Επιτόπια
και άχρονα ταξίδια με στίχους, φως και σκιές
στιγμών...
(Αφήγημα
μυθοπλασίας)
Του
Χρήστου Νιάρου
Μελβούρνη
Στην τελική
στροφή της ωριμότητας τα μισό μεθυσμένα όνειρα
των νυχτοημέρων μας ταξιδιών, με την πλάνη
της ορμής μα και του άχρονου χρόνου τους
τα δρώμενα ενώ επιμένουν να ‘ναι καλά με τον
εαυτό τους μα και να μη θέλουν να την
εγκαταλείψουν ή και να της αλλάξουν πορεία,
έρχονται όμως κάποιες λεπτομέρειες τους από ‘κει
που δεν το περιμένουν και κάνουν το
παιγνίδι, το παίγνιο συμβόλων, σημείων και
σημαινομένων, πιό οικείο, πιο ενδιαφέρον.
Στο ταξίδι
τους και που θα την πάνε μέχρι ποιου άλλου
τέλους ή ποιας καινούργιας αρχής της το
περίγραμμα και ξέφωτο υπομένουν και επιμένουν.
Και πότε θα
είναι το τέλος τους, ούτε θα το πούνε,
ούτε θα τα βγάλουν ούτε όλα στα φόρα τα
κοινωνικά, τα φιλικά μα και ούτε και στα φανερά
τερτίπια κύκλων και ημικυκλίων ζωής. Μα
ούτε και στους δρόμους, στα σοκάκια,
στους ουρανούς και στα κύματα του τόπου και του
χρόνου μας θα μας εγκαταλείψουν ή και θα
σκιαχτούν από την σκιά του αδύναμου έωλου εαυτού
τους.
Σε πρώτο
δεύτερο και τρίτο πρόσωπο συνεννοούμαστε,
ρίχνουμε και ανοίγουμε τα χαρτιά μας μαζί τους.
Και παίζοντας στο αέναο παιγνίδι της
μοίρας και της τύχης τους τις κοινές μας
διαδρομές μας φτιάχνουμε μύθους και αλήθειες.
Τα σπασμένα
τους καράβια με δίχως κατάρτια και δίχως
πανιά κατά τον στίχο του Γ. Σκαρίμπα
«συναντούν», διακειμενικά, αυθόρμητα τα
αεροπλάνα, τα βαπόρια και τους φίλους τους
παλιούς μας από του τραγουδιού τις στροφές του
Δ. Σαββόπουλου και την εμβληματική φωνή της Σ.
Μπέλλου. Φως, σκιές, στίχοι, μονόλογοι, εικόνες
σταγόνες και χρόνοι κάπως επικοινωνούν, βρίσκουν
διαύλους.
Οι Απατηλές
και πραγματικές δε μοναξιές μας που εγγράφηκαν
στην μνήμη με τις απουσίες τους που γίνανε
παρουσίες, με τα άπειρά τους σύνορα να γίνονται
ακαριαία προβλέψιμα και απρόβλεπτα μηδέν και
κάτι ψιλά, συνοδοιπορούν με τις ευαισθησίες και
χάδια των διακεκαυμένων ζωνών του τώρα μας.
Η ωριμότητα
μας περνάει από τα όρια τους, στις μύτες των
ποδιών της, ξαπλώνει με την καλή πλευρά των
μύθων - διαδρομών. Ακόμη και το ωμέγα και
το άλφα ενός φιλιού διαρκείας τους που με το
κλειδί και το αντικλείδι της καρδιάς του, στη
χόβολη των εκρήξεων πάθους, στο πληκτρολόγιο και
το καντράν της μνήμης καταναλώνεται, αναλώνεται
και μεταξύ και χώρια τους σε ψιθύρους και
καταφέρνει να δημιουργεί καινούργιες αλφαβήτες,
μα και κεφάλαια ζωής ντύνει και ξεντύνει.
Ακόμη οι αν
στις άκρες των μανικιών τους, κρέμονται κλωστές,
οι δαντέλες, τα ιδρωμένα σεντόνια πάθους και τα
βρεγμένα ρούχα μοναξιάς αν και στεγνώνουν στις
απλώστρες του χρόνου - σύμπαντος, λένε τις δικές
τους τις ιστορίες, στίχο το στίχο αδιαφορώντας
πως γίνανε έτσι.
Χέρι
βοηθείας, πνοή και οξυγόνο από το φιλί τους,
χρώματα από τα δειλινά και τα ξημερώματά τους θα
δοκούν απλόχερα από καρδιάς, χωρίς κάποιο
αντάλλαγμα ό,τι έχουν. Θα μας βάλουν όμως
και σε πόστα. Είναι οι δωρεάν αυτές
διαδρομές - συμβουλές που χωρίς εισιτήριο και
ελέγχους παντός τύπου γιατί αυτό, γιατί το άλλο
τους και δεν μοιάζουν ούτε εξεταστήριο αλλά ούτε
και μάθημα. Σαν να ‘ναι μια καραμέλα τους που
δεν λιώνει στο στόμα και στο να λέει τα ίδια και
ίδια από την αρχή και στο πως μάλλιασε η
γλώσσα της, παρέα από γνώμες και μύθους λες και
είναι κρίκοι που καθένας και το καθετί του
κλειδώνεται, εντός του άλλου. Όλα είναι εν
δυνάμει κομμάτια ωριμότητας.
Στιγμές
μικρές μεγάλες, γιορτές φωτεινές, νύχτες
αξημέρωτες, γεύσεις και επιγεύσεις δευτερόλεπτο
το δευτερόλεπτο, χτίζουν, αποδημούν, επικοδομούν
το τώρα. Που να βαδίζουν άραγε, να αιθεροβατούν
οι στίχοι, το φως και οι σκιές τους; Που να
χάνονται ή να φθείρονται οι αρχικές τους
σκέψεις, προθέσεις που από του χρόνου την
συνήθεια δώσανε ό,τι μπόρεσαν;
Σε ποια
ημερολόγια, σε πια άγραφα απάτητα χιόνια, σε
ποιες αμμουδιές οι κλίμακες και πορείες των
συγκινήσεων να αναρριχούνται λες και είναι
δέντρα από σημειώσεις αειθαλείς και φυλλοβόλες.
Μα στο άγνωστο -άπειρο του σύμπαντος τον ουρανό
οι μυρουδιές και οι καρποί τους που του δίνουν
μια άλλη γλύκα και εγγύτητα και αποτελούν το νέο
πεδίο - κάδρο αναμετρήσεων, είναι κάτι που δεν
περνάει απαρατήρητο.
«Μια
αρμαθιά από σκόρδα στην εξώπορτα για το φαγητό
και το κακό μάτι, μια ντουλάπα από
μικροαντικείμενα ενθύμια εκδρομών, ένα μάτσο
αγριολούλουδα νιότης, μια παρέα που χάθηκε στο
πλήθος και στης πόλης τους ρυθμούς, μια στιγμή
αδυναμίας που δεν ρισκάραμε να χορέψουμε στο
φτερό του καρχαρία κατά τον Ν. Καββαδία, μια
στροφή του Σεφέρη όταν πήραμε την ζωή μας λάθος
και δεν αλλάξαμε ζωή, ένα νόμισμα, το γνωστό
νόμισμα που θα δώσουμε για το βαρκάρη για του
άλλου μας κόσμου την βόλτα, μια γαρδένια που
μοσχοβολάει ακόμη στην φόδρα από ένα παντελονάκι
παλιό, ένας γαλαξίας με αστέρια και ευχές μας,
μια κουταλιά από σούπα, μια πιρουνιά από το
πιάτο της ζωής όταν τα κάναμε σαλάτα, μια
αναδυόμενη Ανατολή που δεν φεύγαμε από το
κρεββάτι και την ζέστη άμμο του καλοκαιριού, μια
πεταλούδα και ένα χελιδόνι αποδημίας» μα και
πολλά πολλά άλλα εικόνων και στιγμών
παραλειπόμενα μας που έρχονται και δεν
παρέρχονται σαν να ‘ναι ίχνη, κλικ, στιγμές και
η ηχώ ενός πιά άχρονου χρόνου.
Το τίμημα
τους, που ήταν δεν ήταν σε προσφορά, σε κάποια
αναγραφή και ψιλά γράμματα και λεπτομέρειες
χρήσης στο τέλος της ούγιας και της αύρας τους
αλλά και στην αλλαγή σκυτάλης στο μαραθώνιο της
μνήμης από το τότε πως ήμουνα μέχρι και τώρα πως
έγινα, πληρώθηκε, εκπληρώθηκε στο ακέραιο.
Μα το
μυστήριο, το μεθυστικό τους μύρο, το μοναχικό
τους μακάρι, περνάει τα κόκκινα φώτα των
φαναριών του άχρονου χρόνου και σκάει σαν κύμα
σε ακρογιαλιές δειλινά. Εκείνες τις πλανεμένες
αμμουδιές κατά πως θα τις τραγουδούσε ο Β.
Τσιτσάνης σε μια δημιουργία του και που έχουμε ή
θα θέλαμε να τις ξανά χορέψουμε. Μπορεί και σαν
του τρελό φορτηγό του Γ. Πάριου την διαδρομή,
μπορεί όμως και να μοιάζει με τα
χιλιοτραγουδισμένα τρένα και τραμ που κι αυτά
μπήκαν στα χείλη και στις ράγες του άχρονου μας
χρόνου σαν σημεία επιβίβασης ώριμων και μη
ώριμων στιγμών μας.
Μπορεί να
‘ναι και το Αιγαίο του Ελύτη, μπορεί να ‘ναι η
μελαγχολία της επιστροφής από ένα ταξίδι που
περάσαμε καλά, μπορεί να ‘ναι όλα τα μπορεί και
τα αν της γραφής του Κίπλιγκ, μπορεί να ‘ναι και
η φωνή του Τ. Μαρούδα και της Σ. Λόρεν στο
ερώτημα του τραγουδιού... «Τι είναι αυτό που το
λένε αγάπη που ποτέ κανένα στόμα, δεν το βρε και
δεν το είπε ακόμη», μπορεί να ‘ναι και μια
τυχαία συνάντηση στους δρόμους και στα στενά της
πόλης.
Μια σταγόνα
τους στον ωκεανό, ένα κλικ του βλέμματός και ένα
άρωμα τους που πότισε τους πόρους μας φαίνεται
ό,τι ακόμη, συμπωματικά και στιγμιαία να μας
κλωθογυρνάει.
Η ωριμότητα
πιά σε κατάσταση αναμονής, ένα βήμα μπρος και
δυό πίσω αργεί να φανεί, έρχεται τώρα; Άγονες
και άπειρες οι βουλές της...
Οι
αισθήσεις της μοιάζουν με μια θάλασσα
τρικυμιώδεις και σε χαμηλά βαρομετρικά
αυτοεκτίμησης να επιμένουν τις αφορμές
-εκπλήξεις ταξιδιού ανοίγουν κιτάπια γραφής. Και
αν φτωχικό το βρήκες το σπιτάκι της επιστροφής
μου υπενθυμίζει ο Κ. Καβάφης, στο ποίημα Ιθάκη,
πάει ό,τι δεν πρόδωσε το ταξίδι και οι δυσκολίες
του.
Μοιάζουν με
συννεφιές, κεραυνούς που κάνουν κρότο στους
ουρανούς της ωριμότητας προκαλώντας αναταράξεις
πορείας.
Τα άχρονα
ταξίδια της με τις αισθήσεις τις πέντε σε
επιφυλακή πιάνουν και τις τέσσερις γωνίες τις
κάμαρης.
Το φως τους
το λιγοστό, το ένα και το αυτό που θα συνεχίζει
το έργο του, διώχνει σκοτάδια νυκτός και
εσωστρέφειες. Πόσο μας μεγάλωσε, ο χρόνος που
φεύγει, τι άραγε να ψιθυρίζει ο χειμώνας του
εκεί ημισφαιρίου, στο καλοκαίρι της εδώ μας
φιλόξενης πατρίδας;
Δεν ρωτάει
και τι γεύση έχει το δευτερόλεπτο του που
φεύγει, δεν απαντά όμως και στην κλήση του
επομένου. Όσες επιθυμίες και να αποθηκεύονται,
να στοιβάζονται σαν δεμάτια από στάχυα
καλοκαιρινής ηλιοφάνειας στην μνήμη της
ωριμότητας, ένα και μόνο σπίρτο -το γιατί των
πόθων μας -στο πως πήγαν έτσι τα πράγματα είναι
ικανό για παρανάλωμα.
Επιτόπια τα
εσώψυχα του άχρονου χρόνου σχίζουν τα ιμάτια
τους.
Πιθανόν και
μετά βεβαιότητας ποτέ άλλοτε οι κινήσεις τους
δεν είχαν τόση αγάπη και ειλικρίνεια μέχρι και
που ο καθρέφτης του μπάνιου και οι αντανακλάσεις
του στις βιτρίνες της αγοράς του πήραν την μιλιά
με το πάθος τους. Λες δεν υπήρχε κάποιο κενό
χρόνου χτες και τώρα ή και κάποια βαρύτητα ή
ελαφρότητα στιγμών του να τραβούσε στο πάτο του
σύμπαντος κόσμου τις πνοές τους.
Αν και
αφήνονται στην ζάλη, αν και δεν μπορούν να
εγκαταλείψουν το σκαρί, το χώμα και τις
ηλιαχτίδες τους, αν και δεν έχουν και κάτι να
του αντιπροτείνουν τα πάνε καλά στην κυριολεξία
με το διάβα και στο διάβα τους, παρόντες.
Κρατιούνται
δε γερά στης μνήμης τα γινάτια, στους κύκλους,
στις τελείες και στις ευθείες και τα νήματα τους
μα και όλα αυτά που πέρασαν, άγγιξαν οι ματιές
μα και οι ψίθυροι των εικόνων και των λόγων τους
συμπληρωματικά γεμίζουν το ποτέ και το πάντα
τους. Συγκοινωνούντα δοχεία οι καδράρες του
χρόνου που τις κλωτσήσανε με το βούτηγμα
των δαχτύλων στο μέλι των παθών κάπου
επικοινωνούνε και συμπορεύονται.
Δεν θέλουν
όμως να αφήσουν την ψυχή και το σώμα που τα
γέννησε και στην πορεία του χρόνου με τις
αισθήσεις τους αν πορευτήκανε μαζί του αντάμα,
κολλητά και αντίκρυ αφού ξαναβρίσκουν, ξανά
λογαριάζονται με τον χαμένο ή τον κερδισμένο
τους εαυτό. Τόσες διαδρομές, βόλτες και ξενύχτια
κάνανε μαζί με το μισογεμάτο και μισοάδειο
ποτήρι του. Νύχτες αξημέρωτες σε ημερολόγια
άγραφα και στις λευκές τσακισμένες του σελίδες
δείχνανε χαρακτήρα και πυγμή στην επέλαση των
λέξεων.
Από τα
όνειρα και την πραγματικότητα ερχόντανε οι
σοδειές, οι σιωπές ,το σάλιο και το τελικό τους
σίγμα.
Χαρές και
πίκρες του γουλιά την γουλιά αν και μεγαλώνανε
με την πάροδο του χρόνου σβήνανε καημούς και
αναστεναγμούς, τα αγκομαχητά και τις καλές
γωνίες και σταθμούς θέασης του ταξιδιού που
λέγεται ζωή.
Καμμιά φορά
στην στροφορμές του άχρονου χρόνου, στην
περιδίνηση των δευτερολέπτων του, η ώριμη
ανώριμη στιγμή μιας ευκολίας, μιας άτυχης
επιλογής επιμονής μπορεί να κάνει την διαφορά.
Και στα
τάρταρα να σε πάει μα και στα ουράνια. Είναι
κάπως και σαν την αγάπη που μακροθυμεί κατά τας
γραφάς, είναι μια απόχρωση της που στην κοινωνία
που ζούμε εξορίζοντας από την ζωή μας τις λέξεις
γυρνάμε στα αποφθέγματα από τα πολλά που μείνανε
στην ιστορία και στις σελίδες. Διαλέγω ή με
διαλέγει μια σελίδα από αποφθέγματα, λόγων
γραφής. Του Μ. Αναγνωστάκη ότι «η αγάπη είναι ο
φόβος που μας ενώνει», συναντά την γραφή, μια
από τις πολλές του Π. Κοέλιο. «Και όταν θέλεις
κάτι, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το
καταφέρεις». Και επειδή και η αγάπη είναι ζάλη
όπως θα μας το τραγουδάει εδώ και δεκαετίες η Χ.
Αλεξίου, ξανά διαλέγω, ξανά βουτάω στις γραμμές
- γραφές και από μια άλλη σελίδα τους και στη
άποψη ζωής αγάπης από το έργο της Μ Κάραλη
καταγράφω, μοιράζομαι: «Δεν υπάρχουν φτωχοί και
πλούσιοι, έξυπνοι και χαζοί, όμορφοι και
άσχημοι, υπάρχουν μόνο άνθρωποι που αγαπήθηκαν
και άνθρωποι που δεν αγαπήθηκαν». Και η θρυλική
ζωγράφος Φ. Κάλο, σε μια πινελιά γραφής για την
αγάπη, μας ομιλεί, μας στέλνει τα δικά της
ηχοχρώματα. «Αξίζεις μια αγάπη που να σε ακούει
όταν τραγουδάς που να σε στηρίζει στα ρεζιλίκια
σου που να σέβεται ότι είσαι ελεύθερη που να σε
συνοδεύει στο πέταγμά σου, που να μην την
τρομάζει η πτώση σου».
Σιγά σιγά
με όλα τα παραπάνω, ξανά μπαίνω στο τρυπάκι,
βαγόνι, δωμάτιο ταξιδιών και ονείρων των άχρονων
και επιτόπιων ταξιδιών της ωριμότητας. Προς την
πορεία για να δεις, τις σκιές και το φως της, το
ημερολόγιο των νυχτών και ημερών, μου
υπενθυμίζει ό,τι η 14 Δεκέμβρη είναι και η
παγκόσμια ημέρα / νύχτα της αγάπης.
Και οι
ωριμότητες μας που θέλουν και παρέα της καλής
της γειτονίας και πάθους της στο χρόνο και στο
σώμα μας, αμοιβαιότητα εγώ με εγώ και στο ταξίδι
και στα όνειρά, φροντίζουν… να μας μεγαλώνουν.
Αν και κρέμονται οι πνοές και οι χρόνοι τους και
από τα γιατροσόφια, το φως, τις χαρές και τα
σκοτάδια μας μα έλα που όσο περνούν οι εποχές
και οι μήνες και αν κατασταλάζουν οι απόψεις και
δεν βερμπαλίζουν μας είναι κάτι που ο / η καθείς
το ζητάει, το αντέχει, το αποδέχεται.
Και
αν δεν μας παίρνουν τα πόδια και τα πνευμόνια
για του αύριο την ανηφόρα και αν αποξενωνόμαστε
με τις ευκολίες των κινητών - που δεν θα έπρεπε
- είναι κάτι το πολύ υποκειμενικό ως διαχείριση,
συμπέρασμα, τσιτάτο ζωής και που συνεχώς θα ναι
γύρω μας ως πρόκληση και πρόσκληση να το
αντιμετωπίσουμε, να το νιώσουμε, να του δώσουμε
χαρακτήρα και νόημα.
Του
Χρήστου Νιάρου
Μελβούρνη
|