άπλυτα
θα τα άφηνε! Για να βρει αφορμή η κυρά Ανδρομάχη
να τον ψέλνει με την τσίμπλα στο μάτι...
Κατόπιν, θα καθίσει άνετα
στη καρέκλα και θ΄ αρχίσει να τρώει
παρακολουθώντας το κανάλι 9. Τρέφει
ιδιαίτερη συμπάθια στους δύο
παρουσιαστές, τόσο στον άνδρα, ίσως γιατί
είναι μεταναστευτικής καταγωγής, όσο και στη
συνάδελφο του γιατί τη βρίσκει χαριτωμένη,
σοβαρή και το κυριότερο, μητέρα τριών παιδιών
και...όχι χωρισμένη!
Μαράζι το ΄χει ο κυρ
Αποστόλης...όλοι στη φαμελιά του χωρισμένοι!
Πώς να μη χαίρεται τους δύο παρουσιαστές!!!
Τελειώνοντας, θα βάλει στο
νεροχύτη τα άπλυτα, θα τα πλύνει μάνι-μάνι και
θα τρέξει στον υπολογιστή!
Βέεεεβαια, σύγχρονος
και...προχωρημένος ο κυρ Αποστόλης! Του
πήρε κάμποσο καιρό να μάθει τα βασικά, με τον
καιρό ξεθάρρεψε, πλήρωσε έναν Έλληνα τεχνικό και
του έμαθε πώς να μπαίνει στο διαδίκτυο, να
στέλνει ηλεκτρονικά μηνύματα και τώρα τελευταία
με μεγάλη δυσκολία, η αλήθεια να λέγεται, αλλά
τον κατάφερε ανιψιά του από Ελλάδα ν΄ ανοίξει
λογαριασμό και στο φέις –μπουκ!
Φατσόλιμπρο τόλεγε ο ίδιος!
Τον βοήθησε εκείνη
δίνοντας του οδηγίες πώς και τι. Δειλά-δειλά
στην αρχή, έμπαινε, έβλεπε, παρακολουθούσε
την...κίνηση, διάβαζε τι γράφουν οι άλλοι, τι
σχολιάζουν, κάποτε αναθάρρησε και σχολίασε κι ο
ίδιος, του έστειλαν αιτήματα φιλίας και
σιγά-σιγά μεγάλωσε ο κύκλος των φίλων του!
Για καλό και για κακό και
για να μη γίνει...ρεζίλι των σκυλιών, όπως
έλεγε, ζήτησε από τη Λενιώ την ανιψιά να μη
βάλει το αληθινό του όνομα αλλά ψευδώνυμο κι όχι
προσωπική φωτογραφία, της είπε κι έβαλε
ένα λιοντάρι!
Τι λιοντάρι μωρέ
μπάρμπα, δε βάζουμε καλύτερα λαγό; Εσύ
τρομάρα σου ακόμα κι η θεία η Ανδρομάχη
που σου έβαζε φωνή έτρεμες, άκου εκεί λιοντάρι
.Η απόσταση γινόταν ασπίδα για τη Λενιώ.
Άχτι την είχε τη συχωρεμένη την Ανδρομάχη,
εντάξει, καλή γυναίκα ήταν και νοικοκυρά και
δουλευταρού, τη γνώρισε μια φορά που ήλθαν μαζί
με το θείο Αποστόλη στην Ελλάδα, αλλά βρε παιδί
μου το φουκαρά το θείο της τον έψησε και τον
έκαψε. Στο κάτω-κάτω τι φαγώθηκε να τον
παντρευτεί, αφού τον είδε από την αρχή πως είναι
ανθρωπάκι, σκέτο σχολαρχείο και μίζερος
ας μην τον έπαιρνε, τι φοβήθηκε μπας και
την κατηγορήσουν πως τον έφερε από την Ελλάδα
και δεν τον αποκατάστησε; Ή μήπως κι εκείνη δεν
είχε τα στραβά της; Η φωτογραφία γνωριμίας που
του έστειλε πρέπει να ήταν τουλάχιστον 10
χρονών, κομψή και ροδομάγουλη την έδειχνε
και πολύ νέα.
Κι όμως στη φωτογραφία του
γάμου που της έστειλαν ήταν
στρουμπουλή και άχαρη. Μέσα σε ένα μήνα
παντρεύτηκαν, πότε πρόλαβε κι έβαλε τόσο βάρος
κι ασχήμυνε έτσι;
Ας είναι. Είχε
ακούσει κι από άλλους για τις Νύφες των καραβιών
αλλά και για τους Γαμπρούς των καραβιών!
Άντε τώρα και να
παίρνεις...γουρούνι στο σακί που έλεγε ο παππούς
της!
Γιατί στην
ουσία, έτσι γινόταν. Με μια φωτογραφία στο χέρι
η νύφη ή ο γαμπρός, πήγαιναν να παντρευτούν και
μάλιστα στην άκρη του κόσμου!
Εν πάση περιπτώσει, ο κυρ
Αποστόλης πορεύτηκε όπως μπόρεσε στη ζωή του
και...δεν τολμούσε ούτε στον εαυτό του να
ομολογήσει πως...το μόνο καλό που έκαμε η κυρά
Ανδρομάχη είναι που φρόντισε να αποχωρίσει
σχετικά νωρίς από τούτο το μάταιο κόσμο ώστε να
δει κι αυτός μιαν άσπρη μέρα!
Και την είδε την άσπρη
μέρα! Την έλεγαν Νικολέτα και τη γνώρισε
στο Κλαμπ Ηλικιωμένων που πήγαινε κάθε Πέμπτη!
Ήταν πρόεδρος η Νικολέτα,
έλυνε κι έδενε εκεί μέσα! Κουμάντο σε όλα
εκείνη! Εκείνη εισέπραττε το μικροποσό από τα
μέλη, εκείνη έδινε εντολές στις γυναίκες
της κουζίνας τι θα μαγειρέψουν, πότε και πώς θα
σερβίρουν, πότε θα παίξουν Μπίνγκο, πού και πότε
θα πάνε τις εκδρομές που οργάνωνε από καιρού σε
καιρό, όλα από τα χέρια και τις εντολές της
περνούσαν...
Καμάρωνε ο κυρ
Αποστόλης! Αυτή είναι γυναίκα! Τι γυναίκα
δηλαδή, γυναικάρα!
Την κάλεσε για φαγητό στο
σπίτι του όπου βάζοντας όλη του τη τέχνη
μαγείρεψε πεντανόστιμα φαγητά, έστρωσε
κολλαριστό τραπεζομάντιλο από της μακαρίτισσας
το μπαούλο, έβγαλε τη φωτογραφία της από
το σαλόνι...μπας και την δει η Νικολέτα του
και...τρομάξει ή νομίσει πως την κλαίει ακόμα,
έβαλε και τραγούδια Ελληνικά από κείνα που ήξερε
πως της αρέσουν, μέχρι λουλούδια στο βάζο!
Εντυπωσιάστηκε η Νικολέτα,
φάγανε, ήπιανε...κοιμηθήκανε μετά έτσι για
μεσημέρι να χωνέψουν λιγάκι(!), εκείνη το
πρότεινε πολύ θαρρετά, ο καημένος ο κυρ
Αποστόλης κάπου δείλιασε αλλά πού αν φέρει
αντίρρηση και...το ροχαλητό της
Νικολέτας...ικανό να ξυπνήσει και τους
πεθαμένους!
Άσε που μόλις
ξεντύθηκε πέταξε αλλού ρούχα αλλού παπούτσια...
Μα αυτά ήταν τα
λιγότερα...εκεί που ενοχλήθηκε φοβερά ο κυρ
Αποστόλης, ήταν που κάθε τρεις και λίγο
ρευόταν πολύ...θορυβωδώς!!! Κι ούτε καν
συγνώμη δεν ζητούσε λες κι ήταν το πιο φυσικό
πράγμα του κόσμου!
Με το που ξύπνησαν από τη
σιέστα και πριν ντυθεί με πολύ αυταρχικό ύφος
του ζήτησε να φτιάξει καφέ δίνοντας του
πολύπλοκες εντολές για το πώς ήθελε τον
καφέ της!
Αμίλητος ο κυρ Αποστόλης,
εκτελεί τις εντολές και με το που πιάνει το
φλιτζάνι στο χέρι της, της πέφτει πάνω στο
λευκό τραπεζομάντιλο και χύνεται ο καφές,
γιατί όχι μόνο εκείνη δε φιλοτιμήθηκε μόλις
φάγανε να μαζέψει το τραπέζι αλλά ούτε εκείνον
δεν άφησε βιαζόταν να...κοιμηθεί!
Του έριξε και κάτι μπηχτές
κάθε άλλο παρά κολακευτικές για τις...επιδόσεις
του στη σιέστα καθώς και για το πόσο
κακομοιριασμένος και μίζερος είναι και σηκώθηκε
κι έφυγε σεινάμενη-κουνάμενη!
Σύξυλος κι
εμβρόντητος ο κυρ Αποστόλης...δεν ήξερε από πού
ν΄ αρχίσει και πού να τελειώσει με τόση
ακαταστασία που του έκαμε η Νικολέτα σε όλο το
σπίτι, αλλά και στη ζωή του μέσα σε λίγες μόνο
ώρες!
Άρχισε από τη
φωτογραφία της Ανδρομάχης (του!).
Την πήρε στα χέρια και
πριν την αποκαταστήσει στη θέση της στο σαλόνι,
την κράτησε αγκαλιά και έκλαψε πικρώς...
Διονυσία Μούσουρα
|