Η Ελληνοαυστραλιανή παροικία,
1900 -1954
Χρήστος Ν. Φίφης
Το παρόν
άρθρο επιχειρεί μια σύντομη αναφορά στα
κυριότερα γεγονότα, ζητήματα και εξελίξεις στην
ιστορία της Ελληνοαυσυτραλιανής παροικίας από το
1900 μέχρι το 1954. Απευθύνεται προς τον γενικό
αναγνώστη αλλά πιστεύω θα ενδιαφέρει, επίσης,
ιδιαίτερα τους εκπαιδευτικούς, τους φοιτητές και
μαθητές και όσους θα ήθελαν να εμβαθύνουν
περισσότερο στην ιστορία της παροικίας.
Αναφέρομαι στο 1900 γιατί την 1η Ιανουαρίου 1901
δημιουργήθηκε η Αυστραλιανή Κοινοπολιτεία με την
ομοσπονδοποίηση των έξι πολιτειών -πρώην
βρετανικών αποικιών της Αυστραλίας. Θα πρέπει
από την αρχή να διεκρινίσουμε τη διαφορά μεταξύ
κοινότητας και Κοινότητας. Είναι το ίδιο με την
περίπτωση community
και Community
στα Αγγλικά. Κοινότητα με κεφαλαίο «Κ»
αναφέρεται στον οργανισμό, π. χ. την «Ελληνική
Ορθόδοξη Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτώριας» και
με μικρό «κ» εννοείται η ευρύτερη ομάδα – η
παροικία.
Μετά
περίπου το 1890 οι ελληνικές παροικίες της
Μελβούρνης και του Σίδνεϊ άρχισαν να
σταθεροποούνται και να οργανώνονται. Η
οργανωμένη παροικία άρχισε από τη δεκαετία του
1890 με την ύπαρξη μερικών οικογενειών και τη
δημιουργία των δυο πρώτων Κοινοτήτων στην
Αυστραλία, την Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα
Μελβούρνης, τον Αύγουστο του 1897 και την
Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα του Σίδνεϊ, τον Μάϊο
του 1898 και των αποφάσεών τους για δημιουργία
των κοινοτικών εκκλησιών τους. Υπήρχαν και πριν
το 1897 κάποιες υποτυπώδεις παροικιακές
οργανώσεις αλλά δεν διασώθηκαν πρακτικά και
ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν.

Οι τρεις
πρώτοι πρόεδροι της Ελληνικής Κοινότητας
Μελβούρνη: Αλέξανδρος Μανιάκης, Γρηγόριος
Ματορίκος και Αντώνιος Λεκατσάς
Η
δημιουργία Κοινοτήτων και οργανώσεων προϋποθέτει
τη σταθεροποίηση της παροικίας με την ύπαρξη
κάποιου αριθμού ελληνίδων γυναικών, οικογενειών
και ανάπτυξη πολιτιστικής ζωής. Μετά το 1890
σημειώνεται κάποιος αριθμός ελληνίδων αλλά ο
αριθμός τους ήταν πάντα μικρός σχεδόν μέχρι το
1954. Σύμφωνα με τον
Charles Price, το 1901 η
αναλογία ήταν 100 ελληνίδες για κάθε 1200
έλληνες εποίκους στην Αυστραλία. Και το 1947 η
αναλογία εξακολουθούσε να είναι 100 ελληνίδες
για κάθε 287 έλληνες εποίκους (Charles
Price, 1948, σσ. 48 και
12).
Το 1954
είναι ένας σπουδαίος σταθμός για την ελληνική
παροικία γιατί σημειώνει το τέλος της παλιάς
προπολεμικής παροικίας και την αρχή της νέας που
προήλθε από τη μαζική μετανάστευση. Στον πίνακα
1, στα στοιχεία που προέρχονται από τις
Αυστραλιανές απογραφές, μπορούμε να
παρατηρήσουμε την αύξηση των μελών της Ελληνικής
παροικίας που γεννήθηκαν στην Ελλάδα, τις πρώτες
πέντε δεκαετίες του 20ου αιώνα:
Πίνακας
Ι. Αυστραλιανές απογραφές
Αριθμός
ατόμων που γεννήθηκαν στην Ελλάδα (1901-1954)
Απογραφή
΄Ανδρες
Γυναίκες
Σύνολο
1901
815
63
878
1911
1.698 105
1.803
1921
3.147
507
3.654
1933
6.548
1.789
8.337
1947
9.115
3.176
12.291
1954
16.794
9.068
25.862
Μπορούμε να
διακρίνουμε στην ιστορία της Ελληνικής παροικίας
των ετών αυτών, σταθμούς και περιόδους. Τέτοιοι
σταθμοί είναι τα έτη 1897-98, 1912, 1916, 1924,
1933 και 1954. Διακρίνουμε και τις περιόδους
1890-1916, 1916-1940 και 1940-1954.
Η
περίοδος 1890-1916
Σ’ αυτή την
περίοδο έχουμε την αρχή ης παροικιακής ζωής και
τη δημιουργία πολλών ελληνικών καταστημάτων στα
κυριότερα αστικά κέντρα της Αυστραλίας. Η
δημιουργία ελληνικών καταστημάτων έφερε την
αλυσωδοτή μετανάστευση μελών των οικογενειών,
φίλων και συμπατριωτών, κυρίως από τα Κύθηρα και
την Ιθάκη και μετά το 1898 και από το
Καστελλόριζο. Οι μικρές αυτές παροικίες αυτής
της πρώτης περιόδου συνέβαλαν στην ενίσχυση των
αναγών της Ελλάδας, ιδιαίτερα της ανάγκης των
ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.
Στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων του 1912-13
οι παροικίες της Αυστραλίας απέστειλαν από
εράνους στην ελληνική κυβέρνηση £12.000 λίρες,
σε μια εποχή που οι αποδοχές των εργαζομένων
ήταν £2.00 λίρες την εβδομάδα. Το έτος 1913
σημειώνει την ίδρυση της πρώτης ελληνικής
εφημερίδας στην Αυστραλία. ΄Ηταν η εβδομαδιαία
εφημερίδα του Ευστρατίου Βενλή «Αυστραλία»
που πρωτοκυκλοφόρησε στη Μαλβούρνη. Γύρω στο
1920 μεταφέρθηκε στο Σίδνεϊ και το 1922
αγοράστηκε από τους αδελφούς Μαρινάκη και
μετονομάστηκε σε «Εθνικόν Βήμα», μια
εφημερίδα που κυκλοφορεί ακόμη και μέχρι σήμερα
με το όνομα «Βήμα της Εκκλησίας» και
ιδιοκτησία της Ελληνικής Αρχιεπισκοπής
Αυστραλίας.
1916,
ένα έτος σταθμός για την Ελληνοαυστραλιανή
παροικία
Το έτος
1916, για διάφορους λόγους αποτελεί ένα έτος
σταθμό στην εξέλιξη της Ελληνοαυστραλιανής
παροικίας. Διαθέτουμε πληροφορίες τουλάχιστον
από τρεις διαφορετικές πηγές για το 1916:
1.
΄Εχουμε τη δημοσίευση του πρώτου
ελληνικού βιβλίου στην Αυστραλία για τους
έλληνες της Αυστραλίας, με τον τίτλο «Η Ζωή
εν Αυστραλία». Το βιβλίο σχεδιάστηκε και
χρηματοδοτήθηκε με την φροντίδα του Κυθήριου
επιχειρηματία του Σίδνεϊ Τζον Δ. Κόμινο και
γράφτηκε από τον Γεώργιο Κένταυρο και τους
αδελφούς Κοσμά και Εμμανουήλ Ανδρόνικου. Το
βιβλίο εκτυπώθηκε στο τυπογραφείο της εφημερίδας
του Βενλή «Αυστραλία» στη Μελβούρνη, σε
10.000 αντίτυπα. Το βιβλίο αυτό μεταφράστηκε στα
Αγγλικά και επανακυκλοφόρησε το 2009 σε δυο
τόμους, ελληνικά και αγγλικά, από το Σύλλογο
Κυθήριων Αυστραλίας, Σίδνεϊ, 93 χρόνια μετά την
1η έκδοσή του.
2.
Το 1916 διατάχθηκε από την Ομοσπονδιακή
κυβέρνηση και διενεργήθηκε μια μυστική απογραφή
όλων των Ελλήνων της Αυστραλίας.
3.
Το 1916, επίσης, έχουμε μια αναφορά με τη
μορφή μιας επιστολής του Γιώργου Ταχμιντζή, για
την κατάσταση των Ελλήνων του Σίδνεϊ.
Ας
εξετάσουμε τις λεπτομέρειες αυτών των
πληροφοριών.
Η
μυστική Απογραφή του 1916
Λόγω του
Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου πολλοί Αυστραλοί
έκφραζαν επιφυλάξεις και υποψίες για τους
΄Ελληνες και τα ελληνικά μαγαζιά. Εξ’ αιτίας του
Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄, θεωρούσαν τους ΄Ελληνες
ως φιλογερμανούς. Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία
Ασφάλειας διέταξε τη μυστική απογραφή όλων των
ελλήνων της Αυστραλίας, τα επαγγέλματά τους και
τις ιδεολογικές τους συμπάθειες. Λόγω αυτής της
απογραφής, που δημοσιεύτηκε από τον
Hugh Gilchrist
στον δεύτερο από τους τρεις τόμους του βιβλίου
του «Αυστραλοί ακαι ΄Ελληνες» τo
1997, γνωρίζουμε τώρα με αρκετή ακρίβεια τα
κύρια στοιχεία της Ελληνοαυστραλιανής παροικίας
του 1916, τα οποία συμπληρώνουν τα στοιχεία που
μας δίνει το βιβλίο «Η Ζωή εν Αυστραλία».
Σύμφωνα με τον
Gilchrist, η μυστική
απογραφή τελείωσε μέσα σε λίγες εβδομάδες «χωρίς
να προκαλέσει προσοχή ή υποψία». Από τους 2.398
΄Ελληνες και τις επιχειρήσεις τους στην
Αυστραλία που καταγράφτηκαν από την Αστυνομία σε
αυτή τη μυστική απογραφή, μόνο εφτά θεωρήθηκαν
«φιλογερμανοί» και μόνο δύο είχαν προηγούμενες
καταδίκες και αυτοί για «χαρτοπαιξία». Οι
υπόλοιποι ήταν φιλήσυχοι κάτοικοι που ποτέ δεν
προσέλκυσαν την προσοχή της αστυνομίας. (Guilchrist
Hugh, τόμος ΙΙ, 1997, σσ.
16-19).
Οι
συγγραφείς του βιβλίου «Η Ζωή εν Αυστραλί»
α, που το συνέγραψαν το 1915, δεν γνώριζαν για
τη ‘μυστική απογραφή’ και δεν
ανέφεραν τίποτα για τα βίαια επεισόδια εναντίον
ελληνικών καταστημάτων στη Βρισβάνη το 1915 και
στο Περθ και το Καλγκούλι το 1916. (Δες
Gilchrist,
1997, σσ. 23-28). Το βιβλίο είναι γραμμένο από
την πλευρά των επιτυχών επιχειρηματιών και δεν
παρουσιάζει τη δύσκολη ζωή των ελλήνων
εργαζομένων ως βοηθών στις επιχειρήσεις των
ελλήνων εργοδοτών τους. Το βιβλίο περιγράφει τις
εμπορικές συνθήκες των ελληνικών καταστημάτων
στην Αυστραλία, επαινεί τη σκληρή και έντιμη
εργασία των ελλήνων καταστηματαρχών και το
ελληνικό επιχειρηματικό πνεύμα.
Οι συγγραφείς του παραθέτουν βιογραφικά
σημειώματα, φωτογραφίες και περιγραφές των
εμπορικών επιτευγμάτων 155 ελλήνων
επιχειρηματιών σε διάφορες πόλεις και κωμοπόλεις
της Αυστραλίας.
Μεταξύ των
κυριότερων επιχειρηματιών, ιδιαίτερη αναφορά
γίνεται στον χρηματοδότη του βιβλίου Τζον Δ
Κόμινο, που καταγόταν από τα Κύθηρα και ήταν
ιδιοκτήτης ενός πολυτελούς εστιατορίου
σερβιρίσματος στρειδιών στο Σίδνεϊ. ΄Ηταν επίσης
ιδιοκτήτης μιας αλυσίδας άλλων εστιατορίων και
περιουσιακών στοιχείων και περιγράφεται ως ο
πλουσιότερος έλληνας της Αυστραλίας, ισόβιος
επίτιμος πρόεδρος της Ελληνικής Ορθόδοξης
Κοινότητας του Σίδνεϊ, στην οποία δώρισε το
οικόπεδο να χτιστεί η πρώτη ελληνική εκκλησία
στην Αυστραλία, η Αγία Τριάδα, το 1898.
Παρουσιάζεται ως μια πατριαρχική μορφή των
ελλήνων επιχειρηματιών της Νέας Νοτίου Ουαλίας (Η
Ζωή εν Αυστραλία, σσ. 121-124).
Η
πατριαρχική μορφή των ελλήνων επιχειρηματιών της
Βικτόριας παρουσιάζεται με το πρόσωπο του Αντώνη
Λεκατσά ή ΄Ανθονι Λούκας, γιου
ιερέα από την Εξωγή της Ιθάκης. Γεννήθηκε
τον Οκτώβριο του 1862 και μετανάστευσε στη
Μελβούρνη προς το τέλος του 1886. ΄Ηταν
ιδιοκτήτης τριων πολυτελών εστιατορίων στο
κέντρο της Μελβούρνης και πολλών άλλων
περιουσιακών στοιχείων. ΄Ηταν ένας από τους
τρεις κυριότερους ιδρυτές της «Ελληνικής
Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτώριας»
και μακροχρόνιος Πρόεδρός της, και το 1916 ήταν
ο πλουσιότερος έλληνας της Βικτόριας.
Περιγράφεται στο βιβλίο ως «παλαιός
βιοπαλαιστής και μέγας επιχειρηματίας της
σήμερον» (σ. 125). Δέκα χρόνια αργότερα ο
Αντώνης Λεκατσάς ήταν ο πλουσιότερος έλληνας της
Αυστραλίας. Διορίστηκε Επίτιμος Γενικός Πρόξενος
της Ελλάδας στο Σίδνεϊ από το
1923 ως το 1926. Το 1931 διορίστηκε Επίτιμος
Πρόξενος στη Μελβούρνη και συνέχισε σε αυτό το
πόστο μέχρι το θάνατό του τον Αύγουστο του 1946.
΄Ηταν γενναιόδωρος βοηθώντας φιλανθρωπικούς
σκοπούς, νοσοκομεία της Μελβούρνης και
χρηματοδότησε τη δημιουργία του νοσοκομείου της
Ιθάκης. Το 1943 δώρισε £5.000 στον Τσόρτσιλ για
τα θύματα των γερμανικών βομβαρδισμών του
Λονδίνου και £5.000 στην τότε εξόριστη ελληνική
κυβέρνηση για τα πεινασμένα παιδιά της Ελλάδας (Πανελλήνιος
Κήρυκας, Σίδνεϊ, 24/8/1944, σ. 4).
Στην
Αδελαΐδα (Νότια Αυστραλία), η πατριαρχική μορφή
των Ελλήνων επιχειρηματιών ήταν ο Δημήτριος
Πολίτης από την Κωνσταντινούπολη, ο οποίος
διηύθυνε την επιχείρησή του σε συνεργασία με την
κουνιάδα του, Αθηνά Κωνσταντινίδου. (σελ.
157-58)
Στο Περθ
(Δυτική Αυστραλία) πατριαρχική μορφή των Ελλήνων
επιχειρηματιών ήταν ο καπνοβιομήχανος Πέτρος
Μιχελίδης. Γεννήθηκε στο Καστελόριζο το 1882 και
μετανάστευσε στο Περθ το 1904. (σελ. 259-262) Το
1916 ο Μιχελίδης διορίστηκε Επίτιμος Πρόξενος
Ρωσίας και Γαλλίας, το 1923 ήταν ο πρώτος
εκλεγμένος Πρόεδρος της Ελληνορθόδοξης
Κοινότητας Περθ και Δυτικής Αυστραλίας και
αργότερα διορίστηκε Επίτιμος Πρόξενος της
Ελλάδας στο Περθ.
Πληροφορίες για τους άλλους έλληνες
επιχειρηματίες στο «Η Ζωή εν Αυατραλία»
Οι
περισσότεροι από τους άλλους επιχειρηματίες που
παρουσιάστηκαν στο «Η Ζωή εν Αυστραλία»
το 1916 ήταν σχετικά νέοι, εργένηδες, κατά μέσον
όρο 28-30 ετών και είχαν κατά μέσον όρο περίπου
10-12 χρόνια στην Αυστραλία. Διατηρούσαν
εστιατόρια, καφετέριες, ξενοδοχεία,
ζαχαροπλαστεία, παντοπωλεία, ιχθυοπωλεία (ψάρια
και πατατάκια παλιού αγγλικού τύπου που
σερβίριζαν τηγανητά ψάρια με τηγανητές πατάτες)
ή Milk Bar
αμερικανικού τύπου (καταστήματα που πουλούσαν
γάλα, γλυκά και είδη παντοπωλείου).. Οι
συγγραφείς καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες για
να ενημερώσουν τους νέους επιχειρηματίες να
αναπτύξουν μια σωστή στάση στις δοσοληψίες τους
με τους Αυστραλούς και την Αυστραλία. Στο
βιβλίο τονίζεται η καθαριότητα και ο αναγνώστης
πληροφορείται ότι υπάρχει τσουχτερό πρόστιμο 20
λιρών για τη νόθευση του γάλακτος με νερό.
Αυτοί οι
σχετικά νέοι επιχειρηματίες κατάγονταν από τα
Κύθηρα, την Ιθάκη και το Καστελόριζο. Περίπου το
43% των Ελλήνων μεταναστών της περιόδου, και
σχεδόν μέχρι το 1947, προέρχονταν από αυτά τα
τρία νησιά. Οι περισσότεροι Κυθήριοι ζούσαν στη
Νέα Νότια Ουαλία, οι περισσότεροι Ιθακήσιοι
ζούσαν στη Μελβούρνη και οι περισσότεροι
Καστελλοριζιοί στο Περθ. Οι περισσότεροι από
τους επιχειρηματίες που παρουσιάζονται στο
βιβλίο κατάγονταν από τα Κύθηρα και είχαν τα
καταστήματά τους στο Σίδνεϊ και σε διάφορες
άλλες πόλεις της ΝΝΟ.
Όλοι οι
επιχειρηματίες που παρουσιάζονται στο βιβλίο
ήταν άνδρες, εκτός από την Αθηνά Κωνσταντινίδου
στην Αδελαΐδα και τη Μάργκαρετ Γουίλσον στη
Μελβούρνη, την Αγγλίδα σύζυγο του Αντωνίου
Λεκατσά. Το βιβλίο παρουσιάζει αυτούς τους
επιχειρηματίες ως «τέκνα πτωχείας οι
περισσότεροι, αφίκοντο εις Αυστραλίαν με υψηλούς
και ιερούς σκοπούς». (σελ.297) Οι σκοποί
προφανώς ήταν να διαπρέψουν με επιτυχημένες
επιχειρήσεις. Το βιβλίο τονίζει την επιτυχία
μέσα από την επιμονή και την έντιμη εργασία και
την περηφάνια για την ελληνική καταγωγή τους.
Αυτοί οι
Έλληνες επιχειρηματίες, σύμφωνα με το βιβλίο,
ξεκίνησαν φτωχοί, από πολύ χαμηλά, και είναι
περήφανοι για την «μη κομψή αλλά έντιμον
εργασίαν των». (σελ. 96) Πολλοί από αυτούς, αν
και είχαν μόλις πρόσφατα αφιχθεί, εγκατέλειψαν
τα μαγαζιά τους και έκαναν το ταξίδι της
επιστροφής των 35 ημερών για να καταταγούν στον
ελληνικό στρατό κατά τους Βαλκανικούς πολέμους
του 1912-13. Οι συγγραφείς γράφουν ότι
περισσότεροι από 500 νέοι μετανάστες επέστρεψαν
στην Ελλάδα το 1912-13 για να καταταγούν στον
ελληνικό στρατό. (σ. 295-302) Είναι ένας άριθμός
οπωσδήποτε υπερβολικός γιατί
μόνο 25 αναγράφονται στον κατάλογο εκείνων
που επέστρεψαν στην Ελλάδα, μεταξύ των
οποίων και ο Ιωάννης Ταμβάκης που έπεσε στη μάχη
του Κιλκίς. (σελ. 295) Αυτοί οι νέοι
επιχειρηματίες ήταν και οι άνθρωποι που
συνεισέφεραν γενναιόδωρα σε εθνικούς εράνους
κατά τους Βαλκανικούς πολέμους.

Ο Κωνσταντίνος και η Ευστρατία
Μαυροκέφαλου – Μπλακ με την
κόρη τους Νίνα (γύρω στο 1918).
Ο Κ. Μυροκέφαλος την περίοδο
εκείνη ήταν Πρόεδρος της
Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης.
(Ευγενική προσφορά ΄Ολγας
Μαυροκέφαλου – Μπλακ).
Οι συγγραφείς πληροφορούν τον
αναγνώστη ότι το 1916 υπήρχαν 170 ελληνικές
οικογένειες στην Αυστραλία, από τις οποίες τα
2/3 και οι δύο σύζυγοι ήταν Έλληνες και το 1/3
αποτελούνταν από μικτούς γάμους. Οι οικογένειες
στις αστικές περιοχές ήταν διασκορπισμένες σε
όλη τη μεγάλη μητροπολιτική περιοχή,
δυσχεραίνοντας τη δημιουργία ελληνικού
απογευματινού σχολείου. Ως εκ τούτου, οι
συγγραφείς εκφράζουν τη λύπη τους που πολλοί
νέοι Έλληνες στερούνται τη γνώση της ελληνικής
γλώσσας. Οι Αυστραλοί περιγράφονται στο βιβλίο
ως πολιτισμένοι, φιλικοί και ως ένα βαθμό
κοιλιόδουλοι, με προτίμηση για τα γλυκά και τα
φρούτα, που καταστρέφουν τα δόντια τους, κάτι
που κάνει χαρούμενους τους
οδοντογιατρούςς της χώρας.
Εκτός από
τους επώνυμους επιχειρηματίες στο βιβλίο
αναφέρονται και άλλα επαγγέλματα Ελλήνων
εποίκων. Υπάρχουν μερικοί μικροέμποροι,
μικροπωλητές, πλανόδιοι ψαράδες και ιδιοκτήτες
ιχθυοπωλείων. Γίνονται αναφορές στους δύο
ιερείς, τον Πατέρα Δημήτριο Μαρινάκη από το
Σύδνεϊ και τον Αρχιμανδρίτη Δανιήλ Μαραβέλλη από
τη Μελβούρνη, τον συνταξιούχο π. Σεραφείμ Φωκά
από το Σύδνεϊ και τον ιατρό της Μελβούρνης
Κωνσταντίνο Κυριαζόπουλο. Ωστόσο, δεν γίνεται
λόγος για τον Αρχιμανδρίτη Γερμανό Ηλιού και τη
δημιουργία του πρώτου ελληνικού απογευματινού
σχολείου στο Περθ, το 1915. Ούτε γίνεται αναφορά
σε έναν νεαρό φοιτητήτης Ιιατρικής στο Σίδνεϊ,
τον Γεώργιο Ταχμιντζή, που επρόκειτο να παίξει
κάποιο ρόλο το 1916.
Ενώ το βιβλίο εκδόθηκε το 1916, η
συγγραφή του φαίνεται ότι ξεκίνησε πολύ
νωρίτερα. Οι πρόλογοι του Γιώργου Κένταύρου και
του Κοσμά και του Εμμανουήλ Ανδρόνικου
χρονολογούνται από τον Απρίλιο του 1915, που
σημαίνει ότι το βιβλίο γράφτηκε ακόμη νωρίτερα.
Αυτός μπορεί να είναι ένας από τους λόγους για
τους οποίους δεν αναφέρθηκαν οι επιθέσεις
στρατιωτών και άλλων σε ελληνικά καταστήματα στη
Βρισβάνη και στο Σίδνεϊ το 1915, ή στο Περθ, το
Καλγκούρλι και το Μπόλντερ στη Δυτική Αυστραλία
το 1916, όταν οι Έλληνες έγιναν στόχος λόγω
κατηγοριών κατά του βασιλιά Κωνσταντίνου για
φιλογερμανικά αισθήματα. Οι συγγραφείς σίγουρα
δεν γνώριζαν για τη μυστική απογραφή των Ελλήνων
τον Ιούνιο του 1916, αλλά δεν συζητούσαν καν τις
ταξικές διαφορές, τις σκληρές συνθήκες εργασίας
των Ελλήνων βοηθών που δούλευαν στα ελληνικά
καταστήματα (τουλάχιστον 12 ώρες την ημέρα, έξι
ημέρες το εβδομάδα, για τη διαμονή τους, τη
διατροφή τους και κάποιες πενιχρές αποδοχές).
Κάνουν, ωστόσο, κάποια αναφορά στους Έλληνες που
εργάζονταν στις φυτείες ζαχαροκάλαμου στο
τροπικό Βόρειο Κουίνσλαντ στην «κοπή
ζαχαροκάλαμου, εις ην εσχάτως ήρχισαν
επιδιδόμενοι και τινές των ημητέρων» (σελ.
294).
Ο
Hugh Gilchrist,
ωστόσο, κάνει μια αναφορά στον Γεώργιο
Ταχιμνττζή, έναν 22χρονο φοιτητή της Ιατρικής
στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, ο οποίος τον
Απρίλιο του 1916 έγραψε μια επιστολή στον
βασιλιά Κωνσταντίνο, εξηγώντας τις τραγικές
συνθήκες των εργαζομένων στα ελληνικά
καταστήματα στην Αυστραλία. Παρουσιάζει μια
διαφορετική εικόνα από αυτή του βιβλίου «Η
Ζωή εν Αυστραλία»:
«Ο
ελληνικός πληθυσμός εδώ,
γράφει ο Ταχμιντζής στον βασιλιά Κωνσταντίνο,
μπορεί να χωριστεί σε τρεις ομάδες: την εργατική
τάξη, τους πλούσιους και αυτούς που κυβερνούν.
Οι εργάτες, δύσμοιροι άνθρωποι, είναι
καταδικασμένοι από τη μοίρα, αναγκασμένοι από
τις άλλες δύο τάξεις να εργάζονται πολλές ώρες
την ημέρα σε σκληρές δουλειές, με χαμηλούς
μισθούς - χειρότερα ακόμα και από τους είλωτες
της Σπάρτης. και εξαιτίας αυτής της υπερβολικής
εργασίας αρρωσταίνουν συχνά.
Επισκεπτόμενος τα νοσοκομεία, βλέπω ανθρώπους με
κήλη, μετατοπίσεις νεφρών, γενική αδυναμία, ή
ακόμη κα μει αφροδίσια νοσήματα. Γιατί; Γιατί
δεν έχουν κανέναν να τους συμβουλέψει για τα
δικαιώματά τους και για έναν σωστό τρόπο ζωής.
Οι πλούσιοι (Έλληνες) εκμεταλλευόμενοι την
κατάσταση, πλουτίζουν με τις
αδικίες αυτές σε βάρος των φτωχών».
(Gilchrist,
1997:307)
Ο
Ταχμιντζής ζήτησε από το Βασιλιά να τον διορίσει
Έλληνα Πρόξενο στο Σίδνεϊ για να κάνει το
ελληνικό όνομα «αγαπητό, σεβαστό και άξιο
θαυμασμού». ο. π.
Η επιστολή
του Ταχμιντζή είναι ακόμη πιο σημαντική από τις
ριζοσπαστικές απόψεις ενός φοιτητή γιατί
συνοδεύτηκε από τις υπογραφές 168 Ελλήνων του
Σίδνεϊ. Κατά κάποιον τρόπο, ο Ταχμιντζής, ο
οποίος αργότερα έγινε γιατρός στο Σύδνεϊ,
ενήργησε ως εκπρόσωπος των φτωχών και
δυστυχισμένων Ελλήνων του
Σίδνεϊ που είχαν παραβλεφθεί από τους συγγραφείς
του βιβλίου «Η Ζωή εν Αυστραλία».
Ο
Ταχμιντζής στην επιστολή του κατηγορεί επίσης
τον ιερέα της Κοινότητας του Σίδνεϊ, πατέρα
Δημήτριο Μαρινάκη για «οκνηρία στην εκτέλεση των
καθηκόντων του», ότι ασχολείται πρωτίστως με το
να βγάζει χρήματα και να κολακεύει τους
πλούσιους. «Οι πλούσιοι είναι οι συνεργάτες του
και οι συγγενείς του». (σελ. 269) Αυτό έρχεται
σε αντίθεση με τη διαφορετική εικόνα που
παρουσιάζουν οι συγγραφείς του βιβλίου «Η Ζωή
εν Αυστραλία», στο οποίο αναφέρονται στον
πατέρα Μαρινάκη ως:
«μία εκ
των σεμνωτέρων, χρηστοτέρων και πολυμαθεστέρων
μορφών του ανά την αλλοδαπήν Ορθοδόξου ημών
κλήρου είνε και η του Αιδ. Δ.
Μαρινάκη, Πρεσβυτέρου της εν Σίδνεϋ
Ελληνικής Ορθοδόξου Παροικίας,
γεννηθέντος εν Αλατσάτοις της επαρχίας Κρήνης...
(...) ... συνδυάζει εν εαυτώ το σεμνοπρεπές της
θρησκείας, όθεν δικαίως τα ανκτήμητα ταύτα
προσόντα του εξετιμήθησαν παρά της ομογενούς
παροικίας Σύδνεϋ, ήτις υπερβαλλόντως σέβεται και
αγαπά αυτόν» «Η
Ζωή εν Αυστραλία»,σσ.
116-17).
Ο π.
Μαρινάκης παρέμεινε στη θέση του μέχρι το 1923
όταν η Κοινότητα του Σίδνεϊ ζήτησε από την
Ελληνική Ιερά Σύνοδο να τον αντικαταστήσει. Παρά
τις διαμαρτυρίες του, ο πατέρας Μαρινάκης
αντικαταστάθηκε αλλά δεν έφυγε από το Σίδνεϊ.
Εγκατέλειψε την ιεροσύνη και μαζί με τον αδελφό
του αγόρασαν την ελληνική εφημερίδα
«Αυστραλία», την οποία μετονόμασαν σε
«ΕθνικόνΒήμα» και την εξέδιδαν εβδομαδιαία
στο Σίδνεϊ. Δεν υπήρξε απάντηση στην επιστολή
του Ταχμιντζή και, φυσικά, ο βασιλιάς
Κωνσταντίνος δεν μπορούσε να απαντήσει εκείνη
την εποχή που οι Αυστραλοί ήταν εναντίον του.
Το βιβλίο
«Η ζωή εν Αυστραλία» το 1916 τυπώθηκε σε
10.000 αντίτυπα σε μια εποχή που ο ελληνικός
πληθυσμός της Αυστραλίας ήταν πολύ λιγότεροι από
4.000. Αντίτυπα στάλθηκαν σε Ελλάδα και Αμερική.
Φαίνεται ότι οι συγγραφείς αποσκοπούσαν να
ενημερώσουν τους ανθρώπους εκτός της χώρας για
τις συνθήκες στην Αυστραλία, να ενημερώσουν την
ελληνική κυβέρνηση για την πρόοδο του
αυστραλιανού ελληνισμού και, ενώ ήταν γραμμένο
στα ελληνικά, να πείσει τις αυστραλιανές αρχές
για τους νομοταγείς Έλληνες και το προοδευτικό
τους πνεύμα.
1916-1940. Επέκταση, Οικονομική Κρίση και
Ανάκαμψη
Η
ελληνοαυστραλιανή κοινότητα στα αρχικά της
στάδια αντιμετώπισε το οξύ οικονομικό πρόβλημα
της διατήρησης των οργανώσεών της (εκκλησίες,
σχολεία, σύλλογοι κ.λπ.) λόγω του μικρού αριθμού
των μελών της. Οι ηγέτες της κατέβαλαν γενναίες
προσπάθειες για να το αντιμετωπίσουν. Στη
Μελβούρνη, το Κοινοτικό Συμβούλιο το 1917
οργάνωσε τον πρώτο εορτασμό της Εθνικής Εορτής
και οι λίγες γυναίκες της κοινότητας διοργάνωσαν
την παράσταση του έργου «Ο Αδιάκριτος
Μουσαφίρης», που έγραψε ο πρώτος Έλληνας
γιατρός της Μελβούρνης, Κωνσταντίνος
Κυριαζόπουλος.
Η σταδιακή
μικρή αύξηση του παροικιακού πληθυσμού είχε
βοηθήσει, αλλά όχι αρκετά, να γίνουν οι
παροικιακές οργανώσεις -εκκλησίες, σχολεία και
εφημερίδες- οικονομικά βιώσιμες και ανεξάρτητες.
Η εισροή Μικρασιατών προσφύγων μετά το 1923
συνέβαλε στη δημιουργία νέων οικογενειών. Σε
άρθρο του στην εφημερίδα «Εθνική Σάλπιγξ» της
Μελβούρνης στις 4 Ιουλίου 1923, ο Αρχιμανδρίτης
Ειρηναίος Κασιμάτης παρατήρησε ότι οι τυπικές
ελληνικές οικογένειες στη Μελβούρνη ήταν
νιόπαντρα ζευγάρια ή μεγαλύτερες οικογένειες των
οποίων τα παιδιά είχαν περάσει τη σχολική
ηλικία. Ως εκ τούτου, ήταν δύσκολο να διατηρηθεί
ένα σχολείο με βιώσιμες τάξεις.
Σύμφωνα με
τον Μιχάλη Τσούνη, τουλάχιστον 8.000 Έλληνες
έφτασαν στην Αυστραλία τη δεκαετία του 1920 και
πολλοί έφυγαν. Πάνω από το 40% των Ελλήνων
εγκατέλειψαν την Αυστραλία πριν από τον Β'
Παγκόσμιο Πόλεμο αφού έμειναν και αναζητούσαν
την τύχη τους για μερικά χρόνια. Αυτή η αύξηση
της ελληνικής κοινότητας δεν ήταν πάντα
ευπρόσδεκτη από ορισμένα τμήματα της
Αυστραλιανής κοινωνίας, όπως
φαίνεται από την έκθεση
Ferry,
στην Πολιτεία του Κουίνσλαντ το 1925:
«Κοινωνικά και οικονομικά αυτού του είδους ο
μετανάστης (ο Έλληνας) είναι μάστιγα για την
κοινωνία στην οποία εγκαθίσταται και θα ήταν
καλύτερο για την Πολιτεία να απαγορευόταν
εντελώς η είσοδός του.»
(Price,
1963, σελ.205)
Φυσικά,
αυτού του είδους η προκατάληψη ευδοκιμεί στην
άγνοια και την παρεξήγηση, όπως συνέβη με τις
ταραχές του 1915-16 και τις
λεηλασίες των ελληνικών καταστημάτων στο
Μπρίσμπεϊν, το Σίδνεϊ και το Καλγκούρλι, τη
βομβιστική επίθεση του 1928 στο
Acropolis Café
στη Μελβούρνη και τις επιθέσεις εναντίον
ιταλικών και ελληνικών καταστημάτων και τις
αντι-ντέϊγκο ταραχές του
Ιανουαρίου 1934 στο
Boulder-Kalgourlie
της Δυτικής Αυστραλίας. Τέλος, οι Αυστραλοί
ανέπτυξαν μεγάλο σεβασμό για τους Έλληνες μόνο
μετά τον Οκτώβριο του 1940, με τις πολεμικές
νίκες τους εναντίον του Μουσουλίνι.
Η
Διαμάχη Εκκλησίας – Κοινοτήτων της δεκαετίας του
1920
Το 1903 η
εκκλησιαστική ηγεσία του Αυστραλιανού Ελληνισμού
μεταφέρθηκε από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων στην
Εκκλησία της Ελλάδος και το 1924 στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο που ίδρυσε την Ορθόδοξη Μητρόπολη
Αυστραλίας με πρώτο Μητροπολίτη τον Χριστόφορο
Κνίτη. Τον Ιούλιο του 1924 ο Κνίτης έφτασε στην
Αυστραλία. Η αλλαγή αυτή προκάλεσε για τα
επόμενα τέσσερα χρόνια μια σφοδρή σύγκρουση
μεταξύ της νέας Μητρόπολης και ορισμένων
κοινοτικών ηγετών, για διάφορους λόγους.

Γάμος
στον Ευαγγελισμό της Μελβούρης το 1925.
Διακρίνονται ο Μητροπολίτης Χριστόφορος Κνίτης
και ο ιερέας Χριστόφορος Δημόπουλος (Κοινοτικό
Λεύκωμα, 1977).
Μερικοί από
αυτούς τους λόγους ήταν: α. οικονομικοί. Οι
Κοινότητες ήταν μικρές, είχαν οικονομικές
δυσκολίες να συντηρήσουν τις εκκλησίες τους και
δεν μπορούσαν να συνεισφέρουν στη διατήρηση της
Μητρόπολης. Στην πραγματικότητα, η
Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης αναγκάστηκε να
κλείσει το μικρό απογευματινό της σχολείο τον
Οκτώβριο του 1924 επειδή δεν είχε την οικονομική
δυνατότητα να πληρώσει τη δασκάλα. β. Ορισμένοι
κοινοτικοί ηγέτες αποδοκίμασαν αυτό που
θεωρούσαν ως αυταρχισμό του εκκλησιαστικού
συστήματος. Δηλαδή, δεν είχε γίνει καμιά
διαβούλευση με τις Κοινότητες για τις
επικείμενες αλλαγές. Απλώς έλαβαν επιστολή από
το Οικουμενικό Πατριαρχείο που τους ενημέρωνε
ότι η πνευματική δικαιοδοσία της Αυστραλίας
πέρασε από την Ιερά Σύνοδο της Ελλάδος στο
Πατριαρχείο, ότι η Αυστραλία έγινε Μητρόπολη,
ότι ο πρώην Μητροπολίτης Σερρών Χριστόφορος
Κνίτης διορίστηκε νέος Μητροπολίτης τους και ο
Πατριάρχης. τελείωνε την επιστολή του
συγχαίροντάς τους για αυτές τις εξελίξεις. (A.
M.
Tamis,
1997, σελ.158) γ. Ορισμένοι
κοινοτικοί ηγέτες θεωρούσαν ότι συνέβαλαν στην
ανάπτυξη των Κοινοτήτων και δεν επιθυμούσαν να
μοιραστούν την κοινοτική εκπροσώπηση με τον
Μητροπολίτη, (προτιμούσαν τη συνέχιση της
εκκλησιαστικής ηγεσίας της Εκκλησίας της
Ελλάδος), δ. Τοπικιστικές διαφωνίες: οι
Ιθακήσιοι και κάποιοι από τους Κυθήριους ήταν
εναντίον του Κνίτη. Τον τελευταίο, τον
υποστήριζαν οι Σάμιοι συμπατριώτες του. ε. Ο
Κνίττης φαίνεται ότι είχε κάποια προβλήματα
συμπεριφοράς, ενεργούσε αυθαίρετα, ήταν
διχαστικός, κάποιοι πρώην φίλοι του στράφηκαν
εναντίον του και μέρος του Τύπου τον κατηγόρησε
για ομοφυλοφιλία, κατηγορία που εκείνη την εποχή
θεωρούνταν σοβαρό θέμα.
Ο Κνίτης
συγκρούστηκε με τους Αρχιμανδρίτες Ειρηναίο
Κασιμάτη στη Μελβούρνη και Αθηναγόρα Βαράκλα στο
Σίδνεϊ, τους οποίους απέλυσε για αντιπειθαρχικές
ενέργειες. Στη Μελβούρνη την πλειοψηφία του
Κοινοτικού Συμβουλίου την εποχή εκείνη κατείχαν
οι Σαμιώτες που ήταν συμπατριώτες και
υποστηρικτές του Κνίτη. Στο Σύδνεϊ την
πλειοψηφία του Κοινοτικού Συμβουλίου την είχαν
Κυθήριοι. Το Κοινοτικό Συμβούλιο, εκεί,
απαγόρευσε την είσοδο του
Κνίτη στον κοινοτικό ναό της
Αγίας Τριάδας, μετά τη σύγκρουσή του με τον
Βαράκλα. Οι φίλοι του Κνίτη, μεταξύ των οποίων
και ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στο Σίδνεϊ,
Λεωνίδας Χρυσανθόπουλος, έχτισαν την Αγία Σοφία,
μια νέα εκκλησία, ειδικά για τη Μητρόπολη και
τον Κνίτη.
Ο
Μητροπολίτης Κνίτης ανακλήθηκε τον Απρίλιο του
1926 αλλά τον Ιούνιο αποκαταστάθηκε, μετά από
παραστάσεις φίλων του. Ωστόσο, πολύ σύντομα,
έχασε πολλούς από τους φίλους και υποστηρικτές
του, μεταξύ των οποίων τον Γενικό Πρόξενο της
Ελλάδας στο Σίδνεϊ, Xρυσανθόπουλο,
και την Επιτροπή του Μητροπολιτικού Καθεδρικού
Ναού του Σίδνεϊ, της Αγίας Σοφίας, της ίδιας της
εκκλησίας που είχε κτιστεί ειδικά για τον Κνίτη
και τη Μητρόπολη. Ένα ατύχημα που συνέβη στον
Κνίτη στις 14 Δεκεμβρίου 1927 πυροδότησε νέα
αρνητικά σχόλια εναντίον του. Τον χτύπησε μια
μοτοσικλέτα ενώ προσπαθούσε να επιβιβαστεί σε
τραμ προς έναν κακόφημο προορισμό στο Σίδνεϊ,
και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με τραύματα στο
κεφάλι. Λίγο πριν, είχε φύγει από ένα γλέντι
αρραβώνων, προσποιούμενος ότι ήταν αδιάθετος και
οδηγήθηκε στην κατοικία του για ξεκούραση. Ο «Πανελλήνιος
Κήρυκας» του Σίδνεϊ
αναφέρθηκε στο ατύχημα απαιτώντας εκ νέου την
ανάκλησή του:
«Για
όνομα του Θεού Άγιοι Πατέρες του Φαναρίου! Εάν
δεν είστε σε θέση να αποτρέψετε άλλες
καταστροφές, τουλάχιστον μην επιτρέψετε τη
συντριβή της κεφαλής της Κεφαλής της Εκκλησίας
σας στην Αυστραλία».
(Ελληνικός Κήρυξ, 29/12/1927)
Ο Κνίτης
ανακλήθηκε ξανά νωρίς το 1928. Στις 4
Φεβρουαρίου 1928 ο Πατριάρχης Βασίλειος του
τηλεγράφησε: «Μεταφέρεστε στην αρχαία
Μητρόπολη Βιζύης. Αναχωρήστε για Αθήνα άμεσα…».
(A.
M.
Tamis,
1994, σελ. 87) Ο Κνίτης παρέτεινε την παραμονή
του για πολύ περισσότερο ισχυριζόμενος ότι δεν
είχε χρήματα για τα ναύλα του για την Αθήνα.
Τελικά, με τη βοήθεια της ελληνικής κυβέρνησης
και φίλων, αναχώρησε προς τα τέλη Ιουλίου 1928.
Το 1932
διορίστηκε Μητροπολίτης Αυστραλίας ο Τιμόθεος
Ευαγγελινίδης (1932-1947) και το 1948 ο
Θεοφύλακτος Παπαθανασόπουλος (1948-1958). Ο
Τιμόθεος και ο Θεοφύλακτος αντιλήφθηκαν ότι η
Μητρόπολη θα δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα
χωρίς τη συνεργασία των Κοινοτήτων και μέχρι το
1958 υπήρχε γενικά συνεργασία μεταξύ της
Μητρόπολης και των Κοινοτήτων. Ο
Παπαθανασόπουλος όμως συγκρούστηκε με τον
Πρόεδρο της Κοινότητας Μελβούρνης το 1947-48 Δρ
Χαράλαμπο Παρουλάκη, ενίοτε με το ΔΣ του Σίδνεϊ
και πριν πεθάνει σε ατύχημα στη Μελβούρνη,
ενήργησε ανοιχτά κατά του Συνεδρίου των
Ελληνικών Ορθόδοξων Κοινοτήτων που έγινε στο
Σίδνεϊ τον Ιούνιο του 1958.
Η
Αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης των
δεκαετιών του 1920 και του 1930
Η Κοινότητα
της Μελβούρνης, από το 1924, είχε οικονομικές
δυσκολίες ν’ ανταποκριθεί στα έξοδα της
εκκλησίας της. Με την έλευση του Κνίτη και τα
πρόσθετα έξοδα αναγκάστηκε να κλείσει το σχολείο
της γιατί αδυνατούσε να πληρώσει τη μοναδική
δασκάλα του. Το 1927 αντιμετώπισε πτώχευση.
Αναδιοργανώθηκε τον Απρίλιο του 1928 με την
ανάληψη της διοίκησης από ένα ΄Εκτακτο Προσωρινό
Διοικητικό Συμβούλιο. Ταξικές διαιρέσεις
εξακολούθησαν στην Ελληνική παροικία καθόλη την
περίοδο μέχρι το 1940. Μετά το 1929, υπήρξε η
Μεγάλη Οικονομική Κρίση που μάστιζε τις
βιομηχανικές δυτικές χώρες προκαλώντας πρωτοφανή
κατάρευση και ανεργία. Στην ελληνοαυστραλιανή
παροικία, η κρίση επηρέασε τόσο τα άτομα όσο και
τους κοινοτικούς οργανισμούς και οι φτωχοί
υπέφεραν πολύ. Ο Πίνακας 2 δίνει μια εικόνα της
Ελληνοαυστραλιανής παροικίας στην Απογραφή του
1933:
Πίνακας
2. Απογραφή 1933
΄Ατομα
που είχαν μεταναστεύσει από την Ελλάδα
1933
΄
Αρρενες
Θήλεις
Σύνολο
ΝΝΟ
2.347
593
2,940
Βικτώρια
1.356
300
1.656
Κουην/δη
1.234
393
1,627
Νότια
Αυ/λία
556
184
740
Δυτ. Αυ/λία
999
293
1.292
Τασμάνια
14
3
17
Βόρ. Περ/χή
35
22
57
Περ.ιοχή
Κμπέρας
7
1
8
Αυστραλία
Συνολικά
6.548
1.789 8.337
Σύμφωνα με
την Απογραφή του 1933, το 18% των Ελλήνων στην
Αυστραλία ήταν εργοδότες, το 25%
αυτοαπασχολούμενοι και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι.
Το 33% ήταν άνεργοι και το 6% υποαπασχολούμενοι
ενώ ο μέσος όρος ανεργίας του Αυστραλιανού
πληθυσμού ήταν 25,5% (Τσούνης, 1971:203).
Επιπλέον,
το 79% των ελλήνων κέρδιζαν λιγότερο από £3 την
εβδομάδα, το 40% κέρδιζε μόνο £1 την εβδομάδα ή
λιγότερο και το 70% δεν ήταν Αυστραλοί πολίτες.
Ο Μιχαήλ Τσούνης παρουσιάζει στοιχεία από την
Ελληνική Εκκλησία της Αδελαΐδας που δείχνουν ότι
η μέση ηλικία των ανθρώπων στις ελληνικές
κηδείες, μεταξύ 1925 και 1940, ήταν 41 χρόνων,
(20 χρόνια λιγότερο από τον μέσο όρο της
Αυστραλίας). (Τσούνης, 1993: 27)
Η
καινοτομία του Ταβλαρίδη
Ωστόσο, η
κρίση δεν ήταν ίδια για όλους. Πολλοί
επιχειρηματίες έχασαν τις επιχειρήσεις τους και
εργαζόμενοι έχασαν τις δουλειές τους. Πολλοί που
δεν μπορούσαν να πληρώνουν τα χρέη τους έχασαν
τα σπίτια τους και άλλων τους έκαναν έξωση .
Ωστόσο, υπήρξαν κάποιοι που χρησιμοποιώντας
καινοτομίες τα κατάφεραν αρκετά καλά. Η Έφη
Αλεξάκη και ο Λέοναρντ Γιανιισέφσκι αναφέρονται
στον Ιωακείμ Ταβλαρίδη. Τον Νοέμβριο του 1932, ο
Ταβλαρίδης, ο οποίος ήταν γνωστός και ως Μικ
Άνταμς, άνοιξε στο 24
Martin Place στο Σίδνεϊ
το «Black and White
4 pence Milk Bar»,
το πρώτο γαλακτοκομικό μπαρ στην Αυστραλία που
πουλούσε σε όρθιους πελάτες
milkshakes
και αναψυκτικά. Την πρώτη
μέρα των εγκαινίων του, το κατάστημα του
Adams
εξυπηρέτησε 5.000 όρθιους πελάτες και περίπου
27.000 την εβδομάδα περνούσαν από το κατάστημά
του. (Leonard
Janiszewski και
Effie Alexaki,
2009, σελ.195) Τα επόμενα τέσσερα χρόνια
ακολούθησαν χιλιάδες άλλοι, ανοίγοντας στην
Αυστραλία, αμερικάνικο στυλ μιλκ μπαρ, οι
περισσότεροι Έλληνες. Μετά το 1933, τα ελληνικά
καταστήματα που επέζησαν της Μεγάλης Οικονομικής
Κρίσης άρχισαν να βελτιώνονται σιγά σιγά.
Ελληνικοί εθνικοτοπικοί και πολιτικοί σύλλογοι
προ του Β' Παγκοσμίου Πολέμου
Μεταξύ 1916
και 1940, παρά τις οικονομικές δυσκολίες,
δημιουργήθηκαν στην ελληνοαυστραλιανή κοινότητα
πολλές ελληνικές περιφερειακές ενώσεις,
αδελφότητες και άλλοι πολιτικοί και αθλητικοί
οργανισμοί που αντανακλούσαν την επέκταση και
την πολυμορφία της ελληνοαυστραλιανής
κοινότητας. Στους παλαιότερους συλλόγους των
Ιθακήσιων, του «Ορφέα», των Καστελλοριζίων, των
Κυθήριων, προστέθηκαν νέοι: Μακεδόνες, Σαμιώτες,
Μικρασιάτες, Κύπριοι και άλλοι.
Το 1935
ιδρύθηκε στη Μελβούρνη ο Εργατικός Σύνδεσμος
«Δημόκριτος», μια κατά κύριο λόγο αριστερή
οργάνωση που είχε ως στόχο να γίνει ο πολιτικός
και πολιτιστικός σύλλογος των Ελλήνων εργατών
στη Μελβούρνη και τη Βικτώρια. Ακολούθησε ο
«Άτλας» στο Σίδνεϊ το 1939 και αργότερα
παρόμοιοι οργανισμοί σε 2-3 άλλες πόλεις της
Αυστραλίας.
Η ελληνική
αριστερά στην προ του 1940 παροικία δεν ήταν
πολυάριθμη αλλά ενεργή στα συνδικάτα και την
κοινοτική ζωή. Αυτές οι οργανώσεις δεν είχαν ως
στόχο να εκπροσωπήσουν τους ομογενείς μιας
γεωγραφικής περιοχής ή ενός συγκεκριμένου
πολιτικού κόμματος, αλλά στόχευαν να
αντιμετωπίσουν τις πολιτικές και πολιτιστικές
ανάγκες των Ελλήνων μεταναστών εργατών και
προσπάθησαν να προσελκύσουν μέλη από την
εργατική τάξη και τις μικρές επιχειρήσεις της
κοινότητας. Διατήρησαν δεσμούς με
άλλες ομάδες εργασίας και συνδικάτα της
Αυστραλίας και επιδίωκαν, με ενημερωτικά δελτία
και τις πολιτικές και πολιτιστικές
δραστηριότητές τους, να παρέχουν στους
μοναχικούς και απομονωμένους εργαζόμενους
γλωσσική βοήθεια, εναλλακτικές ευκαιρίες
ψυχαγωγίας, πολιτικές εκδηλώσεις και συμβουλές
για την αποφυγή του τζόγου. Παρείχαν επίσης
στους εργαζόμενους πληροφορίες για την Αυστραλία
και τα δικαιώματά τους στους χώρους εργασίας
τους.
Αυτές οι
εργατικές ενώσεις υποστήριζαν τις δραστηριότητες
των Κοινοτήτων σχετικά με τις εκκλησίες και το
απογευματινό σχολείο, αλλά ήταν ενάντια στην
εκμετάλλευση των εργατών. Αυτό τους έφερε σε
σύγκρουση με τους Έλληνες εργοδότες. Ο
συγγραφέας Αλέκος Δούκας στο μυθιστόρημά του
«Κάτω από τους ξένους ουρανούς» παρουσιάζει
τις εμπειρίες και τα συναισθήματα του Στρατή,
του κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματός του, για
τον εργοδότη του, και την εκμετάλλευσή του από
αυτόν ενώ προσπαθούσε απεγνωσμένα να κρατήσει τη
δουλειά του στο μαγαζί του, στις αρχές της
δεκαετίας του 1930. Ο Δούκας στο ίδιο
μυθιστόρημα αναφέρεται σε έναν ανώνυμο Έλληνα
συνδικαλιστή που προσπαθούσε να οργανώσει
εργαζόμενους σε εστιατόρια στο Σίδνεϊ και
προσέλκυσε την εχθρότητα των Ελλήνων εργοδοτών
που τον κατήγγειλαν στην αστυνομία ως ταραχοποιό
και αναρχικό. Η αστυνομία παρακολουθούσε συνεχώς
τις κινήσεις του, ποτέ δεν τον συνέλαβε, ούτε
τον ανέκρινε, για να του σπάσει τα νεύρα. Ο
συνδικαλιστής οδηγήθηκε στην αυτοκτονία. Ο
Δημήτρης Καλομοίρης, ένας Ελληνοαυστραλός
δημοσιογράφος, σε συνέντευξή του το 1989,
επιβεβαίωσε ότι ο συνδικαλιστής που αναφέρει ο
Δούκας ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Ο ανώνυμος
συνδικαλιστής του Δούκα ήταν ο Ανδρέας
Ραυτόπουλος, μετανάστης συνδικαλιστής από την
Ιθάκη που αυτοκτόνησε στο Σίδνεϊ το 1941. Η
σύζυγος και τα δύο παιδιά του Ραυτόπουλου ζούσαν
στην Ελλάδα. Προς τα τέλη της δεκαετίας του
1930, ο Ραυτόπουλος έγινε οργανωτής του
Σωματείου Εργατών Εστιατορίων και ήταν επίσης
ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου «Άτλας» του Σίδνεϊ,
το 1939.
Η περίπτωση
του Ανδρέα Ραυτόπουλου δείχνει τις
ενδοπαροικιακές ταξικές εντάσεις της περιόδου. Ο
Α. Ραυτόπουλος και ο Γ. Μητσόπουλος ήταν μέλη
του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστραλίας (CPA)
το οποίο το 1940 τέθηκε εκτός νόμου, από την
Κυβέρνηση Menzies.
Ο Μητσόπουλος κατηγορήθηκε ότι μοίραζε
αντιπολεμικά φυλλάδια, καταδικάστηκε και
φυλακίστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης μαζί με
Γερμανούς και Ιταλούς φασίστες κρατούμενους,
μετά κατάθεση εναντίον του από τον Αλέξανδρο
Γρίβα και στελέχη του Ελληνικού Προξενείου του
Σίδνεϊ.
Ο Γρίβας
ίσως κατέθεσε εναντίον του Μητσόπουλου επειδή η
ομάδα Μητσόπουλου, μέσω ενός υπαλλήλου του
Γρίβα, κυκλοφόρησε αντιπολεμικά φυλλάδια μέσα
από αντίτυπα της εφημερίδας «Πανελλήνιος
Κήρυξ».. Αν το μάθαινε η Αστυνομία, ο Γρίβας
μάλλον θα έχανε την άδεια έκδοσης εφημερίδας.
Λίγες μη αγγλόφωνες εφημερίδες είχαν άδεια
εκείνη την εποχή. Την άδεια την εξέδιδε η
Αστυνομία και αν την έχανε θα ήταν αδύνατο να
πάρει καινούργια. Το
CPA ήταν μέχρι το 1941
κατά του Πολέμου επειδή και η Σοβιετική Ένωση
ήταν ενάντια στον πόλεμο.
Στη
Μελβούρνη, μέλη του Δημόκριτου, το 1939,
αποδοκίμασαν τον Έλληνα Γενικό Πρόξενο Αιμίλιο
Βρυζάκη, που αντιπροσώπευε τον Μεταξά και τον
Βασιλιά Γεώργιο Β', στην αίθουσα του Ορφέα, σε
εκδήλωση για την ονομαστική εορτή του Βασιλιά
Γεωργίου Β'. Αυτό πυροδότησε μια μακροχρόνια
κοινοτική διένεξη, σε πολλές περιπτώσεις μίσος,
στη Μελβούρνη, μεταξύ των δεξιών συντηρητικών
και της αριστεράς, μιας διένεξης που συνεχίστηκε
για πολλές δεκαετίες, σχεδόν μέχρι το 1981.
Μεγάλο
μέρος της δομής της ελληνικής κοινότητας στην
Αυστραλία είχε ήδη διαμορφωθεί πριν το 1940. Οι
Κοινότητες, η Μητρόπολη, τα Προξενεία, οι
εφημερίδες, τα απογευματινά κοινοτικά σχολεία
(ένα σε κάθε μεγάλη πόλη), οι περιφερειακές
αδελφότητες, οι πολιτιστικοί, αθλητικοί και
πολιτικοί οργανισμοί είχαν δημιουργηθεί
τις δεκαετίες 1910, 1920 και 1930.
Στη
δεκαετία του 1930 υπήρχαν τρεις εβδομαδιαίες
ελληνόφωνες εφημερίδες στην Αυστραλία, δύο στο
Σίδνεϊ το «Εθνικόν Βήμα»
και ο «Πανελλήνιος Κύριξ» και μία στη
Μελβούρνη, το «Φως» Και οι τρεις αυτές
εφημερίδες ήταν συντηρητικές.
1940-1950. Τα χρόνια του πολέμου και η πρώιμη
μεταπολεμική παροικία
Στη
δεκαετία του 1930 οι Κοινότητες στην Αυστραλία
διοργάνωναν ετήσια
Grecian Balls, με στόχο
να προσκαλούν Αυστραλούς αξιωματούχους και να
χτίσουν ένα καλό όνομα για την ελληνοαυστραλιανή
κοινότητα. Μετά τις 28 Οκτωβρίου 1940 οι
Αυστραλοί ανέπτυξαν θαυμασμό και μεγάλο σεβασμό
για τους Έλληνες. Τα χρόνια του πολέμου, με
περίπου ένα εκατομμύριο Αμερικανούς στρατιώτες
να περνούν από την Αυστραλία μεταξύ 1942 και
1945, η αυστραλιανή οικονομία επιταχύνθηκε και
το ίδιο βελτιώθηκε η οικονομική ευμάρια και των
ελληνικών καταστημάτων εστίασης -καφετέριες,
εστιατόρια, μιλκ μπαρ κ.λπ. Οι Έλληνες
επιχειρηματίες τα πήγαν πολύ καλά κατά τα χρόνια
του πολέμου. Τα καταστήματα αυτά συνέβαλαν
επίσης στην αλλαγή της Αυστραλίας από
καταστήματα βρετανικού τύπου σε καταστήματα
αμερικανικού στυλ και αλλαγή της βρετανικής με
μια αμερικανική διατροφική κουλτούρα.

Στο δεύτερο
μισό της δεκαετίας του 1940, λόγω της έλλειψης
πλοίων λόγω του προηγούμενου πολέμου, δεν υπήρξε
σημαντική μετανάστευση από την Ελλάδα για την
Αυστραλία. Η κύρια κίνηση ήταν η επανένωση των
οικογενειών με τα μέλη τους που είχαν αποκοπεί
κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ελλάδα. Στην
απογραφή του 1947 οι Έλληνες μετανάστες στην
Αυστραλία ανέρχονταν σε 12.291. Σίγουρα θα ήταν
λίγο περισσότεροι αν η Απογραφή περιελάμβανε
άτομα δεύτερης γενιάς, Ελληνοκύπριους και
Έλληνες μετανάστες από άλλες χώρες.

Το
Ελληνικό Παροικιακό Σχολείο στον Ευαγγελισμό,
Μάρτης 1948. Στα δεξιά, Στάθης Ραυτόπουλος και η
Νίνα Μαυροκέφαλου – Μπλακ. Στα αριστερά η
θρυλική δασκάλα της Κοινότητας, Αλεξάνδρα
Βραχνά.
(Από
το Αφιέρωμα για τα 80 χρόνια της Κοινότητας
Μελβούρνης, 1977).
Μαζική
μετανάστευση μετά το 1953
Το 1952
συζητήθηκε Συμφωνία Μετανάστευσης μεταξύ
Αυστραλίας και Ελλάδας και το 1953 οι δύο χώρες
αντάλλαξαν Πρεσβευτές. Αμέσως ξεκίνησε η μαζική
μετανάστευση. Ο πίνακας 3 δείχνει τους
αυξανόμενους αριθμούς της ελληνικής κοινότητας
στην Αυστραλία, μεταξύ 1933 και 1961
Πίνακας
3. Αυστραλιανές απογραφές
Αριθμός
ατόμων που γεννήθηκαν στην Ελλάδα (1933-1961)
Απογραφή
΄Ανδρες
Γυναίκες
Σύνολο
1933
6.548
1.789
8.337
1947
9.115
3.176
12.291
1954
15.794
9.068
25.862
1961
43.593
33.740
77.333
Παρατηρούμε
ότι ο συνολικός αριθμός των
ατόμων είχε υπερδιπλασιαστεί μεταξύ 1947 και
1954 και σχεδόν υπερτριπλασιαστεί μεταξύ 1954
και 1961. Το 1954 σημειώνει την απαρχή της
μαζικής μετανάστευσης.
Διαφορές
μεταξύ της προπολεμικής και της μετα το1953
μετανάστευσης
Η
μεγαλύτερη μετανάστευση από την Ελλάδα στην
Αυστραλία σημειώθηκε μεταξύ 1952 και 1971. Το
1971 έφτασαν τους 160.200, το υψηλότερο σημείο.
Οι
κοινοτικές υποδομές - Κοινότητες, εκκλησίες,
σχολεία, οργανώσεις και αδελφότητες που
σχηματίστηκαν πριν από τον πόλεμο, πέρασαν μετά
το 1954 μια περίοδο δραματικής επέκτασης. Οι
νέοι μετανάστες που έφυγαν από την Ελλάδα για
οικονομικούς λόγους, σε αντίθεση με τους
προπολεμικούς εργάτες που εργάζονταν σε
ελληνικές μικρές επιχειρήσεις, έπρεπε να
εργαστούν ως εργάτες σε εργοστάσια, κυρίως στη
Μελβούρνη, το Σίδνεϊ και την Αδελαΐδα. Δεν ήταν
λίγοι, όμως, και εκείνοι που έφυγαν για
πολιτικούς λόγους -λόγω διώξεων και διακρίσεων.
Και υπήρξαν άλλοι που έφυγαν για κοινωνικούς
λόγους: άντρες που διαφορετικά δεν μπορούσαν να
κάνουν οικογένεια αν δεν παντρεύονταν πρώτα οι
αδερφές τους ή νεαρές γυναίκες που, λόγω
έλλειψης προίκας, δεν μπορούσαν να βρουν
υποψήφιους συζύγους. Πολλές από αυτές τις νεαρές
γυναίκες αναγκάστηκαν από τις περιστάσεις να
μεταναστεύσουν στην Αυστραλία με τα λεγόμενα
πλοία των «νυφών» για να παντρευτούν τους
συζύγους τους με προξενιό, που γνώριζαν μόνο από
κάποια φωτογραφία.
Οι
περισσότεροι Έλληνες μετανάστες της περιόδου
ήταν από αγροτικά χωριά, χωρίς καμία τεχνική ή
επαγγελματική κατάρτιση και είχαν ελάχιστη γνώση
της αγγλικής γλώσσας. Δεν ήξεραν τίποτα για την
Αυστραλία και το αυστραλιανό σύστημα. Συνήθως
ήταν νέοι και νέες από την ελληνική ύπαιθρο, και
συχνά αισθάνονταν μοναξιά σε ένα ξένο
περιβάλλον. Το «Εθνικό Βήμα» του Σίδνεϊ,
της 25ης Μαρτίου 1953 φιλοξένησε δηλώσεις του
νεοδιορισθέντος πρώτου Έλληνα Πρέσβη στην
Αυστραλία, Δημήτριου Λάμπρου, ο οποίος προφανώς
απηχώντας την ελληνική επίσημη πολιτική, μίλησε
για «μετανάστευση μεγάλης κλίμακας βάσει
σχεδίου». Το πρόβλημα, όπως αποδείχθηκε, ήταν
ότι υπήρχε ένα επίσημο «σχέδιο μετανάστευσης» –
εξαγωγή πλεονάζοντος πληθυσμού – αλλά κανένα
σχέδιο ή ανησυχία για τα προβλήματα που θα
προέκυπταν.Ο μεγαλύτερος αριθμός των νέων
μεταναστών εγκαταστάθηκε στη Μελβούρνη.
Οι
προθέσεις των περισσότερων Ελλήνων μεταναστών
ήταν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους μετά από
5-8 χρόνια. Από τους προπολεμικούς μετανάστες
γύρω στο 37% και από αυτούς της μαζικής
μετανάστευσης γύρω στο 34% επέστρεψαν, «όταν
τα παιδιά ήταν ακόμη μικρά», όπως ήταν η
φράση τότε. Η πλειοψηφία, όμως, το βρήκε
δύσκολο.
Το 1954,
λοιπόν, σηματοδοτεί τη διαχωριστική γραμμή
μεταξύ της παλαιότερης και της νέας ελληνικής
κοινότητας -παροικιάς. Η δομή των Κοινοτήτων,
συλλόγων και οργανώσεων διαμορφώθηκε στα
προπολεμικά χρόνια αλλά η μεγάλη παροικία
διαμορφώθηκε μετά το 1954.
Η μαζική
μετανάστευση άλλαξε ριζικά τη δομή των
επαγγελμάτων της προπολεμικής κοινότητας.
Σύμφωνα με τον Price,
το 1947, το 58% των ελληνογεννημένων στην
Αυστραλία ήταν εργοδότες ή αυτοαπασχολούμενοι.
Το 43% των Ελλήνων ζούσε εκτός των μεγάλων
πρωτευουσών, σε επαρχιακές πόλεις όπου
βρίσκονταν τα καταστήματά τους ή εργάζονταν σε
καταστήματα συμπατριωτών τους. (Price,
1991, σελ. 157) Το 1971, σε μια κοινότητα 13
φορές μεγαλύτερη από εκείνη του 1947, το ποσοστό
των εργοδοτών και των αυτοαπασχολούμενων ήταν
μόνο 17%. Οι υπόλοιποι ήταν βιομηχανικοί εργάτες
και υπάλληλοι. Μόνο το 7% των μελών της
ελληνικής κοινότητας ζούσε το 1971 έξω από τα
μεγάλα κέντρα των πρωτευουσών των Αυστραλιανών
πολιτειών και περιφερειών.
(Ο Δρ
Χρήστος Φίφης είναι επίτιμος ερευνητής στη Σχολή
Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Σπουδών του
Πανεπιστημίου La Trobe)
Βιβλιογραφία
Burke J.
B., “Greek Newspapers in Australia”, in Ata, A.
W and Ryan Collin, (eds), The
Ethnic Press in Australia, Academic
Press and Footprint Publications, Melbourne,
1989: 222-247.
Castan
Con, The Greeks of Brisbane, Brisbane,
2013.
Fifis,
C. N., “The Pre-World War II Greek community in
Australia. Class, Divisions and
Trends”, Journal of the Hellenic
Diaspora, 30 (2), pp. 57-83, USA, 2004
____________, Από τους καθ’ ημάς Αντίποδες.
΄Οψεις της ιστορίας της Ελληνοαυστραλιανής
Παροικίας, Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 2015.
____________, Η Πρώτη Ελληνική Κοινότητα της
Αυστραλίας. Ιστορία της Ελληνικής
Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και
Βικτόριας, 1897-2018, Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος,
Αθήνα, 2018.
Gilchrist Hugh. Australians and Greeks. The
Early Years, Halstead Press, NSW, Sydney,
1992
____________, Australians and Greeks. The
Middle Years, Halstead Press, NSW, Sydney,
1997
______________, Australians and Greeks. The
Later Years, Halstead Press, NSW, Sydney,
2004
Kanarakis George, Greek Voices in Australia,
Australian National University Press, 1987.
______________, Ο Ελληνικός Τύπος στους
Αντίποδες, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία.
Εκδόσεις Γρηγόρη,
Αθήνα, 2000.
______________, In the Wake of Odysseus.
Portraits of Greek Settlers in Australia,
RMIT
University Publishing, Melbourne,
1997.
Kapardis, A and A. M. Tamis, (eds)
Afstraliotes Hellenes, Greeks in Australia,
River Seine
Publications, Melbourne, 1988.
Κένταυρος
Γ., Κοσμάς και Εμμανουήλ Ανδρόνικος, Η Ζωή εν
Αυστραλία, Σίδνεϊ, Τύποις
Αυστραλίας,
1916, (Επανέκδοση 2009).
Κουρμπέτης,
Σ, Η Ιστορία της Ελληνικής Αριστεράς,
1915-1955, Εωθινόν, Μελβούρνη, 1992.
Περιοδικό
Παρουσία, Αφιέρωμα στην ‘Ελληνική Παροικία της
Αυστραλίας,, αρ. 50,, Οκτώβριος
-
Δεκέμβριος 2009, Αθήνα.
Price,
C. A. Greeks in Australia, ANU Press,
Canberra, 1975
_____________, Birthplace of the Australian
Population, 1861-1981, ANU Press, 1984.
_____________, (ed.) Australian National
Identity, The Academy of Social Sciences in
Australia, 1991.
Tamis A.
M. Immigration and Settlement of Greek
Macedonians in Australia, La Trobe
University Press, 1994, Melbourne
______________, An Illustrated History of the
Greeks in Australia, Dardalis Archives, La
Trobe University, 1997.
Tsounis
Michael, “Greek communities in Australia”, in C.
A. Price (ed.) Greeks in Australia,
pp.18-71, 1975
______________, “The History of Australia’s
Greeks: Some signposts and Issues”, in A.
Kapardis and A. M. Tamis, (eds) Afstraliotes
Hellenes, Greeks in Australia, River Seine
Publications, Melbourne, 1988.
______________, “Greek community, Paroikia,
Formations in Australia:1880s-1980s”, in
Greeks in English Speaking Countries,
Hellenic Studies Forum, Melbourne, 1993.
Yiannakis J., Perth’s Castellorizian
Connection 1890-1990”, ”, in Greeks in
English Speaking Countries, Hellenic Studies
Forum, Melbourne, 1993.
Zaniszewski Leonard and Effy Alexakis,
«Το Αυστραλοελληνικό κάφε: ΄Ενας ‘Δούρειος
΄Ιππος’ για την Αμερικανοποίηση της Αυστραλίας»,
Παρουσία, Αφιέρωμα ‘Ελληνική Παροικία της
Αυστραλίας,, αρ. 50, Οκτώβριος – Δεκέμβριος
2009, Αθήνα.
|