\\               ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            
 





GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above





 


 

 

Ο μπάρμπα Τόλιος  ο βαρελάς,  τα βυρσοδεψεία  και η λίμνη Παμβώτιδα

Pipina D. Elles / Πιπίνα Δ. Έλλη

 

-Κικιρίκουουουου!.. Κικιίκουουουουου!..

Οι πετεινοί και αυτό το πρωινό όπως και κάθε άλλη μέρα, ξεκούφαναν τον κόσμο χαλώντας την ησυχία της γειτονιάς και ξυπνώντας τους κοιμισμένους.

-“Ώρα για ξύπνημα κοσμάκη!… ώρα για σήκωμα… ώρα για δουλειά δουλευταράδες”, ξαναλάλησαν οι πετεινοί, στη δική τους βέβαια γλώσσα.

“Σαν πολύ νωρίς δεν είναι, να ξυπνάει κανείς από τα χαράματα και μάλιστα με τα… κοκόρια;” ίσως ρωτήσετε. Και πιθανόν να έχετε απόλυτο δίκιο, αφού πολλοί από σας ίσως ζείτε στην πόλη και επομένως δεν χρειάζεστε τα “πετεινά” του ουρανού να σας ξυπνούν καθημερινά και προπάντων τα κοκόρια.  Κι ίσως ακόμη, κάποιοι από σας, να μην έχουν γνωρίσει από πολύ κοντά τα “πετεινάρια[1]” και να τα γνωρίζουν μονάχα από τα βιβλία τους κι από τους διάφορους ζωολογικούς χώρους. Σίγουρα εσείς, έχετε τα ωραία ξυπνητήριά σας για να σας ξυπνούν, που πιθανόν μάλιστα να ενσωματώνονται σ’ ένα κομψό ραδιόφωνο, ώστε έτσι να σας ξυπνάνε με τη μουσική που προτιμάτε… Κάποιοι άλλοι από σας ίσως να προτιμούν ένα διαφορετικό… είδος εγερτήριου αντί της μουσικής, ίσως κάποιο ενημερωτικό πρόγραμμα.  Και μπορεί να είναι περιττό να πούμε ότι οι μεγάλοι ξυπνούν κι αυτοί, συνήθως με τον ίδιο τρόπο, όπως κι εσείς.

 

Αλλά ας έρθουμε στο θέμα μας που σίγουρα είναι πολύ σπουδαίο, πέρα από τα κοκόρια ή τις παχουλές κοτούλες που κακάριζαν κι ολημερίς τσιμπολογούσαν στην αυλή του μπάρμπα Τόλιου, του Βαρελά, σκαρώνοντας πολλά φρέσκα κι εύγεστα αυγά.  Γιατί εμάς μας ενδιαφέρει περισσότερο ο μπάρμπα Τόλιος, η καταγωγή του, ο τόπος της εργασίας του και το ιδιόρρυθμο επάγγελμά του, η βαρελοποιία, δίπλα σ’ ένα άλλο, εξίσου ενδιαφέρον επάγγελμα της εποχής του, όπως λέει κι η επιγραφή της ιστοριούλας μας. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. 

Ο μπάρμπα Τόλιος καθημερινά και με το πρώτο λάλημα του πετεινού στο κοτέτσι του, σηκώνονταν γρήγορα κι ετοιμάζονταν να πάει για δουλειά, όσο πιο  ήσυχα μπορούσε βέβαια, για να μην ξυπνήσει κανέναν άλλον από την οικογένεια. Όσο όμως ήσυχα κι αν έκανε,  πάντα από κοντά ξύπναγε και η καλή  γυναίκα του η κυρά Τόλιαινα ή κυρά Λαμπρινή, που ήταν και καλή νοικοκυρά με τ’ όνομα.  Βιάζονταν να του “ψήσει” τον πρωινό του καφέ “για να βλέπει ο κακόμοιρος μπροστά του”, καθώς έλεγε.  Αυτό ήταν βέβαια σωστό, γιατί την ώρα εκείνη που κίναγε για δουλειά, δεν έφεγγε ακόμη έξω.

Ο μπάρμπα Τόλιος και η γυναίκα του, είχαν έρθει στη μικρή μας πολιτεία[2] από ένα μεγάλο ορεινό χωριό[3] που βρίσκεται όχι πολύ μακριά αλλά σε μεγάλο υψόμετρο. Εκεί το χειμώνα χιονίζει και κάνει πολύ κρύο, ενώ το καλοκαίρι υπάρχει μια παραδεισένια δροσιά. Είναι περισσότερο ίσως μια πολίχνη ο τόπος τους, όπου από παλαιά κατέφευγαν εκεί για διακοπές  πολλοί από τις χαμηλότερες, τριγύρω περιοχές, που είχαν ανάγκη από καθαρή ατμόσφαιρα, και πυκνότερο οξυγόνο.  Οι πολίτες της μαρτυρούν και στην εποχή μας την ποιότητα του κλίματός της, με τα ροδοκόκκινα μάγουλά τους και τους κατάγερους πνεύμονες. Μεγαλώνανε σ’ ένα περιβάλλον κατακάθαρο, όπου υπάρχει πληθώρα δέντρων -κάποια είναι αιωνόβια- όπως: πλατάνια, πεύκα, έλατα, βαλανιδιές κτλ.

Οι κάτοικοι της περίφημης αυτής  πολίχνης, φορούν πάντα και με μεγάλη υπερηφάνεια, τις παραδοσιακές τους στολές, και τηρούν όλα τ’ άλλα έθιμά τους, μ’ ένα αξιοθαύμαστο πατριωτικό πείσμα ενάντια στο χρόνο που αλλάζει ή σαρώνει κάποτε, πολλά στο διάβα του.

Εδώ λοιπόν στην περίφημη ετούτη πολίχνη, την εποχή στην οποία αναφέρεται η ιστορία μας, δίπλα στην τέχνη του βαρελοποιού, -όπως άλλωστε και σήμερα- άνθιζαν κι άλλες τέχνες, όπως η ξυλογλυπτική, η υφαντουργία, το κέντημα για να αναφέρουμε μερικές και οι  τεχνίτες είχαν να επιδείξουν  καταπληκτικές δημιουργίες.  Δίπλα σ’ όλα τ’ άλλα ταλέντα τους οι κάτοικοί της εξακολουθούν να διακρίνονται και για τη δίψα τους προς τα γράμματα. Από εδώ κατάγονται πολλοί γνωστοί για τη μόρφωσή τους άνθρωποι, πολιτικοί κι επιστήμονες. Κάποιοι μάλιστα από τους κατοίκους της κωμόπολης, σε χρόνους και καιρούς δίσεκτους για τη χώρα, είχαν ξενιτευτεί,  και έχοντας δουλέψει πολύ σκληρά και στερούμενοι από πολλά αγαθά, πέτυχαν το μεγαλύτερο αγαθό: να ευεργετήσουν δηλαδή, γενναιόδωρα την ιδιαίτερη -αλλά και την ευρύτερη πατρίδα τους- κάνοντάς  την να ξεχωρίζει στο χάρτη.

Ο μπάρμπα Τόλιος λοιπόν, νέος ακόμη, πήρε τη συντρόφισσά του την όμορφη Λαμπρινή κι  αφήνοντας τους γέρους του, με τις ευλογίες τους, κατέβηκε στην πολιτεία στις ρίζες των βουνών.  Η πολιτεία αυτή συντροφεύει, όπως και τότε, πάντα πιστά, την περίφημη για την ιστορία και τους θρύλους της, λίμνη Παμβώτιδα. Εδώ λοιπόν βρέθηκε ο μπάρμπα Τόλιος με τη καλή του κυρά Λαμπρινή, όπως και πολλοί άλλοι συμπατριώτες του, την περίοδο των δύσκολων χρόνων που ακολούθησαν τον ανταρτοπόλεμο. Την είχε αγαπήσει αυτή τη γραφική πολιτεία των θρύλων, την τόσο κοντά στην ιδιαίτερη πατρίδα του, από νωρίς. Την πρωτογνώρισε τότε που την επισκέφτηκε με τον πατέρα του, όταν  ήταν ακόμη μικρός, κι από ανάγκη για κάποια μικροεγχείριση. Είχε υποσχεθεί τότε στον εαυτό του, ότι θα χτίσει τη μικρή  επιχείρησή του και θα φτιάξει τη μικρή του οικογένεια, σ’ αυτή την πολιτεία με τη λαμπρή ιστορία, αλλά και την μακροχρόνια παράδοση στις τέχνες και στα γράμματα.  Έτσι  κι έγινε. Ερχόμενος στη μαγική πολιτεία έστησε τη μικρή επιχείρησή του, που ήταν η  κατασκευή ξύλινων βαρελιών.

Η πατροπαράδοτη τέχνη του μπάρμπα Τόλιου, είχε ζήτηση στη μικρή πολιτεία, τη γνωστή σ’ όλη τη χώρα, για την περίφημη τέχνη της στο ασήμι και στο μπρούτζο. Άλλωστε δεν ήταν μακριά της η ονομαστή Ζίτσα που έφτιαχνε ζηλευτά κρασιά!  Την τέχνη του ο μπάρμπα Τόλιος την είχε διδαχτεί από τον πατέρα του, κι εκείνος από τον δικό του. Έφτιαχνε λοιπόν μικρά και μεγάλα ξύλινα βαρέλια, για πολλών ειδών χρήσεις. Οι κάτοικοι των περιχώρων έρχονταν, αγόραζαν τα καλοφτιαγμένα νέα βαρέλια, και πολλές φορές όταν δεν είχαν ζώο να τα φορτώσουν, τα ζαλώνονταν[4] οι ίδιοι.

Ξύπναγε λοιπόν ο μπάρμπα Τόλιος τα χαράματα, έκανε το σταυρό του, έπινε τον καφεδάκο του, και τράβαγε για το εργαστήρι του. Αυτό βρίσκονταν στις ρίζες του μεγάλου και παλιού Κάστρου της μικρής  πολιτείας, δίπλα στη μαγική λίμνη, εκεί στο τέρμα από τα “ψαράδικα”, που κι αυτά με τη σειρά τους γειτόνευαν με την πλατεία του Αγίου Γεωργίου ή “Κουρμανιό”. Στην ίδια περιοχή βρίσκονταν και κάποια βυρσοδεψεία, που ήταν μικρές βιοτεχνίες για την επεξεργασία διαφορετικών δερμάτων, ώστε να είναι  κατάλληλα για την κατασκευή παπουτσιών, σχολικών σακών, ζωστήρων κι άλλων χρήσιμων δερμάτινων ειδών.

 

Κάποιες εποχές αυτή η περιοχή εκεί δίπλα στη σπουδαία λίμνη, μύριζε αποπνικτικά από την άσχημη μυρωδιά των δερμάτων που επεξεργάζονταν τα βυρσοδεψεία. Γιατί σύμφωνα  με το πρόγραμμα της επεξεργασίας τους, τα μούλιαζαν για ώρες σε στενόμακρες ξύλινες γούρνες  γεμάτες  με νερό, που περιείχε τις κατάλληλες χημικές ουσίες για το καθάρισμά τους, αλλά και για το μαλάκωμά τους. Πολλές φορές όταν γύριζα από το σχολείο -μέναμε στο Κάστρο για μεγάλα διαστήματα, καθώς ο πατέρας μου είχε τη μικρή του επιχείρηση στη Λόρδου Βύρωνος- άλλαζα το κανονικό μου δρομολόγιο και περνούσα από εκεί, παρακινούμενη από την περιέργειά μου. Όμως, σχεδόν πάντα, μετάνιωνα, καθώς δεν άντεχα τη μυρωδιά του μουλιασμένου δέρματος. Τα δέρματα μύριζαν πολύ λιγότερο, όταν πλέον απλωμένα σε σύρματα στέγνωναν, τεζαρισμένα με ξύλινες βέργες.

Οι μικρές βιοτεχνίες βαρελοποιίας κι εκείνες των βυρσοδεψείων, ενδιέφεραν τους κατοίκους της πολιτείας μας και φυσικά και τα σχολεία της. Θυμάμαι ότι όταν ήμουν μαθήτρια μόλις στη δεύτερη τάξη του Τετρατάξιου Δημοτικού σχολείου της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας, η δεσποινίς Ανθούλα, η δασκάλα μας, μας είχε πάει όλη την τάξη, για να επισκεφτούμε ένα βυρσοδεψείο. Όταν φτάσαμε εκεί, αφού ο ιδιοκτήτης του μας είχε εξηγήσει μερικά βασικά πράγματα, μας άφησε να περιεργαστούμε το χώρο και τα μέσα της επεξεργασίας του δέρματος και να κάνουμε ερωτήσεις.  Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα επίσκεψη.

Καθώς οι μικρές βιοτεχνίες των βυρσοδεψείων στεγάζονταν στα μεγάλα, πέτρινα, παλιά κτίρια που βρίσκονταν δίπλα στη λίμνη, τη μόλυναν καθώς έχυναν σ’ αυτή το βρώμικο νερό από το πλύσιμο των δερμάτων. Οι κάτοικοι όμως της πόλης δε φαίνονταν ν’ αντιδρούν ή να παραπονιούνται.  Τελικά έκλεισαν από μόνες τους αργότερα, όταν άρχισαν να εισάγονται από την Ιταλία τα καλοφτιαγμένα και γεμάτα φινέτσα δέρματα. Τα ιταλικά δέρματα μαλακότερα και καλύτερα επεξεργασμένα σε σύγχρονες μηχανές, ήταν ευκολοδούλευτα και κατάλληλα για την κατασκευή περισσότερων αλλά και πολυτελέστερων προϊόντων.   Ήταν μάλιστα φθηνότερα. Αυτό έδωσε τη χαριστική βολή στην βιοτεχνία της επεξεργασίας δερμάτων στην πολιτεία μας. Όσο για τη λίμνη Παμβώτιδα, γλύτωσε μεν από τα μολυσμένα νερά των βυρσοδεψείων, βάλλεται όμως από πάμπολλες και διαφορετικές μολυσμένες εισβολές που μόνο τελειωμό δεν έχουν!

 

Ας δούμε όμως την παραλίμνια περιοχή της τότε μικρής πολιτείας όπου βρίσκονταν αυτές οι μικροβιοτεχνίες και τη λίμνη… σα λίμνη.  Η περιοχή αυτή, είχε τις δικές της χάρες, που τις απολάμβαναν όσοι δούλευαν εκεί. Γιατί η περιοχή αυτή ήταν και είναι πάντα όμορφη και σ’ όλες τις εποχές του χρόνου. Να πώς τη θυμάμαι εγώ που μεγάλωσα δίπλα της.

Το φθινόπωρο τα πλατάνια  γύρω της φυλλορροούσαν και γέμιζαν την παραλιακή παλαιά λεωφόρο, με τα κατακίτρινα σαν παλάμη, φύλλα τους. Το χειμώνα απέμειναν γυμνά, ανατριχιαστικοί πολύκλαδοι σκελετοί που κάποια βράδια παράδερναν απελπισμένα στον παγερό βοριά. Έκρυβαν όμως μέσα τους με περίσσιο ζήλο, τους μαγικούς κόμπους της ζωής μέχρι την τρελή την άνοιξη. Και τότε όταν πια ξέσπαγε η φύση, σα σε όργιο, και όλα φούντωναν καταπράσινα, στολίζονταν κι αυτά στο γλυκό πράσινο της θαλερότητας και της ζωής. Κι ακολουθούσε το πολυαγαπημένο καλοκαίρι και τα πλατάνια στολίζονταν με χιλιάδες σκουλαρίκια τον καρπό τους και κάνανε τα βράδια όμορφα και δροσερά εκεί δίπλα στα σκοτεινά και πάντα μυστηριώδη νερά της λίμνης.

Τα βουνά μπιστικοί στην αγάπη τους, κρατούν μέχρι σήμερα τη λίμνη δροσερή, καθώς την ανανεώνουν με το κρύσταλλο που βγαίνει από τα έγκατα της καρδιάς τους. Άλλοτε θαρρείς πως πιασμένα χέρι-χέρι έχουν στήσει τριγύρω της αιώνιο τον στάσιμο χορό τους. Καθρεφτίζονται φιλάρεσκα στους κόρφους των γκριζωπών υδάτων της, που αλλάζουν το χρώμα τους συχνά και γίνονται γαλανά ή άλλοτε πάλι πράσινα, καθώς αυτή δανείζεται το χρώμα τ’ ουρανού πάνωθέ της.

Θυμάμαι, κάποτε στις ηλιόλουστες ημέρες του χειμώνα, και περισσότερο στις πρωινές δροσιές  του καλοκαιριού, οι “καστρινές”, οι γυναίκες δηλαδή του Κάστρου, ξεκίναγαν  για τη λίμνη φορτωμένες τις βελέντζες ή τις κρουστές τους,  τον ξύλινο κόπανο και “μπόλικο σαπούνι” για να τις πλύνουν εκεί στην άκρη της πανέμορφης κυρά-λίμνης.  Άκουγες τότε τον ανήλεο ήχο του κόπανου πάνω στα υφαντά, να γίνεται αγκομαχητό-ηχώ μέσα στη φραγμένη από τα βουνά, λίμνη, ένα κύκλο: “Γκαπ… γκαπ... γκαπ…”  και ξανά: “γκαπ … γκαπ… γκαπ… γκαπ…”.  Και μόνον όταν πια απόσταζαν οι καστρινές, σταμάταγαν το κοπάνισμα.  Άπλωναν τότε τα βαριά υφαντά σέρνοντάς τα πάνω στις μεγάλες πέτρες, που οι ρίζες τους ήταν κατάφορτες με πράσινη γλίνα κι έφευγαν. Τον χειμώνα που η μέρα ήταν μικρή και το κρύο και η υγρασία φαρμάκι, έφευγαν γρήγορα για να γυρίσουν αργότερα την ίδια μέρα,  όταν ο ήλιος έχανε πια τη δύναμή του,  στις τρεις ή τέσσερεις το απόγευμα. Το καλοκαίρι όμως που ο ήλιος τσουρούφλιζε τα πάντα από νωρίς, το πλύσιμο γίνονταν πρωί-πρωί και ήταν μια διασκέδαση για τις καστρινές.  Τα βαριά μάλλινα στέγνωναν τότε πολύ γρήγορα και πριν από το μεσημέρι.

Το φθινόπωρο η περιοχή μπροστά από τις μικρές βιοτεχνίες, γίνονταν λασπερή, καθώς ο απροσδιόριστος  τότε δρόμος κατέληγε μπροστά στη λίμνη, να γίνεται χωμάτινος, με πέτρες σκόρπιες εδώ κι εκεί. Σαν τέτοιος, έφτανε μέχρι την πόρτα του Κάστρου, τη δεύτερη αριστερά, με κατεύθυνση από το Κουρμανιό. Η βροχή δε σταμάταγε κάποτε για μέρες, και την ένιωθες να σε μουσκεύει βαθιά, μέχρι το μεδούλι. Τις γκρίζες εκείνες ημέρες έβλεπες να πλανιέται μια θαμπάδα πάνω της, λες και χνώτιζε ως πιο ζεστή από την ατμόσφαιρα. Η περιοχή ερήμωνε και μόνο οι μικρές βιοτεχνίες ζωντάνευαν το μέρος και θύμιζαν τη συνέχεια της καθημερινής ζωής σε κείνη την παραλίμνια  περιοχή της πολιτείας μας.

Την ίδια εποχή και το χαριτωμένο νησάκι χάνονταν στο άπλωμά της και γίνονταν ένα με το ομιχλώδες σώμα της, αχνή μινιατούρα της φύσης.  Τότε ήταν που φανταζόμουν τα θρυλικά της φαντάσματα να περιπλανώνται παντού και δε μου άρεσε να πηγαίνω προς το μέρος της.

Ο χειμώνας γύμνωνε την παραλίμνια περιοχή από τους λιγοστούς θάμνους, που φύτρωναν την άνοιξη και μέχρι το Φθινόπωρο. Κάποτε μάλιστα η βαρυχειμωνιά πάγωνε τις όχθες της λίμνης, όπως εκείνο το περίφημο χειμωνιάτικο βράδυ, όπου τα πλατάνια προδομένα από την κακοκαιρία, πιάστηκαν και κρουστάλλιασαν λυγισμένα πάνω από τη λίμνη κι αγκαλιασμένα με τα κύματά της.  Οι κάτοικοι της πόλης έτρεξαν πρωί-πρωί για ν’ αποθανατίσουν τα κρουσταλλιασμένα αγκαλιάσματα, με αναμνηστικές φωτογραφίες.

Τα καλοκαίρια όμως, εμείς τα “καστρόπουλα”, ξεχυνόμασταν παντού και φτάναμε ως τα βαρελάδικα, και τα βυρσοδεψεία. Αν μάλιστα είμαστε τυχερά δεν υπήρχε εκείνη η βρωμιά από τα μουλιασμένα δέρματα στις στενόμακρες ξύλινες λεκάνες τους. Και χαζεύαμε και ρωτούσαμε τους γελαστούς εργάτες, που αν και ιδροκοπούσαν από τον καυτό μόχθο της ημέρας, δεν ήταν σκουντουφλιασμένοι, όπως οι περισσότεροι από εκείνους που υπηρετούσαν στις τράπεζες ή στα γραφεία των διαφόρων υπηρεσιών.

 

Η δουλειά λοιπόν του μπάρμπα Τόλιου γίνονταν δύσκολη με τις βροχές, σαν έπιανε όμως το καλοκαιράκι, αυτός και οι συντεχνίτες του  δούλευαν ορεξάτοι.  Η δουλειά τους βέβαια απαιτούσε υπομονή και σχολαστικότητα, δεξιότητα, μαστοριά, χρόνο και καλόν καιρό.  Για να φτιάξουν τα ξύλινα βαρέλια, από το μικρότερο ως το μεγαλύτερο, απαιτούνταν η ίδια πολύπονη διαδικασία στο εργαστήρι. Έκοβαν δηλαδή, φαρδιές, καθαρές σανίδες πεύκου ή έλατου, από την ειδική ξυλεία που αγόραζε. Με κορδέλες, πλάνες  κι άλλα μηχανήματα, έφτιαχναν καθαρά και λεία τα κομμάτια ξύλου, που ήταν σε διαφορετικό μέγεθος. Τα  έκαναν στενότερα στις άκρες, για να δίνεται το χαρακτηριστικό τους σχήμα.  Όλα βέβαια δουλεύονταν ανάλογα με τις παραγγελίες και κυρίως των κρασοπαραγωγών. Όταν ήταν έτοιμα πια τα ξύλα, τα μούσκευαν.  Έτσι μπορούσαν να τα λυγίζουν στη μέση, τόσο όσο χρειάζονταν. Αφού γίνονταν αυτό έτσι καθώς ήταν λυγισμένα, τα άφηναν για να στεγνώσουν και να κρατήσουν το νέο τους σχήμα, γύρω από φρέσκια χόβολη. Έπαιρναν μετά γαλβανισμένες λουρίδες μέταλλο και έφτιαχναν στεφάνια, διαφορετικά σε μέγεθος. Ετοίμαζαν τους στρογγυλούς ξύλινους πάτους κι άρχιζαν τοποθετώντας το πρώτο στεφάνι, που ήταν μικρότερο από το επόμενο κι εκείνο μικρότερο από το μεσαίο, κι αυτό επαναλαμβάνονταν για το άλλο μισό του. Φαντασθείτε, όσοι δεν γνωρίζετε πολλά πράγματα για τα βαρέλια, ένα αυγό με κομμένες τις δύο άκρες του, οριζόντια.  Κάπως έτσι μοιάζει τέλος πάντων ένα βαρέλι.  Βέβαια ήταν απαραίτητο κι ένα άνοιγμα για την εφαρμογή της ωραίας βρυσούλας από όπου θα έρεε το κρασί ή οποιοδήποτε  άλλο υγρό.  Το άνοιγμα μπορούσε να είναι ή στον ένα μπάτο, και κυρίως στην άκρη του κύκλου ή στην κοιλιά του, δηλαδή το πιο εξογκωμένο μέρος του βαρελιού.

Ο μπάρμπα Τόλιος είχε σπουδαίο όνομα στον κόσμο των βαρελάδων.  Τα ξύλα που διάλεγε για τα δημιουργήματά του, έκαναν το ποτό που έκλειναν μέσα τους να παίρνει από το άρωμά τους και μέρος από τη γεύση τους.  Θα έχετε ίσως ακούσει για τη “ρετσίνα” το περίφημο ελληνικό κρασί που ονομάστηκε έτσι για την ιδιαίτερη ρετσινένια γεύση του, που την οφείλει στο ρετσίνι του πεύκου.

Φυσικά τα βαρέλια αυτά δεν έτρεχαν γιατί σφιχτοδεμένα καθώς ήταν με τα μεταλλικά στεφάνια γύρω τους δεν άφηναν την παραμικρή χαραμάδα.  Εξάλλου είναι γνωστό ότι τα ξύλα φουσκώνουν όταν βρίσκονται σε συνεχή επαφή με κάποιο υγρό. Επομένως στα βαρέλια οι λουρίδες του ξύλου εφαρμόζουν ακόμη περισσότερο, τόσο που δεν αφήνουν σταγόνα  από το περιεχόμενό τους να τρέξει.

Τότε που τα σπίτια δεν είχαν ακόμη νερό, το καθένα χωριστά, κι ο κόσμος έτρεχε στους δημόσιους κρουνούς ή στις βρύσες, οι γυναίκες κουβάλαγαν πόσιμο νερό για την οικογένεια, κάποτε σε τέτοιου είδους, μικρά βαρέλια. Για τα ρούχα, την πάστρα ή τη λάτρα του σπιτιού, μάζευαν και χρησιμοποιούσαν το βρόχινο νερό, τοποθετώντας μισά μεταλλικά[5] βαρέλια κάτω από τις κάνουλες, που έτρεχαν μέσα στην αυλή τους.

Στις μέρες μας τα ξύλινα βαρέλια είναι ακόμη πολύ χρήσιμα κι απαραίτητα για την αποθήκευση του κρασιού κυρίως.  Εδώ στην Αυστραλία, ίσως να γνωρίζετε από βιβλία ή  περιοδικά ή ακόμη κι από τα επίκαιρα στην τηλεόραση σας, τα τεράστια βαρέλια -σε επίσης τεράστια κελάρια- όπου οι διάφοροι κρασοπαραγωγοί, κρατούν πολλών ειδών κρασί και για πολλά χρόνια. Στις περιοχές γύρω από το Σύδνεϋ, περίφημα είναι για παράδειγμα τα vineries του Hunter valley. Στα βαρέλια αυτά  γίνεται η ζύμωση ή το βράσιμο του μούστου, μια αυτοτελής σχεδόν χημική ενέργεια που μεταβάλλει το χυμό του σταφυλιού σε κρασί. Ταυτόχρονα τα ογκώδη αυτά δοχεία βοηθούν στη συντήρηση και προσθέτουν στο άρωμα του κρασιού.

 

Έχοντας αφηγηθεί όλα αυτά, ίσως -ποιος το ξέρει;- κάποιος από σας ίσως και να θελήσει ν’ ακολουθήσει το παράδειγμα του μπάρμπα Τόλιου και ν’ ασκήσει την ενδιαφέρουσα και παμπάλαια τέχνη του.  Όλα είναι δυνατά!

 

 


[1]Πετεινοί ή πετεινάρια:  Κοκόρια.

[2] Εννοώ τα Ιωάννινα ή Γιάννινα, πρωτεύουσα της Ηπείρου, που στις ημέρες μας εξακολουθεί να είναι ένα αξιόλογο εκπαιδευτικό και πολιτιστικό κέντρο στον Ελλαδικό χώρο, με αρκετά μεγάλο πληθυσμό.

[3] Πρόκειται για το φημισμένο Μέτσοβο στο νομό Ιωαννίνων. Την εποχή του ‘50 στην οποία αναφέρεται η μικρή πλαστή ιστορία, ήταν ένα μεγαλοχώρι. Σήμερα είναι μια μικρή πολιτεία πάντα αξιόλογη για τα ιστορικά και πολιτιστικά στοιχεία της.

[4] Τα κουβαλούσαν στην πλάτη τους δένοντάς τα με σκοινί που το τύλιγαν γύρω από το βαρέλι και στη συνέχεια περνούσαν το χαλαρό σχοινί γύρω από τους ώμους και τη μασχάλη τους, και τραβώντας τις άκρες του με τα χέρια τους, το στήριζαν στην πλάτη τους . Ύστερα θηλύκωναν τις άκρες του σχοινιού που κρατούσαν, σφιχτά μπροστά στο στήθος τους, στερεώνοντας το φορτίο στη θέση του. Αυτός ήταν ένας πολύ συνηθισμένος τρόπος που οι χωρικοί είχαν υιοθετήσει, για να κουβαλάν μικρά βάρη.

[5] Ετούτα προέρχονταν από χρησιμοποιημένα βαρέλια εμπορίου, που περιείχαν  συνήθως κάποιου είδους λάδι.  

 



 

 


 
 

 

 

  


 



 
 

 

 

 

 


  

Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 mail@anagnostis.au